Κριτικές από Φανούρης Τζούρας
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:04
Οι δύο εξώπορτες του οίκου (η κάτω και η πάνω) είναι πια βαμμένες μαύρες. 'Ισως για να είναι ασορτί με το μαύρο του το χάλι... «Γεια σας...», μας ευχήθηκε η υπηρεσία στο σκοτεινό σαλόνι. 'Ημασταν δυο-τρεις νοματαίοι που περιμέναμε όρθιοι. «Τώρα να βγει η κοπέλα, τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά», ενημέρωσε με μια ανάσα. «Είναι πάρα πολύ καλή, θα περάσετε πολύ καλά», υποσχέθηκε με ήρεμη φωνή.
'Υστερα από περίπου ένα λεπτό, μια αθγγανοειδής, νέα στην ηλικία γυναίκα –με σκουροκάστανο περιποιημένο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, φιλήδονο πρόσωπο μ' ανάγλυφα χείλη, μικρό στήθος, λεπτό σφιχτοδεμένο κορμί, μέτριο ανάστημα, η οποία φορούσε ένα κορμάκι με σκληρό στηθόδεσμο–, μας ευχήθηκε με τη σειρά της: «Γεια σας». «Η κοπέλα είναι! Ποιος θέλει να περάσει;», ξαναμίλησε η τσατσά. Οι άλλοι άρχισαν ν' αποχωρούν. Του λόγου μου είχα παραμείνει στο σαλόνι κι έχοντας βγάλει το πορτοφόλι προσπαθούσα να βρω ένα δεκάρικο. «Μη στέκεσαι εκεί με τα λεφτά καλέ, θα σ' αρπάξει κανένας τα λεφτά σου και θα ψαχνόμαστε!», με προειδοποίησε η υπηρεσία, έχοντας την πόρνη δίπλα της. Πλήρωσα (μ' ευχαρίστησε) και πέρασα στο φωτεινό, αλλά ψιλοχοντροάθλιο δωματιάκι απέναντι απ' την εξώπορτα. Από την τελευταία φορά που είχα μπει εκεί, με τη ρουμάνα Γεωργία (Γωγώ), πάνε πάνω από δύο χρόνια. Τότε, για να παραμείνει κλειστή η πόρτα έβαζα από πίσω την καρέκλα. Σήμερα είδα πως είχε τοποθετηθεί ένα συρτάκι.
Μετά από τρία λεπτά, «τακ τακ, έλα μωρό μου...», άκουσα ένα διακριτικό χτύπημα και μια γυναικεία φωνή. 'Ανοιξα. 'Ηταν η κοπέλα.
«Γεια σου». «Γεια σου». «Καλά είσαι;». «Καλά είμαι». «Πώς σε λένε;». «'Ελλη». «Εμένα, τάδε». «Τι κάνετε;».
Ξάπλωσα, «Κρικ κρικ!», κι εκείνη γονάτισε δίπλα μου. «Από πού είσαι;», ρώτησε. «'Ελληνας. Εσύ;». «Μπουλγκάρα». «Δούλευες κι αλλού, εκτός από δω;». «Τι;». Επανέλαβα την ερώτηση. «'Οχι». Στη συνέχεια έσκισε, με τα δόντια, τη συσκευασία του προφυλακτικού και προσπάθησε να το ξετυλίξει κατά μήκος του σε ηρεμία πέους μου. Ξεκίνησε να πιπώνει. Σύντομα το ελαστικό είχε ξεχειλώσει. Ξαφνικά την είδα να το βγάζει!...
«Τι έγινε;...», ρώτησα κάπως ξαφνιασμένος. «Πες μου πως δεν έχεις άλλη...», συμπλήρωσα, έχοντας αρχίσει να φορτώνω. «Μμ;». «'Αλλη καπότα δεν έχεις;», επανέλαβα. «Θα φέρω, κάτσε να πάω...». «'Ασε!», δεν την άφησα κι αμέσως σηκώθηκα. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!». «Μμ;». «'Εχω εγώ», της έκανα γνωστό. «Α, έχεις εσύ;», χαμογέλασε, μάλλον εντυπωσιασμένη. «Ε, βέβαια!», είπα με καμάρι. Απ' την τσέπη του κρεμασμένου παντελονιού μου έβγαλα μία και της την έδωσα. «Ευχαριστώ».
(Ξαναξάπλωσα, «κρικ κρικ κρικ!»)
«Δεν μου λες... Πώς σε είπαμε;». «'Ελλη». «'Ελλη, κανένα φιλάκι εδώ, δίνεις;». Ξεκίνησε να με απαλοφιλάει και απαλογλείφει στις θηλές. «Ααα, μπράβο!», έκανα ευχαριστημένος, χαϊδεύοντας τον κώλο της. Τα φιλιά-γλειψίματά της συνεχίζονταν, θωπεύοντάς μου ταυτόχρονα τ' αρχίδια. Μάλιστα πλησίαζε πολύ κοντά στα χείλη μου, αλλά δεν μ' άφησε ούτε καν να τη στοματοφιλήσω...
'Οταν ξετύλιξε το καινούργιο προφυλακτικό, η πούτσα ήταν σηκωμένη. Την άφησα να κάνει λίγη πίπα και στη συνέχεια της ζήτησα να με καβαλήσει. Σάλιωσε το ξυρισμένο αιδοίο της και πιάνοντας το καυλί μου το έχωσε στο μουνί της. Τη γράπωσα κι εγώ απ' τα κωλομάγουλα. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!», άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει, να στριφογυρίζει, να τρίβεται μπρος-πίσω. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!», δεχόταν και τις δικές μου ψωλιές. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!», έσκυβε μπρος για να μου γλείψει τ' αυτί και τα μαλλιά της σκέπαζαν το πρόσωπό μου, μπαίνοντας στο στόμα μου καθώς προσπαθούσα να τη φιλήσω-γλείψω. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ–», «ΑΑΑ!...», έχυσα...
«Πόση ώρα έχουμε ακόμα;», ρώτησα νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά πίσω απ το στέρνο μου. «Πρέπει να φύγω...», ήταν η απάντησή της.
«'Ελα να κλείσεις», μου είπε, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τραβώντας το συρτάκι.
Οι δύο εξώπορτες του οίκου (η κάτω και η πάνω) είναι πια βαμμένες μαύρες. 'Ισως για να είναι ασορτί με το μαύρο του το χάλι... «Γεια σας...», μας ευχήθηκε η υπηρεσία στο σκοτεινό σαλόνι. 'Ημασταν δυο-τρεις νοματαίοι που περιμέναμε όρθιοι. «Τώρα να βγει η κοπέλα, τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά», ενημέρωσε με μια ανάσα. «Είναι πάρα πολύ καλή, θα περάσετε πολύ καλά», υποσχέθηκε με ήρεμη φωνή.
'Υστερα από περίπου ένα λεπτό, μια αθγγανοειδής, νέα στην ηλικία γυναίκα –με σκουροκάστανο περιποιημένο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, φιλήδονο πρόσωπο μ' ανάγλυφα χείλη, μικρό στήθος, λεπτό σφιχτοδεμένο κορμί, μέτριο ανάστημα, η οποία φορούσε ένα κορμάκι με σκληρό στηθόδεσμο–, μας ευχήθηκε με τη σειρά της: «Γεια σας». «Η κοπέλα είναι! Ποιος θέλει να περάσει;», ξαναμίλησε η τσατσά. Οι άλλοι άρχισαν ν' αποχωρούν. Του λόγου μου είχα παραμείνει στο σαλόνι κι έχοντας βγάλει το πορτοφόλι προσπαθούσα να βρω ένα δεκάρικο. «Μη στέκεσαι εκεί με τα λεφτά καλέ, θα σ' αρπάξει κανένας τα λεφτά σου και θα ψαχνόμαστε!», με προειδοποίησε η υπηρεσία, έχοντας την πόρνη δίπλα της. Πλήρωσα (μ' ευχαρίστησε) και πέρασα στο φωτεινό, αλλά ψιλοχοντροάθλιο δωματιάκι απέναντι απ' την εξώπορτα. Από την τελευταία φορά που είχα μπει εκεί, με τη ρουμάνα Γεωργία (Γωγώ), πάνε πάνω από δύο χρόνια. Τότε, για να παραμείνει κλειστή η πόρτα έβαζα από πίσω την καρέκλα. Σήμερα είδα πως είχε τοποθετηθεί ένα συρτάκι.
Μετά από τρία λεπτά, «τακ τακ, έλα μωρό μου...», άκουσα ένα διακριτικό χτύπημα και μια γυναικεία φωνή. 'Ανοιξα. 'Ηταν η κοπέλα.
«Γεια σου». «Γεια σου». «Καλά είσαι;». «Καλά είμαι». «Πώς σε λένε;». «'Ελλη». «Εμένα, τάδε». «Τι κάνετε;».
Ξάπλωσα, «Κρικ κρικ!», κι εκείνη γονάτισε δίπλα μου. «Από πού είσαι;», ρώτησε. «'Ελληνας. Εσύ;». «Μπουλγκάρα». «Δούλευες κι αλλού, εκτός από δω;». «Τι;». Επανέλαβα την ερώτηση. «'Οχι». Στη συνέχεια έσκισε, με τα δόντια, τη συσκευασία του προφυλακτικού και προσπάθησε να το ξετυλίξει κατά μήκος του σε ηρεμία πέους μου. Ξεκίνησε να πιπώνει. Σύντομα το ελαστικό είχε ξεχειλώσει. Ξαφνικά την είδα να το βγάζει!...
«Τι έγινε;...», ρώτησα κάπως ξαφνιασμένος. «Πες μου πως δεν έχεις άλλη...», συμπλήρωσα, έχοντας αρχίσει να φορτώνω. «Μμ;». «'Αλλη καπότα δεν έχεις;», επανέλαβα. «Θα φέρω, κάτσε να πάω...». «'Ασε!», δεν την άφησα κι αμέσως σηκώθηκα. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!». «Μμ;». «'Εχω εγώ», της έκανα γνωστό. «Α, έχεις εσύ;», χαμογέλασε, μάλλον εντυπωσιασμένη. «Ε, βέβαια!», είπα με καμάρι. Απ' την τσέπη του κρεμασμένου παντελονιού μου έβγαλα μία και της την έδωσα. «Ευχαριστώ».
(Ξαναξάπλωσα, «κρικ κρικ κρικ!»)
«Δεν μου λες... Πώς σε είπαμε;». «'Ελλη». «'Ελλη, κανένα φιλάκι εδώ, δίνεις;». Ξεκίνησε να με απαλοφιλάει και απαλογλείφει στις θηλές. «Ααα, μπράβο!», έκανα ευχαριστημένος, χαϊδεύοντας τον κώλο της. Τα φιλιά-γλειψίματά της συνεχίζονταν, θωπεύοντάς μου ταυτόχρονα τ' αρχίδια. Μάλιστα πλησίαζε πολύ κοντά στα χείλη μου, αλλά δεν μ' άφησε ούτε καν να τη στοματοφιλήσω...
'Οταν ξετύλιξε το καινούργιο προφυλακτικό, η πούτσα ήταν σηκωμένη. Την άφησα να κάνει λίγη πίπα και στη συνέχεια της ζήτησα να με καβαλήσει. Σάλιωσε το ξυρισμένο αιδοίο της και πιάνοντας το καυλί μου το έχωσε στο μουνί της. Τη γράπωσα κι εγώ απ' τα κωλομάγουλα. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!», άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει, να στριφογυρίζει, να τρίβεται μπρος-πίσω. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!», δεχόταν και τις δικές μου ψωλιές. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!», έσκυβε μπρος για να μου γλείψει τ' αυτί και τα μαλλιά της σκέπαζαν το πρόσωπό μου, μπαίνοντας στο στόμα μου καθώς προσπαθούσα να τη φιλήσω-γλείψω. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ–», «ΑΑΑ!...», έχυσα...
«Πόση ώρα έχουμε ακόμα;», ρώτησα νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά πίσω απ το στέρνο μου. «Πρέπει να φύγω...», ήταν η απάντησή της.
«'Ελα να κλείσεις», μου είπε, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τραβώντας το συρτάκι.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 21, 2015
Όνομα κοπέλας
'Ελλη
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.8
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Στο σαλόνι περίμεναν ένας αλλοδαπός, που καθόταν στον καναπέ παίζοντας με το smartphone του κι ένας ημεδαπός καλοντυμένος μεσήλικας, που στεκόταν όρθιος κοιτάζοντας στο κενό. Κάθισα δίπλα στον αλλοδαπό. Μετά από κάνα πεντάλεπτο η υπηρεσία πέρασε από μπροστά μας και χτύπησε σιγανά την κλειστή πόρτα, «τακ, τακ, τακ», επιστρέφοντας αμέσως στο κουζινάκι. Απ' τα ηχεία του μπουρδέλου ακουγόταν μουσική Καφέ ντελ Μαρ. 'Υστερα από ένα λεπτό η πόρτα άνοιξε. «Καλημέρα», μας ευχήθηκε μια νταρντάνα με ίσιο κοντό καστανό μαλλί, μέτριο πρόσωπο, μεγάλο στήθος. Την επόμενη στιγμή η τσατσά βρισκόταν στο χολ ενημερώνοντάς μας: «Τσιμπουκάκι χωρίς πλαστικό –όποιος θέλει–, τελειωτικό στο στόμα, όλες οι στάσεις, εξήντα εννιά, ντέκα ευρώ!...». Ο καλοντυμένος κύριος πλήρωσε κι εκείνη του έδειξε ένα δωμάτιο. «Περάστε». Πλήρωσα κι εγώ με τη σειρά μου. Σε μένα έδειξε τη φροντισμένη κάμαρα απέναντι απ' την εξώπορτα. «Εδώ ε;», θέλησα να σιγουρευτώ. «Ναι ναι ναι, εδώ!», επιβεβαίωσε. Ρώτησε εάν επιθυμούσα να μου άνοιγε το ερ κοντίσιον. Αρνήθηκα ευγενικά.
Η πόρνη ήρθε ύστερα από 15 λεπτά. «Γεια σου μωρό μου!», ευχήθηκε με βαριά προφορά. «Γεια σου», αντευχήθηκα. «Τι κάνει; Χα χα χα...», γέλασε μαλακά. «Καλά». 'Αρχισε να γδύνεται, δηλαδή έβγαλε το κομπινεζόν της. «Πώς σε λένε;», τη ρώτησα. «Πώς με λένε;... Λύντια, αγάπη μου!», απάντησε γονατίζοντας στο στρώμα, πλάι μου. «Α, Λύντια...», έκανα αγγίζοντας τα βυζιά της. «Ναι, αγάπη μου!», είπε αρχίζοντας να με χαϊδεύει κι εκείνη. «Εγώ καταλαβαίνω ελληνικά λίγκο! Στην Ελλάδα ντιαμήνια, αγάπη μου!», εξήγησε. «Ντιαμήνια;...», απόρησα. «Ντία... Μήνια!», επανέλαβε αργά. «Τι πράγμα;», συνέχισα να μην καταλαβαίνω. «Στην Ελλάδα, ντία μήνια!.. Εγώ!... Ε;», ξαναείπε κοιτώντας με με προσδοκία. «Ναι...», έκανα αμήχανα και ξαφνικά κατάλαβα! «Α, δύο μήνες!». «Ναι, ναι!», έκανε ανακουφισμένη και συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει, σε χαμηλότερη ένταση, «ναι... ναι... ναι...», ξεκίνησε να με φιλάει και να με γλείφει επιφανειακά και στεγνά, στις θηλές, στον λαιμό, στα μάγουλα, στον λοβό του αυτιού, ενώ ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, στην κοιλιά, στο υπογάστριο, στις μηροβουβωνικές πτυχές, παίρνοντας τον ημικαυλωμένο πούτσο μου γυμνό στο στόμα της, για να προχωρήσει σε μία αργή, βαθιά πίπα, που συμπεριλάμβανε και αρχιδογλείψιμο (έπειτα από δική μου υπόδειξη το τελευταίο).
«Βάλε το προφυλακτικό!», είπα και στη συνέχεια της ζήτησα να στηθεί στα τέσσερα. Αφού άλειψε το μουνί της με λιπαντική γέλη, πήρε θέση και περίμενε έχοντας το κεφάλι της κρεμασμένο. «Κρικ κρικ κρικ», μετακινήθηκα πίσω της. Χρησιμοποιώντας ως οδηγό τον δείκτη του χεριού, που κρατούσε τον πούτσο μου, ψηλάφισα την τρύπα κι εντοπίζοντάς την έσπρωξα την ψωλή μου μέσα. Μπήκε άνετα. «'Οαα!... 'Οαα!...», βογγούσε ευλογοφανώς καθώς αισθανόταν τις γαμιές μου. Συνέχισα έτσι. «Λύντια!». «Ναι αγάπη μου!...». «Ξάπλωσε ανάσκελα», ζήτησα, νιώθοντας πως στο πισωκολλητό γονατιστό δεν θα έχυνα. Υπάκουσε. 'Επεσα πάνω της και συνέχισα να γαμάω. «Κρικ κρικ κρικ!». Σ' εκείνη τη στάση ανταλλάξαμε και λίγα γλωσσόφιλα, όχι τίποτε το ιδιαίτερο. Πάντως κατά τη διάρκεια ενός απ' αυτά, ένιωσα τον οργασμό μου να ξεκινάει και στα επόμενα δευτερόλεπτα να ολοκληρώνεται... «Ααα, τελείωσα!...». «Χι χι χι...», έκανε ευχαριστημένη. Τραβήχτηκα, παραμένοντας στα γόνατα. «Πω πω πω πω! Χα χα χα...», "θαύμασε" την ποσότητα του σπέρματος που είχε μαζευτεί στη θηλή της καπότας.
«Μόνο πρωί δουλεύεις εδώ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω καθώς πετούσα το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό στο καλαθάκι των απορριμμάτων. «Ναι αγάπη μου! 'Εξι μ' έξι!», μ' ενημέρωσε. «'Εξι το πρωί μ' έξι τ' απόγευμα», επανέλαβα. «Ναι, αγάπη μου!». «Εδώ, πάνω». «Ναι ναι!». (Την έχω δει και στο διπλανό ισόγειο –είναι η Λίντα, που γράφει ο rigormortis) «Οκέι...». «Κάθε μέρα!», πρόσθεσε.
Η πόρνη ήρθε ύστερα από 15 λεπτά. «Γεια σου μωρό μου!», ευχήθηκε με βαριά προφορά. «Γεια σου», αντευχήθηκα. «Τι κάνει; Χα χα χα...», γέλασε μαλακά. «Καλά». 'Αρχισε να γδύνεται, δηλαδή έβγαλε το κομπινεζόν της. «Πώς σε λένε;», τη ρώτησα. «Πώς με λένε;... Λύντια, αγάπη μου!», απάντησε γονατίζοντας στο στρώμα, πλάι μου. «Α, Λύντια...», έκανα αγγίζοντας τα βυζιά της. «Ναι, αγάπη μου!», είπε αρχίζοντας να με χαϊδεύει κι εκείνη. «Εγώ καταλαβαίνω ελληνικά λίγκο! Στην Ελλάδα ντιαμήνια, αγάπη μου!», εξήγησε. «Ντιαμήνια;...», απόρησα. «Ντία... Μήνια!», επανέλαβε αργά. «Τι πράγμα;», συνέχισα να μην καταλαβαίνω. «Στην Ελλάδα, ντία μήνια!.. Εγώ!... Ε;», ξαναείπε κοιτώντας με με προσδοκία. «Ναι...», έκανα αμήχανα και ξαφνικά κατάλαβα! «Α, δύο μήνες!». «Ναι, ναι!», έκανε ανακουφισμένη και συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει, σε χαμηλότερη ένταση, «ναι... ναι... ναι...», ξεκίνησε να με φιλάει και να με γλείφει επιφανειακά και στεγνά, στις θηλές, στον λαιμό, στα μάγουλα, στον λοβό του αυτιού, ενώ ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, στην κοιλιά, στο υπογάστριο, στις μηροβουβωνικές πτυχές, παίρνοντας τον ημικαυλωμένο πούτσο μου γυμνό στο στόμα της, για να προχωρήσει σε μία αργή, βαθιά πίπα, που συμπεριλάμβανε και αρχιδογλείψιμο (έπειτα από δική μου υπόδειξη το τελευταίο).
«Βάλε το προφυλακτικό!», είπα και στη συνέχεια της ζήτησα να στηθεί στα τέσσερα. Αφού άλειψε το μουνί της με λιπαντική γέλη, πήρε θέση και περίμενε έχοντας το κεφάλι της κρεμασμένο. «Κρικ κρικ κρικ», μετακινήθηκα πίσω της. Χρησιμοποιώντας ως οδηγό τον δείκτη του χεριού, που κρατούσε τον πούτσο μου, ψηλάφισα την τρύπα κι εντοπίζοντάς την έσπρωξα την ψωλή μου μέσα. Μπήκε άνετα. «'Οαα!... 'Οαα!...», βογγούσε ευλογοφανώς καθώς αισθανόταν τις γαμιές μου. Συνέχισα έτσι. «Λύντια!». «Ναι αγάπη μου!...». «Ξάπλωσε ανάσκελα», ζήτησα, νιώθοντας πως στο πισωκολλητό γονατιστό δεν θα έχυνα. Υπάκουσε. 'Επεσα πάνω της και συνέχισα να γαμάω. «Κρικ κρικ κρικ!». Σ' εκείνη τη στάση ανταλλάξαμε και λίγα γλωσσόφιλα, όχι τίποτε το ιδιαίτερο. Πάντως κατά τη διάρκεια ενός απ' αυτά, ένιωσα τον οργασμό μου να ξεκινάει και στα επόμενα δευτερόλεπτα να ολοκληρώνεται... «Ααα, τελείωσα!...». «Χι χι χι...», έκανε ευχαριστημένη. Τραβήχτηκα, παραμένοντας στα γόνατα. «Πω πω πω πω! Χα χα χα...», "θαύμασε" την ποσότητα του σπέρματος που είχε μαζευτεί στη θηλή της καπότας.
«Μόνο πρωί δουλεύεις εδώ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω καθώς πετούσα το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό στο καλαθάκι των απορριμμάτων. «Ναι αγάπη μου! 'Εξι μ' έξι!», μ' ενημέρωσε. «'Εξι το πρωί μ' έξι τ' απόγευμα», επανέλαβα. «Ναι, αγάπη μου!». «Εδώ, πάνω». «Ναι ναι!». (Την έχω δει και στο διπλανό ισόγειο –είναι η Λίντα, που γράφει ο rigormortis) «Οκέι...». «Κάθε μέρα!», πρόσθεσε.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 18, 2015
Όνομα κοπέλας
Λύντια
Υπηρεσίες
- Ελεύθερο στοματικό
- Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.3
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Πέμπτη της Διακαινησίμου, ώρα 18:51
Κατέβηκα τα σκαλιά μαζί μ' έναν άγνωστο, νεαρό, ημεδαπό συναγωνιστή. Υπηρεσία ήταν η ξανθιά γκιλφ που πριν δυο-τρία χρόνια έβλεπα ως πόρνη, στο Ιάσονος 36 και από τότε, ενίοτε, τη συναντώ ως τσατσά (Κολωνού 11 ημιυπόγειο, Κολωνού 15 αριστερά).
«Καλώς τα παλικάρια μας! Τι κάνουνε;», μας καλωσόρισε στο άδειο από κόσμο σαλονάκι. «Καλά, εσείς...», απάντησε ο νεαρός. «Κάτσε κούκλε μου...», τον προέτρεψε εκείνη. «Στο δωμάτιο είναι;», ρώτησε παραμένοντας όρθιος. Εγώ πάντως κάθισα κανονικά. «Τώρα, όπου να 'ναι θα βγει», τον διαβεβαίωσε. «Να πάω λίγο επάνω και θα επιστρέψω», ψέλλισε εκείνος. «Αφού σου λέω βγαίνει!», του επανέλαβε γουρλώνοντας τα μάτια. «Πού το ξέρεις; Χα!...», αμφέβαλλε με τη σειρά του. «Ε, πώς δεν ξέρω εγώ, αν δεν ξέρω εγώ ποιος θα ξέρει;», απόρησε. Τελικά τον κατάφερε και κάθισε δίπλα μου. «Σου αρέσει περνάς, δεν σου αρέσει δεν περνάς», είπε ικανοποιημένη. Ο πρώτος σκοπός είχε επιτευχθεί: Να μη φύγει ο πελάτης, πριν δει την κοπέλα. «Γιατί ν' ανεβοκατεβαίνεις σκάλες;», συνέχισε με χαμόγελο. «Γιατί, θα κουραστώ;... Νέο παιδί είμαι!», αντέδρασε εκείνος. «Ε, αυτό λέω κι εγώ!». «Τι θα πάθω;», συμπλήρωσε· ήταν όμως αργά, είχε ήδη καθίσει στο "σκαμνί".
Για λίγο δεν μιλούσε κανένας. Η υπηρεσία βημάτιζε πέρα δώθε. «'Ελα κούκλα!», φώναξε ξαφνικά, ενώ κοιτάζοντας τον νεαρό είπε: «Και πολύ καλή!». «Αυτό θα δείξει», επιφυλάχθηκε εκείνος. «Αφού εσύ την ξέρεις! Ξέρεις τι πράγμα είναι μέσα... Την έχεις δει», του έκανε γνωστό και το βλέμμα της άστραψε. «Πότε; Με θυμάσαι εσύ;», αιφνιδιάστηκε. «Αμέ!...», χαμογέλασε εκείνη. «'Αντε, περνάνε τόσα άτομα και με θυμάσαι;», παραξενεύτηκε. «Θυμάμαι σαν γκαμήλα!», τον διαβεβαίωσε. «Τι να σου πω, εδώ δεν σε θυμάμαι να πω την αλήθεια», συμβιβάστηκε τελικά.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η μία απ' τις δύο πόρτες των δωματίων. «Γεια σας!», μας ευχήθηκε μια μετριοχαμηλού αναστήματος νεαρή, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σε αλογοουρά, φιλήδονο χαμογελαστό προσωπάκι, μικρομεσαίο φυσικό στήθος, ψιλοτσουπωτή. «Να η κούκλα μου!», είπε μ' έμφαση η υπηρεσία. «Α, εσύ είσαι από δίπλα!», την αναγνώρισε ο συναγωνιστής. «Ε, ήρθα να δουλέψω κι εδώ! Χα χα χα», παραδέχτηκε εκείνη. «Την ξέρω αυτήν, αυτή γελάει συνέχεια!», πρόσθεσε ο νεαρός. «Χα χα χα!...», ξαναγέλασε η πόρνη. «Ε, τι θες, να κλαίει;... Χαρούμενος άνθρωπος είναι», σχολίασε η υπηρεσία. «Αυτή είναι αστέρι, στο λέω εγώ, έχω μπει δύο φορές», υπερθεμάτισε εκείνος. «Ε, αφού είναι αστέρι και το λες εσύ και δεν φεύγεις...», έκανε η τσατσά. Εγώ ήδη είχα βγάλει απ' το πορτοφόλι μου δύο τάλιρα.
Εισερχόμενος στο μικρό δωμάτιο άκουσα τον συναγωνιστή ν' αφήνει ελπίδες για το μέλλον: «Μάλλον εδώ θά 'ρθω...». Και τη μικρή να τον αποχαιρετάει: «Φιλάκια μωρό! Σε περιμένω, μη με ξεχνάς!». «Να μην πάω δίπλα, δηλαδή;», την πείραξε εκείνος. «'Οχι!», ούρλιαξε εκείνη.
Η εύχαρις νεαρή ήρθε σε μένα μετά από κάνα πεντάλεπτο. «Μωρό μου!». «Γεια σου». «Γεια σου!». «Πώς σε λένε;». «Μελίσσα!», απάντησε, για να συμπληρώσει κοιτάζοντάς με διερευνητικά: «Νομίζω εμείς έχουμε ξαναπεράσει...». «'Οχι, ποτέ!», αρνήθηκα. «Ποτέ;... Δεν έχουμε ξαναπεράσει;», επέμεινε. «Ποτέ! Εγώ τουλάχιστον (μέχρι στιγμής, χε χε χε) δεν σε θυμάμαι». «Εντάξει, έχω κι εγώ αλλάξει, γιατί είχα και ανταύγειες ξανθές, δούλευα και σε άλλο μαγαζί... Δεν δούλευα μόνο εδώ», δεν επέμεινε περαιτέρω. «Και πώς λεγόσουνα στο άλλο μαγαζί, πάλι Μελίσσα;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «'Αννα, Αννίτα, Αννούλα», απάντησε μένοντας ολόγυμνη. «Και σε ποιο μαγαζί ήσουνα;». «Στο 20Γ Ιάσονος, στο 15 Κεραμεικού...». «Μμ, συνεχίζω να μη σε θυμάμαι». «Εντάξει, μπορεί και εγώ να κάνω λάθος». «Μπορεί!...», συμφώνησα και πήδηξα στο κρεβάτι. «'Ολα καλά;», θέλησε να μάθει ανοίγοντας την καπότα. «'Οχι! Χα χα χα...», την πείραξα. «Γιατί βρε μωρό μου;», με κοίταξε με συμπάθεια. «Χιούμορ κάνω», της εξήγησα. «Τι;». «Αστεία το λέω». «Α...»
Τοποθετώντας το ελαστικό στην πεσμένη πούτσα μου ξεκίνησε κατευθείαν με πίπα, έχοντας ξαπλώσει εγκάρσια στο σώμα μου, με κλειστά τα πόδια. Ταυτόχρονα μου απαλοέτριβε/απαλοτσιμπούσε τις θηλές, ενώ εγώ της χάιδευα τον κώλο και της χούφτωνα τα βυζιά. Κάποια στιγμή έπλεξα τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι μου κι ανασηκώνοντάς το, την παρατηρούσα όπως με πίπωνε· το έκανε αργά και με ρυθμό. 'Οταν κατάλαβε πως την κοίταζα, σταμάτησε και χωρίς να βγάλει την ψωλή απ' το στόμα της μου έκανε ένα «μμμ» γεμάτο απορία. «Συνέχισε!», της χαμογέλασα. 'Αλλα προκαταρκτικά, πλην στοματικού και χαϊδέματος, δεν πρόσφερε. Πριν της ζητήσω να πάρει θέση για πισωκολλητό γονατιστό, της έγλειψα τα βυζιά και τη φίλησα-έγλειψα για λίγο στον λαιμό. Μπήκα μέσα της με ημικαύλωμένη πούτσα, η οποία καύλωσε περισσότερο κατά τη διάρκεια των παλινδρομήσεων. 'Οση ώρα τη γαμούσα εκείνη βογγούσε πνιχτά και παρακολουθούσε απ' τον επίτοιχο καθρέφτη.
«'Ελα κούκλα!», ακούστηκε η φωνή της υπηρεσίας. «"'Ελα κούκλα", από τώρα;... Μωρέ μπράβο!...», σχολίασα με νόημα. Η πόρνη παρέμεινε σιωπηλή. Της είπα να ξαπλώσει ανάσκελα. «'Ελα μου!», με κάλεσε πρόθυμα ανοίγοντας τα πόδια. Ξαναμπήκα μέσα της και συνέχισα να τη γαμάω. «Τακ!... Τακ!...». «Τι κάνει έτσι;», απόρησα. «Το πόδι μου είναι, μην τρομάζεις! Χα χα χα». 'Ηταν το πορνοπάπουτσο, που χτυπούσε στον τοίχο... Γέλασα κι εγώ. Μετά από κάμποσες γαμικές ωθήσεις κατάφερα να χύσω...
«Εσύ απόγευμα δουλεύεις εδώ;», τη ρώτησα καθώς σηκωνόμασταν. «'Οχι, μόνο για σήμερα δουλεύω εδώ, εγώ δουλεύω δίπλα στη γωνία». «Πρωί ή απόγευμα δουλεύεις;». «Δώδεκα μεσημέρι με δώδεκα βράδυ».
Τότε κατάλαβα γιατί της ήμουν γνωστός... Από τις πρωινές τσάρκες μου. Σε 'κείνον τον οίκο (Κολωνού και Λεωνίδου) τα πρωινά βρίσκεται μία μεσήλικη, διοπτροφόρος, ξανθιά υπηρεσία (τ' απογεύματα τη βρίσκω στο ημιυπόγειο της Κολωνού 23), που μόλις με βλέπει, απ' την πόρτα κιόλας, προσπαθεί να με διώξει λέγοντάς μου: «'Ιδια κοπέλα, ίδια κοπέλα!». Χα χα χα... Τέλος πάντων, εγώ την έχω μάθει πια και χωρίς να της δίνω σημασία κάθομαι στο σαλόνι περιμένοντας να δω ποια είναι η "ίδια κοπέλα" κάθε φορά. Ε, σε μερικές περιπτώσεις είχε εμφανιστεί η Μελίσσα. Φυσικά όνομα δεν μου είχαν πει ποτέ!...
Κατέβηκα τα σκαλιά μαζί μ' έναν άγνωστο, νεαρό, ημεδαπό συναγωνιστή. Υπηρεσία ήταν η ξανθιά γκιλφ που πριν δυο-τρία χρόνια έβλεπα ως πόρνη, στο Ιάσονος 36 και από τότε, ενίοτε, τη συναντώ ως τσατσά (Κολωνού 11 ημιυπόγειο, Κολωνού 15 αριστερά).
«Καλώς τα παλικάρια μας! Τι κάνουνε;», μας καλωσόρισε στο άδειο από κόσμο σαλονάκι. «Καλά, εσείς...», απάντησε ο νεαρός. «Κάτσε κούκλε μου...», τον προέτρεψε εκείνη. «Στο δωμάτιο είναι;», ρώτησε παραμένοντας όρθιος. Εγώ πάντως κάθισα κανονικά. «Τώρα, όπου να 'ναι θα βγει», τον διαβεβαίωσε. «Να πάω λίγο επάνω και θα επιστρέψω», ψέλλισε εκείνος. «Αφού σου λέω βγαίνει!», του επανέλαβε γουρλώνοντας τα μάτια. «Πού το ξέρεις; Χα!...», αμφέβαλλε με τη σειρά του. «Ε, πώς δεν ξέρω εγώ, αν δεν ξέρω εγώ ποιος θα ξέρει;», απόρησε. Τελικά τον κατάφερε και κάθισε δίπλα μου. «Σου αρέσει περνάς, δεν σου αρέσει δεν περνάς», είπε ικανοποιημένη. Ο πρώτος σκοπός είχε επιτευχθεί: Να μη φύγει ο πελάτης, πριν δει την κοπέλα. «Γιατί ν' ανεβοκατεβαίνεις σκάλες;», συνέχισε με χαμόγελο. «Γιατί, θα κουραστώ;... Νέο παιδί είμαι!», αντέδρασε εκείνος. «Ε, αυτό λέω κι εγώ!». «Τι θα πάθω;», συμπλήρωσε· ήταν όμως αργά, είχε ήδη καθίσει στο "σκαμνί".
Για λίγο δεν μιλούσε κανένας. Η υπηρεσία βημάτιζε πέρα δώθε. «'Ελα κούκλα!», φώναξε ξαφνικά, ενώ κοιτάζοντας τον νεαρό είπε: «Και πολύ καλή!». «Αυτό θα δείξει», επιφυλάχθηκε εκείνος. «Αφού εσύ την ξέρεις! Ξέρεις τι πράγμα είναι μέσα... Την έχεις δει», του έκανε γνωστό και το βλέμμα της άστραψε. «Πότε; Με θυμάσαι εσύ;», αιφνιδιάστηκε. «Αμέ!...», χαμογέλασε εκείνη. «'Αντε, περνάνε τόσα άτομα και με θυμάσαι;», παραξενεύτηκε. «Θυμάμαι σαν γκαμήλα!», τον διαβεβαίωσε. «Τι να σου πω, εδώ δεν σε θυμάμαι να πω την αλήθεια», συμβιβάστηκε τελικά.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η μία απ' τις δύο πόρτες των δωματίων. «Γεια σας!», μας ευχήθηκε μια μετριοχαμηλού αναστήματος νεαρή, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σε αλογοουρά, φιλήδονο χαμογελαστό προσωπάκι, μικρομεσαίο φυσικό στήθος, ψιλοτσουπωτή. «Να η κούκλα μου!», είπε μ' έμφαση η υπηρεσία. «Α, εσύ είσαι από δίπλα!», την αναγνώρισε ο συναγωνιστής. «Ε, ήρθα να δουλέψω κι εδώ! Χα χα χα», παραδέχτηκε εκείνη. «Την ξέρω αυτήν, αυτή γελάει συνέχεια!», πρόσθεσε ο νεαρός. «Χα χα χα!...», ξαναγέλασε η πόρνη. «Ε, τι θες, να κλαίει;... Χαρούμενος άνθρωπος είναι», σχολίασε η υπηρεσία. «Αυτή είναι αστέρι, στο λέω εγώ, έχω μπει δύο φορές», υπερθεμάτισε εκείνος. «Ε, αφού είναι αστέρι και το λες εσύ και δεν φεύγεις...», έκανε η τσατσά. Εγώ ήδη είχα βγάλει απ' το πορτοφόλι μου δύο τάλιρα.
Εισερχόμενος στο μικρό δωμάτιο άκουσα τον συναγωνιστή ν' αφήνει ελπίδες για το μέλλον: «Μάλλον εδώ θά 'ρθω...». Και τη μικρή να τον αποχαιρετάει: «Φιλάκια μωρό! Σε περιμένω, μη με ξεχνάς!». «Να μην πάω δίπλα, δηλαδή;», την πείραξε εκείνος. «'Οχι!», ούρλιαξε εκείνη.
Η εύχαρις νεαρή ήρθε σε μένα μετά από κάνα πεντάλεπτο. «Μωρό μου!». «Γεια σου». «Γεια σου!». «Πώς σε λένε;». «Μελίσσα!», απάντησε, για να συμπληρώσει κοιτάζοντάς με διερευνητικά: «Νομίζω εμείς έχουμε ξαναπεράσει...». «'Οχι, ποτέ!», αρνήθηκα. «Ποτέ;... Δεν έχουμε ξαναπεράσει;», επέμεινε. «Ποτέ! Εγώ τουλάχιστον (μέχρι στιγμής, χε χε χε) δεν σε θυμάμαι». «Εντάξει, έχω κι εγώ αλλάξει, γιατί είχα και ανταύγειες ξανθές, δούλευα και σε άλλο μαγαζί... Δεν δούλευα μόνο εδώ», δεν επέμεινε περαιτέρω. «Και πώς λεγόσουνα στο άλλο μαγαζί, πάλι Μελίσσα;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «'Αννα, Αννίτα, Αννούλα», απάντησε μένοντας ολόγυμνη. «Και σε ποιο μαγαζί ήσουνα;». «Στο 20Γ Ιάσονος, στο 15 Κεραμεικού...». «Μμ, συνεχίζω να μη σε θυμάμαι». «Εντάξει, μπορεί και εγώ να κάνω λάθος». «Μπορεί!...», συμφώνησα και πήδηξα στο κρεβάτι. «'Ολα καλά;», θέλησε να μάθει ανοίγοντας την καπότα. «'Οχι! Χα χα χα...», την πείραξα. «Γιατί βρε μωρό μου;», με κοίταξε με συμπάθεια. «Χιούμορ κάνω», της εξήγησα. «Τι;». «Αστεία το λέω». «Α...»
Τοποθετώντας το ελαστικό στην πεσμένη πούτσα μου ξεκίνησε κατευθείαν με πίπα, έχοντας ξαπλώσει εγκάρσια στο σώμα μου, με κλειστά τα πόδια. Ταυτόχρονα μου απαλοέτριβε/απαλοτσιμπούσε τις θηλές, ενώ εγώ της χάιδευα τον κώλο και της χούφτωνα τα βυζιά. Κάποια στιγμή έπλεξα τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι μου κι ανασηκώνοντάς το, την παρατηρούσα όπως με πίπωνε· το έκανε αργά και με ρυθμό. 'Οταν κατάλαβε πως την κοίταζα, σταμάτησε και χωρίς να βγάλει την ψωλή απ' το στόμα της μου έκανε ένα «μμμ» γεμάτο απορία. «Συνέχισε!», της χαμογέλασα. 'Αλλα προκαταρκτικά, πλην στοματικού και χαϊδέματος, δεν πρόσφερε. Πριν της ζητήσω να πάρει θέση για πισωκολλητό γονατιστό, της έγλειψα τα βυζιά και τη φίλησα-έγλειψα για λίγο στον λαιμό. Μπήκα μέσα της με ημικαύλωμένη πούτσα, η οποία καύλωσε περισσότερο κατά τη διάρκεια των παλινδρομήσεων. 'Οση ώρα τη γαμούσα εκείνη βογγούσε πνιχτά και παρακολουθούσε απ' τον επίτοιχο καθρέφτη.
«'Ελα κούκλα!», ακούστηκε η φωνή της υπηρεσίας. «"'Ελα κούκλα", από τώρα;... Μωρέ μπράβο!...», σχολίασα με νόημα. Η πόρνη παρέμεινε σιωπηλή. Της είπα να ξαπλώσει ανάσκελα. «'Ελα μου!», με κάλεσε πρόθυμα ανοίγοντας τα πόδια. Ξαναμπήκα μέσα της και συνέχισα να τη γαμάω. «Τακ!... Τακ!...». «Τι κάνει έτσι;», απόρησα. «Το πόδι μου είναι, μην τρομάζεις! Χα χα χα». 'Ηταν το πορνοπάπουτσο, που χτυπούσε στον τοίχο... Γέλασα κι εγώ. Μετά από κάμποσες γαμικές ωθήσεις κατάφερα να χύσω...
«Εσύ απόγευμα δουλεύεις εδώ;», τη ρώτησα καθώς σηκωνόμασταν. «'Οχι, μόνο για σήμερα δουλεύω εδώ, εγώ δουλεύω δίπλα στη γωνία». «Πρωί ή απόγευμα δουλεύεις;». «Δώδεκα μεσημέρι με δώδεκα βράδυ».
Τότε κατάλαβα γιατί της ήμουν γνωστός... Από τις πρωινές τσάρκες μου. Σε 'κείνον τον οίκο (Κολωνού και Λεωνίδου) τα πρωινά βρίσκεται μία μεσήλικη, διοπτροφόρος, ξανθιά υπηρεσία (τ' απογεύματα τη βρίσκω στο ημιυπόγειο της Κολωνού 23), που μόλις με βλέπει, απ' την πόρτα κιόλας, προσπαθεί να με διώξει λέγοντάς μου: «'Ιδια κοπέλα, ίδια κοπέλα!». Χα χα χα... Τέλος πάντων, εγώ την έχω μάθει πια και χωρίς να της δίνω σημασία κάθομαι στο σαλόνι περιμένοντας να δω ποια είναι η "ίδια κοπέλα" κάθε φορά. Ε, σε μερικές περιπτώσεις είχε εμφανιστεί η Μελίσσα. Φυσικά όνομα δεν μου είχαν πει ποτέ!...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 16, 2015
Όνομα κοπέλας
Μελίσσα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη της Διακαινησίμου, ώρα 18:03
Μπαίνοντας, άκουσα την ιδιοκτήτρια/υπηρεσία να ενημερώνει πως «τώρα, βγαίνει η κοπέλα». Στο σαλόνι περίμεναν δύο σκουρόχρωμοι αλλοδαποί συναγωνιστές. Η τσατσά είχε αποσυρθεί στην κουζινούλα· στο βάθος. Οι δύο από τις τρεις πόρτες των δωματίων ήταν κλειστές. Κάθισα. Μετά από δύο λεπτά σηκώθηκα και βγάζοντας το πορτοφόλι παραβίασα τ' άβατα ενδότερα, πλησιάζοντας την ηλικιωμένη γυναίκα, που μου έριξε ένα σουβλερό βλέμμα... Βλέποντας όμως αυτό που κρατούσα, αμέσως μαλάκωσε. «Τι πρόγραμμα έχει η κοπέλα;», θέλησα να μάθω βγάζοντας δυο τάλιρα. «Νόρμαλ σεξ!», απάντησε. «Μπαίνω στο διπλανό», της έκανα γνωστό δίνοντάς της τα χαρτονομίσματα.
Κλείνοντας την πόρτα, έβαλα την πλάτη μου κόντρα και "χάζεψα" το ψιλοϊκανοποιητικό δωμάτιο. Εντωμεταξύ είχα ακούσει την κοπέλα να βγαίνει από απέναντι. Μετά από λίγο ένιωσα τη θύρα να με σπρώχνει. «Τι είναι εδώ;...», αναρωτήθηκε μια αλλοδαπή γυναικεία φωνή. Γύρισα προς το μέρος της. 'Ηταν η Ιονέλα· η βασική πόρνη του μπουρδέλου. Μία νέα στην ηλικία Ρουμάνα, με ξανθό μαλλί πάνω απ' τους ώμους, φαρδουλό μέτριο πρόσωπο, μεσαίο φυσικό στήθος, χαμηλό ανάστημα, ά-μεση, με κάποια παραπανίσια κιλά. «Τώρα μπήκα!», εξήγησα. «Α...», έκανε κι έκλεισε ξανά την πόρτα.
Την οποία ξανάνοιξε ύστερα από περίπου τρία λεπτά. Με βρήκε ολόγυμνο να τακτοποιώ τα ρούχα μου. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά, εσύ;». «Καλά», απάντησε κι αφού ξυπολύθηκε, όρθια, περίμενε να ξαπλώσω. «Εσύ συνέχεια δουλεύεις εδώ, ε;», τη ρώτησα ανεβαίνοντας στο κρεβάτι. «Ναι!», αποκρίθηκε κι αμέσως με καπάκωσε, ξεκινώντας με καλούτσικα φιλιά κι επίσης καλούτσικο γλείψιμο, από την κοιλιά, μέχρι τους λοβούς των αυτιών, χωρίς όμως να πλησιάζει στα χείλη. Το στόμα της είχε μία ελαφριά μυρωδιά από πρόσφατο γεύμα.
«Μπορείς να βάλεις την καπότα», της είπα, όταν αισθάνθηκα πως το ελαστικό θα ήταν δυνατόν να ξετυλιχτεί ικανοποιητικά κατά μήκος της ψωλής. Η πίπα της ήταν χωρίς χέρια, αλλά δεν την άφησα να τη συνεχίσει για πολύ. «Για να δοκιμάσω...», είπα και τραβήχτηκα στο πλάι. «Πώς θες;», με ρώτησε και πήγε να ξαπλώσει ανάσκελα. «Τέσσερα, τέσσερα!», της ζήτησα. «Είκοσι τέσσερα;», αστειεύτηκε. «Ναι, είκοσι τέσσερα», επιβεβαίωσα.
Στήθηκε με το ένα χέρι κάτω απ' το στήθος, το πρόσωπο στο πλάι και τον κώλο ψηλά. Περνώντας το άλλο χέρι κάτω απ' τ' ανοιχτά σκέλια της, έπιασε το καυλί μου και τ' οδήγησε προς το ξυρισμένο αιδοίο της. Την επόμενη στιγμή γλιστρούσε στον λιπασμένο κόλπο της. 'Αρχισα να παλινδρομώ. «Ααα!... Ααα!... Ααα!», άρχισε κι εκείνη να βογγάει ευλογοφανώς. «Τσαφ!... Τσαφ!... Τσαφ!...», ακολούθησαν τα ήπια χτυπήματα της παλάμης μου πάνω στα γυναικεία καπούλια. «Η κοπέλα βγαίνει σε δύο λεπτά!», ακούστηκε η τσατσά από έξω. Είχα ακόμα δυο λεπτά... Της ζήτησα να πάρει θέση ιεραποστολική. Το 'κανε ανοίγοντας τα πόδια. 'Επεσα πάνω της και πιάνοντας τον λιπασμένο πούτσο μου τον έχωσα ξανά στο μουνί της. Ξανάρχισα να παλινδρομώ. Λίγο αργότερα έχυνα.
«Πολύ πολύ καλό νόρμαλ σεξ, παιδιά!», ανακοίνωσε η υπηρεσία με το που άνοιξε την πόρτα η Ιονέλα.
Μπαίνοντας, άκουσα την ιδιοκτήτρια/υπηρεσία να ενημερώνει πως «τώρα, βγαίνει η κοπέλα». Στο σαλόνι περίμεναν δύο σκουρόχρωμοι αλλοδαποί συναγωνιστές. Η τσατσά είχε αποσυρθεί στην κουζινούλα· στο βάθος. Οι δύο από τις τρεις πόρτες των δωματίων ήταν κλειστές. Κάθισα. Μετά από δύο λεπτά σηκώθηκα και βγάζοντας το πορτοφόλι παραβίασα τ' άβατα ενδότερα, πλησιάζοντας την ηλικιωμένη γυναίκα, που μου έριξε ένα σουβλερό βλέμμα... Βλέποντας όμως αυτό που κρατούσα, αμέσως μαλάκωσε. «Τι πρόγραμμα έχει η κοπέλα;», θέλησα να μάθω βγάζοντας δυο τάλιρα. «Νόρμαλ σεξ!», απάντησε. «Μπαίνω στο διπλανό», της έκανα γνωστό δίνοντάς της τα χαρτονομίσματα.
Κλείνοντας την πόρτα, έβαλα την πλάτη μου κόντρα και "χάζεψα" το ψιλοϊκανοποιητικό δωμάτιο. Εντωμεταξύ είχα ακούσει την κοπέλα να βγαίνει από απέναντι. Μετά από λίγο ένιωσα τη θύρα να με σπρώχνει. «Τι είναι εδώ;...», αναρωτήθηκε μια αλλοδαπή γυναικεία φωνή. Γύρισα προς το μέρος της. 'Ηταν η Ιονέλα· η βασική πόρνη του μπουρδέλου. Μία νέα στην ηλικία Ρουμάνα, με ξανθό μαλλί πάνω απ' τους ώμους, φαρδουλό μέτριο πρόσωπο, μεσαίο φυσικό στήθος, χαμηλό ανάστημα, ά-μεση, με κάποια παραπανίσια κιλά. «Τώρα μπήκα!», εξήγησα. «Α...», έκανε κι έκλεισε ξανά την πόρτα.
Την οποία ξανάνοιξε ύστερα από περίπου τρία λεπτά. Με βρήκε ολόγυμνο να τακτοποιώ τα ρούχα μου. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά, εσύ;». «Καλά», απάντησε κι αφού ξυπολύθηκε, όρθια, περίμενε να ξαπλώσω. «Εσύ συνέχεια δουλεύεις εδώ, ε;», τη ρώτησα ανεβαίνοντας στο κρεβάτι. «Ναι!», αποκρίθηκε κι αμέσως με καπάκωσε, ξεκινώντας με καλούτσικα φιλιά κι επίσης καλούτσικο γλείψιμο, από την κοιλιά, μέχρι τους λοβούς των αυτιών, χωρίς όμως να πλησιάζει στα χείλη. Το στόμα της είχε μία ελαφριά μυρωδιά από πρόσφατο γεύμα.
«Μπορείς να βάλεις την καπότα», της είπα, όταν αισθάνθηκα πως το ελαστικό θα ήταν δυνατόν να ξετυλιχτεί ικανοποιητικά κατά μήκος της ψωλής. Η πίπα της ήταν χωρίς χέρια, αλλά δεν την άφησα να τη συνεχίσει για πολύ. «Για να δοκιμάσω...», είπα και τραβήχτηκα στο πλάι. «Πώς θες;», με ρώτησε και πήγε να ξαπλώσει ανάσκελα. «Τέσσερα, τέσσερα!», της ζήτησα. «Είκοσι τέσσερα;», αστειεύτηκε. «Ναι, είκοσι τέσσερα», επιβεβαίωσα.
Στήθηκε με το ένα χέρι κάτω απ' το στήθος, το πρόσωπο στο πλάι και τον κώλο ψηλά. Περνώντας το άλλο χέρι κάτω απ' τ' ανοιχτά σκέλια της, έπιασε το καυλί μου και τ' οδήγησε προς το ξυρισμένο αιδοίο της. Την επόμενη στιγμή γλιστρούσε στον λιπασμένο κόλπο της. 'Αρχισα να παλινδρομώ. «Ααα!... Ααα!... Ααα!», άρχισε κι εκείνη να βογγάει ευλογοφανώς. «Τσαφ!... Τσαφ!... Τσαφ!...», ακολούθησαν τα ήπια χτυπήματα της παλάμης μου πάνω στα γυναικεία καπούλια. «Η κοπέλα βγαίνει σε δύο λεπτά!», ακούστηκε η τσατσά από έξω. Είχα ακόμα δυο λεπτά... Της ζήτησα να πάρει θέση ιεραποστολική. Το 'κανε ανοίγοντας τα πόδια. 'Επεσα πάνω της και πιάνοντας τον λιπασμένο πούτσο μου τον έχωσα ξανά στο μουνί της. Ξανάρχισα να παλινδρομώ. Λίγο αργότερα έχυνα.
«Πολύ πολύ καλό νόρμαλ σεξ, παιδιά!», ανακοίνωσε η υπηρεσία με το που άνοιξε την πόρτα η Ιονέλα.
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη της Διακαινησίμου, ώρα 18:04
Εισερχόμενος στο σαλόνι, έβλεπα κι άκουγα τον υπηρέτη στο κουζινάκι, ενώ ταυτόχρονα άκουγα, χωρίς να βλέπω, μια γυναίκα. Συζητούσαν. Με κοίταξε κι αμέσως: «Τι;... Ναι, ναι... Κάτσε να πάω σαλόνι, ήρθε κόσμος», έκανε γνωστό στη γυναικεία φωνή.
«Η κουκλίτσα μου είναι λεβέντη μου, κάνει τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, πλαγιαστό, από πάνω. Είναι πολύ καλή, σιγά σιγά στο δωμάτιο, δεν βιάζεται. Καινούργιο κοριτσάκι. 'Αμα σ' αρέσει να περάσεις, να περάσεις καλά!... 'Ελα ψυχή μου!...».
Εκείνη έπρεπε να μιλούσε στο τηλέφωνο. «'Ελα μωρό μου!», επανέλαβε το κέλευσμα. Το επόμενο δευτερόλεπτο μια γυμνόστηθη νεαρή, με ίσιο, μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, έτσι κι έτσι πρόσωπο, λεπτά χείλη με "γαλλική" μύτη, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, παραπανίσια κιλά, μέτριο ανάστημα, παρουσιαζόταν μπροστά μου. «Γεια σου!». «Γεια σου». «Τι κάνετε;», ρώτησε. «Καλά». «'Ελα να περάσεις, να περάσεις καλά, σιγά σιγά–», παρενέβη ο υπηρέτης. «Πολύ ωραία, πώς σε λένε;», ρώτησα την πόρνη. «Χριστίνα». Πλήρωσα και τους έκανα γνωστό πως θα πήγαινα στο φωτεινό δωμάτιο, που βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου. «Πήγαινε πήγαινε!», δεν έφερε αντίρρηση ο τσάτσος. Και οι τρεις ψιλοάθλιες κάμαρες, που βρίσκονταν η μία δίπλα στην άλλη, ήταν άδειες.
Μετά από δύο λεπτά.
«Να περάσω αγάπη μου;», ζήτησε την άδεια –ανοίγοντας την πόρτα–, η νεαρή, παχουλή, εταίρα. «Γεια σου Χριστίνα!», της ξαναευχήθηκα. «Τι κάνετε;». «Καλά είμαστε!», χαριτολόγησα. Περιμένοντας να ξεβγάλω τα χέρια μου, σιγοτραγουδούσε ένα ελληνικό άσμα. «Ξέρεις τα ελληνικά τραγούδια;», τη ρώτησα. «Ναι, εμένα μ' αρέσει!». «Μπράβο Χριστίνα... Δούλευες και αλλού εκτός από δω;», ζήτησα να μάθω, μετά την επιδοκιμασία μου. «Δουλεύω στο Κολωνού 30». «Στον όροφο ή στο κάτω;». «Πάνω!».
Ξαπλώνοντας στο σκληρό, λεπτό στρώμα σχολίασα: «Α, ωραίο κρεβάτι αυτό!». «Χα χα χα! Δεν ακούς κόσμο, τίποτα!», σχολίασε με τη σειρά της, εννοώντας πως δεν έτριζε. «Δεν ακούς κόσμο, ναι...», συμφώνησα χαμογελώντας.
Με καπάκωσε και ξεκίνησε με ηχηρά φιλάκια («ματς-μουτς!»), ακρογλώσσια γλειψιματάκια, ήπιες προς δυνατές δαγκωνιές... Αναγκάζοντάς με να παρατηρήσω: «Ααα... είσαι άγρια εσύ!». «Χε χε, εγώ είμαι σαν γάτα!». «Σαν γάτα, ε;». «Ναι...», απάντησε λάγνα. «Φίλησέ με λίγο ακόμα– Αχ, το αυτί μου!», "βέλαξα", νιώθοντας τις μασέλες της ν' ανοιγοκλείνουν κατά μήκος του πτερυγίου. «ΧΑ ΧΑ ΧΑ!», γέλασε δυνατά, ενώ αφήνοντας το αυτί, συνέχισε να με φιλάει-γλείφει στις θηλές. «Και λίγο εδώ, στον λαιμό εάν θέλεις...», της ζήτησα, χαϊδεύοντας/δαχτυλιάζοντας το αιδοίο της μέχρι πίσω, τη φαρδιά κωλοχαραμάδα. «Γιατί όχι;...», συμφώνησε. «Ρουμανία είσαι, ε;». «Ναι». Παραμένοντας στο πλάι, μου φόρεσε καπότα κι άρχισε μια καλούτσικη πίπα, χωρίς χέρια. Του λόγου μου χούφτωνα το σφιχτό κρέας της και χάιδευα τα μαλλιά της.
«Χριστίνα, ανέβα από πάνω!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως είχε αιματωθεί αρκετά ο πούτσος μου. «Φφφ!... (κατά την εισπνοή), ααα!... (κατά την εκπνοή), φφφ!... ααα!...», ξεκίνησε να τρίβεται μπρος-πίσω (έχοντας το καυλί μου μέσα της), με το κορμί της να κάνει μια κυματοειδή (τρόπος του λέγειν...) κίνηση. Στη συνέχεια πάτησε στο στρώμα κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει, εξακολουθώντας να βογγάει ευλογοφανώς. Καθ' όλη τη διάρκεια αυξομείωνε ρυθμό. Παράλληλα με κοίταζε πρόστυχα (χωρίς να μου βγάζει τη γλώσσα...), ενώ έπαιζε αισθησιακά με τα μαλλιά της. Το κρεβάτι, απ' τη μεριά του, παρέμενε "σιωπηλό"... 'Επεσαν και μερικά «πλαφ πλαφ πλαφ!» από μένα. Ολοκλήρωσα ανάμεσα στα τελευταία «πλαφ». Στο δικό μου υπόκωφο βογγητό, εκείνη απάντησε μ' ένα «μιάο!». 'Εξω απ' τα παράθυρα κελαηδούσαν πουλιά.
Εισερχόμενος στο σαλόνι, έβλεπα κι άκουγα τον υπηρέτη στο κουζινάκι, ενώ ταυτόχρονα άκουγα, χωρίς να βλέπω, μια γυναίκα. Συζητούσαν. Με κοίταξε κι αμέσως: «Τι;... Ναι, ναι... Κάτσε να πάω σαλόνι, ήρθε κόσμος», έκανε γνωστό στη γυναικεία φωνή.
«Η κουκλίτσα μου είναι λεβέντη μου, κάνει τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, πλαγιαστό, από πάνω. Είναι πολύ καλή, σιγά σιγά στο δωμάτιο, δεν βιάζεται. Καινούργιο κοριτσάκι. 'Αμα σ' αρέσει να περάσεις, να περάσεις καλά!... 'Ελα ψυχή μου!...».
Εκείνη έπρεπε να μιλούσε στο τηλέφωνο. «'Ελα μωρό μου!», επανέλαβε το κέλευσμα. Το επόμενο δευτερόλεπτο μια γυμνόστηθη νεαρή, με ίσιο, μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, έτσι κι έτσι πρόσωπο, λεπτά χείλη με "γαλλική" μύτη, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, παραπανίσια κιλά, μέτριο ανάστημα, παρουσιαζόταν μπροστά μου. «Γεια σου!». «Γεια σου». «Τι κάνετε;», ρώτησε. «Καλά». «'Ελα να περάσεις, να περάσεις καλά, σιγά σιγά–», παρενέβη ο υπηρέτης. «Πολύ ωραία, πώς σε λένε;», ρώτησα την πόρνη. «Χριστίνα». Πλήρωσα και τους έκανα γνωστό πως θα πήγαινα στο φωτεινό δωμάτιο, που βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου. «Πήγαινε πήγαινε!», δεν έφερε αντίρρηση ο τσάτσος. Και οι τρεις ψιλοάθλιες κάμαρες, που βρίσκονταν η μία δίπλα στην άλλη, ήταν άδειες.
Μετά από δύο λεπτά.
«Να περάσω αγάπη μου;», ζήτησε την άδεια –ανοίγοντας την πόρτα–, η νεαρή, παχουλή, εταίρα. «Γεια σου Χριστίνα!», της ξαναευχήθηκα. «Τι κάνετε;». «Καλά είμαστε!», χαριτολόγησα. Περιμένοντας να ξεβγάλω τα χέρια μου, σιγοτραγουδούσε ένα ελληνικό άσμα. «Ξέρεις τα ελληνικά τραγούδια;», τη ρώτησα. «Ναι, εμένα μ' αρέσει!». «Μπράβο Χριστίνα... Δούλευες και αλλού εκτός από δω;», ζήτησα να μάθω, μετά την επιδοκιμασία μου. «Δουλεύω στο Κολωνού 30». «Στον όροφο ή στο κάτω;». «Πάνω!».
Ξαπλώνοντας στο σκληρό, λεπτό στρώμα σχολίασα: «Α, ωραίο κρεβάτι αυτό!». «Χα χα χα! Δεν ακούς κόσμο, τίποτα!», σχολίασε με τη σειρά της, εννοώντας πως δεν έτριζε. «Δεν ακούς κόσμο, ναι...», συμφώνησα χαμογελώντας.
Με καπάκωσε και ξεκίνησε με ηχηρά φιλάκια («ματς-μουτς!»), ακρογλώσσια γλειψιματάκια, ήπιες προς δυνατές δαγκωνιές... Αναγκάζοντάς με να παρατηρήσω: «Ααα... είσαι άγρια εσύ!». «Χε χε, εγώ είμαι σαν γάτα!». «Σαν γάτα, ε;». «Ναι...», απάντησε λάγνα. «Φίλησέ με λίγο ακόμα– Αχ, το αυτί μου!», "βέλαξα", νιώθοντας τις μασέλες της ν' ανοιγοκλείνουν κατά μήκος του πτερυγίου. «ΧΑ ΧΑ ΧΑ!», γέλασε δυνατά, ενώ αφήνοντας το αυτί, συνέχισε να με φιλάει-γλείφει στις θηλές. «Και λίγο εδώ, στον λαιμό εάν θέλεις...», της ζήτησα, χαϊδεύοντας/δαχτυλιάζοντας το αιδοίο της μέχρι πίσω, τη φαρδιά κωλοχαραμάδα. «Γιατί όχι;...», συμφώνησε. «Ρουμανία είσαι, ε;». «Ναι». Παραμένοντας στο πλάι, μου φόρεσε καπότα κι άρχισε μια καλούτσικη πίπα, χωρίς χέρια. Του λόγου μου χούφτωνα το σφιχτό κρέας της και χάιδευα τα μαλλιά της.
«Χριστίνα, ανέβα από πάνω!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως είχε αιματωθεί αρκετά ο πούτσος μου. «Φφφ!... (κατά την εισπνοή), ααα!... (κατά την εκπνοή), φφφ!... ααα!...», ξεκίνησε να τρίβεται μπρος-πίσω (έχοντας το καυλί μου μέσα της), με το κορμί της να κάνει μια κυματοειδή (τρόπος του λέγειν...) κίνηση. Στη συνέχεια πάτησε στο στρώμα κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει, εξακολουθώντας να βογγάει ευλογοφανώς. Καθ' όλη τη διάρκεια αυξομείωνε ρυθμό. Παράλληλα με κοίταζε πρόστυχα (χωρίς να μου βγάζει τη γλώσσα...), ενώ έπαιζε αισθησιακά με τα μαλλιά της. Το κρεβάτι, απ' τη μεριά του, παρέμενε "σιωπηλό"... 'Επεσαν και μερικά «πλαφ πλαφ πλαφ!» από μένα. Ολοκλήρωσα ανάμεσα στα τελευταία «πλαφ». Στο δικό μου υπόκωφο βογγητό, εκείνη απάντησε μ' ένα «μιάο!». 'Εξω απ' τα παράθυρα κελαηδούσαν πουλιά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Όνομα κοπέλας
Χριστίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
4.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα της Διακαινησίμου, ώρα 19:54
'Επειτα απ' το χαμούρεμά μου με την οροθετική (στον ιό του AIDS) τον Δεκέμβριο, στον όροφο του συγκεκριμένου μπουρδέλου, είχα αποφασίσει πως δεν θα ξαναπερνούσα ποτέ εκεί. 'Ομως εδώ και κάποιον καιρό έμαθα ότι άλλαξε η διεύθυνση (με την έννοια πως η ιδιοκτήτρια το ενοικίασε σε κάποιον άλλον), οπότε αναθεωρώντας, είπα πως εάν τύχαινε κάτι, θα ξαναδοκίμαζα. 'Αλλωστε απ' τα τέσσερα δωμάτια, είχα μπει στα τρία και ήθελα να έχω μια πλήρη εικόνα...
«Χαίρετε, καθίστε λιγάκι, τώρα θα έρθει. Γκαλίνα έχω, δέκα ευρώ, νορμάλ σεξ», μου έκανε γνωστό η υπηρεσία. Την επόμενη στιγμή απ' το κουζινάκι εμφανιζόταν μια σιτεμένη, χαμηλού αναστήματος αλλοδαπή, με κατσαρό, ανοιχτόχρωμο, φουντωτό μαλλί μέχρι τους ώμους, μετριότατο πρόσωπο, τεράστιο κρεμασμένο στήθος, παχουλά βραχιόνια, κοιλιά, τριπλόφαρδη κωλάρα και υπερτροφικά πόδια με κυτταρίτιδα. Φορούσε εσωφόρι και βημάτιζε δύσκολα (την έχω δει όμως να ρίχνει και κάτι τρεχάλες!... [απ' το σαλόνι στο κουζινάκι]).
«Γεια σου!», ευχήθηκα στην πόρνη, που πριν μερικούς μήνες είχα περάσει μαζί της στο κάτω. «Γεια σου μωρό μου!». «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω, βγάζοντας το πορτοφόλι μου. «Ναι, ψυχή μου! Εσύ;». «Καλά», απάντησα ξεχωρίζοντας ένα δεκάρικο. «Πάμε;», ρώτησε χαμογελώντας. «Ναι», είπα δίνοντάς της το τραπεζογραμμάτιο. «Μπαίνεις στο πρώτο να ετοιμαστείς...», ξεκίνησε να μου λέει παίρνοντας το χαρτονόμισμα. «Ναι ναι!». «κι έρχομαι!», κατέληξε. «Οκέι».
Τα τέσσερα δωμάτια άδεια.
Η ικανοποιητική κάμαρα που μπήκα (αυτή που δεν είχα ξαναμπεί) ήταν μεγάλη και κομματάκι μακρόστενη, με τ' όνομα της Τζένης στους τοίχους και μια ολόσωμη τοιχογραφία της, σχεδιασμένη με μαύρο μολύβι, στο βάθος. Ποιος ξέρει, ύστερα από χιλιάδες χρόνια, μπορεί να την ανακαλύψουν τίποτα αρχαιολόγοι του μέλλοντος, μαζί με 'κείνες της Τερέζας...
Η Γκαλένα άνοιξε την πόρτα ύστερα από 6-7 λεπτά.
«Τι κάνει μωρό μου;», ρώτησε πλησιάζοντας το κρεβάτι, πάνω στ' οποίο βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Γεια σου». «Γεια σου ψυχή μου. Πώς πας;», ενδιαφέρθηκε να μάθει κατεβάζοντας τον στηθόδεσμο για να ξεχυθούν τα υπερμεγέθη στήθη της και να φθάσουν μέχρι τον στρογγυλό αφαλό, στην κορυφή της κοιλιάς της. «Καλά». «Πώς οι γιορτές;», συνέχισε ξαπλώνοντας πλάι μου. «Εντάξει, οικογενειακά». «Αυτό είναι!», ενθουσιάστηκε, ξεκινώντας να χαϊδεύει τ' αχαμνά μου. «Κι εσύ το ίδιο;», ενδιαφέρθηκα να μάθω με τη σειρά μου, αγγίζοντας το ένα απ' τα τεράστια βυζιά της. «'Οχι μωρό μου, δεν έχω οικογένειά μου εδώ», μου έκανε γνωστό, για να συνεχίσει: «Εδώ ήμουνα (στο μπουρδέλο), απλώς εκκλησία πήγα, πήρα Φως, μετά ήρθα πάλι εδώ...». «Α, δούλεψες!». «Βέβαια δούλεψα! Τι να κάνω; Αν αυτές τις δύο μέρες δεν θα πάρω κάτι... (χρήματα). Γιατί μετά τις γιορτές ξέρεις τι γίνεται... Ποιος μπαίνει στο μπουρδέλα;».
Και μ' εκείνα τα λόγια πήρε να με φιλάει-γλείφει σε θηλές, στήθος, λαιμό, μάγουλα, λοβό του αυτιού. «Κρικ κρικ...», "συμμετείχε" και το κρεβάτι με κάθε κίνησή μας. "Υπέφερε" το καημένο... Πολλά τα κιλά που σήκωνε και δεν ήταν μόνο της Γκαλένας...
Κάποια στιγμή, η σιτεμένη αλλοδαπή, πρότεινε να μου κάνει "ισπανική". Δεν είχα αντίρρηση. «Κρικ κρικ...», μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου και η ψωλή μου χάθηκε στη σχισμή των μασταριών της. Ωραία ήταν... Στη συνέχεια ξετύλιξε (με το στόμα) μια κόκκινη καπότα κατά μήκος του καυλιού μου και ξεκίνησε να πιπώνει. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!...». Δεν ήταν άσχημα... Μου χάιδευε και τ' αρχίδια ταυτόχρονα... Αποφάσισα πως θα τελείωνα έτσι. Οπότε έπειτα από αρκετή "φλογέρα", άρχισα να ψιλοβογγάω: «Ααα... ααα...», μέχρι που: «ΑΑΑ, έχυσα!...». Κοίταξα το ρολόι μου. Πέντε λεπτά, απ' το πρώτο άγγιγμα.
«Την άλλη φορά θ' αντέξω πιο πολύ», τη διαβεβαίωσα. «Αν τόσο καιρό πρέπει να περάσει», μου είπε με νόημα. Κατάλαβα πως εννοούσε: Εάν πρέπει να περάσει τόσος καιρός για να ξανάρθεις, άστο καλύτερα... «Εντάξει...», ξεκίνησα να λέω. «Ξέρω ψυχή μου, όλα είναι στα λεφτά», με πρόλαβε. «Στα λεφτά, βέβαια...», επανέλαβα. Για δυο-τρία δεύτερα μείναμε σιωπηλοί. «Εγώ πρέπει να φύγω...», μου έκανε γνωστό. «Ναι ναι, πήγαινε!», συμφώνησα. 'Οταν λίγο αργότερα έφευγα κι εγώ, είδα πως τα δωμάτια συνέχιζαν να είναι άδεια.
'Επειτα απ' το χαμούρεμά μου με την οροθετική (στον ιό του AIDS) τον Δεκέμβριο, στον όροφο του συγκεκριμένου μπουρδέλου, είχα αποφασίσει πως δεν θα ξαναπερνούσα ποτέ εκεί. 'Ομως εδώ και κάποιον καιρό έμαθα ότι άλλαξε η διεύθυνση (με την έννοια πως η ιδιοκτήτρια το ενοικίασε σε κάποιον άλλον), οπότε αναθεωρώντας, είπα πως εάν τύχαινε κάτι, θα ξαναδοκίμαζα. 'Αλλωστε απ' τα τέσσερα δωμάτια, είχα μπει στα τρία και ήθελα να έχω μια πλήρη εικόνα...
«Χαίρετε, καθίστε λιγάκι, τώρα θα έρθει. Γκαλίνα έχω, δέκα ευρώ, νορμάλ σεξ», μου έκανε γνωστό η υπηρεσία. Την επόμενη στιγμή απ' το κουζινάκι εμφανιζόταν μια σιτεμένη, χαμηλού αναστήματος αλλοδαπή, με κατσαρό, ανοιχτόχρωμο, φουντωτό μαλλί μέχρι τους ώμους, μετριότατο πρόσωπο, τεράστιο κρεμασμένο στήθος, παχουλά βραχιόνια, κοιλιά, τριπλόφαρδη κωλάρα και υπερτροφικά πόδια με κυτταρίτιδα. Φορούσε εσωφόρι και βημάτιζε δύσκολα (την έχω δει όμως να ρίχνει και κάτι τρεχάλες!... [απ' το σαλόνι στο κουζινάκι]).
«Γεια σου!», ευχήθηκα στην πόρνη, που πριν μερικούς μήνες είχα περάσει μαζί της στο κάτω. «Γεια σου μωρό μου!». «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω, βγάζοντας το πορτοφόλι μου. «Ναι, ψυχή μου! Εσύ;». «Καλά», απάντησα ξεχωρίζοντας ένα δεκάρικο. «Πάμε;», ρώτησε χαμογελώντας. «Ναι», είπα δίνοντάς της το τραπεζογραμμάτιο. «Μπαίνεις στο πρώτο να ετοιμαστείς...», ξεκίνησε να μου λέει παίρνοντας το χαρτονόμισμα. «Ναι ναι!». «κι έρχομαι!», κατέληξε. «Οκέι».
Τα τέσσερα δωμάτια άδεια.
Η ικανοποιητική κάμαρα που μπήκα (αυτή που δεν είχα ξαναμπεί) ήταν μεγάλη και κομματάκι μακρόστενη, με τ' όνομα της Τζένης στους τοίχους και μια ολόσωμη τοιχογραφία της, σχεδιασμένη με μαύρο μολύβι, στο βάθος. Ποιος ξέρει, ύστερα από χιλιάδες χρόνια, μπορεί να την ανακαλύψουν τίποτα αρχαιολόγοι του μέλλοντος, μαζί με 'κείνες της Τερέζας...
Η Γκαλένα άνοιξε την πόρτα ύστερα από 6-7 λεπτά.
«Τι κάνει μωρό μου;», ρώτησε πλησιάζοντας το κρεβάτι, πάνω στ' οποίο βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Γεια σου». «Γεια σου ψυχή μου. Πώς πας;», ενδιαφέρθηκε να μάθει κατεβάζοντας τον στηθόδεσμο για να ξεχυθούν τα υπερμεγέθη στήθη της και να φθάσουν μέχρι τον στρογγυλό αφαλό, στην κορυφή της κοιλιάς της. «Καλά». «Πώς οι γιορτές;», συνέχισε ξαπλώνοντας πλάι μου. «Εντάξει, οικογενειακά». «Αυτό είναι!», ενθουσιάστηκε, ξεκινώντας να χαϊδεύει τ' αχαμνά μου. «Κι εσύ το ίδιο;», ενδιαφέρθηκα να μάθω με τη σειρά μου, αγγίζοντας το ένα απ' τα τεράστια βυζιά της. «'Οχι μωρό μου, δεν έχω οικογένειά μου εδώ», μου έκανε γνωστό, για να συνεχίσει: «Εδώ ήμουνα (στο μπουρδέλο), απλώς εκκλησία πήγα, πήρα Φως, μετά ήρθα πάλι εδώ...». «Α, δούλεψες!». «Βέβαια δούλεψα! Τι να κάνω; Αν αυτές τις δύο μέρες δεν θα πάρω κάτι... (χρήματα). Γιατί μετά τις γιορτές ξέρεις τι γίνεται... Ποιος μπαίνει στο μπουρδέλα;».
Και μ' εκείνα τα λόγια πήρε να με φιλάει-γλείφει σε θηλές, στήθος, λαιμό, μάγουλα, λοβό του αυτιού. «Κρικ κρικ...», "συμμετείχε" και το κρεβάτι με κάθε κίνησή μας. "Υπέφερε" το καημένο... Πολλά τα κιλά που σήκωνε και δεν ήταν μόνο της Γκαλένας...
Κάποια στιγμή, η σιτεμένη αλλοδαπή, πρότεινε να μου κάνει "ισπανική". Δεν είχα αντίρρηση. «Κρικ κρικ...», μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου και η ψωλή μου χάθηκε στη σχισμή των μασταριών της. Ωραία ήταν... Στη συνέχεια ξετύλιξε (με το στόμα) μια κόκκινη καπότα κατά μήκος του καυλιού μου και ξεκίνησε να πιπώνει. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!...». Δεν ήταν άσχημα... Μου χάιδευε και τ' αρχίδια ταυτόχρονα... Αποφάσισα πως θα τελείωνα έτσι. Οπότε έπειτα από αρκετή "φλογέρα", άρχισα να ψιλοβογγάω: «Ααα... ααα...», μέχρι που: «ΑΑΑ, έχυσα!...». Κοίταξα το ρολόι μου. Πέντε λεπτά, απ' το πρώτο άγγιγμα.
«Την άλλη φορά θ' αντέξω πιο πολύ», τη διαβεβαίωσα. «Αν τόσο καιρό πρέπει να περάσει», μου είπε με νόημα. Κατάλαβα πως εννοούσε: Εάν πρέπει να περάσει τόσος καιρός για να ξανάρθεις, άστο καλύτερα... «Εντάξει...», ξεκίνησα να λέω. «Ξέρω ψυχή μου, όλα είναι στα λεφτά», με πρόλαβε. «Στα λεφτά, βέβαια...», επανέλαβα. Για δυο-τρία δεύτερα μείναμε σιωπηλοί. «Εγώ πρέπει να φύγω...», μου έκανε γνωστό. «Ναι ναι, πήγαινε!», συμφώνησα. 'Οταν λίγο αργότερα έφευγα κι εγώ, είδα πως τα δωμάτια συνέχιζαν να είναι άδεια.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 13, 2015
Όνομα κοπέλας
Γκαλίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.9
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Δευτέρα της Διακαινησίμου, ώρα 10:40 π.μ
'Ηλπιζα να πετύχω την Εύα, που είχα συναντήσει εκεί την προπερασμένη Κυριακή, περίπου την ίδια ώρα. Στο μικρό, σκοτεινό σαλονάκι δεν ήταν κανένας. Η υπηρεσία καθόταν στο κουζινάκι και παραμερίζοντας τον μπερντέ (χωρίς να σηκωθεί απ' την καρέκλα της) μου ευχήθηκε υγεία, ενδιαφέρθηκε να μάθει τι κάνω και... «κάτσε μωρό μου λιγάκι...», αμέσως κάλεσε την «Ευούλα!». «Ναιαιαι!...», ακούστηκε εκείνη πίσω από μια κλειστή πόρτα. «Ναιαι!», μιμήθηκε η τσατσά τον τρόπο που της είχε απαντήσει η πόρνη. «Ουν μινούτ!», ζήτησε μια μικρή πίστωση χρόνου η κοκότα. «Ναιαι!», συμφώνησε η υπηρεσία.
«Η Εύα δεν είναι;», αμέσως θέλησα να μου επιβεβαιώσει. «Η κυρία Εύα;...», απόρησε (μάλλον κάτι άλλο είχε καταλάβει). «Η Εύα δεν είναι δίπλα;», επανέλαβα, με το δεκάρικο στο χέρι. «Α, ναι μωρό μου, ναι!...», κατάλαβε τελικά για ποια μιλούσα. «'Ελα, έλα πάμε!», σηκώθηκε και με οδήγησε σ' ένα ψιλοχοντροάθλιο δωμάτιο που βρωμοκοπούσε τσιγαρίλα.
«Θά 'ρθει κατευθείαν σε μένα;», ρώτησα, δίνοντάς της το χαρτονόμισμα. «'Εχει να πάρει άλλον ένανε και μετά... Να δω, (κωλο–) χαρτάκι..., εντάξει, εντάξει είμαστε, κομπλέ! (από κωλοχαρτάκι)».
Ετοιμάστηκα με την ησυχία μου κι ολόγυμνος κάθισα στην άκρη του κρεβατιού.
«Γεια σας! Περιμένετε λιγάκι, η Εύα είναι στο δωμάτιο... Είναι η Εύα, την ξέρετε;», ακούστηκε ξανά η τσατσά.
Τα λεπτά περνούσαν (δεκατρία τον αριθμό), ενώ προς το τέλος της αναμονής άκουσα στιχομυθίες απ' έξω: «Το κορίτσι μου παιδιά, δέκα ευρώ, φουλ πρόγραμμα!...». «Γεια σας!», ευχήθηκε η Εύα. «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, κωλαράκι, ελεύθερα πιασίματα. Ποιος κύριος θέλει να περάσει;». Κώλοι ανασάλεψαν. «Μισό λεπτό μωρό μου, να πει ο κύριος που είναι πιο μπροστά!...», έκοψε κάποιον η υπηρεσία, δίνοντας προτεραιότητα σε κάποιον άλλον. Ο οποίος όμως δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται, αναγκάζοντας την τσατσά να τον ρωτήσει στα ίσια: «Εσείς, θα περάσετε κύριε;...». «'Οοοχι!...», έκανε κοροϊδευτικά η πόρνη. «Κύριε!... ελληνικά μιλάω, κύριε!...», επέμεινε η υπηρεσία, ενώ συνεχίζοντας να μην παίρνει απάντηση, απευθύνθηκε (μάλλον) στον προηγούμενο: «'Ελα μωρό μου, πέρασε!». «Εσύ, θα περάσεις;», ρώτησε την επόμενη στιγμή κάποιον άλλον. «Ωραία, πληρωσέ με κι αδειάζει από 'κει δωμάτιο να περάσεις». 'Ενας απ' αυτούς που είχαν προπληρώσει ρώτησε κάτι για το πρόγραμμα. «Ναι μωρό μου! Τσιμπούκι, μουνί, κώλος», του διευκρίνισε εκείνη, συμπληρώνοντας: «Κάτσε λιγάκι, ν' αδειάσει το δωμάτιο να σε βάλω».
«Οοο,... ααα!», άκουσα την Εύα να κάνει έξω απ' την πόρτα. Τα επόμενα δευτερόλεπτα την έκλεινε πίσω της. «Γειααα!...». Επρόκειτο για μια νεαρής ηλικιάς Ρουμάνα, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, μετριοκαλούτσικο πρόσωπο, μικρό στήθος, αδύνατο, ψιλοκαλοσχηματισμένο κορμί, μετριοχαμηλό ανάστημα. Από εξωθεσμικό συναγωνιστή είχα μάθει πως δούλεψε και στο Φυλής 40, μαζί με τη Μόνικα (κι όχι μόνο). Μάλιστα την είχα αναφέρει κι εγώ στις ενημερώσεις μου.
«Ω, πολύ κρύο!», παρατήρησε αμέσως. «Γεια σου», της ευχήθηκα. «Τι κάνεις;», ρώτησε γονατίζοντας ξεβράκωτη (φορώντας τον στηθόδεσμο) πάνω στο κρεβάτι. «Καλά, εσύ;». «Καλά! Αχ...». «Τι έγινε;». «Πολύ κρύο!», επανέλαβε, βγάζοντας ταυτόχρονα ένα υγρό μαντιλάκι από μια συσκευασία που είχε φέρει μαζί της. «Ε, βάλε το ερ κοντίσιον», της πρότεινα. «Δεν έχει!», μου έκανε γνωστό. «Και 'συ δουλεύεις έτσι;», απόρησα. «Ααα!...», αντί γι' απάντηση χασμουρήθηκε με ορθάνοιχτο το στόμα (πράγμα που επανέλαβε δυο-τρεις φορές κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης). «Από τι ώρα δουλεύεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Ντόντεκα!», είπε σκουπίζοντας την πούτσα μου. «Τα μεσάνυχτα;». «Ναι». «Είχες κόσμο;». «Λίγκο».
Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του τσιμπουκιού, της ζήτησα να μετριάσει την ένταση και να συνεχίσει με πιο αργό ρυθμό. Το έκανε, πραγματοποιώντας κι εξωτερικούς γλωττισμούς με ταυτόχρονη οπτική επαφή των ματιών μας. Η στύση μου δεν άργησε να γίνει εμφανής. Ζήτησα να φορέσω το προφυλακτικό. Με την ψωλή μου όρθια, τη φίλησα για λίγο στον λαιμό και στα μάγουλα, ενώ βλέποντας να μην ανταποδίδει τη ρώτησα εάν φιλάει-γλείφει στα αυτά σημεία. Απάντησε καταφατικά. Εστίασε το γλείψιμό της (τ' οποίο θα χαρακτήριζα μονότονο, στεγνό κι επιφανειακό) μόνο στη μια θηλή μου. Μάλιστα με τα δυο της χέρια είχε οριοθετήσει την περιοχή γλείφοντας στο κέντρο. Της έδειξα να στηθεί στα τέσσερα. «Εσύ, κάτσε έτσι!». Το έκανε, παρουσιάζοντάς μου μια λεία, χωνοειδή κωλοτρυπίδα κι ένα καλοφτιαγμένο, καραφλό αιδοίο. Προώθησα την πούτσα μου εντός του τελευταίου και άρχισα να γαμώ. «Κρικ κρικ κρικ!...». Η Εύα παρακολουθούσε απ' τον πλαϊνό καθρέφτη, ενώ κατά διαστήματα βογγούσε ευλογοφανώς. Η αίσθηση του κόλπου της ήταν μάλλον καλή, οπότε, έπειτα από αρκετές παλινδρομήσεις γέμισα τη θηλή του προφυλακτικού.
Με το που άνοιξε την πόρτα, αφού πρώτα ετοιμάστηκε και με χαιρέτησε μονολεκτικά, η υπηρεσία άρχισε: «Με δέκα ευρώ, φουλ πρόγραμμα!...», ενώ λίγο πιο μετά την άκουγα να παρατηρεί: «Μωρό μου, καπότα πήρες;... Πού πας χωρίς καπότα;»
'Ηλπιζα να πετύχω την Εύα, που είχα συναντήσει εκεί την προπερασμένη Κυριακή, περίπου την ίδια ώρα. Στο μικρό, σκοτεινό σαλονάκι δεν ήταν κανένας. Η υπηρεσία καθόταν στο κουζινάκι και παραμερίζοντας τον μπερντέ (χωρίς να σηκωθεί απ' την καρέκλα της) μου ευχήθηκε υγεία, ενδιαφέρθηκε να μάθει τι κάνω και... «κάτσε μωρό μου λιγάκι...», αμέσως κάλεσε την «Ευούλα!». «Ναιαιαι!...», ακούστηκε εκείνη πίσω από μια κλειστή πόρτα. «Ναιαι!», μιμήθηκε η τσατσά τον τρόπο που της είχε απαντήσει η πόρνη. «Ουν μινούτ!», ζήτησε μια μικρή πίστωση χρόνου η κοκότα. «Ναιαι!», συμφώνησε η υπηρεσία.
«Η Εύα δεν είναι;», αμέσως θέλησα να μου επιβεβαιώσει. «Η κυρία Εύα;...», απόρησε (μάλλον κάτι άλλο είχε καταλάβει). «Η Εύα δεν είναι δίπλα;», επανέλαβα, με το δεκάρικο στο χέρι. «Α, ναι μωρό μου, ναι!...», κατάλαβε τελικά για ποια μιλούσα. «'Ελα, έλα πάμε!», σηκώθηκε και με οδήγησε σ' ένα ψιλοχοντροάθλιο δωμάτιο που βρωμοκοπούσε τσιγαρίλα.
«Θά 'ρθει κατευθείαν σε μένα;», ρώτησα, δίνοντάς της το χαρτονόμισμα. «'Εχει να πάρει άλλον ένανε και μετά... Να δω, (κωλο–) χαρτάκι..., εντάξει, εντάξει είμαστε, κομπλέ! (από κωλοχαρτάκι)».
Ετοιμάστηκα με την ησυχία μου κι ολόγυμνος κάθισα στην άκρη του κρεβατιού.
«Γεια σας! Περιμένετε λιγάκι, η Εύα είναι στο δωμάτιο... Είναι η Εύα, την ξέρετε;», ακούστηκε ξανά η τσατσά.
Τα λεπτά περνούσαν (δεκατρία τον αριθμό), ενώ προς το τέλος της αναμονής άκουσα στιχομυθίες απ' έξω: «Το κορίτσι μου παιδιά, δέκα ευρώ, φουλ πρόγραμμα!...». «Γεια σας!», ευχήθηκε η Εύα. «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, κωλαράκι, ελεύθερα πιασίματα. Ποιος κύριος θέλει να περάσει;». Κώλοι ανασάλεψαν. «Μισό λεπτό μωρό μου, να πει ο κύριος που είναι πιο μπροστά!...», έκοψε κάποιον η υπηρεσία, δίνοντας προτεραιότητα σε κάποιον άλλον. Ο οποίος όμως δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται, αναγκάζοντας την τσατσά να τον ρωτήσει στα ίσια: «Εσείς, θα περάσετε κύριε;...». «'Οοοχι!...», έκανε κοροϊδευτικά η πόρνη. «Κύριε!... ελληνικά μιλάω, κύριε!...», επέμεινε η υπηρεσία, ενώ συνεχίζοντας να μην παίρνει απάντηση, απευθύνθηκε (μάλλον) στον προηγούμενο: «'Ελα μωρό μου, πέρασε!». «Εσύ, θα περάσεις;», ρώτησε την επόμενη στιγμή κάποιον άλλον. «Ωραία, πληρωσέ με κι αδειάζει από 'κει δωμάτιο να περάσεις». 'Ενας απ' αυτούς που είχαν προπληρώσει ρώτησε κάτι για το πρόγραμμα. «Ναι μωρό μου! Τσιμπούκι, μουνί, κώλος», του διευκρίνισε εκείνη, συμπληρώνοντας: «Κάτσε λιγάκι, ν' αδειάσει το δωμάτιο να σε βάλω».
«Οοο,... ααα!», άκουσα την Εύα να κάνει έξω απ' την πόρτα. Τα επόμενα δευτερόλεπτα την έκλεινε πίσω της. «Γειααα!...». Επρόκειτο για μια νεαρής ηλικιάς Ρουμάνα, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, μετριοκαλούτσικο πρόσωπο, μικρό στήθος, αδύνατο, ψιλοκαλοσχηματισμένο κορμί, μετριοχαμηλό ανάστημα. Από εξωθεσμικό συναγωνιστή είχα μάθει πως δούλεψε και στο Φυλής 40, μαζί με τη Μόνικα (κι όχι μόνο). Μάλιστα την είχα αναφέρει κι εγώ στις ενημερώσεις μου.
«Ω, πολύ κρύο!», παρατήρησε αμέσως. «Γεια σου», της ευχήθηκα. «Τι κάνεις;», ρώτησε γονατίζοντας ξεβράκωτη (φορώντας τον στηθόδεσμο) πάνω στο κρεβάτι. «Καλά, εσύ;». «Καλά! Αχ...». «Τι έγινε;». «Πολύ κρύο!», επανέλαβε, βγάζοντας ταυτόχρονα ένα υγρό μαντιλάκι από μια συσκευασία που είχε φέρει μαζί της. «Ε, βάλε το ερ κοντίσιον», της πρότεινα. «Δεν έχει!», μου έκανε γνωστό. «Και 'συ δουλεύεις έτσι;», απόρησα. «Ααα!...», αντί γι' απάντηση χασμουρήθηκε με ορθάνοιχτο το στόμα (πράγμα που επανέλαβε δυο-τρεις φορές κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης). «Από τι ώρα δουλεύεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Ντόντεκα!», είπε σκουπίζοντας την πούτσα μου. «Τα μεσάνυχτα;». «Ναι». «Είχες κόσμο;». «Λίγκο».
Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του τσιμπουκιού, της ζήτησα να μετριάσει την ένταση και να συνεχίσει με πιο αργό ρυθμό. Το έκανε, πραγματοποιώντας κι εξωτερικούς γλωττισμούς με ταυτόχρονη οπτική επαφή των ματιών μας. Η στύση μου δεν άργησε να γίνει εμφανής. Ζήτησα να φορέσω το προφυλακτικό. Με την ψωλή μου όρθια, τη φίλησα για λίγο στον λαιμό και στα μάγουλα, ενώ βλέποντας να μην ανταποδίδει τη ρώτησα εάν φιλάει-γλείφει στα αυτά σημεία. Απάντησε καταφατικά. Εστίασε το γλείψιμό της (τ' οποίο θα χαρακτήριζα μονότονο, στεγνό κι επιφανειακό) μόνο στη μια θηλή μου. Μάλιστα με τα δυο της χέρια είχε οριοθετήσει την περιοχή γλείφοντας στο κέντρο. Της έδειξα να στηθεί στα τέσσερα. «Εσύ, κάτσε έτσι!». Το έκανε, παρουσιάζοντάς μου μια λεία, χωνοειδή κωλοτρυπίδα κι ένα καλοφτιαγμένο, καραφλό αιδοίο. Προώθησα την πούτσα μου εντός του τελευταίου και άρχισα να γαμώ. «Κρικ κρικ κρικ!...». Η Εύα παρακολουθούσε απ' τον πλαϊνό καθρέφτη, ενώ κατά διαστήματα βογγούσε ευλογοφανώς. Η αίσθηση του κόλπου της ήταν μάλλον καλή, οπότε, έπειτα από αρκετές παλινδρομήσεις γέμισα τη θηλή του προφυλακτικού.
Με το που άνοιξε την πόρτα, αφού πρώτα ετοιμάστηκε και με χαιρέτησε μονολεκτικά, η υπηρεσία άρχισε: «Με δέκα ευρώ, φουλ πρόγραμμα!...», ενώ λίγο πιο μετά την άκουγα να παρατηρεί: «Μωρό μου, καπότα πήρες;... Πού πας χωρίς καπότα;»
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 13, 2015
Όνομα κοπέλας
Εύα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Κατεβαίνοντας στο ημιυπόγειο ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα έβρισκα τη Μαίρη. Πράγματι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα την είδα να εμφανίζεται στο σαλόνι –ακολουθούμενη απ' την υπηρεσία– κρυμμένη (στην αρχή) πίσω απ' το υφασμάτινο διαχωριστικό όπως συνηθίζει. Επρόκειτο για μία νέα στην ηλικία αλλοδαπή (πιθανότατα Αλβανίδα), με μαύρο, ελαφρώς μπουκλωτό μαλλί μέχρι την πλάτη, μετριοέκφυλο πρόσωπο, μεσαίο φυσικό στήθος, φαρδουλή μέση, γεμάτο κώλο, χοντρουλά πόδια. «Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις, καλά είσαι;», ρώτησε.«Καλά». «Θέλεις να περάσεις;». «Θα περάσω!», την εξέπληξα. «Πάμε μέσα;», μου είπε αμέσως δείχνοντας την κουρτίνα. «Να περάσεις, έλα αγόρι μου...», είπε ταυτόχρονα η τσατσά δείχνοντας κι εκείνη προς τα ενδότερα. «Θα περάσω, εκεί όμως!», έδειξα με τη σειρά μου, το δωματιάκι του σαλονιού, βγάζοντας απ' την τσέπη ένα εικοσάρικο. «'Ανοιξε λίγο φώτα», είπε στην υπηρεσία η Μαίρη. «Πού είναι ανοίγει φώτα;», ρώτησε εκείνη. «'Εχει πίσω!... Εκεί, εκεί!... Εδώ εδώ εδώ!», της έδειξε από μακριά. Ο ροοστάτης βρισκόταν δίπλα στην πόρτα. «Σου φέρνω ρέστα», είπε απευθυνόμενη σε μένα και χάθηκε πίσω απ' το παραβάν. Πέρασα στο συμπαθητικό δωματιάκι.
Μετά από δυο-τρία λεπτά την άκουσα έξω απ' την πόρτα ν' απαντάει σε συναγωνιστή: «Ζωή δουλεύει απόγευμα ρε μαλάκα, τι ρωτάς τώρα πρωί;». «Είναι απόγευμα η Ζωή;», επέμεινε εκείνος. «Ζωή είναι απόγευμα και το βράδυ, τι ρωτάς πρωί;... Ποιον κοροϊδεύεις; Τα μούτρα σου κοροϊδεύεις;». Την επόμενη στιγμή έμπαινε σε μένα. «Γεια σου, μωρό μου!», ξαναευχήθηκε ανάλαφρα. Αφήνοντας ένα πεντάευρω στο κομοδίνο μ' έκανε να νιώσω ζιγκολό... Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μένοντας ολόγυμνη με καπάκωσε κι άρχισε να πλησιάζει το πρόσωπό της στο στήθος μου. Η προσέγγιση δεν ολοκληρώθηκε, μιας και διεκόπη για να πάρει λίγο καθαρό κωλόχαρτο και να σκουπίσει το ήπια ιδρωμένο στήθος μου. Ξεκίνησε με ηχηρά φιλάκια κι ακρογλώσσιο γλείψιμο στο στήθος και τις θηλές μου. Μετά από ένα λεπτό μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου, ενώ φορώντας την καπότα στην ημισηκωμένη ψωλή μου άρχισε μια δυνατή, γρήγορη («σλουρπ σλουρπ σλουρπ!»), βαθιά (σε κάθε κατέβασμα τα χείλη της ακουμπούσαν τ' αρχίδια μου), επίμονη πίπα. «Λίιιγο πιο αργά...», της ζήτησα. «Σλουρπ... σλουρπ... σλουρπ!», συμμορφώθηκε.
«Κάτσε γιατί βλέπω πως σηκώθηκε καλά!», της είπα όταν ένωσα πως είχα καυλώσει επαρκώς. «Μπορείς ν' ανέβεις από πάνω;», ρώτησα. «Μετά δεν μπορώ να σου κάνω απ' το στόμα...», προειδοποίησε. «Δεν πειράζει», την καθησύχασα. Αρχίσαμε τα «πλαφ-πλαφ». «'Ετσι καύλα μου!... 'Ετσι μωρό μου!... Φφφ!... Μμμ!...», την έβλεπα/άκουγα "καυλωμένη" από πάνω μου. Σύντομα γυρίσαμε σε ιεραποστολικό. «Κρικ κρικ κρικ!». Σε προσπάθειά μου να φιλήσω το στόμα της, γύρισε το πρόσωπο. Εκείνη όμως με φιλούσε-έγλειφε στον λαιμό, στα μάγουλα, στον λοβό του αυτιού. «Αυτό το κραγιόν που φοράς, αφήνει σημάδια;», θέλησα να μάθω, όταν παρατήρησα τα κόκκινα χείλη της. «Τσου!». Ο χρόνος περνούσε. «Δύσκολο... αν και έχω στύση, δεν μπορώ να χύσω, ίσως γιατί είχα χύσει προηγουμένως...», είπα κάποια στιγμή ασθμαίνων. «'Ελα μωρό μου... έλα καύλα μου!», με παρότρυνε. «Πλαφ πλαφ παλφ!». «Δεν μπορώ, άσε!... Θα 'ρθω κάποια άλλη φορά», εγκατέλειψα την προσπάθεια. «Καλά μωρό μου...», συμφώνησε, για να συμπληρώσει: «σ' ευχαριστώ πάντως». «Να 'σαι καλά».
Βγαίνοντας την περίμενε κόσμος.
«Γεια σας!... Ποιος θέλει να περάσει; Μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις!... Να περάσει κανείς;».
Μετά από δυο-τρία λεπτά την άκουσα έξω απ' την πόρτα ν' απαντάει σε συναγωνιστή: «Ζωή δουλεύει απόγευμα ρε μαλάκα, τι ρωτάς τώρα πρωί;». «Είναι απόγευμα η Ζωή;», επέμεινε εκείνος. «Ζωή είναι απόγευμα και το βράδυ, τι ρωτάς πρωί;... Ποιον κοροϊδεύεις; Τα μούτρα σου κοροϊδεύεις;». Την επόμενη στιγμή έμπαινε σε μένα. «Γεια σου, μωρό μου!», ξαναευχήθηκε ανάλαφρα. Αφήνοντας ένα πεντάευρω στο κομοδίνο μ' έκανε να νιώσω ζιγκολό... Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μένοντας ολόγυμνη με καπάκωσε κι άρχισε να πλησιάζει το πρόσωπό της στο στήθος μου. Η προσέγγιση δεν ολοκληρώθηκε, μιας και διεκόπη για να πάρει λίγο καθαρό κωλόχαρτο και να σκουπίσει το ήπια ιδρωμένο στήθος μου. Ξεκίνησε με ηχηρά φιλάκια κι ακρογλώσσιο γλείψιμο στο στήθος και τις θηλές μου. Μετά από ένα λεπτό μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου, ενώ φορώντας την καπότα στην ημισηκωμένη ψωλή μου άρχισε μια δυνατή, γρήγορη («σλουρπ σλουρπ σλουρπ!»), βαθιά (σε κάθε κατέβασμα τα χείλη της ακουμπούσαν τ' αρχίδια μου), επίμονη πίπα. «Λίιιγο πιο αργά...», της ζήτησα. «Σλουρπ... σλουρπ... σλουρπ!», συμμορφώθηκε.
«Κάτσε γιατί βλέπω πως σηκώθηκε καλά!», της είπα όταν ένωσα πως είχα καυλώσει επαρκώς. «Μπορείς ν' ανέβεις από πάνω;», ρώτησα. «Μετά δεν μπορώ να σου κάνω απ' το στόμα...», προειδοποίησε. «Δεν πειράζει», την καθησύχασα. Αρχίσαμε τα «πλαφ-πλαφ». «'Ετσι καύλα μου!... 'Ετσι μωρό μου!... Φφφ!... Μμμ!...», την έβλεπα/άκουγα "καυλωμένη" από πάνω μου. Σύντομα γυρίσαμε σε ιεραποστολικό. «Κρικ κρικ κρικ!». Σε προσπάθειά μου να φιλήσω το στόμα της, γύρισε το πρόσωπο. Εκείνη όμως με φιλούσε-έγλειφε στον λαιμό, στα μάγουλα, στον λοβό του αυτιού. «Αυτό το κραγιόν που φοράς, αφήνει σημάδια;», θέλησα να μάθω, όταν παρατήρησα τα κόκκινα χείλη της. «Τσου!». Ο χρόνος περνούσε. «Δύσκολο... αν και έχω στύση, δεν μπορώ να χύσω, ίσως γιατί είχα χύσει προηγουμένως...», είπα κάποια στιγμή ασθμαίνων. «'Ελα μωρό μου... έλα καύλα μου!», με παρότρυνε. «Πλαφ πλαφ παλφ!». «Δεν μπορώ, άσε!... Θα 'ρθω κάποια άλλη φορά», εγκατέλειψα την προσπάθεια. «Καλά μωρό μου...», συμφώνησε, για να συμπληρώσει: «σ' ευχαριστώ πάντως». «Να 'σαι καλά».
Βγαίνοντας την περίμενε κόσμος.
«Γεια σας!... Ποιος θέλει να περάσει; Μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις!... Να περάσει κανείς;».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 05, 2015
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Χθες το πρωί, όπως σχεδόν κάθε πρωί, στο ημιυπόγειο αυτό μπουρδέλο δούλευε η 'Αντζελα. Μία νέα στην ηλικία Βουλγάρα, με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους (παλιότερα το είχε κοντό), γλυκό προσωπάκι, μεσαίο προς μεγάλο φυσικό στήθος, μετριοχαμηλό ανάστημα, αρκετά κιλά. Την 'Αντζελα την είχα πρωτοπάρει στον όροφο της Κολοκυνθούς 38 πριν περίπου 2 χρόνια.
«Καλημέρα!», μου ευχήθηκε. «Τι κάνεις, καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά». «Χε χε... θες να περάσεις;», ρώτησε όπως κάνει πάντα όταν με βλέπει. «Θα–». «Εγώ είμαι μόνο, δεν έχουμε άλλη». «Θα περάσω», της απάντησα τελικά. «'Ελα», μου έδειξε τη στενή πόρτα που, διαμέσου ενός επίσης στενού διαδρομάκου, οδηγούσε σ' ένα ψιλοάθλιο, στενόχωρο δωμάτιο.
Μετά από κάνα πεντάλεπτο άκουσα χαχανητά κι ευχές. «Χα χα χα... 'Αντε γεια! Χα χα χα... Καλή ξεκούραση!». Η υπηρεσία αποχωρούσε. Τη επόμενη στιγμή άκουσα τακούνια να πλησιάζουν. «'Ετοιμος καρδούλα;», παραμέρισε το υφασμάτινο διαχωριστικό. «Γεια σου», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Γεια σου αγάπη!... Τι μου κάνεις; Χε χε». «Καλά». «Ωραία!».
Προχώρησε στο εσωτερικό κι έμεινε ολόγυμνη. «Ζέστη εδώ, καλό;», ρώτησε. «Ζέστη, αλλά δεν–».«Δεν είναι πολύ! 'Αμα είναι πολύ να το σβήσουμε, άμα θέλεις!». «Ε, εντάξει... Δεν με πειράζει, δεν υπάρχει πρόβλημα». «'Ο,τι σ' αρέσει εσένανε αγάπη μου!», είπε και πήρε να τακτοποιήσει τα πράγματά της. «Κάτσε τώρα, να βάλουμε αυτά, εδώ... (τα εσώρουχά της πάνω σε μια καρέκλα) Οπ!... (τα έβαλε) Να μη μας πειράζουνε, χε χε... Να κάτσω εγώ εδώ, δίπλα... 'Οπα!... (γονάτισε πλάι μου).
«Τσιμπουκάκι καρδούλα πώς θες να κάνουμε;... Με καποτούλα, χωρίς;...». «Ε, μάλλον με καπότα». «Μ-μ!», συμφώνησε. «Αλλά πρώτα, θα ήθελα λίγο–», ξεκίνησα να λέω. «Να χαϊδευτούμε!... Βεβαίως!», αντιλήφθηκε τι θα της ζητούσα. «Απλώς έτσι ρωτάω, για να ξέρω», δικαιολογήθηκε. «Κάτσε να το βάλουμε αυτό εδώ (το υγρό μαντιλάκι)... γιατί σημάδια (στο σεντόνι)». «Να χαϊδέψουμε λίγο το μωρό, να καυλώσει καλά καλά! Χε χε...», είπε και πήρε να με θωπεύει. Θώπευα και χούφτωνα και του λόγου μου τις δίπλες της...
«Εσύ πρώτη φορά μπαίνει εμένα, έτσι;», θέλησε να μάθει. «Ναι», είπα ψέμματα. «Ελπίζω να περάσουμε ωραία! Xε χε χε...», «Μμμ, να φιλήσουμε δεν σε πειράζει...», ρώτησε. «'Οχι», της απάντησα. (Κάτι πράγματα που ρωτάει!...). «Καθαρός είσαι...», διαπίστωσε και ξεκίνησε επιφανειακά φιλάκια και ακρογλώσσια γλειψιματάκια σε θηλές, στήθος, κοιλιά: «Μμμ, ματς!... μμμ, μουτς!... Καυλιάρη μου! Χε χε χε... ». Της ρούφαγα-έγλειφα-φιλούσα και του λογου μου τα βυζιά. «Στον λαιμό καθόλου φιλάς;», ρώτησα βλέποντας πως απέφευγε την περιοχή. «'Οχι, προς τα εκεί δεν πλησιάζω! Χε χε χε...», μου έκανε γνωστό.
Εντωμεταξύ, ήταν εμφανές πως είχα καυλώσει. «Καθάρισέ τον για να ξεκινήσεις πίπα». 'Οπως επίσης πως είχα αποφασίσει να μου τον ρουφήξει ακάποτα. «Βεβαίως να καθαρίσω, ό,τι θέλεις εσύ!», συμφώνησε με θέρμη. «Εσύ καθαρός είσαι, αλλά εγώ το μαντηλάκι το περνάω... μήπως έχεις καμιά τριχούλα...», ένιωσε την ανάγκη να εξηγήσει. «'Ετοιμος!», είπε έχοντας τελειώσει με το καυλί και καθαρίζοντας τον λαιμό της («γκούχου γκούχου!») άρχισε να ρουφάει και να γλείφει.
Τον κώλο της τον είχε φέρει στο πλάι της κεφαλής μου, οπότε είχα πρόσβαση για χάδια, δάχτυλα, χαστουκάκια. Τσιμπούκωνε ήρεμα, ρυθμικά, ρηχά, θωπεύοντας παράλληλα τ' αρχίδια μου κι εκπέμποντας ένα χαμηλής έντασης συνεχόμενο «μμμ». Εάν συνεχίζαμε έτσι, δεν υπήρχε περίπτωση, θα τελείωνα... Της ζήτησα να στηθεί στα τέσσερα. Τον έχωσα στη λιπασμένη μουνοσήραγγά της κι άρχισα τις γαμικές ωθήσεις και τα κωλοσκάμπιλα. «Α!... Α!... Α!...», βογγούσε ευλογοφανώς. 'Υστερα από κάμποσες παλινδρομήσεις, έβγαλα την καπότα και της είπα πως επιθυμούσα να χύσω με πίπα. Δεν είχε αντίρρηση. Ξάπλωσα ανάσκελα. Πήρε να γλείφει-ρουφάει την πούτσα μου και να χαϊδεύει τους όρχεις και το περίνεό μου. Συνέχισε έτσι μέχρι που... «Αα! (εγώ)... Μμμ (εκείνη)... Αα!... Μμμ... Ααα!... Μμμ... 'Εχυσα μέσα στην καταπιώνα της!...
«Τελικά κάνεις τελειωτικό εσύ!». «Μ-μ!», συμφώνησε έχοντας το σπέρμα μου στο στόμα της (για μια στιγμή νόμισα πως το είχε καταπιεί...). «Μάλιστα...». «Χμφ χμφ χμφ!...», (γέλασε μπουκωμένη). «Δεν το λες όμως στο σαλόνι, πως κάνεις τελειωτικό». «Μ-μ!» (αρνητικό).
Στον νιπτήρα έφτυσε κι έκανε μπουκώματα με νερό. «Α!... Παγωμένο νερό! Πάγωσαν τα δόντια μου!», είπε και κόβοντας κωλόχαρτο σκουπίστηκε. «Να έχεις κανένα αντισηπτικό να κάνεις μπουκώματα», τη συμβούλεψα. «'Εχω εγώ (ανέφερε ένα όνομα γνωστής μάρκας)!». «Μπράβο!». «Και πάντα μετά από κάθε τσιμπουκάκι βάζω», συνέχισε. «Δεν είναι ακριβώς ακριβώς (ξανανέφερε το προϊόν), είναι πιο ελαφρύ. Γιατί το... (συγκεκριμένο προϊόν) είναι πολύ δυνατό. Μου καίει τη γλώσσα!», εξήγησε. «Από πού είσαι;», ρώτησα στο άσχετο. «Απ' τη Βουλγαρία!». «Α, Βουλγαρία...». «Το... (γνωστό προϊόν), θέλει δύο φορές την ημέρα. Εγώ παίρνω ένα άλλο, πιο ελαφρύ, για να το βάζω μετά από κάθε τσιμπούκι», ολοκλήρωσε. «Είναι πάντως επικίνδυνο να κάνεις γυμνό τσιμπούκι, ε;», παρατήρησα. «Δεν είναι!... Εγώ έχω ρωτήσει τους γιατρούς, δεν έχει–». «Εάν κάποιος έχει στην πούτσα του κονδυλώματα;», τη ρώτησα. «Ε, άμα έχει δεν θα το κάνω!» «Μπορεί να έχει κανένα μικρό που δεν φαίνεται...» «Εγώ τα βλέπω! Φαίνονται αυτά!», με διαβεβαίωσε. «Σοβαρά;», ρώτησα αμφιβάλλοντας. «Μου έχει τύχει, πολλές φορές!».
Καθώς πήρα να πλυθώ, έκανα ένα σχόλιο για τη βρύση (το στόμιο ήταν πάρα πολύ κοντά στο πίσω μέρος του νιπτήρα). Συμφώνησε και στη συνέχεια αποχώρησε. «Ευχαριστώ πολύ καρδούλα και καλή σου μέρα!»
Προσπαθώντας να πλυθώ, την άκουσα να ενημερώνει για το πρόγραμμά της στο σαλόνι και στη συνέχεια, μέσα απ' το κουζινάκι, ν' απαντάει στην ερώτηση της καινούργιας υπηρεσίας: «'Αντζελα με λένε!».
«Καλημέρα!», μου ευχήθηκε. «Τι κάνεις, καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά». «Χε χε... θες να περάσεις;», ρώτησε όπως κάνει πάντα όταν με βλέπει. «Θα–». «Εγώ είμαι μόνο, δεν έχουμε άλλη». «Θα περάσω», της απάντησα τελικά. «'Ελα», μου έδειξε τη στενή πόρτα που, διαμέσου ενός επίσης στενού διαδρομάκου, οδηγούσε σ' ένα ψιλοάθλιο, στενόχωρο δωμάτιο.
Μετά από κάνα πεντάλεπτο άκουσα χαχανητά κι ευχές. «Χα χα χα... 'Αντε γεια! Χα χα χα... Καλή ξεκούραση!». Η υπηρεσία αποχωρούσε. Τη επόμενη στιγμή άκουσα τακούνια να πλησιάζουν. «'Ετοιμος καρδούλα;», παραμέρισε το υφασμάτινο διαχωριστικό. «Γεια σου», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Γεια σου αγάπη!... Τι μου κάνεις; Χε χε». «Καλά». «Ωραία!».
Προχώρησε στο εσωτερικό κι έμεινε ολόγυμνη. «Ζέστη εδώ, καλό;», ρώτησε. «Ζέστη, αλλά δεν–».«Δεν είναι πολύ! 'Αμα είναι πολύ να το σβήσουμε, άμα θέλεις!». «Ε, εντάξει... Δεν με πειράζει, δεν υπάρχει πρόβλημα». «'Ο,τι σ' αρέσει εσένανε αγάπη μου!», είπε και πήρε να τακτοποιήσει τα πράγματά της. «Κάτσε τώρα, να βάλουμε αυτά, εδώ... (τα εσώρουχά της πάνω σε μια καρέκλα) Οπ!... (τα έβαλε) Να μη μας πειράζουνε, χε χε... Να κάτσω εγώ εδώ, δίπλα... 'Οπα!... (γονάτισε πλάι μου).
«Τσιμπουκάκι καρδούλα πώς θες να κάνουμε;... Με καποτούλα, χωρίς;...». «Ε, μάλλον με καπότα». «Μ-μ!», συμφώνησε. «Αλλά πρώτα, θα ήθελα λίγο–», ξεκίνησα να λέω. «Να χαϊδευτούμε!... Βεβαίως!», αντιλήφθηκε τι θα της ζητούσα. «Απλώς έτσι ρωτάω, για να ξέρω», δικαιολογήθηκε. «Κάτσε να το βάλουμε αυτό εδώ (το υγρό μαντιλάκι)... γιατί σημάδια (στο σεντόνι)». «Να χαϊδέψουμε λίγο το μωρό, να καυλώσει καλά καλά! Χε χε...», είπε και πήρε να με θωπεύει. Θώπευα και χούφτωνα και του λόγου μου τις δίπλες της...
«Εσύ πρώτη φορά μπαίνει εμένα, έτσι;», θέλησε να μάθει. «Ναι», είπα ψέμματα. «Ελπίζω να περάσουμε ωραία! Xε χε χε...», «Μμμ, να φιλήσουμε δεν σε πειράζει...», ρώτησε. «'Οχι», της απάντησα. (Κάτι πράγματα που ρωτάει!...). «Καθαρός είσαι...», διαπίστωσε και ξεκίνησε επιφανειακά φιλάκια και ακρογλώσσια γλειψιματάκια σε θηλές, στήθος, κοιλιά: «Μμμ, ματς!... μμμ, μουτς!... Καυλιάρη μου! Χε χε χε... ». Της ρούφαγα-έγλειφα-φιλούσα και του λογου μου τα βυζιά. «Στον λαιμό καθόλου φιλάς;», ρώτησα βλέποντας πως απέφευγε την περιοχή. «'Οχι, προς τα εκεί δεν πλησιάζω! Χε χε χε...», μου έκανε γνωστό.
Εντωμεταξύ, ήταν εμφανές πως είχα καυλώσει. «Καθάρισέ τον για να ξεκινήσεις πίπα». 'Οπως επίσης πως είχα αποφασίσει να μου τον ρουφήξει ακάποτα. «Βεβαίως να καθαρίσω, ό,τι θέλεις εσύ!», συμφώνησε με θέρμη. «Εσύ καθαρός είσαι, αλλά εγώ το μαντηλάκι το περνάω... μήπως έχεις καμιά τριχούλα...», ένιωσε την ανάγκη να εξηγήσει. «'Ετοιμος!», είπε έχοντας τελειώσει με το καυλί και καθαρίζοντας τον λαιμό της («γκούχου γκούχου!») άρχισε να ρουφάει και να γλείφει.
Τον κώλο της τον είχε φέρει στο πλάι της κεφαλής μου, οπότε είχα πρόσβαση για χάδια, δάχτυλα, χαστουκάκια. Τσιμπούκωνε ήρεμα, ρυθμικά, ρηχά, θωπεύοντας παράλληλα τ' αρχίδια μου κι εκπέμποντας ένα χαμηλής έντασης συνεχόμενο «μμμ». Εάν συνεχίζαμε έτσι, δεν υπήρχε περίπτωση, θα τελείωνα... Της ζήτησα να στηθεί στα τέσσερα. Τον έχωσα στη λιπασμένη μουνοσήραγγά της κι άρχισα τις γαμικές ωθήσεις και τα κωλοσκάμπιλα. «Α!... Α!... Α!...», βογγούσε ευλογοφανώς. 'Υστερα από κάμποσες παλινδρομήσεις, έβγαλα την καπότα και της είπα πως επιθυμούσα να χύσω με πίπα. Δεν είχε αντίρρηση. Ξάπλωσα ανάσκελα. Πήρε να γλείφει-ρουφάει την πούτσα μου και να χαϊδεύει τους όρχεις και το περίνεό μου. Συνέχισε έτσι μέχρι που... «Αα! (εγώ)... Μμμ (εκείνη)... Αα!... Μμμ... Ααα!... Μμμ... 'Εχυσα μέσα στην καταπιώνα της!...
«Τελικά κάνεις τελειωτικό εσύ!». «Μ-μ!», συμφώνησε έχοντας το σπέρμα μου στο στόμα της (για μια στιγμή νόμισα πως το είχε καταπιεί...). «Μάλιστα...». «Χμφ χμφ χμφ!...», (γέλασε μπουκωμένη). «Δεν το λες όμως στο σαλόνι, πως κάνεις τελειωτικό». «Μ-μ!» (αρνητικό).
Στον νιπτήρα έφτυσε κι έκανε μπουκώματα με νερό. «Α!... Παγωμένο νερό! Πάγωσαν τα δόντια μου!», είπε και κόβοντας κωλόχαρτο σκουπίστηκε. «Να έχεις κανένα αντισηπτικό να κάνεις μπουκώματα», τη συμβούλεψα. «'Εχω εγώ (ανέφερε ένα όνομα γνωστής μάρκας)!». «Μπράβο!». «Και πάντα μετά από κάθε τσιμπουκάκι βάζω», συνέχισε. «Δεν είναι ακριβώς ακριβώς (ξανανέφερε το προϊόν), είναι πιο ελαφρύ. Γιατί το... (συγκεκριμένο προϊόν) είναι πολύ δυνατό. Μου καίει τη γλώσσα!», εξήγησε. «Από πού είσαι;», ρώτησα στο άσχετο. «Απ' τη Βουλγαρία!». «Α, Βουλγαρία...». «Το... (γνωστό προϊόν), θέλει δύο φορές την ημέρα. Εγώ παίρνω ένα άλλο, πιο ελαφρύ, για να το βάζω μετά από κάθε τσιμπούκι», ολοκλήρωσε. «Είναι πάντως επικίνδυνο να κάνεις γυμνό τσιμπούκι, ε;», παρατήρησα. «Δεν είναι!... Εγώ έχω ρωτήσει τους γιατρούς, δεν έχει–». «Εάν κάποιος έχει στην πούτσα του κονδυλώματα;», τη ρώτησα. «Ε, άμα έχει δεν θα το κάνω!» «Μπορεί να έχει κανένα μικρό που δεν φαίνεται...» «Εγώ τα βλέπω! Φαίνονται αυτά!», με διαβεβαίωσε. «Σοβαρά;», ρώτησα αμφιβάλλοντας. «Μου έχει τύχει, πολλές φορές!».
Καθώς πήρα να πλυθώ, έκανα ένα σχόλιο για τη βρύση (το στόμιο ήταν πάρα πολύ κοντά στο πίσω μέρος του νιπτήρα). Συμφώνησε και στη συνέχεια αποχώρησε. «Ευχαριστώ πολύ καρδούλα και καλή σου μέρα!»
Προσπαθώντας να πλυθώ, την άκουσα να ενημερώνει για το πρόγραμμά της στο σαλόνι και στη συνέχεια, μέσα απ' το κουζινάκι, ν' απαντάει στην ερώτηση της καινούργιας υπηρεσίας: «'Αντζελα με λένε!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 05, 2015
Όνομα κοπέλας
Άντζελα
Υπηρεσίες
Ελεύθερο στοματικό
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:30
Στο σαλόνι η γνωστή αλλοδαπή υπηρεσία ενημέρωνε νεαρό ημεδαπό συναγωνιστή. «Και οι δύο καλές είναι!». «Από πού είναι;». «Ρουμανία!», του απάντησε με συγκρατημένη αγανάκτηση. «Και οι δύο;», επέμεινε εκείνος. «Γεια σας», μου ευχήθηκε αγνοώντας την ερώτησή του, «μπήκανε στο δωμάτιο», συνέχισε και κατέληξε πως ήταν «δύο κούκλες!». «Ποιες είναι;», τη ρώτησα όρθιος με τα χέρια στις τσέπες. «Ελένη και Βανέσσα, βυζιάρα, και Ελένη ψηλή, κοκκινομάλλα». «Εντάξει, θα περάσω... 'Εχει δωμάτιο;», ρώτησα. «'Εχει, περάστε!», απάντησε δείχνοντάς μου εκείνο του σαλονιού. Μια συμπαθητική καμαρούλα. Της έδωσα τα δέκα ευρώ. «Ποια κοπέλα;», την άκουσα να ρωτάει πίσω απ' την πλάτη μου. «Στείλε μου εσύ, όποια να 'ναι!», απάντησα γυρίζοντας προς το μέρος της. «Ευχαριστώ πολύ», έκανε κολακευμένη και κοιτάζοντας προς τον συναγωνιστή είπε: «Τα 'δες; Τώρα έμεινες μόνος σου!». «Εγώ θέλω να τις δω», επέμεινε εκείνος.
Μετά από 2-3 λεπτά άνοιξε την πόρτα μία αψηλούτσικη, πάνω στα πράσινα ελεκτρίκ πορνοπάπουτσα, νέα γυναίκα, με σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, καλούτσικο πρόσωπο, ομορφοσχηματισμένο κορμί, με δύο μεγάλα τατουάζ, ένα στον δεξιό ώμο κι ένα στην αριστερή ωμοπλάτη, μεσαίο στήθος, σχετικά ωραίο κώλο, χυτά πόδια.
«Γεια σου!». «Εσύ ποια είσαι;», την κοίταξα καθώς ξέβγαζα τα χέρια μου στον νιπτήρα. «Η Βανέσσα είμαι!», απάντησε ανάλαφρα. «Α, μου 'στειλε τη Βανέσσα η κυρία...», είπα καθώς σκουπιζόμουν με καθαρό κωλόχαρτο. «Ποια ήθελες;», σοβάρεψε. «'Οχι, εσένα! Δεν έχω πρόβλημα... Της είπα (της υπηρεσίας) να μου στείλει όποια εκείνη ήθελε. Της άφησα το ελεύθερο που λένε, χε χε.» «Εντάξει», χαλάρωσε και κατεβάζοντας το πάνω μέρος από το εσώρουχό της, αποκαλύπτοντας ολόγυμνο το στήθος της, άνοιξε το προφυλακτικό. Τη σκισμένη συσκευασία επιχείρησε να την πετάξει από απόσταση στο καλαθάκι των απορριμμάτων. Τζίφος!... «Δεν έχεις καλό σημάδι...», σχολίασα. «Ε, ναι...», παραδέχτηκε μειδιώντας.
Στενός ο χώρος και καθώς πέρασα από δίπλα της την έσπρωξα ελαφρά. «Οπ, σόρρυ!». «Δεν πειράζει αγάπη μου...», με συγχώρεσε και βάζοντας, στη συνέχεια, την καπότα στο στόμα γονάτισε πάνω στο στρώμα περιμένοντάς με να ξαπλώσω για να ξεκινήσει. «Ζέστη έχει εδώ μέσα ή μου φαίνεται;...», αναρωτήθηκα απλώνοντας το χέρι μου στις περσίδες του εν λειτουργία κλιματιστικού. Τελικά ξάπλωσα ανάσκελα.
Η καλυμμένη πίπα της ήταν χωρίς χέρια, ρυθμική, βαθιά, με λίγα, χαμηλής έντασης, «μμμ...». 'Υστερα από δυο-τρία λεπτά ήμουν σε θέση να γαμήσω. «Βανέσσα...». Ποπ!... 'Ελα» «Κάτσε στα τέσσερα». Πήρε θέση τουρλώνοντας τον κώλο. Μπροστά στα μάτια μου είχα μια υπέροχη θέα: δύο ωραία κωλομέρια, ένα στρογγυλό περικλανίδιο κι ένα καλοφτιαγμένο ξυρισμένο αιδοίο! Πλησίασα, έχωσα την ψωλή στη μουνότρυπα κι άρχισα να γαμάω. Εκείνη μας κοιτούσε απ' τον διπλανό επίτοιχο καθρέφτη. Είχα καλή αίσθηση, οπότε δεν άργησα να ολοκληρώσω. Εκτός απ' το πέος μου, μέσω του ελαστικού της καπότας, τα χείλη της δεν άγγιξαν τίποτε άλλο πάνω μου...
«Μέχρι τι ώρα δουλεύεις εσύ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Μέχρι 24:00 μάτια μου». «Από τι ώρα;». «Απ' τις 6:00».
Καθώς ετοιμαζόμασταν κάποιος απ' έξω ακούστηκε να ρωτάει τι πρόγραμμα προσφερόταν, οπότε πριν η υπηρεσία ξεκινήσει ν' απαντήσει, άκουσα τη Βανέσσα να λέει σιγανά: «Νόρμαλ σεξ». «Πάντα νόρμαλ σεξ, ε;», τη ρώτησα. «Ναι, υπάρχουν άλλες που κάνουνε φουλ, με 10 ευρώ...» (Τις τελευταίες δύο λέξεις τις πρόφερε απαξιωτικά). «Ξέρεις τι πελατεία έχουν αυτές όμως;», την "κούρντισα". «'Οχι, δεν έχουν!», απάντησε αμέσως. «Δεν έχουν;», έκανα τάχα μου αμφιβάλλοντας. «Δεν έχουν!» επέμεινε. «Πώς δεν έχουνε;». «Δούλευε εδώ, δυο βδομάδες πριν, μια που έκανε και τελειωτικό στο στόμα και τελειωτικό στο βυζί κι εγώ είμαι με κανονικό. Ε, εγώ έκανα 40-50 "καθαρά" κι αυτή, με φουλ, έκανε 15-16». «Τώρα αυτές τις εποχές κάνεις 40;», είπα πραγματικά εντυπωσιασμένος. «Κάθε μέρα κάνω», απάντησε με καμάρι.
Στο σαλόνι η γνωστή αλλοδαπή υπηρεσία ενημέρωνε νεαρό ημεδαπό συναγωνιστή. «Και οι δύο καλές είναι!». «Από πού είναι;». «Ρουμανία!», του απάντησε με συγκρατημένη αγανάκτηση. «Και οι δύο;», επέμεινε εκείνος. «Γεια σας», μου ευχήθηκε αγνοώντας την ερώτησή του, «μπήκανε στο δωμάτιο», συνέχισε και κατέληξε πως ήταν «δύο κούκλες!». «Ποιες είναι;», τη ρώτησα όρθιος με τα χέρια στις τσέπες. «Ελένη και Βανέσσα, βυζιάρα, και Ελένη ψηλή, κοκκινομάλλα». «Εντάξει, θα περάσω... 'Εχει δωμάτιο;», ρώτησα. «'Εχει, περάστε!», απάντησε δείχνοντάς μου εκείνο του σαλονιού. Μια συμπαθητική καμαρούλα. Της έδωσα τα δέκα ευρώ. «Ποια κοπέλα;», την άκουσα να ρωτάει πίσω απ' την πλάτη μου. «Στείλε μου εσύ, όποια να 'ναι!», απάντησα γυρίζοντας προς το μέρος της. «Ευχαριστώ πολύ», έκανε κολακευμένη και κοιτάζοντας προς τον συναγωνιστή είπε: «Τα 'δες; Τώρα έμεινες μόνος σου!». «Εγώ θέλω να τις δω», επέμεινε εκείνος.
Μετά από 2-3 λεπτά άνοιξε την πόρτα μία αψηλούτσικη, πάνω στα πράσινα ελεκτρίκ πορνοπάπουτσα, νέα γυναίκα, με σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, καλούτσικο πρόσωπο, ομορφοσχηματισμένο κορμί, με δύο μεγάλα τατουάζ, ένα στον δεξιό ώμο κι ένα στην αριστερή ωμοπλάτη, μεσαίο στήθος, σχετικά ωραίο κώλο, χυτά πόδια.
«Γεια σου!». «Εσύ ποια είσαι;», την κοίταξα καθώς ξέβγαζα τα χέρια μου στον νιπτήρα. «Η Βανέσσα είμαι!», απάντησε ανάλαφρα. «Α, μου 'στειλε τη Βανέσσα η κυρία...», είπα καθώς σκουπιζόμουν με καθαρό κωλόχαρτο. «Ποια ήθελες;», σοβάρεψε. «'Οχι, εσένα! Δεν έχω πρόβλημα... Της είπα (της υπηρεσίας) να μου στείλει όποια εκείνη ήθελε. Της άφησα το ελεύθερο που λένε, χε χε.» «Εντάξει», χαλάρωσε και κατεβάζοντας το πάνω μέρος από το εσώρουχό της, αποκαλύπτοντας ολόγυμνο το στήθος της, άνοιξε το προφυλακτικό. Τη σκισμένη συσκευασία επιχείρησε να την πετάξει από απόσταση στο καλαθάκι των απορριμμάτων. Τζίφος!... «Δεν έχεις καλό σημάδι...», σχολίασα. «Ε, ναι...», παραδέχτηκε μειδιώντας.
Στενός ο χώρος και καθώς πέρασα από δίπλα της την έσπρωξα ελαφρά. «Οπ, σόρρυ!». «Δεν πειράζει αγάπη μου...», με συγχώρεσε και βάζοντας, στη συνέχεια, την καπότα στο στόμα γονάτισε πάνω στο στρώμα περιμένοντάς με να ξαπλώσω για να ξεκινήσει. «Ζέστη έχει εδώ μέσα ή μου φαίνεται;...», αναρωτήθηκα απλώνοντας το χέρι μου στις περσίδες του εν λειτουργία κλιματιστικού. Τελικά ξάπλωσα ανάσκελα.
Η καλυμμένη πίπα της ήταν χωρίς χέρια, ρυθμική, βαθιά, με λίγα, χαμηλής έντασης, «μμμ...». 'Υστερα από δυο-τρία λεπτά ήμουν σε θέση να γαμήσω. «Βανέσσα...». Ποπ!... 'Ελα» «Κάτσε στα τέσσερα». Πήρε θέση τουρλώνοντας τον κώλο. Μπροστά στα μάτια μου είχα μια υπέροχη θέα: δύο ωραία κωλομέρια, ένα στρογγυλό περικλανίδιο κι ένα καλοφτιαγμένο ξυρισμένο αιδοίο! Πλησίασα, έχωσα την ψωλή στη μουνότρυπα κι άρχισα να γαμάω. Εκείνη μας κοιτούσε απ' τον διπλανό επίτοιχο καθρέφτη. Είχα καλή αίσθηση, οπότε δεν άργησα να ολοκληρώσω. Εκτός απ' το πέος μου, μέσω του ελαστικού της καπότας, τα χείλη της δεν άγγιξαν τίποτε άλλο πάνω μου...
«Μέχρι τι ώρα δουλεύεις εσύ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Μέχρι 24:00 μάτια μου». «Από τι ώρα;». «Απ' τις 6:00».
Καθώς ετοιμαζόμασταν κάποιος απ' έξω ακούστηκε να ρωτάει τι πρόγραμμα προσφερόταν, οπότε πριν η υπηρεσία ξεκινήσει ν' απαντήσει, άκουσα τη Βανέσσα να λέει σιγανά: «Νόρμαλ σεξ». «Πάντα νόρμαλ σεξ, ε;», τη ρώτησα. «Ναι, υπάρχουν άλλες που κάνουνε φουλ, με 10 ευρώ...» (Τις τελευταίες δύο λέξεις τις πρόφερε απαξιωτικά). «Ξέρεις τι πελατεία έχουν αυτές όμως;», την "κούρντισα". «'Οχι, δεν έχουν!», απάντησε αμέσως. «Δεν έχουν;», έκανα τάχα μου αμφιβάλλοντας. «Δεν έχουν!» επέμεινε. «Πώς δεν έχουνε;». «Δούλευε εδώ, δυο βδομάδες πριν, μια που έκανε και τελειωτικό στο στόμα και τελειωτικό στο βυζί κι εγώ είμαι με κανονικό. Ε, εγώ έκανα 40-50 "καθαρά" κι αυτή, με φουλ, έκανε 15-16». «Τώρα αυτές τις εποχές κάνεις 40;», είπα πραγματικά εντυπωσιασμένος. «Κάθε μέρα κάνω», απάντησε με καμάρι.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Απριλίου 01, 2015
Όνομα κοπέλας
Βανέσσα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.9
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
Τρίτη, ώρα 18:22
Στο ιστορικό αυτό ισόγειο μπουρδέλο με υποδέχτηκε μια υπηρεσία που έπρεπε να διήνυε την ένατη δεκαετία της ζωής της. «Η Νανά είναι, την ξέρετε;», ρώτησε ευγενικά. Με το που άκουσε «ναι», μου έδειξε προς τα ενδότερα. «...θα περάσω», ολοκλήρωσα την πρότασή μου. «Ορίστε», της έδωσα το εικοσάρικο. «Ευχαριστώ», είπε και μ' έμπασε στο μέτριο δωμάτιο απέναντι απ' το κουζινάκι.
Μετά από ένα-ενάμισι λεπτό, μία χαμηλού αναστήματος γυναίκα, στην έκτη δεκαετία της ζωής της αυτή, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο με δύο βαθιές ρυτίδες έκφρασης ζερβόδεξα των τσιμπουκόχειλών της, μικρομεσαίο νερουλό στήθος με προπετείς θηλές, αδύνατο κορμί, η οποία φορούσε κορμάκι, εισήλθε χαμογελαστή.
«Δεν είμαι έτοιμος ακόμα...», της έκανα γνωστό ενώ κρεμούσα το πανταλόνι μου στον καλόγερο. «Καλά, θα πάω δίπλα», είπε τότε και ξανάρθε ύστερα από 17 λεπτά (για κανένα πεντάλεπτο, μέχρι τη συμπλήρωση των 17 λεπτών, την άκουγα που αστειευόταν με την τσατσά, ενώ ενδιάμεσα στα χαχανιτά άκουγα να τρέχει νερό).
Μπήκε κρατώντας δύο καπότες. «Γεια σου μωρό μου, καλά;», ρώτησε με λεπτή φωνή και γονατίζοντας πλάι μου πάνω στο κρεβάτι, μου έκανε ένα ολιγοδευτερόλεπτο στριπτίζ. Στη συνέχεια έσκυψε κι άρχισε να με φιλάει ψιθυρίζοντας συνεχώς «μ, ναι... μ, ναι... μωρό μου!... μ, ναι... αχ, ναι... μμ... μωράκι μου...». Με απαλοφιλούσε χωρίς να γλείφει, σε θηλές (εδώ είχαμε ακρογλώσσιο γλείψιμο και ήπια δαγκώματα), λαιμό, μάγουλα, μέτωπο. 'Ομως με το πέρασμα της ώρας άρχισε να χρησιμοποιεί και τη γλώσσα της. Τη χάιδευα και τη χούφτωνα και του λόγου μου, ενώ ανά διαστήματα έπαιρνε κομμάτια από καθαρό κωλόχαρτο για να σκουπίζει το στόμα της. "'Επαιξαν" και κάποια "ψόφια" γλωσσόφιλα. 'Ελευθερο στοματικό την είχα ενημερώσει πως δεν επιθυμούσα.
Κατά τη διάρκεια των προκαταρκτικών άπλωσα το χέρι κι έπιασα ένα προφυλακτικό, από τα τρία-τέσσερα που βρίσκονταν στο κομοδίνο. Το άνοιξα πίσω απ' το κεφάλι της, έλεγξα να είναι απ' τη σωστή πλευρά και το ξετύλιξα κατά μήκος της καυλωμένης ψωλής μου.
«Ανεβαίνεις από πάνω;», της ζήτησα. «Ναι...», συμφώνησε και σαλιώνοντας το θαμνώδες αιδοίο της "καρφώθηκε"... Από ένα προηγούμενο "ψαχουλεματάκι" που είχα πραγματοποιήσει στην περιοχή δεν είχα αισθανθεί λιπαντική γέλη... έτσι και τώρα, η μουνοσήραγγά της μου φάνηκε στεγνή. «Α, ναι!... Μ, ναι!...», συνέχιζε να κάνει. «Κρακ κρακ κρακ!», τα ελάσματα του κρεβατιού έτριζαν δυνατά!
Τελικά ολοκλήρωσα στο στήθος της αυνανιζόμενος, ενώ εκείνη μου μάλασσε τις "μπάλες" και με παρότρυνε. «'Ελα μωράκι μου, έλα μωράκι μου...»
Η ίδια δεν έδειξε να βιάζεται κατά τη διάρκεια των περίπου 15 λεπτών που έμεινε μαζί μου στο δωμάτιο, ενώ κι η ηλικιωμένη υπηρεσία δεν ενόχλησε.
«Μέχρι τι ώρα δουλεύεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω μετά το πέρας της συνεύρεσης. «Δώδεκα (τα μεσάνυχτα)», απάντησε. «Α, ωραία», έκανα σαπουνίζοντας το πρόσωπό μου. «Ναι», την άκουσα να συμφωνεί και να συμπληρώνει: «Μετά τις εννιά, ησυχάζω πολύ». «Τι πράγμα, "ησυχάζεις";», ρώτησα ξεβγάζοντας τη μούρη μου. «Μετά τις εννέα, έχουμε πολύ ησυχία», εξήγησε.
*Που είχε πει, σε πρώτο πρόσωπο, κάποια γνωστή, συγχωρεμένη πια, συνάδελφός της
Στο ιστορικό αυτό ισόγειο μπουρδέλο με υποδέχτηκε μια υπηρεσία που έπρεπε να διήνυε την ένατη δεκαετία της ζωής της. «Η Νανά είναι, την ξέρετε;», ρώτησε ευγενικά. Με το που άκουσε «ναι», μου έδειξε προς τα ενδότερα. «...θα περάσω», ολοκλήρωσα την πρότασή μου. «Ορίστε», της έδωσα το εικοσάρικο. «Ευχαριστώ», είπε και μ' έμπασε στο μέτριο δωμάτιο απέναντι απ' το κουζινάκι.
Μετά από ένα-ενάμισι λεπτό, μία χαμηλού αναστήματος γυναίκα, στην έκτη δεκαετία της ζωής της αυτή, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο με δύο βαθιές ρυτίδες έκφρασης ζερβόδεξα των τσιμπουκόχειλών της, μικρομεσαίο νερουλό στήθος με προπετείς θηλές, αδύνατο κορμί, η οποία φορούσε κορμάκι, εισήλθε χαμογελαστή.
«Δεν είμαι έτοιμος ακόμα...», της έκανα γνωστό ενώ κρεμούσα το πανταλόνι μου στον καλόγερο. «Καλά, θα πάω δίπλα», είπε τότε και ξανάρθε ύστερα από 17 λεπτά (για κανένα πεντάλεπτο, μέχρι τη συμπλήρωση των 17 λεπτών, την άκουγα που αστειευόταν με την τσατσά, ενώ ενδιάμεσα στα χαχανιτά άκουγα να τρέχει νερό).
Μπήκε κρατώντας δύο καπότες. «Γεια σου μωρό μου, καλά;», ρώτησε με λεπτή φωνή και γονατίζοντας πλάι μου πάνω στο κρεβάτι, μου έκανε ένα ολιγοδευτερόλεπτο στριπτίζ. Στη συνέχεια έσκυψε κι άρχισε να με φιλάει ψιθυρίζοντας συνεχώς «μ, ναι... μ, ναι... μωρό μου!... μ, ναι... αχ, ναι... μμ... μωράκι μου...». Με απαλοφιλούσε χωρίς να γλείφει, σε θηλές (εδώ είχαμε ακρογλώσσιο γλείψιμο και ήπια δαγκώματα), λαιμό, μάγουλα, μέτωπο. 'Ομως με το πέρασμα της ώρας άρχισε να χρησιμοποιεί και τη γλώσσα της. Τη χάιδευα και τη χούφτωνα και του λόγου μου, ενώ ανά διαστήματα έπαιρνε κομμάτια από καθαρό κωλόχαρτο για να σκουπίζει το στόμα της. "'Επαιξαν" και κάποια "ψόφια" γλωσσόφιλα. 'Ελευθερο στοματικό την είχα ενημερώσει πως δεν επιθυμούσα.
Κατά τη διάρκεια των προκαταρκτικών άπλωσα το χέρι κι έπιασα ένα προφυλακτικό, από τα τρία-τέσσερα που βρίσκονταν στο κομοδίνο. Το άνοιξα πίσω απ' το κεφάλι της, έλεγξα να είναι απ' τη σωστή πλευρά και το ξετύλιξα κατά μήκος της καυλωμένης ψωλής μου.
«Ανεβαίνεις από πάνω;», της ζήτησα. «Ναι...», συμφώνησε και σαλιώνοντας το θαμνώδες αιδοίο της "καρφώθηκε"... Από ένα προηγούμενο "ψαχουλεματάκι" που είχα πραγματοποιήσει στην περιοχή δεν είχα αισθανθεί λιπαντική γέλη... έτσι και τώρα, η μουνοσήραγγά της μου φάνηκε στεγνή. «Α, ναι!... Μ, ναι!...», συνέχιζε να κάνει. «Κρακ κρακ κρακ!», τα ελάσματα του κρεβατιού έτριζαν δυνατά!
Τελικά ολοκλήρωσα στο στήθος της αυνανιζόμενος, ενώ εκείνη μου μάλασσε τις "μπάλες" και με παρότρυνε. «'Ελα μωράκι μου, έλα μωράκι μου...»
Η ίδια δεν έδειξε να βιάζεται κατά τη διάρκεια των περίπου 15 λεπτών που έμεινε μαζί μου στο δωμάτιο, ενώ κι η ηλικιωμένη υπηρεσία δεν ενόχλησε.
«Μέχρι τι ώρα δουλεύεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω μετά το πέρας της συνεύρεσης. «Δώδεκα (τα μεσάνυχτα)», απάντησε. «Α, ωραία», έκανα σαπουνίζοντας το πρόσωπό μου. «Ναι», την άκουσα να συμφωνεί και να συμπληρώνει: «Μετά τις εννιά, ησυχάζω πολύ». «Τι πράγμα, "ησυχάζεις";», ρώτησα ξεβγάζοντας τη μούρη μου. «Μετά τις εννέα, έχουμε πολύ ησυχία», εξήγησε.
*Που είχε πει, σε πρώτο πρόσωπο, κάποια γνωστή, συγχωρεμένη πια, συνάδελφός της
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαρτίου 31, 2015
Όνομα κοπέλας
Νανά
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, ώρα 21:34.
«Καλησπέρα, καθίστε λιγάκι, τώρα θα βγει το κορίτσι να το δείτε», μου είπε ο φαινομενικά αρσενοκοίτης υπηρέτης, ενώ την ίδια στιγμή έβαζε μελαψό συναγωνιστή στο ένα απ' τα δύο δωμάτια (η πόρτα του διπλανού ήταν κλειστή). Στάθηκα όρθιος με τα χέρια στις τσέπες. Το επόμενο λεπτό έκλεινε τη θύρα πίσω του κι άρχιζε να μ' ενημερώνει: «Γεια σου! Η Ρίτα είναι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, από πάνω, ελεύθερα πιασίματα, φιλάκια στα βυζάκια, πολύ καλή στο δωμάτιο, 10 ευρώ!».
«Γεια σας!», μου ευχήθηκε η περί ης ο λόγος βγαίνοντας απ' το κουζινάκι. Επρόκειτο για μια χαμηλών τόνων αλλά αψηλή κι αδύνατη ξανθιά μιλφ, με το ίσιο μαλλί της να φτάνει στους ώμους, συμπαθητικό πρόσωπο, μεσαίο νερουλό στήθος κι ένα ευμεγέθες τατουάζ να καλύπτει την αριστερή της ωμοπλάτη.
«Το Ριτάκι, η Ρωσιδούλα, πολύ καλή μέσα, δέκα ευρώ!», ολοκλήρωσε ο τσάτσος. «Εντάξει», είπα, δίνοντάς του να καταλάβει πως θα περνούσα. «Μισό λεπτό ν' αδειάσει το δωμάτιο... σε δυο λεπτάκια βγαίνει... το "ένα"», μου έκανε γνωστό κι αποσύρθηκε στο κουζινάκι μαζί με την πόρνη. Για να εμφανιστεί ύστερα από ένα λεπτό. «Ευτυχώς ήταν πολύ καλά σήμερα, δεν είχαμε βροχή», παρατήρησε. «Ορίστε;», γύρισα προς το μέρος του. «Ευτυχώς λέω, δεν είχαμε βροχή σήμερα». «Ναι», συμφώνησα. «Πολύ καλή μέρα σήμερα». «Εμ βέβαια, ανοιξιάτικη», υπερθεμάτισα. «Βέβαια... κι αύριο λέει, 22;... Κάτι τέτοιο είπανε». «Τόσο πολύ;». «Ναι, έτσι άκουσα». «Μπράβο...», έκανα τάχα μου εντυπωσιασμένος. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα τού "ένα" άνοιξε και ένας ημεδαπός συναγωνιστής περπάτησε προς την έξοδο. «Γεια σου, ευχαριστούμε πολύ, καλό βράδυ!», του ευχήθηκε ο υπηρέτης και μπήκε να τακτοποιήσει. Μετά από μισό λεπτό με κάλεσε να περάσω σ' ένα μέτριο αλλά ευρύχωρο δωμάτιο που έζεχνε τσιγαρίλα. «Περάστε!». «Εντάξει;», του έδωσα το δεκάρικο. «Ναι ναι! Οκέι, ευχαριστώ!». «Θα πάει πρώτα στο παιδί και μετά θα 'ρθει σε μένα, έτσι;». «Ναι ναι ναι ναι!», επιβεβαίωσε.
Εκεί μέσα περίμενα 11 λεπτά. Κάποια στιγμή, λίγο πριν την είσοδο της Ρίτας, κάποιος μισάνοιξε την πόρτα. «'Οχι, όχι!», ακούστηκε ο τσάτσος να τον αποθαρρύνει, ενώ στη συνέχεια ζητώντας μου συγγνώμη (χωρίς να κοιτάξει μέσα) την ξανάκλεισε. «Τώρα, έρχεται αγόρι μου, δεν θ' αργήσει», τον άκουσα να καθησυχάζει κάποιον. Ο οποίος κάτι είπε, προκαλώντας την αντίδρασή του. «Ε, όχι!... Το παιδί περιμένει τόση ώρα, πώς θα γίνει, θα βάλω εσένα τώρα που ήρθες;». «Thank you very much», ακούστηκε την ίδια στιγμή κάποιος άλλος. Μάλλον ήταν ο "γείτονας" από δίπλα, που έφευγε...
Η πόρτα άνοιξε (τρίζοντας). 'Ηταν η Ρίτα. «Γεια», μου ξαναευχήθηκε πλησιάζοντας στο κρεβάτι, όπου ήμουν ξαπλωμένος. 'Εβγαλε το κορμάκι που φορούσε κι ολόγυμνη (χαλαρή κοιλιά, κρεμασμένα βυζιά) γονάτισε πλάι μου. «Μιλάς ελληνικά;», τη ρώτησα. «Μμμ, όχι καλά...», απάντησε. «Do you speak english?». «Yes!». «Where are you from?». «Ρωσία». «I am from Greece» «Mmm» (καταφατικό). «Your name is Ρίτα, έτσι;» «Mmm» (καταφατικό επίσης). «My name is τάδε». Nice to meet you». Το προφυλακτικό ήταν έτοιμο στο χέρι της. «Relax», μου χαμογέλασε. Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε –η οποία ξεκίνησε σε πεσμένο πέος– ήταν μέτρια. Χαϊδεύοντας-χουφτώνοντάς την ένιωσα τη χαλάρωση του δέρματος και το σακούλιασμα των μαστών. Τη ρώτησα εάν πρόσφερε κάποια προκαταρκτικά. Μου απάντησε: «Yes, ok, no problem!». Ξαπλωμένη πλάι μου, μ' έγλειψε-φίλησε σε θηλές, λαιμό, λοβό του αριστερού κυρίως αυτιού. 'Οχι τίποτε το ιδιαίτερο. 'Οταν της ζήτησα να ξαπλώσει ανάσκελα, το έκανε ανοίγοντας τα πόδια. Την καπάκωσα και χώνοντας το καυλί μου στο ερυθρό αιδοίο της άρχισα να γαμάω. «Κρικ κρικ κρικ!». Προηγουμένως είχα μάθει από την ίδια, πως ναι, φιλούσε στο στόμα, αλλά χωρίς γλώσσα... «Kiss without tongue, it's not a kiss!», είχα παρατηρήσει προξενώντας το χαμόγελό της. Τέλος πάντων κατά τη διάρκεια της γάμευσης τής φίλαγα και τα χείλη (φιλιά της πλάκας...).
Την έχυσα γαμώντας την πισωκολλητά γονατιστά. Προηγουμένως η ίδια, περνώντας το χέρι της κάτω απ' τα πόδια της, είχε πιάσει και είχε οδηγήσει την πούτσα μου στο μουνί της.
'Οπως ετοιμαζόμασταν τη ρώτησα εάν δουλεύει πάντα δεύτερη βάρδια. «All the night, from 20:00 to 6:00», ήταν η απάντησή της.
«Η Ρίτα!», ανήγγειλε ο υπηρέτης όταν εκείνη άνοιξε την πόρτα.
«Καλησπέρα, καθίστε λιγάκι, τώρα θα βγει το κορίτσι να το δείτε», μου είπε ο φαινομενικά αρσενοκοίτης υπηρέτης, ενώ την ίδια στιγμή έβαζε μελαψό συναγωνιστή στο ένα απ' τα δύο δωμάτια (η πόρτα του διπλανού ήταν κλειστή). Στάθηκα όρθιος με τα χέρια στις τσέπες. Το επόμενο λεπτό έκλεινε τη θύρα πίσω του κι άρχιζε να μ' ενημερώνει: «Γεια σου! Η Ρίτα είναι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, από πάνω, ελεύθερα πιασίματα, φιλάκια στα βυζάκια, πολύ καλή στο δωμάτιο, 10 ευρώ!».
«Γεια σας!», μου ευχήθηκε η περί ης ο λόγος βγαίνοντας απ' το κουζινάκι. Επρόκειτο για μια χαμηλών τόνων αλλά αψηλή κι αδύνατη ξανθιά μιλφ, με το ίσιο μαλλί της να φτάνει στους ώμους, συμπαθητικό πρόσωπο, μεσαίο νερουλό στήθος κι ένα ευμεγέθες τατουάζ να καλύπτει την αριστερή της ωμοπλάτη.
«Το Ριτάκι, η Ρωσιδούλα, πολύ καλή μέσα, δέκα ευρώ!», ολοκλήρωσε ο τσάτσος. «Εντάξει», είπα, δίνοντάς του να καταλάβει πως θα περνούσα. «Μισό λεπτό ν' αδειάσει το δωμάτιο... σε δυο λεπτάκια βγαίνει... το "ένα"», μου έκανε γνωστό κι αποσύρθηκε στο κουζινάκι μαζί με την πόρνη. Για να εμφανιστεί ύστερα από ένα λεπτό. «Ευτυχώς ήταν πολύ καλά σήμερα, δεν είχαμε βροχή», παρατήρησε. «Ορίστε;», γύρισα προς το μέρος του. «Ευτυχώς λέω, δεν είχαμε βροχή σήμερα». «Ναι», συμφώνησα. «Πολύ καλή μέρα σήμερα». «Εμ βέβαια, ανοιξιάτικη», υπερθεμάτισα. «Βέβαια... κι αύριο λέει, 22;... Κάτι τέτοιο είπανε». «Τόσο πολύ;». «Ναι, έτσι άκουσα». «Μπράβο...», έκανα τάχα μου εντυπωσιασμένος. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα τού "ένα" άνοιξε και ένας ημεδαπός συναγωνιστής περπάτησε προς την έξοδο. «Γεια σου, ευχαριστούμε πολύ, καλό βράδυ!», του ευχήθηκε ο υπηρέτης και μπήκε να τακτοποιήσει. Μετά από μισό λεπτό με κάλεσε να περάσω σ' ένα μέτριο αλλά ευρύχωρο δωμάτιο που έζεχνε τσιγαρίλα. «Περάστε!». «Εντάξει;», του έδωσα το δεκάρικο. «Ναι ναι! Οκέι, ευχαριστώ!». «Θα πάει πρώτα στο παιδί και μετά θα 'ρθει σε μένα, έτσι;». «Ναι ναι ναι ναι!», επιβεβαίωσε.
Εκεί μέσα περίμενα 11 λεπτά. Κάποια στιγμή, λίγο πριν την είσοδο της Ρίτας, κάποιος μισάνοιξε την πόρτα. «'Οχι, όχι!», ακούστηκε ο τσάτσος να τον αποθαρρύνει, ενώ στη συνέχεια ζητώντας μου συγγνώμη (χωρίς να κοιτάξει μέσα) την ξανάκλεισε. «Τώρα, έρχεται αγόρι μου, δεν θ' αργήσει», τον άκουσα να καθησυχάζει κάποιον. Ο οποίος κάτι είπε, προκαλώντας την αντίδρασή του. «Ε, όχι!... Το παιδί περιμένει τόση ώρα, πώς θα γίνει, θα βάλω εσένα τώρα που ήρθες;». «Thank you very much», ακούστηκε την ίδια στιγμή κάποιος άλλος. Μάλλον ήταν ο "γείτονας" από δίπλα, που έφευγε...
Η πόρτα άνοιξε (τρίζοντας). 'Ηταν η Ρίτα. «Γεια», μου ξαναευχήθηκε πλησιάζοντας στο κρεβάτι, όπου ήμουν ξαπλωμένος. 'Εβγαλε το κορμάκι που φορούσε κι ολόγυμνη (χαλαρή κοιλιά, κρεμασμένα βυζιά) γονάτισε πλάι μου. «Μιλάς ελληνικά;», τη ρώτησα. «Μμμ, όχι καλά...», απάντησε. «Do you speak english?». «Yes!». «Where are you from?». «Ρωσία». «I am from Greece» «Mmm» (καταφατικό). «Your name is Ρίτα, έτσι;» «Mmm» (καταφατικό επίσης). «My name is τάδε». Nice to meet you». Το προφυλακτικό ήταν έτοιμο στο χέρι της. «Relax», μου χαμογέλασε. Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε –η οποία ξεκίνησε σε πεσμένο πέος– ήταν μέτρια. Χαϊδεύοντας-χουφτώνοντάς την ένιωσα τη χαλάρωση του δέρματος και το σακούλιασμα των μαστών. Τη ρώτησα εάν πρόσφερε κάποια προκαταρκτικά. Μου απάντησε: «Yes, ok, no problem!». Ξαπλωμένη πλάι μου, μ' έγλειψε-φίλησε σε θηλές, λαιμό, λοβό του αριστερού κυρίως αυτιού. 'Οχι τίποτε το ιδιαίτερο. 'Οταν της ζήτησα να ξαπλώσει ανάσκελα, το έκανε ανοίγοντας τα πόδια. Την καπάκωσα και χώνοντας το καυλί μου στο ερυθρό αιδοίο της άρχισα να γαμάω. «Κρικ κρικ κρικ!». Προηγουμένως είχα μάθει από την ίδια, πως ναι, φιλούσε στο στόμα, αλλά χωρίς γλώσσα... «Kiss without tongue, it's not a kiss!», είχα παρατηρήσει προξενώντας το χαμόγελό της. Τέλος πάντων κατά τη διάρκεια της γάμευσης τής φίλαγα και τα χείλη (φιλιά της πλάκας...).
Την έχυσα γαμώντας την πισωκολλητά γονατιστά. Προηγουμένως η ίδια, περνώντας το χέρι της κάτω απ' τα πόδια της, είχε πιάσει και είχε οδηγήσει την πούτσα μου στο μουνί της.
'Οπως ετοιμαζόμασταν τη ρώτησα εάν δουλεύει πάντα δεύτερη βάρδια. «All the night, from 20:00 to 6:00», ήταν η απάντησή της.
«Η Ρίτα!», ανήγγειλε ο υπηρέτης όταν εκείνη άνοιξε την πόρτα.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαρτίου 30, 2015
Όνομα κοπέλας
Ρίτα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
«Ιάσονος 1 δεξιά, κλειστό...», μονολόγησα, βλέποντας πως το φανάρι του δεν άναβε. Η εξώπορτα όμως ήταν ανοιχτή, οπότε πλησιάζοντας διαπίστωσα πως τελικά λειτουργούσε. Στο σαλονάκι –όπου ήμουν μόνος– περίμενα όρθιος για λίγα δευτερόλεπτα ακούγοντας ρουμάνικη μουσική απ' τα ηχεία του μπουρδέλου. «Γεια σας!... 'Εχουμε πάρα πάρα πολύ καλό κορίτσι!... Κουκλίτσα έχουμε, κανονικό πρόγραμμα, 10 ευρώ, να περάσετε τέλεια!», ενημέρωσε η υπηρεσία. «Γεια σου», ευχήθηκα σε μία χαμηλού αναστήματος νεαρή μπικινοφορούσα –Ρουμάνα όπως μου είπε αργότερα–, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σε αλογοουρά, καλούτσικο σοβαρό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, κανονικό κορμί με δύο τατουάζ (λέξεις), αντίστοιχα στα δύο αντιβράχια κι άλλο ένα ταττού στην αριστερή ωμοπλάτη, μία άσχημη ουλή στον αριστερό της αγκώνα. «Γεια σου», ανταπέδωσε. «'Ολοι ευχαριστημένοι, τόσο καλή μέσα δωμάτιο–». «Πώς σε λένε;», διέκοψα την τσατσά για να ρωτήσω την κοπέλα. «Αντριάνα», μου απάντησε εκείνη. «Εντάξει, θα περάσω», είπα κι η υπηρεσία μου έδειξε το συμπαθητικό δωματιάκι δίπλα στο κουζινάκι. Φυσικά πριν κλείσει πίσω μου την πόρτα την είχα πληρώσει.
Η Ανδριάνα μπήκε ύστερα από τέσσερα λεπτά. «Γεια σου», της ξαναευχήθηκα, απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. Δεν είπε τίποτα (δεν άκουσε;) και πλησιάζοντας πήρε να γδύνεται. «Γεια σου», αντευχήθηκε ξαφνικά, για να συμπληρώσει μετά από λίγα δεύτερα, όπως γονάτιζε πλάι μου: «Καλά είσαι;». «Καλά είμαι». Ετοιμάζοντας την καπότα ρώτησε: «Από πού είσαι;». «'Ελληνας». «Γιατί δεν βγάζεις αυτό;». «Ποιο;». «Μουστάκι!». «Α, να ξυρίσω τις τρίχες απ' τον πούτσο μου;». «Ναι ναι!». «Α, όχι, αυτό δεν γίνεται!». «Γιατί;». «Γιατί... Από πού είσαι;». «Από Ρουμανία». «Λοιπόν, κατ' αρχάς, όπως βλέπεις δεν είναι μακριές, έπειτα εάν τις ξυρίσω, όταν θ' αρχίσουν να μεγαλώνουν θα με φαγουρίζει η περιοχή (έτσι έχω ακούσει τουλάχιστον) και τέλος εάν είμαι φρεσκοξυρισμένος (λόγω ύπαρξης πιθανών μικροτραυματισμών) κινδυνεύω να μολυνθώ πιο εύκολα από ιούς, μικρόβια (θα μου πεις να ξυριζόμουν μια-δυο μέρες πριν... Τέλος πάντων...)». Με άκουγε ανέκφραστη. «Αλλά όντως, είναι καλύτερα να μην υπάρχουν τρίχες», παραδέχτηκα τελικά.
Ξεκίνησε να πιπώνει. Παράλληλα χάιδευε τ' αρχίδια μου. Της θώπευα και του λόγου μου το κωλομέρι, το μπούτι, την πλάτη, τα μαλλιά, το βυζί. «Αχ, σιγά σιγά!», διαμαρτυρήθηκα σιγανά όταν άρχισα να νιώθω τα δόντια της. Συμμορφώθηκε. «Ανδριάνα είπαμε, έτσι;». «Ναι». «Τώρα, έτσι όπως έγινε η καπότα...», παρατήρησα. Καθώς καύλωνε η πούτσα, το ελαστικό είχε μαζευτεί πιο ψηλά, ενώ είχε εγκλωβιστεί κι αέρας στη θηλή. «'Εχω δικές μου, εάν χρειαστεί ν' αλλάξουμε», την ενημέρωσα. «Καπότα;». «Ναι». «Βάλε!». Τεντώθηκα για να πιάσω το πανταλόνι μου –όπου ελλείψει καρέκλας και κρεμάστρας το είχα στριμώξει μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα μου στην προεξοχή του πλαϊνού τοίχου–, στην τσέπη του οποίου είχα τα προφυλακτικά. Πριν σκίσω τη συσκευασία δεν έχανα τίποτα να ρωτήσω εάν φιλούσε κι έγλειφε... Η απάντησή της ήταν καταφατική! Ακολούθησαν ικανοποιητικά φιλιά και γλειψίματα σε θηλές (εδώ προέβη και σε ήπιας έντασης δακωματιές), λαιμό, μάγουλα, λοβούς των αυτιών (κι εδώ επίσης). Στόμα δεν πλησίασε. Σε προσπάθειά μου γύρισε το πρόσωπο. Ε, μην τα θέλουμε και όλα δικά μας! Χε χε χε... Τέλος πάντων η ψωλή μου "είχε γίνει (σχεδόν) πέτρα" κατά το κοινώς λεγόμενο, οπότε είχε έρθει η ώρα για το μαμήσι. «Κάτσε να το βάλω...», της είπα και εφάρμοσα το λεπτό ελαστικό σωστά. 'Επειτα της ζήτησα να με ιππεύσει. Το έκανε χώνοντας το καυλί μου στο υπέρ το δέον λιπασμένο μουνί της. Της γράπωσα τα καπούλια κι άρχισα να μπαινοβγαίνω. Από την αρχή το πήρα δυνατά και πήγαινα όσο πιο βαθιά μπορούσα. Χρειάστηκα κάμποσες ψωλιές για ν' αρχίσω να εκσπερματώνω... «Ααα, χύνω, χύνω!...».
«Δούλευες και πουθενά αλλού εκτός από δω;», τη ρώτησα καθώς ετοιμαζόταν. «Τι;». Επανέλαβα την ερώτηση. «Ναι, δούλευα από 19, εδώ, Λεωνίδου 6, Λεωνίδου 28». «Α, Λεωνίδου 28, στο κάτω ή στο πάνω;». «Στο κάτω». Μετά πήγε στον καθρέφτη του νιπτήρα κι αφού έβρεξε λίγο τα μαλλιά της τα πατίκωσε προσεκτικά. Στη συνέχεια χωρίς να χαιρετήσει κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Γεια σας!», την άκουσα να εύχεται σε κάποιους βγαίνοντας.
Η Ανδριάνα μπήκε ύστερα από τέσσερα λεπτά. «Γεια σου», της ξαναευχήθηκα, απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. Δεν είπε τίποτα (δεν άκουσε;) και πλησιάζοντας πήρε να γδύνεται. «Γεια σου», αντευχήθηκε ξαφνικά, για να συμπληρώσει μετά από λίγα δεύτερα, όπως γονάτιζε πλάι μου: «Καλά είσαι;». «Καλά είμαι». Ετοιμάζοντας την καπότα ρώτησε: «Από πού είσαι;». «'Ελληνας». «Γιατί δεν βγάζεις αυτό;». «Ποιο;». «Μουστάκι!». «Α, να ξυρίσω τις τρίχες απ' τον πούτσο μου;». «Ναι ναι!». «Α, όχι, αυτό δεν γίνεται!». «Γιατί;». «Γιατί... Από πού είσαι;». «Από Ρουμανία». «Λοιπόν, κατ' αρχάς, όπως βλέπεις δεν είναι μακριές, έπειτα εάν τις ξυρίσω, όταν θ' αρχίσουν να μεγαλώνουν θα με φαγουρίζει η περιοχή (έτσι έχω ακούσει τουλάχιστον) και τέλος εάν είμαι φρεσκοξυρισμένος (λόγω ύπαρξης πιθανών μικροτραυματισμών) κινδυνεύω να μολυνθώ πιο εύκολα από ιούς, μικρόβια (θα μου πεις να ξυριζόμουν μια-δυο μέρες πριν... Τέλος πάντων...)». Με άκουγε ανέκφραστη. «Αλλά όντως, είναι καλύτερα να μην υπάρχουν τρίχες», παραδέχτηκα τελικά.
Ξεκίνησε να πιπώνει. Παράλληλα χάιδευε τ' αρχίδια μου. Της θώπευα και του λόγου μου το κωλομέρι, το μπούτι, την πλάτη, τα μαλλιά, το βυζί. «Αχ, σιγά σιγά!», διαμαρτυρήθηκα σιγανά όταν άρχισα να νιώθω τα δόντια της. Συμμορφώθηκε. «Ανδριάνα είπαμε, έτσι;». «Ναι». «Τώρα, έτσι όπως έγινε η καπότα...», παρατήρησα. Καθώς καύλωνε η πούτσα, το ελαστικό είχε μαζευτεί πιο ψηλά, ενώ είχε εγκλωβιστεί κι αέρας στη θηλή. «'Εχω δικές μου, εάν χρειαστεί ν' αλλάξουμε», την ενημέρωσα. «Καπότα;». «Ναι». «Βάλε!». Τεντώθηκα για να πιάσω το πανταλόνι μου –όπου ελλείψει καρέκλας και κρεμάστρας το είχα στριμώξει μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα μου στην προεξοχή του πλαϊνού τοίχου–, στην τσέπη του οποίου είχα τα προφυλακτικά. Πριν σκίσω τη συσκευασία δεν έχανα τίποτα να ρωτήσω εάν φιλούσε κι έγλειφε... Η απάντησή της ήταν καταφατική! Ακολούθησαν ικανοποιητικά φιλιά και γλειψίματα σε θηλές (εδώ προέβη και σε ήπιας έντασης δακωματιές), λαιμό, μάγουλα, λοβούς των αυτιών (κι εδώ επίσης). Στόμα δεν πλησίασε. Σε προσπάθειά μου γύρισε το πρόσωπο. Ε, μην τα θέλουμε και όλα δικά μας! Χε χε χε... Τέλος πάντων η ψωλή μου "είχε γίνει (σχεδόν) πέτρα" κατά το κοινώς λεγόμενο, οπότε είχε έρθει η ώρα για το μαμήσι. «Κάτσε να το βάλω...», της είπα και εφάρμοσα το λεπτό ελαστικό σωστά. 'Επειτα της ζήτησα να με ιππεύσει. Το έκανε χώνοντας το καυλί μου στο υπέρ το δέον λιπασμένο μουνί της. Της γράπωσα τα καπούλια κι άρχισα να μπαινοβγαίνω. Από την αρχή το πήρα δυνατά και πήγαινα όσο πιο βαθιά μπορούσα. Χρειάστηκα κάμποσες ψωλιές για ν' αρχίσω να εκσπερματώνω... «Ααα, χύνω, χύνω!...».
«Δούλευες και πουθενά αλλού εκτός από δω;», τη ρώτησα καθώς ετοιμαζόταν. «Τι;». Επανέλαβα την ερώτηση. «Ναι, δούλευα από 19, εδώ, Λεωνίδου 6, Λεωνίδου 28». «Α, Λεωνίδου 28, στο κάτω ή στο πάνω;». «Στο κάτω». Μετά πήγε στον καθρέφτη του νιπτήρα κι αφού έβρεξε λίγο τα μαλλιά της τα πατίκωσε προσεκτικά. Στη συνέχεια χωρίς να χαιρετήσει κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Γεια σας!», την άκουσα να εύχεται σε κάποιους βγαίνοντας.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαρτίου 28, 2015
Όνομα κοπέλας
Ανδριάνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.0
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Με ήρεμη φωνή, η μεσήλικη Βουλγάρα υπηρεσία (την εθνικότητά της την άκουσα αρκετά αργότερα, λίγο πριν βγω από το δωμάτιο, όταν ένας ρώτησε: «Από πού είστε;» κι εκείνη απάντησε: «Η κοπέλα είναι Ρουμάνα, εγώ είμαι Βουλγάρα») με καλημέρισε, συνεχίζοντας: «Καλώς μας ήρθατε... Η Μανταλένα είναι. Πάρα πολύ καλή κοπέλα. 'Εμπειρη, άριστη περιποίηση κάνει, τα πάντα!... Ελεύθερο στοματικό, κωλαράκι, τελειωτικό παντού, φιλάει, χαϊδεύει, δεν βιάζεται... Θα είστε ευχαριστημένος. Τώρα, σε δύο λεπτάκια βγαίνει» κι ολοκληρώνοντας στάθηκε όρθια, λίγο παραπέρα. Μετά από ένα λεπτό αποφάσισα πως «θα περάσω, εντάξει!», δίνοντάς της το εικοσάρικο. «Περάστε!». Το δωμάτιο που μου έδειξε ήταν μεγάλο, καθαρό, με συρτάκι στην πόρτα και ροοστάτη. Πήρα να ετοιμάζομαι. Δεν θα είχε περάσει ένα λεπτό όταν άκουσα την τσατσά να καλεί την πόρνη. «Σε περιμένουμε αγάπη μου!». Κι εκείνη ν' απαντά από δίπλα. «Οκέι!».
«Μανταλένα... Ποια να είναι τώρα αυτή;», αναρωτήθηκα.
«Σε περιμένουμε αγάπη!». «Οκέι!», ξανακούστηκαν έπειτα από δύο λεπτά. 'Υστερα από ένα εξάλεπτο συνολικής αναμονής, μια μέτριου αναστήματος γυναίκα, με ίσια μαύρα μαλλιά μέχρι τους ώμους, ενδιαφέρον πρόσωπο, μεγαλούτσικο αφράτο στήθος, "δεμένο" κορμί με κοιλίτσα και μία μικρή διάστιξη στην οσφύ, μέτριο κώλο, μ' ένα τατουαζάκι δεξιά, κι ανάλογα πόδια, άνοιξε την πόρτα. «Γεια μωρό μου!». «Γεια σου Μανταλένα!». Ασφαλίζοντάς τη, αφού την έκλεισε, με το συρτάκι. Μου αρέσει αυτή η κίνηση. Δείχνει ένα ενδιαφέρον της πουτάνας για τον πελάτη της.
«How are you?», ενδιαφέρθηκε να μάθει πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος τσίτσιδος. «Fine», απάντησα κι αμέσως ρώτησα. «Where are you from?». «Romania!». «A, Romania!...». «I' m here, Grecia (της ξέφυγε το ρουμάνικο...), aaa, five days!». «Ok...». «You?». «From Greece. I am Greek!».
Ξεκίνησε με γλείψιμο και φιλάκια σε κορμό, θηλές, λαιμό, μάγουλα, αυτί, ενώ ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, παρακάμπτοντας τον πούτσο, άρχισε να γλείφει και τ' αρχίδια.
«Τώρα μπήκε στο δωμάτιο!», ακούστηκε η υπηρεσία να ενημερώνει στο σαλονάκι.
Το αρχιδογλείψιμο συνεχιζόταν. 'Ενιωσα πως έπρεπε να την ειδοποιήσω, είχε πλησιάσει αρκετά. «Here (έδειξα τους όρχεις μου) yes, but here (έδειξα το καυλί μου) no!». «Condom?». «Condom, yes... But not yet!... Keep sucking my balls... Ααα, μπράβο, έτσι!».
«Γεια σας, ευχαριστούμε, περάσατε ωραία, ε;», ξανακούστηκε η τσατσά. «Πέρασα ωραία», απάντησε ένας άνδρας. «Εγώ δεν λέω ψέμματα ποτέ!», πρόσθεσε εκείνη.
Εγώ πάλι, είχα τραβήξει τη Μανταλένα πάνω μου και της ρουφούσα-έγλειφα-φιλούσα τα μεμέ, ενώ συνεχίζοντας με φιλάκια-γλειψιματάκια στον λαιμό και στα μάγουλα, προσπάθησα να βρω το στόμα της. Το οποίο δεν βρήκα... «Kiss on mouth?», ρώτησα τελικά. «Yes», απάντησε κι έτσι αρχίσαμε τα γλωσσόφιλα. Επιφανειακά στην αρχή, βαθύτερα στη συνέχεια.
«Μοντέλο δεν είναι, είναι για δουλειά εδώ. Τα πάντα κάνει...», συνέχιζε να πληροφορεί η υπηρεσία τον κόσμο.
«Suck me!», ζήτησα με βραχνή φωνή. «What?», με κοίταξε. Της έδειξα πως ήθελα πίπα. 'Επειτα απ' το ξετύλιγμα της καπότας, ακολούθησε ένα καλό τσιμπούκι μ' εξωτερικούς γλωττισμούς κι "επαφή" των ματιών μας. Είχα καυλώσει αρκετά. Την τράβηξα, ξαπλώνοντάς την ανάσκελα και "χώθηκα" στη μουνότρυπά της. «Πλαφ πλαφ πλαφ!», μαζί με γλωσσόφιλα και χουφτώματα, μέχρι που... «Ααα!...». «Σε περιμένουμε αγάπη μου!». «Οκέι!». «Just on time!», σχολίασα. «Ha ha ha...», γέλασε η πόρνη. Κοίταξα το ρολόι μου. Στα οκτώ λεπτά.
«Thank you very much», της είπα λίγο πριν φύγει. «Thank you», είπε κι εκείνη. «A, how old are you?», ρώτησα αδιάκριτα. «Aaa, (με το δάχτυλό της έκανε το νούμερο)». «Thirty», είπα. «Thirty», επιβεβαίωσε. «And you?», ρώτησε στο καπάκι. 'Οχι, που θα γλύτωνα! Χα χα χα. Της είπα. Στη συνέχεια έβγαλε το συρτάκι κι άνοιξε την πόρτα. «Ορίστε!...», ακούστηκε η υπηρεσία.
«Μανταλένα... Ποια να είναι τώρα αυτή;», αναρωτήθηκα.
«Σε περιμένουμε αγάπη!». «Οκέι!», ξανακούστηκαν έπειτα από δύο λεπτά. 'Υστερα από ένα εξάλεπτο συνολικής αναμονής, μια μέτριου αναστήματος γυναίκα, με ίσια μαύρα μαλλιά μέχρι τους ώμους, ενδιαφέρον πρόσωπο, μεγαλούτσικο αφράτο στήθος, "δεμένο" κορμί με κοιλίτσα και μία μικρή διάστιξη στην οσφύ, μέτριο κώλο, μ' ένα τατουαζάκι δεξιά, κι ανάλογα πόδια, άνοιξε την πόρτα. «Γεια μωρό μου!». «Γεια σου Μανταλένα!». Ασφαλίζοντάς τη, αφού την έκλεισε, με το συρτάκι. Μου αρέσει αυτή η κίνηση. Δείχνει ένα ενδιαφέρον της πουτάνας για τον πελάτη της.
«How are you?», ενδιαφέρθηκε να μάθει πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος τσίτσιδος. «Fine», απάντησα κι αμέσως ρώτησα. «Where are you from?». «Romania!». «A, Romania!...». «I' m here, Grecia (της ξέφυγε το ρουμάνικο...), aaa, five days!». «Ok...». «You?». «From Greece. I am Greek!».
Ξεκίνησε με γλείψιμο και φιλάκια σε κορμό, θηλές, λαιμό, μάγουλα, αυτί, ενώ ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, παρακάμπτοντας τον πούτσο, άρχισε να γλείφει και τ' αρχίδια.
«Τώρα μπήκε στο δωμάτιο!», ακούστηκε η υπηρεσία να ενημερώνει στο σαλονάκι.
Το αρχιδογλείψιμο συνεχιζόταν. 'Ενιωσα πως έπρεπε να την ειδοποιήσω, είχε πλησιάσει αρκετά. «Here (έδειξα τους όρχεις μου) yes, but here (έδειξα το καυλί μου) no!». «Condom?». «Condom, yes... But not yet!... Keep sucking my balls... Ααα, μπράβο, έτσι!».
«Γεια σας, ευχαριστούμε, περάσατε ωραία, ε;», ξανακούστηκε η τσατσά. «Πέρασα ωραία», απάντησε ένας άνδρας. «Εγώ δεν λέω ψέμματα ποτέ!», πρόσθεσε εκείνη.
Εγώ πάλι, είχα τραβήξει τη Μανταλένα πάνω μου και της ρουφούσα-έγλειφα-φιλούσα τα μεμέ, ενώ συνεχίζοντας με φιλάκια-γλειψιματάκια στον λαιμό και στα μάγουλα, προσπάθησα να βρω το στόμα της. Το οποίο δεν βρήκα... «Kiss on mouth?», ρώτησα τελικά. «Yes», απάντησε κι έτσι αρχίσαμε τα γλωσσόφιλα. Επιφανειακά στην αρχή, βαθύτερα στη συνέχεια.
«Μοντέλο δεν είναι, είναι για δουλειά εδώ. Τα πάντα κάνει...», συνέχιζε να πληροφορεί η υπηρεσία τον κόσμο.
«Suck me!», ζήτησα με βραχνή φωνή. «What?», με κοίταξε. Της έδειξα πως ήθελα πίπα. 'Επειτα απ' το ξετύλιγμα της καπότας, ακολούθησε ένα καλό τσιμπούκι μ' εξωτερικούς γλωττισμούς κι "επαφή" των ματιών μας. Είχα καυλώσει αρκετά. Την τράβηξα, ξαπλώνοντάς την ανάσκελα και "χώθηκα" στη μουνότρυπά της. «Πλαφ πλαφ πλαφ!», μαζί με γλωσσόφιλα και χουφτώματα, μέχρι που... «Ααα!...». «Σε περιμένουμε αγάπη μου!». «Οκέι!». «Just on time!», σχολίασα. «Ha ha ha...», γέλασε η πόρνη. Κοίταξα το ρολόι μου. Στα οκτώ λεπτά.
«Thank you very much», της είπα λίγο πριν φύγει. «Thank you», είπε κι εκείνη. «A, how old are you?», ρώτησα αδιάκριτα. «Aaa, (με το δάχτυλό της έκανε το νούμερο)». «Thirty», είπα. «Thirty», επιβεβαίωσε. «And you?», ρώτησε στο καπάκι. 'Οχι, που θα γλύτωνα! Χα χα χα. Της είπα. Στη συνέχεια έβγαλε το συρτάκι κι άνοιξε την πόρτα. «Ορίστε!...», ακούστηκε η υπηρεσία.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαρτίου 21, 2015
Όνομα κοπέλας
Μανταλένα
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.3
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Πέμπτη, ώρα 18:25
Στο σαλονάκι του ισογείου περιμέναμε όρθιοι δύο νοματαίοι. Μετά από κάνα λεπτό, αφότου είχα μπει, μας προσέγγισε η πόρνη, μια νέα γυναίκα, μέτριου αναστήματος και παραπανίσιων κιλών, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο πίσω, καλούτσικο πρόσωπο, μεσαίο στήθος μ' ευμεγέθη σκουρόχρωμη άλω, ενημερώνοντάς μας πως πρόσφερε πρόγραμμα με «πάνω-κάτω, μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια», στα «δέκα ευρώ». Ρώτησα πώς την έλεγαν. Απάντησε Ιρίνα. «Ορίστε Ιρίνα!», της έδωσα το χαρτονόμισμα που επιθυμούσε. Μου έδειξε το δωμάτιο του σαλονιού. «Θα μπω εκεί!», προτίμησα ένα απ' τα δυο μέτρια δωμάτια του διαδρόμου. Σίμωσε κι η κοντή ηλικιωμένη υπηρεσία. «Για να δω;...», έριξε μια ματιά στο εσωτερικό, διαπιστώνοντας πως «έχει χαρτί!». Για να κλείσει η πόρτα χρειάστηκε ένα δυνατό δικό μου σπρώξιμο. 'Ετσι ώστε να σφηνώσει...
Σ' επτά λεπτά έσκασε μύτη κι η Ιρίνα, σπρώχνοντας κι εκείνη την πόρτα δυνατά για να την κλείσει. «Ωραία πόρτα!», παρατήρησα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Μμ;», έκανε (δεν καταλάβαινε επαρκώς τα ελληνικά). «Ωραία πόρτα, λέω!». Με πλησίασε χαμογελώντας κι αφού έβγαλε κάτι ψηλόσολα πορτοκαλιά πορνοπέδιλα κι έμεινε τσίτσιδη (πριν φορούσε μπικίνι), με καπάκωσε αρχίζοντας ηχηρά φιλάκια και λίγα γλειψιματάκια, στον κορμό (μπροστά, πλάγια, μέχρι τον αφαλό), στον λαιμό, τους λοβούς των αυτιών. Τη φίλησα-έγλειψα κι εγώ (μύριζε ελαφρά ιδρωτίλα). Βλέποντας την πούτσα ορθωμένη, ξετύλιξε κατά μήκος της το προφυλακτικό και παίρνοντας θέση ανάμεσα στα σκέλια μου ξεκίνησε μια μάλλον καλή πίπα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!... Ποπ!...». Επειδή είχα σηκωθεί στους αγκώνες μου και την παρατηρούσα όπως πίπωνε, κάποια στιγμή με κάρφωσε με το βλέμμα της και χαμογελώντας ρώτησε: «Τι είναι;». «Τίποτε, εντάξει, συνέχισε εσύ!», την καθησύχασα. «Σεξ;», ρώτησε ύστερα από λίγο. Της ζήτησα να με καβαλήσει (πράγμα που έκανε πρόθυμα). Πιάνοντας και χώνοντας το καυλί μου στο λιπασμένο μουνί της τρίφτηκε αρκετά μπρος-πίσω, βογγώντας ευλογοφανώς, ενώ δέχτηκε και δικές μου ψωλιές κατά ριπάς... 'Εχυσα γαμώντας την στα τέσσερα, σκαμπιλίζοντας τα κωλομέρια της. Αμέσως ετοιμάστηκε, μου είπε ένα «γεια σου» και ξεσφηνώνοντας την πόρτα, βγήκε έξω. Λίγο πριν, μου είχε απαντήσει πως ήταν Ρουμάνα.
Στο σαλονάκι του ισογείου περιμέναμε όρθιοι δύο νοματαίοι. Μετά από κάνα λεπτό, αφότου είχα μπει, μας προσέγγισε η πόρνη, μια νέα γυναίκα, μέτριου αναστήματος και παραπανίσιων κιλών, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο πίσω, καλούτσικο πρόσωπο, μεσαίο στήθος μ' ευμεγέθη σκουρόχρωμη άλω, ενημερώνοντάς μας πως πρόσφερε πρόγραμμα με «πάνω-κάτω, μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια», στα «δέκα ευρώ». Ρώτησα πώς την έλεγαν. Απάντησε Ιρίνα. «Ορίστε Ιρίνα!», της έδωσα το χαρτονόμισμα που επιθυμούσε. Μου έδειξε το δωμάτιο του σαλονιού. «Θα μπω εκεί!», προτίμησα ένα απ' τα δυο μέτρια δωμάτια του διαδρόμου. Σίμωσε κι η κοντή ηλικιωμένη υπηρεσία. «Για να δω;...», έριξε μια ματιά στο εσωτερικό, διαπιστώνοντας πως «έχει χαρτί!». Για να κλείσει η πόρτα χρειάστηκε ένα δυνατό δικό μου σπρώξιμο. 'Ετσι ώστε να σφηνώσει...
Σ' επτά λεπτά έσκασε μύτη κι η Ιρίνα, σπρώχνοντας κι εκείνη την πόρτα δυνατά για να την κλείσει. «Ωραία πόρτα!», παρατήρησα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Μμ;», έκανε (δεν καταλάβαινε επαρκώς τα ελληνικά). «Ωραία πόρτα, λέω!». Με πλησίασε χαμογελώντας κι αφού έβγαλε κάτι ψηλόσολα πορτοκαλιά πορνοπέδιλα κι έμεινε τσίτσιδη (πριν φορούσε μπικίνι), με καπάκωσε αρχίζοντας ηχηρά φιλάκια και λίγα γλειψιματάκια, στον κορμό (μπροστά, πλάγια, μέχρι τον αφαλό), στον λαιμό, τους λοβούς των αυτιών. Τη φίλησα-έγλειψα κι εγώ (μύριζε ελαφρά ιδρωτίλα). Βλέποντας την πούτσα ορθωμένη, ξετύλιξε κατά μήκος της το προφυλακτικό και παίρνοντας θέση ανάμεσα στα σκέλια μου ξεκίνησε μια μάλλον καλή πίπα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!... Ποπ!...». Επειδή είχα σηκωθεί στους αγκώνες μου και την παρατηρούσα όπως πίπωνε, κάποια στιγμή με κάρφωσε με το βλέμμα της και χαμογελώντας ρώτησε: «Τι είναι;». «Τίποτε, εντάξει, συνέχισε εσύ!», την καθησύχασα. «Σεξ;», ρώτησε ύστερα από λίγο. Της ζήτησα να με καβαλήσει (πράγμα που έκανε πρόθυμα). Πιάνοντας και χώνοντας το καυλί μου στο λιπασμένο μουνί της τρίφτηκε αρκετά μπρος-πίσω, βογγώντας ευλογοφανώς, ενώ δέχτηκε και δικές μου ψωλιές κατά ριπάς... 'Εχυσα γαμώντας την στα τέσσερα, σκαμπιλίζοντας τα κωλομέρια της. Αμέσως ετοιμάστηκε, μου είπε ένα «γεια σου» και ξεσφηνώνοντας την πόρτα, βγήκε έξω. Λίγο πριν, μου είχε απαντήσει πως ήταν Ρουμάνα.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαρτίου 19, 2015
Όνομα κοπέλας
Ιρίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:25
Στο σαλονάκι ένας "συνάδελφος" είχε καταλάβει τον έναν καναπέ. Κάθισα στον απέναντι. «Καλησπέρα φίλε μου!», παρουσιάστηκε ο υπηρέτης, ενημερώνοντάς με πως δούλευε «η Μάρω». Η οποία ακολουθούσε. «Γεια σου!». Η περί ης ο λόγος ήταν μια μετριοχαμηλού αναστήματος νεαρή, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο πίσω, γλυκό πρόσωπο, κοκκινάδι στα χείλη, μικρομεσαίο φυσικό στήθος, καλοσχηματισμένο κορμάκι με πιασιματάκια, τατουάζ στον αριστερό καρπό. «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις, δέκα ευρώ! Θα περάσεις πάρα πολύ καλά μαζί της!». Τον πλήρωσα και ζήτησα μια μικρή πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ. «'Εχει πρώτα δωμάτιο και μετά έρχεται σε σένα!», μου έκανε γνωστό. Μπήκα σε μία καθαρή κάμαρα. Τη μία απ' τις δύο του σαλονιού.
Η κοπέλα εισήλθε μετά από 12 λεπτά και μου ευχήθηκε υγεία. Αντευχήθηκα. «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά!», απάντησα. «Ωραία!», είπε και βγάζοντας το μπικίνι της έμεινε ολόγυμνη. «Τάδε με λένε!», συστήθηκα. «Μάρω!», συστήθηκε κι εκείνη. «Το άκουσα έξω!», της αποκάλυψα χαμογελώντας. «Χα χα... Πώς πάει;». «Εντάξει...». «Κουρασμένος;». «Ελαφρώς». «Μμμ», έκανε με κατανόηση. «Εσύ όμως, ντούρα!», παρατήρησα. «Εεε, μη νομίζεις κι εγώ κουράζομαι», μου χαμογέλασε. «Ε, βέβαια κουράζεσαι, από τι ώρα δουλεύεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω θωπεύοντας το κωλομέρι της. «Από τις 17:00 άρχισα–». «Α, εντάξει τότε...», έκανα, θεωρώντας πως ακόμα ήταν νωρίς. «Αλλά είχα κίνηση! Χα χα...», πρόσθεσε αμέσως. «Είχες κίνηση, ε;... Είδες τελικά;–». «Είχα κίνηση...», επανέλαβε. «Το δεκάρικο έχει κίνηση!...». «Μ-μ! (καταφατικό) Για να δούμε τον "Τζούνιορ" τι κάνει...», είπε, ενώ έχοντας ήδη γονατίσει πλάι μου ξεκινούσε να με χαϊδεύει στο υπογάστριο και στα γεννητικά μου όργανα.
Με τ' αλληλοχαϊδέματα, κάποια δικά μου ρουφήγματα στους μαστούς της, αλλά και φιλιά-γλείψιμο στις θηλές και στον λαιμό της (γιατί φιλιά και γλείψιμο από μέρους της δεν έπαιξαν), ο "Τζούνιορ" άρχισε να "ψηλώνει" και να "παχαίνει"...
«Από πού είσαι;», τη ρώτησα ανάμεσα στις θωπείες. «Ουκρανία», μου απάντησε. «Εγώ Ελλάδα». «Μμμ, εσένα φαίνεται!». «'Ετσι ε;». «Τώρα που είναι έτοιμο, να βάλουμε προφυλακτικό;», με ρώτησε ενώ ο "Τζούνιορ" έδειχνε προς το ταβάνι (σχεδόν...). Συμφώνησα.
«Ευχαριστώ πολύ, ε;... Πολύ καλή, φοβερή, μπράβο!», ακούστηκε απ' έξω η δυνατή φωνή ενός συναγωνιστή. «Πω πω, ενθουσιασμένος ο τύπος!», σχολίασα σιγανά. «Μμμ;», έκανε εκείνη καθώς ξετύλιγε το λεπτό ελαστικό κατά μήκος της ψωλής μου. «Ενθουσιασμένος λέω!». «Χα χα, ναι... και αυτός ήταν κουρασμένος, είχε βαρέσει 12 ώρες στη δουλειά!», μου έκανε γνωστό. «Κι όμως ήρθε, ε; Μωρέ μπράβο!...», είπα, τάχα μου εντυπωσιασμένος. «Και τα κατάφερε! Χε χε...», μου αποκάλυψε, ενώ σκύβοντας άρχισε να πιπώνει. «Μμμ!... Μμμ!...». Δυνατά...«Λίιιγο πιο μαλακά εάν θες!». Συμμορφώθηκε. Σύντομα ήμουν σχεδόν έτοιμος. «Μάρω, έλα να ξεκινήσουμε!». «Ναι μωρό μου!... Πώς το θες;». «Στα τέσσερα!». Πήρε θέση, πήρα θέση κι άρχισα να γαμάω. Χρειάστηκα κάμποσες γαμικές ωθήσεις μέχρι να ολοκληρώσω.
«Ευχαριστώ πολύ, γεια σου αγάπη μου, καλό σου βράδυ!», με χαιρέτησε βγαίνοντας. «Γεια σου, καλή συνέχεια!», της ευχήθηκα. «Μουνάκι, τσιμπουκάκι, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις...», άρχισε ο τσάτσος.
Στο σαλονάκι ένας "συνάδελφος" είχε καταλάβει τον έναν καναπέ. Κάθισα στον απέναντι. «Καλησπέρα φίλε μου!», παρουσιάστηκε ο υπηρέτης, ενημερώνοντάς με πως δούλευε «η Μάρω». Η οποία ακολουθούσε. «Γεια σου!». Η περί ης ο λόγος ήταν μια μετριοχαμηλού αναστήματος νεαρή, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο πίσω, γλυκό πρόσωπο, κοκκινάδι στα χείλη, μικρομεσαίο φυσικό στήθος, καλοσχηματισμένο κορμάκι με πιασιματάκια, τατουάζ στον αριστερό καρπό. «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις, δέκα ευρώ! Θα περάσεις πάρα πολύ καλά μαζί της!». Τον πλήρωσα και ζήτησα μια μικρή πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ. «'Εχει πρώτα δωμάτιο και μετά έρχεται σε σένα!», μου έκανε γνωστό. Μπήκα σε μία καθαρή κάμαρα. Τη μία απ' τις δύο του σαλονιού.
Η κοπέλα εισήλθε μετά από 12 λεπτά και μου ευχήθηκε υγεία. Αντευχήθηκα. «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά!», απάντησα. «Ωραία!», είπε και βγάζοντας το μπικίνι της έμεινε ολόγυμνη. «Τάδε με λένε!», συστήθηκα. «Μάρω!», συστήθηκε κι εκείνη. «Το άκουσα έξω!», της αποκάλυψα χαμογελώντας. «Χα χα... Πώς πάει;». «Εντάξει...». «Κουρασμένος;». «Ελαφρώς». «Μμμ», έκανε με κατανόηση. «Εσύ όμως, ντούρα!», παρατήρησα. «Εεε, μη νομίζεις κι εγώ κουράζομαι», μου χαμογέλασε. «Ε, βέβαια κουράζεσαι, από τι ώρα δουλεύεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω θωπεύοντας το κωλομέρι της. «Από τις 17:00 άρχισα–». «Α, εντάξει τότε...», έκανα, θεωρώντας πως ακόμα ήταν νωρίς. «Αλλά είχα κίνηση! Χα χα...», πρόσθεσε αμέσως. «Είχες κίνηση, ε;... Είδες τελικά;–». «Είχα κίνηση...», επανέλαβε. «Το δεκάρικο έχει κίνηση!...». «Μ-μ! (καταφατικό) Για να δούμε τον "Τζούνιορ" τι κάνει...», είπε, ενώ έχοντας ήδη γονατίσει πλάι μου ξεκινούσε να με χαϊδεύει στο υπογάστριο και στα γεννητικά μου όργανα.
Με τ' αλληλοχαϊδέματα, κάποια δικά μου ρουφήγματα στους μαστούς της, αλλά και φιλιά-γλείψιμο στις θηλές και στον λαιμό της (γιατί φιλιά και γλείψιμο από μέρους της δεν έπαιξαν), ο "Τζούνιορ" άρχισε να "ψηλώνει" και να "παχαίνει"...
«Από πού είσαι;», τη ρώτησα ανάμεσα στις θωπείες. «Ουκρανία», μου απάντησε. «Εγώ Ελλάδα». «Μμμ, εσένα φαίνεται!». «'Ετσι ε;». «Τώρα που είναι έτοιμο, να βάλουμε προφυλακτικό;», με ρώτησε ενώ ο "Τζούνιορ" έδειχνε προς το ταβάνι (σχεδόν...). Συμφώνησα.
«Ευχαριστώ πολύ, ε;... Πολύ καλή, φοβερή, μπράβο!», ακούστηκε απ' έξω η δυνατή φωνή ενός συναγωνιστή. «Πω πω, ενθουσιασμένος ο τύπος!», σχολίασα σιγανά. «Μμμ;», έκανε εκείνη καθώς ξετύλιγε το λεπτό ελαστικό κατά μήκος της ψωλής μου. «Ενθουσιασμένος λέω!». «Χα χα, ναι... και αυτός ήταν κουρασμένος, είχε βαρέσει 12 ώρες στη δουλειά!», μου έκανε γνωστό. «Κι όμως ήρθε, ε; Μωρέ μπράβο!...», είπα, τάχα μου εντυπωσιασμένος. «Και τα κατάφερε! Χε χε...», μου αποκάλυψε, ενώ σκύβοντας άρχισε να πιπώνει. «Μμμ!... Μμμ!...». Δυνατά...«Λίιιγο πιο μαλακά εάν θες!». Συμμορφώθηκε. Σύντομα ήμουν σχεδόν έτοιμος. «Μάρω, έλα να ξεκινήσουμε!». «Ναι μωρό μου!... Πώς το θες;». «Στα τέσσερα!». Πήρε θέση, πήρα θέση κι άρχισα να γαμάω. Χρειάστηκα κάμποσες γαμικές ωθήσεις μέχρι να ολοκληρώσω.
«Ευχαριστώ πολύ, γεια σου αγάπη μου, καλό σου βράδυ!», με χαιρέτησε βγαίνοντας. «Γεια σου, καλή συνέχεια!», της ευχήθηκα. «Μουνάκι, τσιμπουκάκι, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις...», άρχισε ο τσάτσος.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαρτίου 18, 2015
Όνομα κοπέλας
Μάρω
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.3
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
Τρίτη, ώρα 18:23
'Ενας αλλοδαπός καθόταν στον καναπέ του σαλονιού. Στάθηκα όρθιος λίγο παραπέρα. Απ' το ραδιόφωνο ακουγόταν παλιά ροκ μουσική στη διαπασών. Ρόλλινγκ Στόουνς και κάποια άλλα γνωστά συγκροτήματα, θ' άκουγα μέχρι που θα έφευγα. «Γεια σας!». Η μελαχρινή μεσήλικη καυλιάρα υπηρεσία με πλησίαζε ακολουθούμενη από τη γνωστή, επίσης καυλιάρα, Ανδριάνα. Μια διοπτροφόρο, νέας ηλικίας, γυμνόστηθη Ρουμάνα, με καστανό μαλλί πιασμένο πίσω, ομορφούτσικο πρόσωπο, καλοσμιλευτό μικρομεσαίο στήθος, λυγερόκορμη πάνω στα πορνοπάπουτσα. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει η τσατσά. «Καλά», απάντησα –υπήρχε περίπτωση να της απαντήσω κάτι άλλο;... Χα χα χα... «Δέκα ευρώ, πάρα πολύ καλό σεξ! Θέλεις να περάσεις με το μωρό, να το δοκιμάσεις;», ολοκλήρωσε χωρίς πολλά πολλά. «Ορίστε!», της έδωσα το δεκάρικο. «Έλα!», μου έδειξε το ωραίο, ευρύχωρο δωμάτιο πλάι στην εξώπορτα. «Μην έρθει αμέσως, να προλάβω να πλυθώ!...», της ζήτησα. «'Εχει ένα δωμάτιο και μετά έρχεται σε σένα», με καθησύχασε.
'Ανοιξε την πόρτα σιγοτραγουδώντας ύστερα από 11 λεπτά. «Πώς σε λένε;», με ρώτησε πλησιάζοντας στο κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Τάδε», της απάντησα. «Ταδεάκι!... Ματς!», μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο... «Ταδεάκι! Μουτς!», με φίλησε στ' άλλο μάγουλο... «'Εχεις μεγάλα μάτια, το ξέρεις;», παρατήρησε. Θα προτιμούσα βέβαια να μου έλεγε ότι είχα κάτι άλλο μεγάλο, αλλά δυστυχώς δεν ανήκω στους "προικισμένους"... Χε χε χε... «Κλείσε τα πόδια σου», ζήτησε, ενώ την επόμενη στιγμή με καβαλούσε, φορώντας ακόμα το κιλοτάκι της κι άρχιζε να τρίβεται μπρος-πίσω, πάνω απ' τον πούτσο και τ' αρχίδια μου, μουρμουρίζοντας: «'Ετσι!... 'Ετσι!...». «Αχ, σιγά!», "βέλαξα" ξαφνικά. «Πονάει;...», ανησύχησε. Χαμογέλασα συγκαταβατικά. «Σόρρυ μωρέ!...», λυπήθηκε κι αμέσως ξεπέζεψε, ξεκινώντας φιλάκια με καλούτσικα γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβούς των αυτιών. Βλέποντας την ψωλή να σηκώνεται, ξετύλιξε το ελαστικό κατά μήκος της και πήρε να τη ρουφάει και να τη γλείφει. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!... Ποπ! Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!...». «Λίγο πιο μαλακά εάν θες...», την παρακάλεσα. «Ποπ!... Ε;». «Λίγο πιο απαλά...», επανέλαβα. Αμέσως κατέβασε ρυθμό. «'Ετσι μπράβο...». Η πίπα διαρκούσε, ενώ υπήρχαν στιγμές που σταματούσε και μου την έπαιζε, αλλά κάπως άγαρμπα ήταν η αλήθεια... Οπότε την τελευταία φορά που επιχείρησε να με μαλακίσει έτσι, της είπα: «'Αστο, θα το κάνω εγώ!». Μ' εκείνη να συμφωνεί. «Ναι, εσύ ξέρεις καλύτερα». Συνεχίσαμε σ' αυτό το μοτίβο γι' ακόμα λίγο (πίπα, χειρομάλαξη δική μου...). «Λες να μπορέσω έτσι όπως είναι ή θέλει κι άλλο;», ζήτησα τη γνώμη της. Η πούτσα βρισκόταν σε μισοσηκωμένη κατάσταση. «Ποπ! Θα δείξει... Πώς θες;». «Στα τέσσερα!». «Πάμε!», μ' ενθάρρυνε και πήρε θέση. Το ξυρισμένο μουνί και το στρογγυλό περικλανίδιο παρουσίαζαν σεξουαλικά ερεθιστική εικόνα... "Κάρφωσα" το λιπασμένο μουνί της! «'Ασε εμένα!», πρόσταξε κι άρχισε να κινεί τη λεκάνη της μπρος-πίσω γαμώντας τον πούτσο μου. «Κρικ κρικ κρικ». Δεν ήταν άσχημα... 'Εγειρα πίσω, πιάνοντας τις φτέρνες μου και την άφησα να παλινδρομεί τον κόλπο της κατά μήκος του πέους μου. Ο πλαϊνός καθρέφτης μου έδινε καλή εικόνα της όλης φάσης. «Αα!... Αα!... Αα!... Μμμ!...», άρχισε να βογγάει ευλογοφανώς όταν ξεκίνησα τις δικές μου γαμικές ωθήσεις. Δεν άργησα να ολοκληρώσω...
«Πώς πάει η δουλειά εδώ;», τη ρώτησα καθώς πλενόμουν. «Καλά είναι, καλά!», απάντησε. «Μπράβο, εάν είσαι καλή, έχεις δουλειά», σχολίασα. «Καλό βράδυ», μου ευχήθηκε, ενώ λίγο πριν βγει άρχισε πάλι να σιγοτραγουδά.
'Ενας αλλοδαπός καθόταν στον καναπέ του σαλονιού. Στάθηκα όρθιος λίγο παραπέρα. Απ' το ραδιόφωνο ακουγόταν παλιά ροκ μουσική στη διαπασών. Ρόλλινγκ Στόουνς και κάποια άλλα γνωστά συγκροτήματα, θ' άκουγα μέχρι που θα έφευγα. «Γεια σας!». Η μελαχρινή μεσήλικη καυλιάρα υπηρεσία με πλησίαζε ακολουθούμενη από τη γνωστή, επίσης καυλιάρα, Ανδριάνα. Μια διοπτροφόρο, νέας ηλικίας, γυμνόστηθη Ρουμάνα, με καστανό μαλλί πιασμένο πίσω, ομορφούτσικο πρόσωπο, καλοσμιλευτό μικρομεσαίο στήθος, λυγερόκορμη πάνω στα πορνοπάπουτσα. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει η τσατσά. «Καλά», απάντησα –υπήρχε περίπτωση να της απαντήσω κάτι άλλο;... Χα χα χα... «Δέκα ευρώ, πάρα πολύ καλό σεξ! Θέλεις να περάσεις με το μωρό, να το δοκιμάσεις;», ολοκλήρωσε χωρίς πολλά πολλά. «Ορίστε!», της έδωσα το δεκάρικο. «Έλα!», μου έδειξε το ωραίο, ευρύχωρο δωμάτιο πλάι στην εξώπορτα. «Μην έρθει αμέσως, να προλάβω να πλυθώ!...», της ζήτησα. «'Εχει ένα δωμάτιο και μετά έρχεται σε σένα», με καθησύχασε.
'Ανοιξε την πόρτα σιγοτραγουδώντας ύστερα από 11 λεπτά. «Πώς σε λένε;», με ρώτησε πλησιάζοντας στο κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Τάδε», της απάντησα. «Ταδεάκι!... Ματς!», μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο... «Ταδεάκι! Μουτς!», με φίλησε στ' άλλο μάγουλο... «'Εχεις μεγάλα μάτια, το ξέρεις;», παρατήρησε. Θα προτιμούσα βέβαια να μου έλεγε ότι είχα κάτι άλλο μεγάλο, αλλά δυστυχώς δεν ανήκω στους "προικισμένους"... Χε χε χε... «Κλείσε τα πόδια σου», ζήτησε, ενώ την επόμενη στιγμή με καβαλούσε, φορώντας ακόμα το κιλοτάκι της κι άρχιζε να τρίβεται μπρος-πίσω, πάνω απ' τον πούτσο και τ' αρχίδια μου, μουρμουρίζοντας: «'Ετσι!... 'Ετσι!...». «Αχ, σιγά!», "βέλαξα" ξαφνικά. «Πονάει;...», ανησύχησε. Χαμογέλασα συγκαταβατικά. «Σόρρυ μωρέ!...», λυπήθηκε κι αμέσως ξεπέζεψε, ξεκινώντας φιλάκια με καλούτσικα γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβούς των αυτιών. Βλέποντας την ψωλή να σηκώνεται, ξετύλιξε το ελαστικό κατά μήκος της και πήρε να τη ρουφάει και να τη γλείφει. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!... Ποπ! Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!...». «Λίγο πιο μαλακά εάν θες...», την παρακάλεσα. «Ποπ!... Ε;». «Λίγο πιο απαλά...», επανέλαβα. Αμέσως κατέβασε ρυθμό. «'Ετσι μπράβο...». Η πίπα διαρκούσε, ενώ υπήρχαν στιγμές που σταματούσε και μου την έπαιζε, αλλά κάπως άγαρμπα ήταν η αλήθεια... Οπότε την τελευταία φορά που επιχείρησε να με μαλακίσει έτσι, της είπα: «'Αστο, θα το κάνω εγώ!». Μ' εκείνη να συμφωνεί. «Ναι, εσύ ξέρεις καλύτερα». Συνεχίσαμε σ' αυτό το μοτίβο γι' ακόμα λίγο (πίπα, χειρομάλαξη δική μου...). «Λες να μπορέσω έτσι όπως είναι ή θέλει κι άλλο;», ζήτησα τη γνώμη της. Η πούτσα βρισκόταν σε μισοσηκωμένη κατάσταση. «Ποπ! Θα δείξει... Πώς θες;». «Στα τέσσερα!». «Πάμε!», μ' ενθάρρυνε και πήρε θέση. Το ξυρισμένο μουνί και το στρογγυλό περικλανίδιο παρουσίαζαν σεξουαλικά ερεθιστική εικόνα... "Κάρφωσα" το λιπασμένο μουνί της! «'Ασε εμένα!», πρόσταξε κι άρχισε να κινεί τη λεκάνη της μπρος-πίσω γαμώντας τον πούτσο μου. «Κρικ κρικ κρικ». Δεν ήταν άσχημα... 'Εγειρα πίσω, πιάνοντας τις φτέρνες μου και την άφησα να παλινδρομεί τον κόλπο της κατά μήκος του πέους μου. Ο πλαϊνός καθρέφτης μου έδινε καλή εικόνα της όλης φάσης. «Αα!... Αα!... Αα!... Μμμ!...», άρχισε να βογγάει ευλογοφανώς όταν ξεκίνησα τις δικές μου γαμικές ωθήσεις. Δεν άργησα να ολοκληρώσω...
«Πώς πάει η δουλειά εδώ;», τη ρώτησα καθώς πλενόμουν. «Καλά είναι, καλά!», απάντησε. «Μπράβο, εάν είσαι καλή, έχεις δουλειά», σχολίασα. «Καλό βράδυ», μου ευχήθηκε, ενώ λίγο πριν βγει άρχισε πάλι να σιγοτραγουδά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαρτίου 17, 2015
Όνομα κοπέλας
Ανδριάνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.0
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
Στο σαλόνι καθόταν ένας αλλοδαπός συναγωνιστής. Μετά από λίγο εμφανίστηκαν η υπηρεσία, «Καλώς τα παιδιά!». «Γεια σας» (εγώ). «Τι κάνετε;», μαζί με την Αλίνα. «Γεια σας, γεια σας! Τι κάνετε;». Η Αλίνα ήταν μια ρωσίδα μιλφ μέτριου αναστήματος, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι τους ώμους, έτσι κι έτσι πρόσωπο, πλούσιο στήθος, παχουλά βραχιόνια, κοιλίτσα, αφράτη κωλάρα, χοντρουλά πόδια, που τελευταία την έβλεπα στο διπλανό υπερυψωμένο ισόγειο (ασανσέρ), στ' οποίο πρόσφερε απλό πρόγραμμα, ενώ παλιότερα στο ισόγειο της Εξηκίου 18, όπου πρόσφερε κώλο κι ελεύθερο στοματικό στο εικοσάρικο.
«Ποιος θέλει να χαλαρώσει, να περάσει ωραία;... Καλή περιποίηση, χωρίς βιασύνες στο δωμάτιο, να περάσετε τέλεια!», ρώτησε η τσατσά. «Θα περάσω!», ανακοίνωσα. «Θα περάσει γιατί με ξέρει!», της έκανε γνωστό η Αλίνα. «Ελάτε από δω...», μου είπε η υπηρεσία και με οδήγησε σ' ένα συμπαθητικό δωμάτιο, όπου αφού έκλεισε το παράθυρο, πληρώθηκε ένα δεκάρικο και με άφησε να ετοιμαστώ.
«Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει η Ρωσίδα πόρνη ανοίγοντας την πόρτα, έπειτα από τρία λεπτά. «Καλά, εσύ;». «Καλά μωράκι μου!». Εκείνη τη στιγμή σαπούνιζα τα χέρια μου στον νιπτήρα. «Καθαρός παιντί, μπράβο!», σχολίασε αφήνοντας στηθόδεσμο και καπότα σε μία πολυθρονίτσα δίπλα στο κρεβάτι. Πάνω στο οποίο ξάπλωσα, ενώ άφηνα έναν χαμηλής έντασης μακρόσυρτο αναστεναγμό, κλείνοντας στη συνέχεια τα μάτια. «Θέλεις να σε αφήνω λιγάκι να ξεκουραστείς;», την άκουσα να με ρωτάει. Αμέσως άνοιξα τα μάτια και κοιτώντας την της είπα: «Δύο λεπτά, μπορείς;». «Μπορώ και παραπάνω μωρό μου, πέντε λεπτά, ντέκα λεπτά, εγώ σε ξέρω χρόνια» (Από τις τσάρκες, μιας και πρώτη φορά πέρναγα μαζί της). «'Οταν θα είμαι έτοιμος θα χτυπήσω την πόρτα. Σόρρυ ε;». «Τι σόρρυ λες μωράκι μου, εγώ θέλω να περάσεις εσύ ωραία, χα χα!», και με αυτά τα λόγια βγήκε έξω γυμνόστηθη. Ευτυχώς, γιατί ήθελα να κατουρήσω από ώρα!...
Ειδοποίησα ύστερα από ενάμιση λεπτό. «Δουλεύεις πολλές ώρες;», ρώτησε ξαπλώνοντας πλάι μου. «Δουλεύω αρκετά κι είμαι κομματάκι κουρασμένος», παραδέχτηκα. Ξεκίνησε με προκαταρκτικά: φιλάκια και γλειψιματάκια στον κορμό, στον λαιμό, στο πρόσωπο, στους λοβούς των αυτιών. «Φιλάκια (στο στόμα) δεν δίνεις, ε;», τη ρώτησα έχοντας το πρόσωπό της σε κοντινή απόσταση. «Δίνω εσένανε γιατί είσαι καθαρός!», μου χαμογέλασε. Στην αρχή τα φιλιά της ήταν χωρίς γλώσσα. Απλώς μου ρουφούσε το άνω χείλος. Δεχόταν όμως τη δική μου γλώσσα –γλείφοντάς την–, ενώ με την πάροδο του χρόνου φιληθήκαμε ακόμα πιο ερωτικά... 'Οχι κάτι το ιδιαίτερο πάντως. Δεν την άφησα να με πιπώσει (με καπότα) παρά ελάχιστα –αν και το έκανε καλά–, μιας και ήμουν έτοιμος από πριν. «Πώς θέλεις να κάνουμε;». «Για κάτσε λίγο στα τέσσερα...», της ζήτησα. Γάμησα έτσι τη λιπασμένη μουνοσήραγγά της για ένα-δυο λεπτά, μέχρι που «ααα, έχυσα!...»
«Δεν πας καθόλου Εξηκίου;», τη ρώτησα καθώς ετοιμαζόμασταν. «'Οχι, εκεί δεν έχει τι να κάνω», απάντησε σοβαρά. «Δεν έχει δουλειά, ε;». «Τσου!». «Εδώ έχει;». «'Εχει... Βλέπεις, άνθρωποι δεν έχουνε 20 ευρώ». «Είκοσι ευρώ είναι πολλά!», υπερθεμάτισα. «Ε, αυτό λέω. Με δέκα περνάνε, με είκοσι...». «Μου είχες πει πως είσαι από Ρωσία, έτσι;». «Ναι!». «Εγώ είμαι από Ελλάδα». «Το ξέρω, εσένα σε ξέρω πολύ καλά!... Καλή σου μέρα!». «Επίσης!».
«Ποιος θέλει να χαλαρώσει, να περάσει ωραία;... Καλή περιποίηση, χωρίς βιασύνες στο δωμάτιο, να περάσετε τέλεια!», ρώτησε η τσατσά. «Θα περάσω!», ανακοίνωσα. «Θα περάσει γιατί με ξέρει!», της έκανε γνωστό η Αλίνα. «Ελάτε από δω...», μου είπε η υπηρεσία και με οδήγησε σ' ένα συμπαθητικό δωμάτιο, όπου αφού έκλεισε το παράθυρο, πληρώθηκε ένα δεκάρικο και με άφησε να ετοιμαστώ.
«Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει η Ρωσίδα πόρνη ανοίγοντας την πόρτα, έπειτα από τρία λεπτά. «Καλά, εσύ;». «Καλά μωράκι μου!». Εκείνη τη στιγμή σαπούνιζα τα χέρια μου στον νιπτήρα. «Καθαρός παιντί, μπράβο!», σχολίασε αφήνοντας στηθόδεσμο και καπότα σε μία πολυθρονίτσα δίπλα στο κρεβάτι. Πάνω στο οποίο ξάπλωσα, ενώ άφηνα έναν χαμηλής έντασης μακρόσυρτο αναστεναγμό, κλείνοντας στη συνέχεια τα μάτια. «Θέλεις να σε αφήνω λιγάκι να ξεκουραστείς;», την άκουσα να με ρωτάει. Αμέσως άνοιξα τα μάτια και κοιτώντας την της είπα: «Δύο λεπτά, μπορείς;». «Μπορώ και παραπάνω μωρό μου, πέντε λεπτά, ντέκα λεπτά, εγώ σε ξέρω χρόνια» (Από τις τσάρκες, μιας και πρώτη φορά πέρναγα μαζί της). «'Οταν θα είμαι έτοιμος θα χτυπήσω την πόρτα. Σόρρυ ε;». «Τι σόρρυ λες μωράκι μου, εγώ θέλω να περάσεις εσύ ωραία, χα χα!», και με αυτά τα λόγια βγήκε έξω γυμνόστηθη. Ευτυχώς, γιατί ήθελα να κατουρήσω από ώρα!...
Ειδοποίησα ύστερα από ενάμιση λεπτό. «Δουλεύεις πολλές ώρες;», ρώτησε ξαπλώνοντας πλάι μου. «Δουλεύω αρκετά κι είμαι κομματάκι κουρασμένος», παραδέχτηκα. Ξεκίνησε με προκαταρκτικά: φιλάκια και γλειψιματάκια στον κορμό, στον λαιμό, στο πρόσωπο, στους λοβούς των αυτιών. «Φιλάκια (στο στόμα) δεν δίνεις, ε;», τη ρώτησα έχοντας το πρόσωπό της σε κοντινή απόσταση. «Δίνω εσένανε γιατί είσαι καθαρός!», μου χαμογέλασε. Στην αρχή τα φιλιά της ήταν χωρίς γλώσσα. Απλώς μου ρουφούσε το άνω χείλος. Δεχόταν όμως τη δική μου γλώσσα –γλείφοντάς την–, ενώ με την πάροδο του χρόνου φιληθήκαμε ακόμα πιο ερωτικά... 'Οχι κάτι το ιδιαίτερο πάντως. Δεν την άφησα να με πιπώσει (με καπότα) παρά ελάχιστα –αν και το έκανε καλά–, μιας και ήμουν έτοιμος από πριν. «Πώς θέλεις να κάνουμε;». «Για κάτσε λίγο στα τέσσερα...», της ζήτησα. Γάμησα έτσι τη λιπασμένη μουνοσήραγγά της για ένα-δυο λεπτά, μέχρι που «ααα, έχυσα!...»
«Δεν πας καθόλου Εξηκίου;», τη ρώτησα καθώς ετοιμαζόμασταν. «'Οχι, εκεί δεν έχει τι να κάνω», απάντησε σοβαρά. «Δεν έχει δουλειά, ε;». «Τσου!». «Εδώ έχει;». «'Εχει... Βλέπεις, άνθρωποι δεν έχουνε 20 ευρώ». «Είκοσι ευρώ είναι πολλά!», υπερθεμάτισα. «Ε, αυτό λέω. Με δέκα περνάνε, με είκοσι...». «Μου είχες πει πως είσαι από Ρωσία, έτσι;». «Ναι!». «Εγώ είμαι από Ελλάδα». «Το ξέρω, εσένα σε ξέρω πολύ καλά!... Καλή σου μέρα!». «Επίσης!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαρτίου 15, 2015
Όνομα κοπέλας
Αλίνα
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα