Κριτικές από Φανούρης Τζούρας
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
4.6
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
4.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
1.0
Σχέση αξίας/κόστους
4.0
Δευτέρα, ώρα 14:06
Στρίβοντας τη γωνία, Μεγάλου Αλεξάνδρου με Καλλέργη, είδα έναν αλλοδαπό να εισέρχεται στον οίκο. 'Οταν ύστερα από λίγο εισήλθα και του λόγου μου, εκείνος είχε ήδη καθίσει. Υπηρεσία ήταν η καποτούλα-χωρίς. «Καλώς τον!», είπε απευθυνόμενη σε μένα και ξεκίνησε: «Δέκα ευρώ παίρνει το κορίτσι μου, ωραίο τσιμπου..., καθίστε!». Εγώ παρέμεινα όρθιος οπότε εκείνη συνέχισε: «Ωραίο τσιμπουκάκι, ελεύθερα πιασίματα... Μην κάθεστε!... Εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζία, θα περάσετε πολύ ωραία. 'Ελα μωρό μου!», ολοκλήρωσε και με τα χέρια στη μέση μάς γύρισε την πλάτη προχωρώντας προς το βάθος. Τότε την άκουσα να μονολογεί: «"Σοβαρή" πελατεία πλάκωσε», και στη συνέχεια να καλεί ξανά την πόρνη: «'Ελα μπέμπα!».
«Τακ-τουκ τακ-τουκ τακ-τουκ...», ακούστηκαν τακούνια και μια, νέα στην ηλικία, ξανθιά, με ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη, έκφυλο πρόσωπο, μικρό στήθος, κανονικό κορμί μ' ένα τρίμπαλ στην οσφύ, έκανε την εμφάνισή της, λέγοντας: «Γεια σας παιδιά, ποιος θέλει να περάσει πάρα πολύ ωραία;». 'Ηταν η Ανέλια, που είχα δει στην τσάρκα του περασμένου Σαββάτου. Γι' αυτήν είχα έρθει. Ο αλλοδαπός σηκώθηκε να φύγει, ενώ εγώ πλησίασα τις δύο γυναίκες με το δεκάρικο στο χέρι. «'Ελα από δω μωρό μου!», μου είπε η καποτούλα-χωρίς, δείχνοντας το δωματιάκι του μικρού σαλονιού.
Εκεί μέσα περίμενα την κοκότα έξι μ' επτά λεπτά, ακούγοντας τις στιχομυθίες της επί της υποδοχής, με τον κόσμο: «Παιδιά, πάτε στα μπουρδέλα και δεν γαμάτε;». «Εε, όχι, αλλά καλά είναι!». «Αα...».
«Γεια σου», της ευχήθηκα όταν άνοιξε την πόρτα. «Γεια σου!», αντευχήθηκε κι αμέσως συμπλήρωσε κοιτάζοντας προς το κλιματιστικό: «Περίμενε μια στιγμή, γιατί κρύο!». Φέρνοντας το τηλεχειριστήριο το έκλεισε κι αντισταθμιστικά άνοιξε το παράθυρο.
Κατευθείαν ετοίμασε και μου φόρεσε το προφυλακτικό — ευτυχώς ήμουν ψιλοκαυλωμένος οπότε το ελαστικό ξετυλίχτηκε ομαλά. Κατά τη διάρκεια της μέτριας πίπας —θωπεύοντάς μου παράλληλα τ' αρχίδια— έβλεπα τη χαλαρή κοιλίτσα της να κρέμεται. Πιασίματα, χαϊδέματα, επιπολής μουνοδάχτυλο δεχόταν κανονικά, ενώ και στο γλείψιμο – ρούφηγμα των βυζιών της δεν αντέδρασε αρνητικά. 'Ομως δεν φίλαγε ούτε έγλειφε, παρά μόνο χάιδευε. «Δεν φιλάω εγώ, γιατί έχει μαλλιά (τρίχες), γι' αυτό εγώ δεν φιλάω», εξήγησε. Πάντως στον λαιμό, «που δεν έχει μαλλιά», όπως χαρακτηριστικά της τόνισα, τελικά με φίλησε, μόνο που το έκανε επαναληπτικά, γρήγορα κι επιφανειακά, με αποτέλεσμα να μη νιώσω σχεδόν τίποτα. Τέλος πάντων...
«Ρουμάνα είσαι, ε;», τη ρώτησα καθώς έπαιρνε θέση για πισωκολλητό γονατιστό-όρθιο (εκείνη στα γόνατα πάνω στο κρεβάτι, φάτσα στον καθρέφτη κι εγώ από πίσω της πατώντας στο πάτωμα). «'Οχι, Σέρβια», ήταν η απάντησή της.
Με τις κνήμες μου να "βρίσκουν", κατά τη διάρκεια της γάμευσης του λιπασμένου κόλπου της, τελικά κατάφερα να ολοκληρώσω ύστερα από κάμποσες ψωλιές. Η καποτούλα-χωρίς δεν είχε ενοχλήσει, αν και ήδη είχαν συμπληρωθεί 6 λεπτά απ' τη στιγμή που η "Σέρβα" είχε περάσει το κατώφλι της στενόχωρης κάμαρας... 'Ισως —δεν είχε ενοχλήσει ακόμα— επειδή ήταν απασχολημένη, με το να ψαρεύει πελάτες για την Ανέλια: «'Ελα λεβέντη μου, έλα γιαβρί μου! Η κοπέλα είναι στο δωμάτιο, τώρα βγαίνει!».
Στρίβοντας τη γωνία, Μεγάλου Αλεξάνδρου με Καλλέργη, είδα έναν αλλοδαπό να εισέρχεται στον οίκο. 'Οταν ύστερα από λίγο εισήλθα και του λόγου μου, εκείνος είχε ήδη καθίσει. Υπηρεσία ήταν η καποτούλα-χωρίς. «Καλώς τον!», είπε απευθυνόμενη σε μένα και ξεκίνησε: «Δέκα ευρώ παίρνει το κορίτσι μου, ωραίο τσιμπου..., καθίστε!». Εγώ παρέμεινα όρθιος οπότε εκείνη συνέχισε: «Ωραίο τσιμπουκάκι, ελεύθερα πιασίματα... Μην κάθεστε!... Εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζία, θα περάσετε πολύ ωραία. 'Ελα μωρό μου!», ολοκλήρωσε και με τα χέρια στη μέση μάς γύρισε την πλάτη προχωρώντας προς το βάθος. Τότε την άκουσα να μονολογεί: «"Σοβαρή" πελατεία πλάκωσε», και στη συνέχεια να καλεί ξανά την πόρνη: «'Ελα μπέμπα!».
«Τακ-τουκ τακ-τουκ τακ-τουκ...», ακούστηκαν τακούνια και μια, νέα στην ηλικία, ξανθιά, με ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη, έκφυλο πρόσωπο, μικρό στήθος, κανονικό κορμί μ' ένα τρίμπαλ στην οσφύ, έκανε την εμφάνισή της, λέγοντας: «Γεια σας παιδιά, ποιος θέλει να περάσει πάρα πολύ ωραία;». 'Ηταν η Ανέλια, που είχα δει στην τσάρκα του περασμένου Σαββάτου. Γι' αυτήν είχα έρθει. Ο αλλοδαπός σηκώθηκε να φύγει, ενώ εγώ πλησίασα τις δύο γυναίκες με το δεκάρικο στο χέρι. «'Ελα από δω μωρό μου!», μου είπε η καποτούλα-χωρίς, δείχνοντας το δωματιάκι του μικρού σαλονιού.
Εκεί μέσα περίμενα την κοκότα έξι μ' επτά λεπτά, ακούγοντας τις στιχομυθίες της επί της υποδοχής, με τον κόσμο: «Παιδιά, πάτε στα μπουρδέλα και δεν γαμάτε;». «Εε, όχι, αλλά καλά είναι!». «Αα...».
«Γεια σου», της ευχήθηκα όταν άνοιξε την πόρτα. «Γεια σου!», αντευχήθηκε κι αμέσως συμπλήρωσε κοιτάζοντας προς το κλιματιστικό: «Περίμενε μια στιγμή, γιατί κρύο!». Φέρνοντας το τηλεχειριστήριο το έκλεισε κι αντισταθμιστικά άνοιξε το παράθυρο.
Κατευθείαν ετοίμασε και μου φόρεσε το προφυλακτικό — ευτυχώς ήμουν ψιλοκαυλωμένος οπότε το ελαστικό ξετυλίχτηκε ομαλά. Κατά τη διάρκεια της μέτριας πίπας —θωπεύοντάς μου παράλληλα τ' αρχίδια— έβλεπα τη χαλαρή κοιλίτσα της να κρέμεται. Πιασίματα, χαϊδέματα, επιπολής μουνοδάχτυλο δεχόταν κανονικά, ενώ και στο γλείψιμο – ρούφηγμα των βυζιών της δεν αντέδρασε αρνητικά. 'Ομως δεν φίλαγε ούτε έγλειφε, παρά μόνο χάιδευε. «Δεν φιλάω εγώ, γιατί έχει μαλλιά (τρίχες), γι' αυτό εγώ δεν φιλάω», εξήγησε. Πάντως στον λαιμό, «που δεν έχει μαλλιά», όπως χαρακτηριστικά της τόνισα, τελικά με φίλησε, μόνο που το έκανε επαναληπτικά, γρήγορα κι επιφανειακά, με αποτέλεσμα να μη νιώσω σχεδόν τίποτα. Τέλος πάντων...
«Ρουμάνα είσαι, ε;», τη ρώτησα καθώς έπαιρνε θέση για πισωκολλητό γονατιστό-όρθιο (εκείνη στα γόνατα πάνω στο κρεβάτι, φάτσα στον καθρέφτη κι εγώ από πίσω της πατώντας στο πάτωμα). «'Οχι, Σέρβια», ήταν η απάντησή της.
Με τις κνήμες μου να "βρίσκουν", κατά τη διάρκεια της γάμευσης του λιπασμένου κόλπου της, τελικά κατάφερα να ολοκληρώσω ύστερα από κάμποσες ψωλιές. Η καποτούλα-χωρίς δεν είχε ενοχλήσει, αν και ήδη είχαν συμπληρωθεί 6 λεπτά απ' τη στιγμή που η "Σέρβα" είχε περάσει το κατώφλι της στενόχωρης κάμαρας... 'Ισως —δεν είχε ενοχλήσει ακόμα— επειδή ήταν απασχολημένη, με το να ψαρεύει πελάτες για την Ανέλια: «'Ελα λεβέντη μου, έλα γιαβρί μου! Η κοπέλα είναι στο δωμάτιο, τώρα βγαίνει!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Αυγούστου 03, 2015
Όνομα κοπέλας
Ανέλια
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Κάθισα σ' έναν απ' τους ψιλοάθλιους καναπέδες του ευρύχωρου σαλονιού.
«Γεια σας», μου ευχήθηκε την επόμενη στιγμή μία συμπαθητική υπηρεσία — την οποία είχα ξανασυναντήσει σε άλλα μπουρδέλα. «Χαίρετε». «Τι κάνετε, καλά είσαστε;». «Καλά». «Δουλεύει Ρωσίδα, είναι πάρα πολύ καλή στο δωμάτιο, με 10 ευρώ να περάσετε όμορφα». Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. «Τώρα, μισό λεπτό», απολογήθηκε η τσατσά. «Τι πρόγραμμα;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Ισπανικό, στοματικό, πισωκολλητό, όλες οι στάσεις...». «Γεια σας!», μου ευχήθηκε με τη σειρά της μία αψηλή, λιπόσαρκη ξανθιά, με το μαλλί μέχρι την πλάτη —στο τέλος της τέταρτης, με αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της—, γλυκό πρόσωπο και ίσως προπετή μύτη, μικρό στήθος, ά-κωλη, με λεπτές ποδάρες. «...εξήντα εννιά, ελεύθερο στοματικό, με 10 ευρώ!», ολοκλήρωσε η υπηρεσία. «Πώς σε λένε;», ρώτησα την πόρνη. «Ειρήνη!». «Ειρήνη, μάλιστα...», είπα σιγανά — κάπου την είχα ξαναδεί εγώ αυτή. «Καινούργια κοπέλα!», πρόσθεσε η τσατσά. «Πάμε να περάσουμε ωραία!», προσπάθησε να με δελεάσει η κοκότα. «Εντάξει...», είπα μες απ΄τα δόντια μου, ενώ προσπαθώντας να θυμηθώ πού την είχα ξανασυναντήσει έδινα την εντύπωση του αμφιταλαντευόμενου (να μπω, να μην μπω...). «Πάμε να περάσεις!», επέμεινε η Ειρήνη. «Ναι...». «Με καινούργια κοπέλα!», επανέλαβε η υπηρεσία. «Καλώς, ευχαριστώ πολύ, θα δω!», είπα και σηκώθηκα κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα. «Περιμένουμε, εντάξει;», άκουσα την τσατσά πίσω μου.
«Την ξέρω αυτή, μαλάκα! Λες να την έχω πάρει;», μονολογούσα καθώς κατέβαινα τη σκάλα.
Επέστρεψα στο τέλος της τσάρκας, έχοντας καταλήξει πως έπρεπε να την είχα δει κάπου στη Διδύμου — μάλλον στο 27.
«Ευχαριστούμε, καλά να περάσετε!», χάρηκε η υπηρεσία και παίρνοντας το χαρτονόμισμα μου έδειξε το ευρύχωρο, αλλά και ψιλοάθλιο ταυτόχρονα, δωμάτιο του οίκου.
Η Ειρήνη ήρθε έπειτα από 4-5 λεπτά.
«Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Καλάαα!». Ξάπλωσα. Εκείνη γονάτισε πλάι μου φορώντας το σουτιέν και το μπέιμπυ-ντολλ της. «Πρώτη φορά περνάμε μαζί, ε;», θέλησε να της επιβεβαιώσω. «Πρώτη φορά, ναι!», το έκανα. 'Αρχισε να με χαϊδεύει χαμηλά στην κοιλιά, ενώ κι εγώ χάιδευα τα σκληρά (εξτένσιονς;) μαλλιά της. «Εσύ δούλευες και στη–», ξεκίνησα να ρωτάω. «Στούντιο, στούντιο!», με διέκοψε. «Στη Διδύμου δούλευες;», ολοκλήρωσα εκείνο που ήθελα να ρωτήσω. «Στη Διδύμου, ναι». «Διδύμου, πού;». «Ξέρω 'γω νούμερο;». «Μάλιστα». Τώρα μου πασπάτευε τ' αχαμνά, ενώ του λόγου μου τον επίπεδο κώλο της. «Ντεν τυμάμε, γιατί ντουλεύω εγκώ στούντια, ντουλεύω Ντιντίμου, λίγκο Φυλής». «Α και Φυλής δουλεύεις;». «Ναι». «Σε ποιο στούντιο;». «Στούντιο Σερβιών». «Α, Σερβιών, μάλιστα». «Σερβιών και Φιλαντέλφεια». «Α, Φιλαδέλφεια! Ξέρω που λες, εκεί στη γέφυρα». «Ναι, μόνο μία μέρα εκεί».
Καπακώνοντάς με ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια σε θηλές, εκπέμποντας χαμηλής έντασης «μμμ». «Ααα, μπράβο, μ' αρέσει έτσι!», της είπα ξεψυχισμένα — από καύλα... «Τι σ' αρέσει μωρό μου;». «Αυτά που κάνεις, συνέχισε έτσι».
Επειδή με φίλαγε-ψιλοέγλειφε μόνο στις θηλές, της είπα να προχωρήσει και λίγο παραπάνω˙ στον λαιμό. Το έκανε για μερικά δευτερόλεπτα —κατά τη διάρκεια των οποίων και ψευτογλωσσοφιληθήκαμε— πριν σκύψει ανάμεσα στα σκέλια μου για να γλείψει και τ' αρχίδια. «ΑΑΑ, ναι!...», βόγγηξα τότε εγώ, χωρίς να παραλείψω να της τονίσω πως: «το στοματικό το θέλω με καπότα», διευκρινίζοντας όμως: «αλλά έτσι, στ' αρχίδια, μπορείς να γλείφεις!...». «Ναι μωρό μου...», συμφώνησε με "ηδυπάθεια".
Την καπότα τη φόρεσα μόνος μου, ενώ η πίπα που ακολούθησε μου φάνηκε μέτρια.
«'Ελα να το κάνουμε από πίσω», της ζήτησα. Συμφώνησε («Ναι! 'Ελα μωράκι μου, έλα!») και πήρε στάση — πιο πριν είχε βγάλει το βρακί της. Περνώντας το χέρι κάτω απ' τ' ανοιχτά σκέλια της έπιασε την πούτσα μου και την οδήγησε στη μουνοσήραγγά της. 'Αρχισα να "δίνω". «Ααα, ναι μωρό μου! Ναι!», άρχισε κι εκείνη να βογγάει. Μετά από μερικές δεκάδες ψωλιές την άκουσα να με παροτρύνει να τελειώνω: «Χύσε μωρό μου!». «Τι;». «Χύσε αγάπη μου! Χύσε μωράκι μου!». Χαλάω εγώ χατίρια;... 'Αρχισα το λοιπόν να "δίνω" πιο δυνατά μέχρι που: «Ναι αγάπη μου, ναι! Ααα!... Ναι, μπράβο, έχυσες μωράκι μου!»
Αμέσως πήρε να ετοιμάζεται.
«Μέχρι ποια ώρα δουλεύεις;», τη ρώτησα πηγαίνοντας προς τον νιπτήρα. «Πέντε (μ.μ), κάθε μέρα, από δέκα ώρα (π.μ)». «Από δέκα, ε;». «Από εννιά, δέκα... Κατάλαβες;». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ Ειρήνη!». «Παρακαλώ, ευχαριστώ!». «Γεια σου!».
«Γεια σας», μου ευχήθηκε την επόμενη στιγμή μία συμπαθητική υπηρεσία — την οποία είχα ξανασυναντήσει σε άλλα μπουρδέλα. «Χαίρετε». «Τι κάνετε, καλά είσαστε;». «Καλά». «Δουλεύει Ρωσίδα, είναι πάρα πολύ καλή στο δωμάτιο, με 10 ευρώ να περάσετε όμορφα». Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. «Τώρα, μισό λεπτό», απολογήθηκε η τσατσά. «Τι πρόγραμμα;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Ισπανικό, στοματικό, πισωκολλητό, όλες οι στάσεις...». «Γεια σας!», μου ευχήθηκε με τη σειρά της μία αψηλή, λιπόσαρκη ξανθιά, με το μαλλί μέχρι την πλάτη —στο τέλος της τέταρτης, με αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της—, γλυκό πρόσωπο και ίσως προπετή μύτη, μικρό στήθος, ά-κωλη, με λεπτές ποδάρες. «...εξήντα εννιά, ελεύθερο στοματικό, με 10 ευρώ!», ολοκλήρωσε η υπηρεσία. «Πώς σε λένε;», ρώτησα την πόρνη. «Ειρήνη!». «Ειρήνη, μάλιστα...», είπα σιγανά — κάπου την είχα ξαναδεί εγώ αυτή. «Καινούργια κοπέλα!», πρόσθεσε η τσατσά. «Πάμε να περάσουμε ωραία!», προσπάθησε να με δελεάσει η κοκότα. «Εντάξει...», είπα μες απ΄τα δόντια μου, ενώ προσπαθώντας να θυμηθώ πού την είχα ξανασυναντήσει έδινα την εντύπωση του αμφιταλαντευόμενου (να μπω, να μην μπω...). «Πάμε να περάσεις!», επέμεινε η Ειρήνη. «Ναι...». «Με καινούργια κοπέλα!», επανέλαβε η υπηρεσία. «Καλώς, ευχαριστώ πολύ, θα δω!», είπα και σηκώθηκα κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα. «Περιμένουμε, εντάξει;», άκουσα την τσατσά πίσω μου.
«Την ξέρω αυτή, μαλάκα! Λες να την έχω πάρει;», μονολογούσα καθώς κατέβαινα τη σκάλα.
Επέστρεψα στο τέλος της τσάρκας, έχοντας καταλήξει πως έπρεπε να την είχα δει κάπου στη Διδύμου — μάλλον στο 27.
«Ευχαριστούμε, καλά να περάσετε!», χάρηκε η υπηρεσία και παίρνοντας το χαρτονόμισμα μου έδειξε το ευρύχωρο, αλλά και ψιλοάθλιο ταυτόχρονα, δωμάτιο του οίκου.
Η Ειρήνη ήρθε έπειτα από 4-5 λεπτά.
«Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Καλάαα!». Ξάπλωσα. Εκείνη γονάτισε πλάι μου φορώντας το σουτιέν και το μπέιμπυ-ντολλ της. «Πρώτη φορά περνάμε μαζί, ε;», θέλησε να της επιβεβαιώσω. «Πρώτη φορά, ναι!», το έκανα. 'Αρχισε να με χαϊδεύει χαμηλά στην κοιλιά, ενώ κι εγώ χάιδευα τα σκληρά (εξτένσιονς;) μαλλιά της. «Εσύ δούλευες και στη–», ξεκίνησα να ρωτάω. «Στούντιο, στούντιο!», με διέκοψε. «Στη Διδύμου δούλευες;», ολοκλήρωσα εκείνο που ήθελα να ρωτήσω. «Στη Διδύμου, ναι». «Διδύμου, πού;». «Ξέρω 'γω νούμερο;». «Μάλιστα». Τώρα μου πασπάτευε τ' αχαμνά, ενώ του λόγου μου τον επίπεδο κώλο της. «Ντεν τυμάμε, γιατί ντουλεύω εγκώ στούντια, ντουλεύω Ντιντίμου, λίγκο Φυλής». «Α και Φυλής δουλεύεις;». «Ναι». «Σε ποιο στούντιο;». «Στούντιο Σερβιών». «Α, Σερβιών, μάλιστα». «Σερβιών και Φιλαντέλφεια». «Α, Φιλαδέλφεια! Ξέρω που λες, εκεί στη γέφυρα». «Ναι, μόνο μία μέρα εκεί».
Καπακώνοντάς με ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια σε θηλές, εκπέμποντας χαμηλής έντασης «μμμ». «Ααα, μπράβο, μ' αρέσει έτσι!», της είπα ξεψυχισμένα — από καύλα... «Τι σ' αρέσει μωρό μου;». «Αυτά που κάνεις, συνέχισε έτσι».
Επειδή με φίλαγε-ψιλοέγλειφε μόνο στις θηλές, της είπα να προχωρήσει και λίγο παραπάνω˙ στον λαιμό. Το έκανε για μερικά δευτερόλεπτα —κατά τη διάρκεια των οποίων και ψευτογλωσσοφιληθήκαμε— πριν σκύψει ανάμεσα στα σκέλια μου για να γλείψει και τ' αρχίδια. «ΑΑΑ, ναι!...», βόγγηξα τότε εγώ, χωρίς να παραλείψω να της τονίσω πως: «το στοματικό το θέλω με καπότα», διευκρινίζοντας όμως: «αλλά έτσι, στ' αρχίδια, μπορείς να γλείφεις!...». «Ναι μωρό μου...», συμφώνησε με "ηδυπάθεια".
Την καπότα τη φόρεσα μόνος μου, ενώ η πίπα που ακολούθησε μου φάνηκε μέτρια.
«'Ελα να το κάνουμε από πίσω», της ζήτησα. Συμφώνησε («Ναι! 'Ελα μωράκι μου, έλα!») και πήρε στάση — πιο πριν είχε βγάλει το βρακί της. Περνώντας το χέρι κάτω απ' τ' ανοιχτά σκέλια της έπιασε την πούτσα μου και την οδήγησε στη μουνοσήραγγά της. 'Αρχισα να "δίνω". «Ααα, ναι μωρό μου! Ναι!», άρχισε κι εκείνη να βογγάει. Μετά από μερικές δεκάδες ψωλιές την άκουσα να με παροτρύνει να τελειώνω: «Χύσε μωρό μου!». «Τι;». «Χύσε αγάπη μου! Χύσε μωράκι μου!». Χαλάω εγώ χατίρια;... 'Αρχισα το λοιπόν να "δίνω" πιο δυνατά μέχρι που: «Ναι αγάπη μου, ναι! Ααα!... Ναι, μπράβο, έχυσες μωράκι μου!»
Αμέσως πήρε να ετοιμάζεται.
«Μέχρι ποια ώρα δουλεύεις;», τη ρώτησα πηγαίνοντας προς τον νιπτήρα. «Πέντε (μ.μ), κάθε μέρα, από δέκα ώρα (π.μ)». «Από δέκα, ε;». «Από εννιά, δέκα... Κατάλαβες;». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ Ειρήνη!». «Παρακαλώ, ευχαριστώ!». «Γεια σου!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Αυγούστου 01, 2015
Όνομα κοπέλας
Ειρήνη
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 18:09
Αρκετοί ναρκομανείς τρυπιόντουσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ η ζέστη ήταν, ακόμη, δυνατή. Εισερχόμενος στο, άδειο από κόσμο, σαλόνι, ένιωσα να με τυλίγει η δροσιά του κλιματιστικού...
«Χαίρετε κύριε, τι κάνετε; Καθίστε». 'Ηταν η τσατσά. Κάθισα. «Μία μικρή κοπελίτσα, μία κουκλίτσα είναι˙ είναι με 10 ευρώ: τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, από πάνω, φιλάκια στα βυζάκια, στο μουνάκι. Είναι πολύ καλή, περιποιείται τον πελάτη... Καινούργια κοπελίτσα είναι, δεν ξέρει ελληνικά–». "Hello", διέκοψε τη φλυαρία της υπηρεσίας μία νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, ενδιαφέρον προσωπάκι, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο σωματάκι με μία μικρή ελιά στην πίσω επιφάνεια του αριστερού μηρού. "Hello, where are you from?", της χαμογέλασα. "România", απάντησε κι αμέσως επέστρεψε στο κουζινάκι — σαν να ψιλοενοχλήθηκε απ' την ερώτησή μου... «Ρουμανία!», επανέλαβε η υπηρεσία. «Θα περάσω», αποφάσισα και δίνοντας το αντίτιμο ρώτησα: «Πώς τη λένε;». «Κλαούντια». «Α, Κλαούντια...», επανέλαβα με τη σειρά μου. «Είσαι ο πρώτος, μου κάνεις σεφτέ. Kανόνισε!», με "προειδοποίησε" δείχνοντάς μου το δωμάτιο δίπλα στην εξώπορτα.
Μπαίνοντας, η Κλαούντια μου ξαναευχήθηκε — στα ελληνικά και ξεψυχισμένα αυτή τη φορά: «Γεια...». "Hello!", αντευχήθηκα. Κάθισε πλάι μου ετοιμάζοντας την καπότα. "So, you don't speak greek, ε;". "Nο". Τότε της έκανα γνωστό πως εγώ μιλούσα ρουμάνικα. "Da? E bun" (Ναι; Καλά είναι), αντέδρασε συγκρατημένα. 'Ηταν εικοσιτεσσάρων ετών.
Ξεκίνησε με μία μέτρια πίπα —εκπέμποντας σιγανά «μμμ»— ενώ εγώ χούφτωνα τον κώλο και τα βυζιά της. Κάποια στιγμή τη σταμάτησα και ξαπλώνοντάς την ανάσκελα πήρα να της φιλάω-ρουφάω-γλείφω τα στήθη και να της φιλάω-γλείφω τον λαιμό, χωρίς όμως εκείνη ν' ανταποδίδει. «Φιλάς;», τη ρώτησα στη γλώσσα της. "Da!", με εξέπληξε ευχάριστα και με τα δικά της ψιλοϊκανοποιητικά φιλιά-γλείψιμο σε θηλές και λαιμό κυρίως, αλλά και λίγο αυτί, απέκτησα στύση ικανή για "διακόρευση", οπότε της ζήτησα/έδειξα να πάρει θέση στα τέσσερα. Η θέα ήταν καυλωτική — τότε πρόσεξα και τη μαύρη ελίτσα στον αριστερό μηρό της. Δεν χρειάστηκα παρά μερικές δεκάδες παλινδρομήσεις του πέους μου εντός του λιπασμένου κόλπου της για ν' αρχίσω να εκσπερματώνω.
Αρκετοί ναρκομανείς τρυπιόντουσαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ η ζέστη ήταν, ακόμη, δυνατή. Εισερχόμενος στο, άδειο από κόσμο, σαλόνι, ένιωσα να με τυλίγει η δροσιά του κλιματιστικού...
«Χαίρετε κύριε, τι κάνετε; Καθίστε». 'Ηταν η τσατσά. Κάθισα. «Μία μικρή κοπελίτσα, μία κουκλίτσα είναι˙ είναι με 10 ευρώ: τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, από πάνω, φιλάκια στα βυζάκια, στο μουνάκι. Είναι πολύ καλή, περιποιείται τον πελάτη... Καινούργια κοπελίτσα είναι, δεν ξέρει ελληνικά–». "Hello", διέκοψε τη φλυαρία της υπηρεσίας μία νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, ενδιαφέρον προσωπάκι, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο σωματάκι με μία μικρή ελιά στην πίσω επιφάνεια του αριστερού μηρού. "Hello, where are you from?", της χαμογέλασα. "România", απάντησε κι αμέσως επέστρεψε στο κουζινάκι — σαν να ψιλοενοχλήθηκε απ' την ερώτησή μου... «Ρουμανία!», επανέλαβε η υπηρεσία. «Θα περάσω», αποφάσισα και δίνοντας το αντίτιμο ρώτησα: «Πώς τη λένε;». «Κλαούντια». «Α, Κλαούντια...», επανέλαβα με τη σειρά μου. «Είσαι ο πρώτος, μου κάνεις σεφτέ. Kανόνισε!», με "προειδοποίησε" δείχνοντάς μου το δωμάτιο δίπλα στην εξώπορτα.
Μπαίνοντας, η Κλαούντια μου ξαναευχήθηκε — στα ελληνικά και ξεψυχισμένα αυτή τη φορά: «Γεια...». "Hello!", αντευχήθηκα. Κάθισε πλάι μου ετοιμάζοντας την καπότα. "So, you don't speak greek, ε;". "Nο". Τότε της έκανα γνωστό πως εγώ μιλούσα ρουμάνικα. "Da? E bun" (Ναι; Καλά είναι), αντέδρασε συγκρατημένα. 'Ηταν εικοσιτεσσάρων ετών.
Ξεκίνησε με μία μέτρια πίπα —εκπέμποντας σιγανά «μμμ»— ενώ εγώ χούφτωνα τον κώλο και τα βυζιά της. Κάποια στιγμή τη σταμάτησα και ξαπλώνοντάς την ανάσκελα πήρα να της φιλάω-ρουφάω-γλείφω τα στήθη και να της φιλάω-γλείφω τον λαιμό, χωρίς όμως εκείνη ν' ανταποδίδει. «Φιλάς;», τη ρώτησα στη γλώσσα της. "Da!", με εξέπληξε ευχάριστα και με τα δικά της ψιλοϊκανοποιητικά φιλιά-γλείψιμο σε θηλές και λαιμό κυρίως, αλλά και λίγο αυτί, απέκτησα στύση ικανή για "διακόρευση", οπότε της ζήτησα/έδειξα να πάρει θέση στα τέσσερα. Η θέα ήταν καυλωτική — τότε πρόσεξα και τη μαύρη ελίτσα στον αριστερό μηρό της. Δεν χρειάστηκα παρά μερικές δεκάδες παλινδρομήσεις του πέους μου εντός του λιπασμένου κόλπου της για ν' αρχίσω να εκσπερματώνω.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 29, 2015
Όνομα κοπέλας
Κλαούντια
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 7:30 π.μ
Μία βέσπα πάρκαρε στον πεζόδρομο κι ο αψηλός αναβάτης της με ακολούθησε στο σαλόνι. Εκεί περιμέναμε όρθιοι για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι η υπηρεσία να κάνει την εμφάνισή της: «Καλημέρα σας, τι κάνετε; Στο δωμάτιο κορίτσι μου, να περιμένετε λίγο». «Ποια είναι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Η Μαρία˙ η Ρωσίδα», μου έκανε γνωστό. Της έδωσα το δεκάρικο. «Ελάτε», με οδήγησε στα ενδότερα˙ σ' ένα ικανοποιητικό δωμάτιο, με σεντόνι καθαρό και καλαθάκι —απορριμμάτων— άδειο. «Α, ένα λεπτό!», είπα την ώρα που έκλεινε την πόρτα. «Δεν μου είπατε, τι πρόγραμμα έχει». «Κανονικό».
Η Μαρία ήρθε ύστερα από τέσσερα-πέντε λεπτά. Επρόκειτο για μια χαμηλού αναστήματος εικοσιοκτάχρονη κοπέλα —που είχα ξανασυναντήσει, εκεί, στις τσάρκες μου, αλλά δεν είχα ξαναπληρώσει—, με πιασιματάκια και κοιλίτσα, μεγάλο κρεμαστό στήθος, μετριογραμμένο πρόσωπο, ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους. «Γεια σου», της ευχήθηκα, χωρίς να την ακούσω ν' απαντάει κάτι. «Καλά είσαι;», ρώτησα. «Ναι, εσύ;», είπε σιγανά — γενικά μιλούσε σιγά και ήταν συγκρατημένη, αλλά όχι βαριεστημένη κι αγενής.
«Κρικ κρικ κρικ», γονάτισε πλάι μου με την καπότα στο χέρι, αφού πρώτα έμεινε ολόγυμνη. «Πριν μου βάλεις την καπότα, για την πίπα, κάνε μου λίγα έτσι... (με τεντωμένα κι ανοιχτά τα δάχτυλα των χεριών μου, έκανα ήπιες περιστροφικές κινήσεις) εδώ πέρα —στο σώμα μου—, για να μου σηκωθεί και να μπει —η καπότα— καλά». «Θα σου τα κάνω, μη στενοχωριέσαι», με καθησύχασε και ξεκίνησε μ' επιφανειακά και γρήγορα ματς-μουτς — στη συνέχεια έβαλε και λίγη γλωσσίτσα— στις θηλές μου, στο στήθος, στον λαιμό, στα μάγουλα —κοντά στο στόμα μου, αλλά δεν με άφησε να τη φιλήσω—, στους λοβούς των αυτιώνε. Του λόγου μου της ζουπούσα τις βυζάρες —χωρίς να παραλείπω να τις γλείφω—, της χάιδευα το μουνί, ενώ δεν παρέβλεπα να τρίβω, με το χέρι μου, τον πούτσο μου, ο οποίος είχε καυλώσει αρκετά.
«Σαν να σηκώθηκε...», παρατήρησα φωναχτά. Τότε εκείνη σταμάτησε και του έριξε μια ματιά. «'Ετσι τον έχεις μάθει, χωρίς προφυλακτικό;», χαμογέλασε. «Με προφυλακτικό! Αλλά πριν το προφυλακτικό, χρειάζεται κάποια "παιχνιδάκια'' για να σηκωθεί», εξήγησα. Συνέχισε με φιλάκια-γλειψιματάκια. «'Ετοιμος!», της είπα έπειτα από λίγο˙ ήθελα να προχωρήσουμε και στο φίκι φίκι σιγά σιγά... Την καπότα την ξετύλιξα εγώ. Κατά τη διάρκεια της πίπας πήρε μία στάση η οποία με βόλευε στο να χουφτώνω — επίσης πίπωνε αξιοπρεπώς, χρησιμοποιώντας κι εξωτερικούς γλωττισμούς. «Μαρία!». «Μμ;». «Για κάνε και λίγο με τα βυζάκια σου (βάζοντας τον πούτσο μου), ανάμεσα». «Αμέ! Ωχ, ωχ, πως γουστάρω!», συμφώνησε πρόθυμα, ενώ κατά τη διάρκεια της ισπανικής έσκυβε για να γλείφει και το πουτσοκέφαλο. «Τσιμπουκάκι, θες κι άλλο έτσι;», με ρώτησε όταν θα πιάστηκε ο λαιμός της. «Ανέβα από πάνω!», της ζήτησα. «Ναι», με καβάλησε και πιάνοντας την ψωλή μου την έχωσε στη μούνα της. «Κρακ κρακ κρακ!», ακολούθησαν ανεβοκατεβάσματα, τριψίματα, στριφογυρίσματα. «Σ' αρέσει, μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. Η απάντηση ήρθε ύστερα από λίγο, όταν, έχοντάς την πιάσει απ' τα κωλομάγουλα και γαμώντας την όσο πιο δυνατά μπορούσα, εκτονωνόμουν λαγνοβογγώντας...
«Από βράδυ είσαι;», άρχισα την "ανάκριση". «'Οχι, τώρα ήρθα». «Δούλευες και πουθενά αλλού εκτός από δω; Σαν να σε θυμάμαι κι από κάπου αλλού», της είπα ειλικρινά. «Στη Φυλής; (με θυμάσαι;)». «Σε ποιο στη Φυλής;». «Λίγο δούλεψα στο κέντρο —της Φυλής— και λίγο εκεί που είναι 130, που είναι 'Αγιος Παντελεήμονας». «Στο 136, στα 134;». «Ναι, 134!». «Το 134 έχει ένα (ημι) υπόγειο, ένα (υπερυψωμένο) ισόγειο κι έναν όροφο, σε ποιο απ' τα τρία;». «Ε, δεν θυμάμαι, νομίζω ισόγειο ήταν...». «Μάλιστα — δεν μου έλεγε κάτι». «Γιατί, εσύ πού πηγαίνεις;». «Παντού». «Αα, χα χα...».
«Τακ τακ τακ...», ακούστηκε το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν συμπληρωθεί δώδεκα λεπτά.
Μία βέσπα πάρκαρε στον πεζόδρομο κι ο αψηλός αναβάτης της με ακολούθησε στο σαλόνι. Εκεί περιμέναμε όρθιοι για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι η υπηρεσία να κάνει την εμφάνισή της: «Καλημέρα σας, τι κάνετε; Στο δωμάτιο κορίτσι μου, να περιμένετε λίγο». «Ποια είναι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Η Μαρία˙ η Ρωσίδα», μου έκανε γνωστό. Της έδωσα το δεκάρικο. «Ελάτε», με οδήγησε στα ενδότερα˙ σ' ένα ικανοποιητικό δωμάτιο, με σεντόνι καθαρό και καλαθάκι —απορριμμάτων— άδειο. «Α, ένα λεπτό!», είπα την ώρα που έκλεινε την πόρτα. «Δεν μου είπατε, τι πρόγραμμα έχει». «Κανονικό».
Η Μαρία ήρθε ύστερα από τέσσερα-πέντε λεπτά. Επρόκειτο για μια χαμηλού αναστήματος εικοσιοκτάχρονη κοπέλα —που είχα ξανασυναντήσει, εκεί, στις τσάρκες μου, αλλά δεν είχα ξαναπληρώσει—, με πιασιματάκια και κοιλίτσα, μεγάλο κρεμαστό στήθος, μετριογραμμένο πρόσωπο, ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους. «Γεια σου», της ευχήθηκα, χωρίς να την ακούσω ν' απαντάει κάτι. «Καλά είσαι;», ρώτησα. «Ναι, εσύ;», είπε σιγανά — γενικά μιλούσε σιγά και ήταν συγκρατημένη, αλλά όχι βαριεστημένη κι αγενής.
«Κρικ κρικ κρικ», γονάτισε πλάι μου με την καπότα στο χέρι, αφού πρώτα έμεινε ολόγυμνη. «Πριν μου βάλεις την καπότα, για την πίπα, κάνε μου λίγα έτσι... (με τεντωμένα κι ανοιχτά τα δάχτυλα των χεριών μου, έκανα ήπιες περιστροφικές κινήσεις) εδώ πέρα —στο σώμα μου—, για να μου σηκωθεί και να μπει —η καπότα— καλά». «Θα σου τα κάνω, μη στενοχωριέσαι», με καθησύχασε και ξεκίνησε μ' επιφανειακά και γρήγορα ματς-μουτς — στη συνέχεια έβαλε και λίγη γλωσσίτσα— στις θηλές μου, στο στήθος, στον λαιμό, στα μάγουλα —κοντά στο στόμα μου, αλλά δεν με άφησε να τη φιλήσω—, στους λοβούς των αυτιώνε. Του λόγου μου της ζουπούσα τις βυζάρες —χωρίς να παραλείπω να τις γλείφω—, της χάιδευα το μουνί, ενώ δεν παρέβλεπα να τρίβω, με το χέρι μου, τον πούτσο μου, ο οποίος είχε καυλώσει αρκετά.
«Σαν να σηκώθηκε...», παρατήρησα φωναχτά. Τότε εκείνη σταμάτησε και του έριξε μια ματιά. «'Ετσι τον έχεις μάθει, χωρίς προφυλακτικό;», χαμογέλασε. «Με προφυλακτικό! Αλλά πριν το προφυλακτικό, χρειάζεται κάποια "παιχνιδάκια'' για να σηκωθεί», εξήγησα. Συνέχισε με φιλάκια-γλειψιματάκια. «'Ετοιμος!», της είπα έπειτα από λίγο˙ ήθελα να προχωρήσουμε και στο φίκι φίκι σιγά σιγά... Την καπότα την ξετύλιξα εγώ. Κατά τη διάρκεια της πίπας πήρε μία στάση η οποία με βόλευε στο να χουφτώνω — επίσης πίπωνε αξιοπρεπώς, χρησιμοποιώντας κι εξωτερικούς γλωττισμούς. «Μαρία!». «Μμ;». «Για κάνε και λίγο με τα βυζάκια σου (βάζοντας τον πούτσο μου), ανάμεσα». «Αμέ! Ωχ, ωχ, πως γουστάρω!», συμφώνησε πρόθυμα, ενώ κατά τη διάρκεια της ισπανικής έσκυβε για να γλείφει και το πουτσοκέφαλο. «Τσιμπουκάκι, θες κι άλλο έτσι;», με ρώτησε όταν θα πιάστηκε ο λαιμός της. «Ανέβα από πάνω!», της ζήτησα. «Ναι», με καβάλησε και πιάνοντας την ψωλή μου την έχωσε στη μούνα της. «Κρακ κρακ κρακ!», ακολούθησαν ανεβοκατεβάσματα, τριψίματα, στριφογυρίσματα. «Σ' αρέσει, μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. Η απάντηση ήρθε ύστερα από λίγο, όταν, έχοντάς την πιάσει απ' τα κωλομάγουλα και γαμώντας την όσο πιο δυνατά μπορούσα, εκτονωνόμουν λαγνοβογγώντας...
«Από βράδυ είσαι;», άρχισα την "ανάκριση". «'Οχι, τώρα ήρθα». «Δούλευες και πουθενά αλλού εκτός από δω; Σαν να σε θυμάμαι κι από κάπου αλλού», της είπα ειλικρινά. «Στη Φυλής; (με θυμάσαι;)». «Σε ποιο στη Φυλής;». «Λίγο δούλεψα στο κέντρο —της Φυλής— και λίγο εκεί που είναι 130, που είναι 'Αγιος Παντελεήμονας». «Στο 136, στα 134;». «Ναι, 134!». «Το 134 έχει ένα (ημι) υπόγειο, ένα (υπερυψωμένο) ισόγειο κι έναν όροφο, σε ποιο απ' τα τρία;». «Ε, δεν θυμάμαι, νομίζω ισόγειο ήταν...». «Μάλιστα — δεν μου έλεγε κάτι». «Γιατί, εσύ πού πηγαίνεις;». «Παντού». «Αα, χα χα...».
«Τακ τακ τακ...», ακούστηκε το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν συμπληρωθεί δώδεκα λεπτά.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 28, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαρία
Υπηρεσίες
«Ισπανικό»
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Παρασκευή, ώρα 9:57 π.μ
Στο σαλόνι δεν υπήρχε ψυχή, ενώ η πόρτα του δωματίου —απέναντι απ' την εξώπορτα—ήταν κλειστή. Σύντομα εμφανίστηκε η Μαρία, η πόρνη που είχα πάρει εκεί στις 13 του τρέχοντος μηνός. «Γεια σου», της ευχήθηκα καθώς με πλησίαζε. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά». Για λίγο κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Εσύ, η Μαρία δεν είσαι;». «Ναι, χα χα». Κατάλαβα πως μ' είχε αναγνωρίσει. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε μία χαμηλομέτριου αναστήματος γυναίκα, με μαύρο μαλλί μέχρι τους ώμους, έτσι κι έτσι πρόσωπο, μεσαίο στήθος, σώμα με πιασιματάκια. «Γεια σου», ευχήθηκα και σε 'κείνη, ενώ αμέσως ρώτησα: «Κι εσύ είσαι η;...». Δεν έδειξε να καταλαβαίνει. «'Ονομα», της εξήγησε η Μαρία. "Ce?" (Τι;), μόρφασε εκείνη. "Cum te cheamă" (Πώς σε λένε), της μίλησε στα ρουμάνικα. "Aaa, am uitat! Ha ha ha" (Ξέχασα), είπε έπειτα από λίγη σκέψη, πιάνοντάς την τα γέλια. "Cum te chiamă, ma!" (Πώς σε λένε, ρε!), επέμεινε η Μαρία, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δικά της γέλια. "Fatima, mai, Fatima!, Ha ha ha" (Φατίμα, μωρέ, Φατίμα!), κατάφερε να θυμηθεί συνεχίζοντας να γελάει. "Bine, o să trec cu Fatima" (Καλώς, θα περάσω με τη Φατίμα), ενημέρωσα τη Μαρία, ενώ ταυτόχρονα διέκρινα τη συγκρατημένη έκπληξη της περί ης ο λόγος. "Trec acolo" (περνάω εκεί), έδειξα, όχι το δωμάτιο του σαλονιού —που ήταν άδειο— αλλά εκείνο του διαδρόμου, που είχα περισσότερο καιρό να επισκεφτώ. "Aicia, n-are lampa, n-are φως" (Εδώ, δεν έχει λάμπα, δεν έχει φως), με προειδοποίησε εκείνη. "Nu contează, nu ma supără" (Δεν έχει σημασία, δεν με στενοχωρεί). "Haide!" ('Αιντε!), μου έδειξε να περάσω στη σκοτεινή αλλά ψιλοσυμπαθητική κάμαρα. Πριν με αφήσει μόνο, ζήτησα να πει στην κοπέλα ότι ήθελα μια πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ. "Nu, se duce in partea asta, fiindcă are o camera şi pe urma vine la tine" ('Οχι —μην ανησυχείς—, πάει σε αυτό το μέρος —δίπλα—, επειδή έχει ένα δωμάτιο [η κλειστή πόρτα που είχα δει] και στη συνέχεια έρχεται σε σένα), μου έκανε γνωστό.
"E Grec!" (Είναι 'Ελληνας!), την άκουσα ν' απαντά, προφανώς στην ερώτηση της Φατίμα.
Δεν είχαν περάσει δυο-τρία λεπτά, αφότου είχα μπει, όταν άκουσα τα βογγητά της από δίπλα, ενώ πριν συμπληρωθεί το εξάλεπτο άνοιγε την πόρτα μου!
«Γεια σου», της ξαναευχήθηκα. "Știți românește?" (Ξέρετε —πληθυντικός— ρουμάνικα;)
Πριν με καπακώσει κι αρχίσει τα προκαταρκτικά, σχολίασα πως τ' όνομά της προέρχεται απ' την Αραβία. Μου είπε ότι το έχουν και στη Μολδαβία. Τα προκαταρκτικά της, λοιπόν, συμπεριλάμβαναν φιλιά–γλείψιμο, σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, επίσης γλωσσόφιλα (Εγώ: «Φιλάς στο στόμα; Αυτή: «Ναι»), γλείψιμο των αυτιών, με παράλληλο παίξιμο της πούτσας μου. Μου φάνηκε όμως κομματάκι βιαστική — ήταν βιαστική. Πάντως εγώ είχα καρακαυλώσει! «Πόσων χρονών είσαι;», έκανα την αδιάκριτη ερώτηση. «Τριάντα», μου απάντησε. Της είπα και τη δική μου ηλικία. "Mulți înainte" (Πολλά [χρόνια] μπροστά — δηλαδή, να ζήσεις). Της ζήτησα να περάσουμε στο τσιμπούκι. Την καπότα την ξετύλιξα μόνος μου. Πριν ξεκινήσει να πιπώνει τη σκούπισε μ' ένα υγρό μαντιλάκι.
Τ' ρολόι μου έδειχνε πως είχαν περάσει τέσσερα λεπτά, από τότε που είχε μπει, όταν —με καλό τρόπο— μου είπε πως έπρεπε να βιαστούμε... Δεν την άφησα να με τσιμπουκώσει παρά ελάχιστα (το τσιμπούκι της δεν μου άρεσε). Την "κάρφωσα'' ιεραποστολικά και σε συνδυασμό με τα γλωσσόφιλα που ανταλλάξαμε, ύστερα από μερικά ηδονικά μέσα-έξω, αναφώνησα: "Am terminat!" (Τελείωσα!).
Πριν όμως φύγει, καθώς ετοιμαζόταν, τη συμβούλεψα, πάντα με το χαμόγελο, πως: "Nu trebuie să te grăbeşti" (Δεν πρέπει να βιάζεσαι). Το παραδέχτηκε λέγοντας: "Αm înțeles" (Κατάλαβα) και πήγε να με βοηθήσει να βγάλω την καπότα. Τη ρώτησα εάν δούλευε αλλού. Μου απάντησε πως μόλις είχε έρθει απ' τη Μολδαβία κι ότι δεν της άρεσε η δουλειά της πόρνης, μιας κι είναι κουραστική και τα λεφτά λίγα.
«Καινούργια κοπέλα!», ανακοίνωσε η υπηρεσία —που στο μεταξύ είχε έρθει— βγαίνοντας η Φατίμα στο σαλόνι.
Στο σαλόνι δεν υπήρχε ψυχή, ενώ η πόρτα του δωματίου —απέναντι απ' την εξώπορτα—ήταν κλειστή. Σύντομα εμφανίστηκε η Μαρία, η πόρνη που είχα πάρει εκεί στις 13 του τρέχοντος μηνός. «Γεια σου», της ευχήθηκα καθώς με πλησίαζε. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά». Για λίγο κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Εσύ, η Μαρία δεν είσαι;». «Ναι, χα χα». Κατάλαβα πως μ' είχε αναγνωρίσει. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε μία χαμηλομέτριου αναστήματος γυναίκα, με μαύρο μαλλί μέχρι τους ώμους, έτσι κι έτσι πρόσωπο, μεσαίο στήθος, σώμα με πιασιματάκια. «Γεια σου», ευχήθηκα και σε 'κείνη, ενώ αμέσως ρώτησα: «Κι εσύ είσαι η;...». Δεν έδειξε να καταλαβαίνει. «'Ονομα», της εξήγησε η Μαρία. "Ce?" (Τι;), μόρφασε εκείνη. "Cum te cheamă" (Πώς σε λένε), της μίλησε στα ρουμάνικα. "Aaa, am uitat! Ha ha ha" (Ξέχασα), είπε έπειτα από λίγη σκέψη, πιάνοντάς την τα γέλια. "Cum te chiamă, ma!" (Πώς σε λένε, ρε!), επέμεινε η Μαρία, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δικά της γέλια. "Fatima, mai, Fatima!, Ha ha ha" (Φατίμα, μωρέ, Φατίμα!), κατάφερε να θυμηθεί συνεχίζοντας να γελάει. "Bine, o să trec cu Fatima" (Καλώς, θα περάσω με τη Φατίμα), ενημέρωσα τη Μαρία, ενώ ταυτόχρονα διέκρινα τη συγκρατημένη έκπληξη της περί ης ο λόγος. "Trec acolo" (περνάω εκεί), έδειξα, όχι το δωμάτιο του σαλονιού —που ήταν άδειο— αλλά εκείνο του διαδρόμου, που είχα περισσότερο καιρό να επισκεφτώ. "Aicia, n-are lampa, n-are φως" (Εδώ, δεν έχει λάμπα, δεν έχει φως), με προειδοποίησε εκείνη. "Nu contează, nu ma supără" (Δεν έχει σημασία, δεν με στενοχωρεί). "Haide!" ('Αιντε!), μου έδειξε να περάσω στη σκοτεινή αλλά ψιλοσυμπαθητική κάμαρα. Πριν με αφήσει μόνο, ζήτησα να πει στην κοπέλα ότι ήθελα μια πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ. "Nu, se duce in partea asta, fiindcă are o camera şi pe urma vine la tine" ('Οχι —μην ανησυχείς—, πάει σε αυτό το μέρος —δίπλα—, επειδή έχει ένα δωμάτιο [η κλειστή πόρτα που είχα δει] και στη συνέχεια έρχεται σε σένα), μου έκανε γνωστό.
"E Grec!" (Είναι 'Ελληνας!), την άκουσα ν' απαντά, προφανώς στην ερώτηση της Φατίμα.
Δεν είχαν περάσει δυο-τρία λεπτά, αφότου είχα μπει, όταν άκουσα τα βογγητά της από δίπλα, ενώ πριν συμπληρωθεί το εξάλεπτο άνοιγε την πόρτα μου!
«Γεια σου», της ξαναευχήθηκα. "Știți românește?" (Ξέρετε —πληθυντικός— ρουμάνικα;)
Πριν με καπακώσει κι αρχίσει τα προκαταρκτικά, σχολίασα πως τ' όνομά της προέρχεται απ' την Αραβία. Μου είπε ότι το έχουν και στη Μολδαβία. Τα προκαταρκτικά της, λοιπόν, συμπεριλάμβαναν φιλιά–γλείψιμο, σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, επίσης γλωσσόφιλα (Εγώ: «Φιλάς στο στόμα; Αυτή: «Ναι»), γλείψιμο των αυτιών, με παράλληλο παίξιμο της πούτσας μου. Μου φάνηκε όμως κομματάκι βιαστική — ήταν βιαστική. Πάντως εγώ είχα καρακαυλώσει! «Πόσων χρονών είσαι;», έκανα την αδιάκριτη ερώτηση. «Τριάντα», μου απάντησε. Της είπα και τη δική μου ηλικία. "Mulți înainte" (Πολλά [χρόνια] μπροστά — δηλαδή, να ζήσεις). Της ζήτησα να περάσουμε στο τσιμπούκι. Την καπότα την ξετύλιξα μόνος μου. Πριν ξεκινήσει να πιπώνει τη σκούπισε μ' ένα υγρό μαντιλάκι.
Τ' ρολόι μου έδειχνε πως είχαν περάσει τέσσερα λεπτά, από τότε που είχε μπει, όταν —με καλό τρόπο— μου είπε πως έπρεπε να βιαστούμε... Δεν την άφησα να με τσιμπουκώσει παρά ελάχιστα (το τσιμπούκι της δεν μου άρεσε). Την "κάρφωσα'' ιεραποστολικά και σε συνδυασμό με τα γλωσσόφιλα που ανταλλάξαμε, ύστερα από μερικά ηδονικά μέσα-έξω, αναφώνησα: "Am terminat!" (Τελείωσα!).
Πριν όμως φύγει, καθώς ετοιμαζόταν, τη συμβούλεψα, πάντα με το χαμόγελο, πως: "Nu trebuie să te grăbeşti" (Δεν πρέπει να βιάζεσαι). Το παραδέχτηκε λέγοντας: "Αm înțeles" (Κατάλαβα) και πήγε να με βοηθήσει να βγάλω την καπότα. Τη ρώτησα εάν δούλευε αλλού. Μου απάντησε πως μόλις είχε έρθει απ' τη Μολδαβία κι ότι δεν της άρεσε η δουλειά της πόρνης, μιας κι είναι κουραστική και τα λεφτά λίγα.
«Καινούργια κοπέλα!», ανακοίνωσε η υπηρεσία —που στο μεταξύ είχε έρθει— βγαίνοντας η Φατίμα στο σαλόνι.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 24, 2015
Όνομα κοπέλας
Φατίμα
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
4.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 11:43 π.μ
«Γεια σας, χαίρ–». «Η Βικτώρια, είναι εδώ;». «Βικτώρια, ναι μωρό μου!». Την πλήρωσα. «Περάστε, εδώ».
Χθες, ώρα 11:59 π.μ
«Γεια σας, καλημέρα σας!», μου ευχήθηκε η υπηρεσία. «Σήμερα, Βικτώρια και Νικόλ. Δύο κοπέλες!... Παρακαλώ, Βικτώρια! Φουλ πρόγραμμα». Παρουσιάστηκε —και με χαιρέτησε με χαμόγελο— μια κοντόφαρδη στρογγυλοπρόσωπη ξανθιά, με το μαλλί πιασμένο πίσω, μεγάλα μπομπόνια, άσπρη επιδερμίδα. Την είχα ξαναδεί εκεί, σε προηγούμενες βόλτες μου. «Παρακαλώ, Νικόλ! Τούρμπο τσιμπουκάκι, ισπανικό, πισωκολλητό, όλες οι στάσεις». Εμφανίστηκε η γνωστή νταρντάνα, απ' το απέναντι 15 και το Κολωνού 53. «Κάνουν και παρτουζίτσα, δύο μαζί. Θα περάσετε;». «Ευχαριστώ πολύ», είπα και κίνησα προς την εξώπορτα. «Παρακαλώ», ανταπέδωσε η τσατσά. «Ευχαριστώ, ναι ή ευχαριστώ, όχι;», με ρώτησε η Βικτώρια. Σταμάτησα και κοιτάζοντάς την στα μάτια, μετά από ένα-δυο δευτερόλεπτα, της είπα: «Ευχαριστώ, όχι. Χε χε χε». «Χα χα χα, να 'στε καλά, σας περιμένουμε!», ακούστηκε η υπηρεσία.
Το δωμάτιο, σχήματος τραπεζίου, ήταν ικανοποιητικό — καιρό είχα να περάσω εκεί. Η κοντοφάρδουλη πόρνη άνοιξε την πόρτα του ύστερα από δύο λεπτά. Εγώ κλασικά είχα ξαπλώσει. Η γελαστή, σχετικά νέα στην ηλικία, ιερόδουλη έμεινε ολόγυμνη και ξαπλώνοντας πλάι μου είπε με ηδυπάθεια: «Τι να σε κάνω αγάπη μου;», ενώ χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να με φιλάει–γλείφει στην ομόπλευρη θηλή, στο στήθος, στον λαιμό, στ' ομόπλευρο μάγουλο, σε ολόκληρο τ' ομόπλευρο αυτί. «Μπράβο, ξεκίνα έτσι...», την ενθάρρυνα απ' τη μεριά μου. «Ναι, αγάπη μου!...», συνέχισε ν' ανταποκρίνεται. Μάλιστα, περνώντας από πάνω μου, βρέθηκε στην αντίθετη πλευρά, λέγοντάς μου: «'Εχουμε κι από δω...» κι εξακολούθησε τα φιλάκια–γλειψιματάκια, στ' αντίστοιχα σημεία του κορμιού και της κεφαλής μου. «Ναι μπράβο, έτσι, έτσι!...», έλεγα εγώ τα δικά μου. «Μμμ... να γλείφω τ' αρχιδάκια σου; Θα σου αρέσει;». «Ναι, αλλά το στοματικό το θέλω με καπότα!». «Με καπότα, με καπότα!», με κοίταξε σοβαρά. Εμ, βέβαια, στο Μεταξουργείο βρισκόμουν, που όταν αναφέρουν «φουλ», συνήθως εννοούν «κώλο» («φουλ του κώλου», που λέει και κάποιος). «Μπανανίτσα;», μου έδειξε το προφυλακτικό. Η πίπα που ακολούθησε ήταν αργή, βαθιά, ρουφηχτή, με αρκετά «σλουρπ» και κάποια «ποπ». «Σου (...) σει;», την άκουσα να ρωτάει. «Τι;», άνοιξα τα μάτια μου. «Σου αρέσει αγάπη μου;». Απάντησα καταφατικά.
«'Ελα πισωκολλητά!», της ζήτησα ύστερα από λίγο. «Ναι αγάπη μου!», συμφώνησε και πήρε θέση. Το περικλανίδιό της ήταν μακρόστενο και φαινόταν δουλεμένο, ενώ ανάμεσα απ΄τα μεγάλα μουνόχειλά της διέκρινα το χαίνον στόμιο του κόλπου της — η γύρω περιοχή ήταν ξυρισμένη.
Μπήκα μ' ευκολία κι άρχισα τα μέσα-έξω. «Πλαφ πλαφ πλαφ!». «ΜΜΜΑΑ, χα χα!... Μμμ...», "καύλωνε" η Βικτωρία. «Τσαφ, τσουφ!», δεχόταν αδιαμαρτύρητα τις ήπιες ξυλιές μου στα καπούλια της. Και ξανά «πλαφ πλαφ πλαφ!...» και λίγα ακόμη «τσαφ τσαφ τσαφ!», μέχρι που... «'Εχυσααα!». «Μπράβο μωρό μου!». Γυρίζοντας προς το μέρος μου, άρπαξε το κεφάλι μου και «ματς!», μου έδωσε ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο — έδινε και γλωσσόφιλα, αλλά δεν πήρα.
«Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «'Οχι, μόνο εδώ». «Από Ρωσία, ε;», συνέχισα τις ερωτήσεις. «Ουκρέιν», απάντησε με χαμόγελο. «Α, Ουκρανία!». «Εντάξει, όλο Ρωσία είναι», συμπλήρωσε αδιάφορα, κάνοντάς με ν' αμφιβάλλω για τα πατριωτικά της αισθήματα. «Μάλιστα... μέχρι τι ώρα δουλεύεις;». «Μέχρι πέντε (μ.μ)». «Α, μέχρι πέντε, ωραία!». «Γεια σου μωράκι μου, ευχαριστώ!». «Γεια σου, γεια σου!».
«Γεια σας, χαίρ–». «Η Βικτώρια, είναι εδώ;». «Βικτώρια, ναι μωρό μου!». Την πλήρωσα. «Περάστε, εδώ».
Χθες, ώρα 11:59 π.μ
«Γεια σας, καλημέρα σας!», μου ευχήθηκε η υπηρεσία. «Σήμερα, Βικτώρια και Νικόλ. Δύο κοπέλες!... Παρακαλώ, Βικτώρια! Φουλ πρόγραμμα». Παρουσιάστηκε —και με χαιρέτησε με χαμόγελο— μια κοντόφαρδη στρογγυλοπρόσωπη ξανθιά, με το μαλλί πιασμένο πίσω, μεγάλα μπομπόνια, άσπρη επιδερμίδα. Την είχα ξαναδεί εκεί, σε προηγούμενες βόλτες μου. «Παρακαλώ, Νικόλ! Τούρμπο τσιμπουκάκι, ισπανικό, πισωκολλητό, όλες οι στάσεις». Εμφανίστηκε η γνωστή νταρντάνα, απ' το απέναντι 15 και το Κολωνού 53. «Κάνουν και παρτουζίτσα, δύο μαζί. Θα περάσετε;». «Ευχαριστώ πολύ», είπα και κίνησα προς την εξώπορτα. «Παρακαλώ», ανταπέδωσε η τσατσά. «Ευχαριστώ, ναι ή ευχαριστώ, όχι;», με ρώτησε η Βικτώρια. Σταμάτησα και κοιτάζοντάς την στα μάτια, μετά από ένα-δυο δευτερόλεπτα, της είπα: «Ευχαριστώ, όχι. Χε χε χε». «Χα χα χα, να 'στε καλά, σας περιμένουμε!», ακούστηκε η υπηρεσία.
Το δωμάτιο, σχήματος τραπεζίου, ήταν ικανοποιητικό — καιρό είχα να περάσω εκεί. Η κοντοφάρδουλη πόρνη άνοιξε την πόρτα του ύστερα από δύο λεπτά. Εγώ κλασικά είχα ξαπλώσει. Η γελαστή, σχετικά νέα στην ηλικία, ιερόδουλη έμεινε ολόγυμνη και ξαπλώνοντας πλάι μου είπε με ηδυπάθεια: «Τι να σε κάνω αγάπη μου;», ενώ χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να με φιλάει–γλείφει στην ομόπλευρη θηλή, στο στήθος, στον λαιμό, στ' ομόπλευρο μάγουλο, σε ολόκληρο τ' ομόπλευρο αυτί. «Μπράβο, ξεκίνα έτσι...», την ενθάρρυνα απ' τη μεριά μου. «Ναι, αγάπη μου!...», συνέχισε ν' ανταποκρίνεται. Μάλιστα, περνώντας από πάνω μου, βρέθηκε στην αντίθετη πλευρά, λέγοντάς μου: «'Εχουμε κι από δω...» κι εξακολούθησε τα φιλάκια–γλειψιματάκια, στ' αντίστοιχα σημεία του κορμιού και της κεφαλής μου. «Ναι μπράβο, έτσι, έτσι!...», έλεγα εγώ τα δικά μου. «Μμμ... να γλείφω τ' αρχιδάκια σου; Θα σου αρέσει;». «Ναι, αλλά το στοματικό το θέλω με καπότα!». «Με καπότα, με καπότα!», με κοίταξε σοβαρά. Εμ, βέβαια, στο Μεταξουργείο βρισκόμουν, που όταν αναφέρουν «φουλ», συνήθως εννοούν «κώλο» («φουλ του κώλου», που λέει και κάποιος). «Μπανανίτσα;», μου έδειξε το προφυλακτικό. Η πίπα που ακολούθησε ήταν αργή, βαθιά, ρουφηχτή, με αρκετά «σλουρπ» και κάποια «ποπ». «Σου (...) σει;», την άκουσα να ρωτάει. «Τι;», άνοιξα τα μάτια μου. «Σου αρέσει αγάπη μου;». Απάντησα καταφατικά.
«'Ελα πισωκολλητά!», της ζήτησα ύστερα από λίγο. «Ναι αγάπη μου!», συμφώνησε και πήρε θέση. Το περικλανίδιό της ήταν μακρόστενο και φαινόταν δουλεμένο, ενώ ανάμεσα απ΄τα μεγάλα μουνόχειλά της διέκρινα το χαίνον στόμιο του κόλπου της — η γύρω περιοχή ήταν ξυρισμένη.
Μπήκα μ' ευκολία κι άρχισα τα μέσα-έξω. «Πλαφ πλαφ πλαφ!». «ΜΜΜΑΑ, χα χα!... Μμμ...», "καύλωνε" η Βικτωρία. «Τσαφ, τσουφ!», δεχόταν αδιαμαρτύρητα τις ήπιες ξυλιές μου στα καπούλια της. Και ξανά «πλαφ πλαφ πλαφ!...» και λίγα ακόμη «τσαφ τσαφ τσαφ!», μέχρι που... «'Εχυσααα!». «Μπράβο μωρό μου!». Γυρίζοντας προς το μέρος μου, άρπαξε το κεφάλι μου και «ματς!», μου έδωσε ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο — έδινε και γλωσσόφιλα, αλλά δεν πήρα.
«Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «'Οχι, μόνο εδώ». «Από Ρωσία, ε;», συνέχισα τις ερωτήσεις. «Ουκρέιν», απάντησε με χαμόγελο. «Α, Ουκρανία!». «Εντάξει, όλο Ρωσία είναι», συμπλήρωσε αδιάφορα, κάνοντάς με ν' αμφιβάλλω για τα πατριωτικά της αισθήματα. «Μάλιστα... μέχρι τι ώρα δουλεύεις;». «Μέχρι πέντε (μ.μ)». «Α, μέχρι πέντε, ωραία!». «Γεια σου μωράκι μου, ευχαριστώ!». «Γεια σου, γεια σου!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 23, 2015
Όνομα κοπέλας
Βικτώρια
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.3
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 11:56 π.μ
Με το που έμπαινα στο σαλονάκι του ισογείου έβγαινε η πόρνη απ' το δωμάτιο. «Γεια σας...», μου ευχήθηκε χαμογελώντας. Τη θυμόμουν απ' το Λιοσίων 76Β. Επρόκειτο για μία μελαψή, μέτριας εμφάνισης και πολλών κιλών γυναίκα (χοντρά βραχιόνια, κοιλάρα, κωλάρα, ποδάρες), με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι την πλάτη, μεσαίο στήθος, μέτριο ανάστημα. «Γεια σου!», αντευχήθηκα. «Γεια σου Μιράντα!», της ευχήθηκε κι ο μακρυμάλλης υπηρέτης. «Τι κάνεις;», απευθύνθηκε σε μένα η κοκότα. «Καλά», της απάντησα. «Καλά;», ξαναρώτησε. «Θαυμαστής σου!», παρενέβη ο τσάτσος — αστειευόμενος, πως και καλά εγώ ήμουν θαυμαστής της. Χαμογέλασα κι αμέσως τον ρώτησα: «Τι πρόγραμμα έχει η κοπέλα;». «Λέω θαυμαστής, γιατί εδώ εμείς κάνουμε χιούμορ.», εξήγησε εκείνος, για να συνεχίσει στο ίδιο στυλ: «Είναι πρώην τραγουδίστρια, εάν θα περάσετε μέσα θα σας δώσει και αυτόγραφο! Της δίνετε το μικρόφωνο, άκου να δεις πλάκα, και κάνει καριέρα! Χα χα χα!... Ελεύθερο (στοματικό) θα σου κάνει και τελειωτικό, οκέι;». «Εντάξει», συμφώνησα και σηκώθηκα να φύγω. «Εδώ είναι κάθε μέρα, όποτε γουστάρεις έλα».
'Υστερα από λίγα λεπτά επέστρεψα δίνοντάς του το δεκάρικο. «Μου το χρωστάγατε κύριε, αυτό είναι το μπουρμπουάρ μου!», είπε παίρνοντάς το, ενώ στρεφόμενος προς την πόρνη —στο κουζινάκι— φώναξε: «Μου έδωσε μπουρμπουάρ ο κύριος!». «Μπαίνω», του έκανα γνωστό. «Ναι μάτια μου, μπες όπου θέλεις (σε όποιο απ' τα δύο ψιλοάθλια δωμάτια) και αυτόγραφο θα σου δώσει! ΧΕ ΧΕ ΧΕ!...», συνέχισε ν' αστεΐζεται. Πλάκα είχε ο τύπος...
Η "πρώην τραγουδίστρια" άνοιξε την πόρτα μου έπειτα από εφτά λεπτά. «Τι κάνετε;», μου ξαναχαμογέλασε. «Καλά», της απάντησα απ΄το κρεβάτι όπου ξάπλωνα. «Πώς σας λένε;» «Τάδε». «Μιράντα!». «Από πού είστε;». «'Ελληνας, εσύ;». «Εγώ, Βραζιλιάνα». «Α, μάλιστα». «Το βάζω;», μου έδειξε την καπότα. «Ναι». Καθώς την τοποθετούσε —σε πεσμένο πουλί— τη ρώτησα εάν έκανε προκαταρκτικά (φιλάκια, γλειψιματάκια, τέτοια...). «Ναι, άμα θέλεις σε φιλάω, δεν έχω πρόβλημα». Το γλείψιμό της εστιάστηκε στις θηλές κι έπειτα από παρότρυνσή μου, στον λαιμό, ενώ ήταν μονότονο —αν και ακολουθούσε τις οδηγίες μου σε ό,τι αφορούσε την ένταση, την έκταση, την υγρασία— και χωρίς φαντασία. Το δικό μου όμως γλείψιμο-ρούφηγμα των βυζιών της, αλλά και το γλείψιμο του λαιμού, των μάγουλων και των λοβών των αυτιών της, είχε την ένταση που χρειαζόταν για να καυλώσω ικανοποιητικά. Η καλυμμένη πίπα της ήταν ρυθμική και βαθιά — σφιχτή πίπα.
«'Ερχεσαι λίγο από πάνω;», της ζήτησα όταν αισθάνθηκα έτοιμος. «Μ-μ!» (καταφατικό). «'Αστο σε μένα...», είπε πιάνοντας το καυλί μου, ενώ χώνοντάς το μέσα της άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω. Κάποια στιγμή την τράβηξα πάνω μου — στο στόμα δεν με φίλησε. Τη γάμησα και πισωκολλητά γονατιστά, όπου και κατάφερα να ολοκληρώσω.
«Εσύ ήσουνα και στο Λιοσίων 76Β, έτσι;», της άνοιξα κουβέντα καθώς ετοιμαζόμασταν. «Ναι, ήμουνα εκεί και ήμουνα και Παιωνίου, στο στενάκι, εκεί ήμουν ενάμισι χρόνο και μετά στο 76», εξήγησε χαμογελώντας. «'Ησουν και σε μασατζίδικο πιο πριν;», ρώτησα, μπας και... «'Ημουνα, εδώ, Κων/πόλεως». «Κων/πόλεως, ποιο;». «Το 34;», είπε αβέβαια — αργότερα ψάχνοντας δεν βρήκα κανένα τέτοιο μασατζίδικο, μήπως εννοούσε το στούντιο Κων/πόλεως 94).
«Ευχαριστώ μωρό μου, φιλάκια!», με αποχαιρέτησε τελικά.
Ο υπηρέτης υποδεχόταν κόσμο στο σαλόνι.
Με το που έμπαινα στο σαλονάκι του ισογείου έβγαινε η πόρνη απ' το δωμάτιο. «Γεια σας...», μου ευχήθηκε χαμογελώντας. Τη θυμόμουν απ' το Λιοσίων 76Β. Επρόκειτο για μία μελαψή, μέτριας εμφάνισης και πολλών κιλών γυναίκα (χοντρά βραχιόνια, κοιλάρα, κωλάρα, ποδάρες), με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι την πλάτη, μεσαίο στήθος, μέτριο ανάστημα. «Γεια σου!», αντευχήθηκα. «Γεια σου Μιράντα!», της ευχήθηκε κι ο μακρυμάλλης υπηρέτης. «Τι κάνεις;», απευθύνθηκε σε μένα η κοκότα. «Καλά», της απάντησα. «Καλά;», ξαναρώτησε. «Θαυμαστής σου!», παρενέβη ο τσάτσος — αστειευόμενος, πως και καλά εγώ ήμουν θαυμαστής της. Χαμογέλασα κι αμέσως τον ρώτησα: «Τι πρόγραμμα έχει η κοπέλα;». «Λέω θαυμαστής, γιατί εδώ εμείς κάνουμε χιούμορ.», εξήγησε εκείνος, για να συνεχίσει στο ίδιο στυλ: «Είναι πρώην τραγουδίστρια, εάν θα περάσετε μέσα θα σας δώσει και αυτόγραφο! Της δίνετε το μικρόφωνο, άκου να δεις πλάκα, και κάνει καριέρα! Χα χα χα!... Ελεύθερο (στοματικό) θα σου κάνει και τελειωτικό, οκέι;». «Εντάξει», συμφώνησα και σηκώθηκα να φύγω. «Εδώ είναι κάθε μέρα, όποτε γουστάρεις έλα».
'Υστερα από λίγα λεπτά επέστρεψα δίνοντάς του το δεκάρικο. «Μου το χρωστάγατε κύριε, αυτό είναι το μπουρμπουάρ μου!», είπε παίρνοντάς το, ενώ στρεφόμενος προς την πόρνη —στο κουζινάκι— φώναξε: «Μου έδωσε μπουρμπουάρ ο κύριος!». «Μπαίνω», του έκανα γνωστό. «Ναι μάτια μου, μπες όπου θέλεις (σε όποιο απ' τα δύο ψιλοάθλια δωμάτια) και αυτόγραφο θα σου δώσει! ΧΕ ΧΕ ΧΕ!...», συνέχισε ν' αστεΐζεται. Πλάκα είχε ο τύπος...
Η "πρώην τραγουδίστρια" άνοιξε την πόρτα μου έπειτα από εφτά λεπτά. «Τι κάνετε;», μου ξαναχαμογέλασε. «Καλά», της απάντησα απ΄το κρεβάτι όπου ξάπλωνα. «Πώς σας λένε;» «Τάδε». «Μιράντα!». «Από πού είστε;». «'Ελληνας, εσύ;». «Εγώ, Βραζιλιάνα». «Α, μάλιστα». «Το βάζω;», μου έδειξε την καπότα. «Ναι». Καθώς την τοποθετούσε —σε πεσμένο πουλί— τη ρώτησα εάν έκανε προκαταρκτικά (φιλάκια, γλειψιματάκια, τέτοια...). «Ναι, άμα θέλεις σε φιλάω, δεν έχω πρόβλημα». Το γλείψιμό της εστιάστηκε στις θηλές κι έπειτα από παρότρυνσή μου, στον λαιμό, ενώ ήταν μονότονο —αν και ακολουθούσε τις οδηγίες μου σε ό,τι αφορούσε την ένταση, την έκταση, την υγρασία— και χωρίς φαντασία. Το δικό μου όμως γλείψιμο-ρούφηγμα των βυζιών της, αλλά και το γλείψιμο του λαιμού, των μάγουλων και των λοβών των αυτιών της, είχε την ένταση που χρειαζόταν για να καυλώσω ικανοποιητικά. Η καλυμμένη πίπα της ήταν ρυθμική και βαθιά — σφιχτή πίπα.
«'Ερχεσαι λίγο από πάνω;», της ζήτησα όταν αισθάνθηκα έτοιμος. «Μ-μ!» (καταφατικό). «'Αστο σε μένα...», είπε πιάνοντας το καυλί μου, ενώ χώνοντάς το μέσα της άρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω. Κάποια στιγμή την τράβηξα πάνω μου — στο στόμα δεν με φίλησε. Τη γάμησα και πισωκολλητά γονατιστά, όπου και κατάφερα να ολοκληρώσω.
«Εσύ ήσουνα και στο Λιοσίων 76Β, έτσι;», της άνοιξα κουβέντα καθώς ετοιμαζόμασταν. «Ναι, ήμουνα εκεί και ήμουνα και Παιωνίου, στο στενάκι, εκεί ήμουν ενάμισι χρόνο και μετά στο 76», εξήγησε χαμογελώντας. «'Ησουν και σε μασατζίδικο πιο πριν;», ρώτησα, μπας και... «'Ημουνα, εδώ, Κων/πόλεως». «Κων/πόλεως, ποιο;». «Το 34;», είπε αβέβαια — αργότερα ψάχνοντας δεν βρήκα κανένα τέτοιο μασατζίδικο, μήπως εννοούσε το στούντιο Κων/πόλεως 94).
«Ευχαριστώ μωρό μου, φιλάκια!», με αποχαιρέτησε τελικά.
Ο υπηρέτης υποδεχόταν κόσμο στο σαλόνι.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 22, 2015
Όνομα κοπέλας
Μιράντα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
3.5
Εμφάνιση κοπέλας
4.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
2.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
2.0
Τρίτη, ώρα 8:02 π.μ
Το πρωί της 13ης του τρέχοντος μηνός είχα ανεβεί στο εν λόγω μπουρδέλο για την 'Ερικα, στη θέση της όμως δούλευε μία Τάνια. «Η 'Ερικα πότε είναι;», είχα ρωτήσει τη συμπαθητική τρανσέξουαλ υπηρεσία — από Λιοσίων 79Α. «Την περιμέναμε το πρωί και δεν ήρθε και φωνάξαμε την Τάνια», ήταν η απάντησή της. «Αα...», έκανα. «Η άλλη κοιμήθηκε». «Η 'Ερικα πότε θα έρθει τελικά;», επέμεινα. «Αυτή είναι καλό κοριτσάκι, η 'Ερικα, ναι, δεν ήρθε σήμερα–». «Ε, θα έρθω αύριο», βιάστηκα να συμπληρώσω. «Μπορεί να 'ρθει μετά˙ έχει δύο βάρδιες, είναι μετά τις 12 (το μεσημέρι). Θα 'ρθει όμως;». «Εντάξει ευχαριστώ!». 'Ετσι κι αλλιώς δεν είχα χρόνο να περιμένω. Κράτησα όμως εκείνο που άκουσα: «καλό κοριτσάκι». Ε, είπα, καλό κοριτσάκι λέει πως είναι, ασχημούλα είναι, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για καλές υπηρεσίες.
«Καλημέρα!», μου ευχήθηκε η νεαρή, ξανθιά, κοντή, αθιγγανίδα υπηρεσία, συνεχίζοντας: «Η κοπέλα κάνει: μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια, ελεύθερο στοματικό, κωλαράκι, δέκα ευρώ... 'Ερικα!». «Ωραία!», είπα από μέσα μου στο άκουσμα του ονόματος. Εμφανίστηκε η περί ης ο λόγος: μια ευτραφής, νέα σχετικά στην ηλικία, γυναίκα, με σκουροκάστανο μαλλί μέχρι τους ώμους, ψιλοπρησμένο πρόσωπο με σχιστά μάτια, μεσαίο στήθος (φορούσε εσωφόρι), φαρδιά κωλάρα, χοντρουλά πόδια. «Η 'Ερικα!». «Γεια σου!», τη χαιρέτησα. «Θα περάσεις;», με ρώτησε η νεαρή τσατσά. «Θα περάσω!», της απάντησα, βγάζοντας το δεκάρικο.
Στο ψιλοάθλιο δωμάτιο περίμενα 7-8 λεπτά μέχρι να δω την πόρτα ν' ανοίγει. «Γεια σου», της ευχήθηκα. «Γεια σου», αντευχήθηκε ανόρεχτα πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. «Καλά είσαι;», συνέχισα. "No grec", ήταν η απάντησή της βγάζοντας το μεσοφόρι. "Where are you from?", επέμεινα. «Ρούσκι, Μολδάβσκι», απάντησε. «A, Ρούσκι!», έκανα και δείχνοντας τον εαυτό μου συμπλήρωσα: "Grec!".
Ανέκφραστη γονάτισε πλάι μου και πήρε να με σκουπίσει μ' ένα υγρό μαντιλάκι. Της είπα, στ' αγγλικά, πως δεν επιθυμούσα ελεύθερο στοματικό. 'Επιασε τη συσκευασμένη καπότα. «Δεν μιλάς καθόλου ελληνικά;». Καμία απάντηση, ούτε ένα βλέμμα. «Καταλαβαίνεις ελληνικά λίγο;». Σημασία... «Ελληνικά καταλαβαίνεις;». Αντί γι' απάντηση πήγε να μου φορέσει την καπότα. «Περί περί, περίμενε!» (είχα αρχίσει να τα "παίρνω"...). «Καταλαβαίνεις ελληνικά; Να σου μιλήσω θέλω λίγο». ''No grec!", απάντησε μ' έναν υφέρποντα εκνευρισμό, τον οποίον εισέπραξα. "Do you speak english?". "No!". Τέλος πάντων, τελικά της έδωσα να καταλάβει πως πριν μου βάλει το προφυλακτικό θα ήθελα κάποια προκαταρκτικά. Πριν με φιλήσει —γρήγορα κι επιφανειακά στις θηλές και λίγο στο στήθος—, είπε δυνατά κι εκνευρισμένη δυο λέξεις στα ρούσικα (έτσι, με "ου"). «Χε χε...», γέλασα. Τι να έκανα; Το έπαιξα μαλάκας μπας και κάναμε τίποτα.
Κατά τη διάρκεια της συντομότατης και άτεχνης πίπας, της έλεγα «μπράβο» και «μπράβο», μπας και φιλοτιμηθεί, αλλά πού!... 'Οταν της ζήτησα, στ' αγγλικά και με νοήματα, να με πιπώσει πιο αργά, μου πέταξε εκνευρισμένη: «πις ντες, ταμ μπαγιό!». Το θυμάμαι γιατί το «πις ντες», μου ακούστηκε σαν το pizdă, που στα ρουμάνικα σημαίνει μουνί. «Α, με βρίζεις τώρα!», δεν άντεξα και της είπα, όμως με χαμόγελο και συνέχισα τα «μπράβο», στην άθλια πίπα της.
Με τα πολλά κατάφερα να ψιλοκαυλώσω. Της έδειξα να ξαπλώσει για ιεραποστολικό. «Κρακ κρακ κρακ!». Το έκανε κοιτάζοντας το ταβάνι και συνεχίζοντας να μιλάει ρώσικα. Μπήκα-βγήκα δυο-τρεις φορές, μου έπεσε... Τραβήχτηκα και της είπα για πισωκολλητό. «Νιετ!», μου πέταξε τότε νευριασμένη. «Γιατί;», γούρλωσα τα μάτια. Συνέχισε να μιλάει στα ρώσικα μέχρι που άκουσα τη λέξη: «προμπλέμα». «Νο προμπλέμα», της είπα, τι προμπλέμα; Ξανά εκείνη: «Προμπλέμα!». Τότε της έκανα, έντονα, νόημα να φύγει, λέγοντάς της: "Go!", και κάνοντάς της γνωστό —μιλώντας αγγλικά, ρουμάνικα, ελληνικά— πως θα ζητούσα τα χρήματά μου πίσω. «O pula! O pula!» (μια πούτσα — θα πάρεις), την άκουσα να μου απαντάει καθώς ντυνόταν. "O să vedem! Miliția! You know what miliția is?" (θα δούμε! Αστυνομία! Ξέρεις τι είναι αστυνομία;). "My money back, or miliția!", συμπλήρωσα χαμογελώντας της ειρωνικά. Εκείνη έπρεπε να μ' έβριζε στα ρώσικα — χωρίς να φωνάζει, γενικά δεν φωνάζαμε. «Θα δεις, θα δεις... O să vezi (θα δεις)», συνέχισα. "Da, n-am să vad nimic, acuma m-am speriat!" (ναι, δεν έχω να δω τίποτα. Τώρα τρόμαξα!). "A, vorbeşti romaneşte!" (Α, μιλάς ρουμάνικα!), της είπα και τότε θυμήθηκα τη λέξη «Μολδάβσκι» (Μολδαβία) που είχε αναφέρει στην αρχή. "Normal vorbesc!" (Βέβαια μιλάω!). «Και γιατί μου είπες πως είσαι απ' τη Ρωσία και μου μιλούσες ρώσικα; Δηλαδή μ' έβριζες στα ρώσικα!», τη ρώτησα στα ρουμάνικα αυτή τη φορά. Τέλος πάντων έφυγε.
«Δεν περίμενα να είναι τόσο μαλακισμένη αυτή, πάντως!», μονολογούσα καθώς ετοιμαζόμουν.
«'Ερχεσαι λίγο;», φώναξα έπειτα από μερικά λεπτά — εκείνη την ώρα στο σαλόνι έμπαινε ένας αλλοδαπός. «'Ελα», παρουσιάστηκε η νεαρή υπηρεσία. «Με την κοπέλα δεν έγινε τίποτα, δώσε μου τα λεφτά πίσω!», της είπα. «Τίποτα;». «Τίποτα δεν έγινε!».
«Μην μπεις!», είπα σιγανά και στον αλλοδαπό, που εντωμεταξύ με είχε ρωτήσει τι συνέβαινε. 'Υστερις από ένα λεπτό —το οποίο μου φάνηκε αιώνας, μιας και μου πέρασε απ' το μυαλό πως θα ειδοποιούσε κανένα φύλακα και θα είχαμε ιστορίες— επέστρεψε μ' ένα δεκάρικο στο χέρι.
Καθώς έφευγα, την άκουγα να λέει το πρόγραμμα στον συναγωνιστή.
Το πρωί της 13ης του τρέχοντος μηνός είχα ανεβεί στο εν λόγω μπουρδέλο για την 'Ερικα, στη θέση της όμως δούλευε μία Τάνια. «Η 'Ερικα πότε είναι;», είχα ρωτήσει τη συμπαθητική τρανσέξουαλ υπηρεσία — από Λιοσίων 79Α. «Την περιμέναμε το πρωί και δεν ήρθε και φωνάξαμε την Τάνια», ήταν η απάντησή της. «Αα...», έκανα. «Η άλλη κοιμήθηκε». «Η 'Ερικα πότε θα έρθει τελικά;», επέμεινα. «Αυτή είναι καλό κοριτσάκι, η 'Ερικα, ναι, δεν ήρθε σήμερα–». «Ε, θα έρθω αύριο», βιάστηκα να συμπληρώσω. «Μπορεί να 'ρθει μετά˙ έχει δύο βάρδιες, είναι μετά τις 12 (το μεσημέρι). Θα 'ρθει όμως;». «Εντάξει ευχαριστώ!». 'Ετσι κι αλλιώς δεν είχα χρόνο να περιμένω. Κράτησα όμως εκείνο που άκουσα: «καλό κοριτσάκι». Ε, είπα, καλό κοριτσάκι λέει πως είναι, ασχημούλα είναι, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για καλές υπηρεσίες.
«Καλημέρα!», μου ευχήθηκε η νεαρή, ξανθιά, κοντή, αθιγγανίδα υπηρεσία, συνεχίζοντας: «Η κοπέλα κάνει: μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια, ελεύθερο στοματικό, κωλαράκι, δέκα ευρώ... 'Ερικα!». «Ωραία!», είπα από μέσα μου στο άκουσμα του ονόματος. Εμφανίστηκε η περί ης ο λόγος: μια ευτραφής, νέα σχετικά στην ηλικία, γυναίκα, με σκουροκάστανο μαλλί μέχρι τους ώμους, ψιλοπρησμένο πρόσωπο με σχιστά μάτια, μεσαίο στήθος (φορούσε εσωφόρι), φαρδιά κωλάρα, χοντρουλά πόδια. «Η 'Ερικα!». «Γεια σου!», τη χαιρέτησα. «Θα περάσεις;», με ρώτησε η νεαρή τσατσά. «Θα περάσω!», της απάντησα, βγάζοντας το δεκάρικο.
Στο ψιλοάθλιο δωμάτιο περίμενα 7-8 λεπτά μέχρι να δω την πόρτα ν' ανοίγει. «Γεια σου», της ευχήθηκα. «Γεια σου», αντευχήθηκε ανόρεχτα πλησιάζοντας το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. «Καλά είσαι;», συνέχισα. "No grec", ήταν η απάντησή της βγάζοντας το μεσοφόρι. "Where are you from?", επέμεινα. «Ρούσκι, Μολδάβσκι», απάντησε. «A, Ρούσκι!», έκανα και δείχνοντας τον εαυτό μου συμπλήρωσα: "Grec!".
Ανέκφραστη γονάτισε πλάι μου και πήρε να με σκουπίσει μ' ένα υγρό μαντιλάκι. Της είπα, στ' αγγλικά, πως δεν επιθυμούσα ελεύθερο στοματικό. 'Επιασε τη συσκευασμένη καπότα. «Δεν μιλάς καθόλου ελληνικά;». Καμία απάντηση, ούτε ένα βλέμμα. «Καταλαβαίνεις ελληνικά λίγο;». Σημασία... «Ελληνικά καταλαβαίνεις;». Αντί γι' απάντηση πήγε να μου φορέσει την καπότα. «Περί περί, περίμενε!» (είχα αρχίσει να τα "παίρνω"...). «Καταλαβαίνεις ελληνικά; Να σου μιλήσω θέλω λίγο». ''No grec!", απάντησε μ' έναν υφέρποντα εκνευρισμό, τον οποίον εισέπραξα. "Do you speak english?". "No!". Τέλος πάντων, τελικά της έδωσα να καταλάβει πως πριν μου βάλει το προφυλακτικό θα ήθελα κάποια προκαταρκτικά. Πριν με φιλήσει —γρήγορα κι επιφανειακά στις θηλές και λίγο στο στήθος—, είπε δυνατά κι εκνευρισμένη δυο λέξεις στα ρούσικα (έτσι, με "ου"). «Χε χε...», γέλασα. Τι να έκανα; Το έπαιξα μαλάκας μπας και κάναμε τίποτα.
Κατά τη διάρκεια της συντομότατης και άτεχνης πίπας, της έλεγα «μπράβο» και «μπράβο», μπας και φιλοτιμηθεί, αλλά πού!... 'Οταν της ζήτησα, στ' αγγλικά και με νοήματα, να με πιπώσει πιο αργά, μου πέταξε εκνευρισμένη: «πις ντες, ταμ μπαγιό!». Το θυμάμαι γιατί το «πις ντες», μου ακούστηκε σαν το pizdă, που στα ρουμάνικα σημαίνει μουνί. «Α, με βρίζεις τώρα!», δεν άντεξα και της είπα, όμως με χαμόγελο και συνέχισα τα «μπράβο», στην άθλια πίπα της.
Με τα πολλά κατάφερα να ψιλοκαυλώσω. Της έδειξα να ξαπλώσει για ιεραποστολικό. «Κρακ κρακ κρακ!». Το έκανε κοιτάζοντας το ταβάνι και συνεχίζοντας να μιλάει ρώσικα. Μπήκα-βγήκα δυο-τρεις φορές, μου έπεσε... Τραβήχτηκα και της είπα για πισωκολλητό. «Νιετ!», μου πέταξε τότε νευριασμένη. «Γιατί;», γούρλωσα τα μάτια. Συνέχισε να μιλάει στα ρώσικα μέχρι που άκουσα τη λέξη: «προμπλέμα». «Νο προμπλέμα», της είπα, τι προμπλέμα; Ξανά εκείνη: «Προμπλέμα!». Τότε της έκανα, έντονα, νόημα να φύγει, λέγοντάς της: "Go!", και κάνοντάς της γνωστό —μιλώντας αγγλικά, ρουμάνικα, ελληνικά— πως θα ζητούσα τα χρήματά μου πίσω. «O pula! O pula!» (μια πούτσα — θα πάρεις), την άκουσα να μου απαντάει καθώς ντυνόταν. "O să vedem! Miliția! You know what miliția is?" (θα δούμε! Αστυνομία! Ξέρεις τι είναι αστυνομία;). "My money back, or miliția!", συμπλήρωσα χαμογελώντας της ειρωνικά. Εκείνη έπρεπε να μ' έβριζε στα ρώσικα — χωρίς να φωνάζει, γενικά δεν φωνάζαμε. «Θα δεις, θα δεις... O să vezi (θα δεις)», συνέχισα. "Da, n-am să vad nimic, acuma m-am speriat!" (ναι, δεν έχω να δω τίποτα. Τώρα τρόμαξα!). "A, vorbeşti romaneşte!" (Α, μιλάς ρουμάνικα!), της είπα και τότε θυμήθηκα τη λέξη «Μολδάβσκι» (Μολδαβία) που είχε αναφέρει στην αρχή. "Normal vorbesc!" (Βέβαια μιλάω!). «Και γιατί μου είπες πως είσαι απ' τη Ρωσία και μου μιλούσες ρώσικα; Δηλαδή μ' έβριζες στα ρώσικα!», τη ρώτησα στα ρουμάνικα αυτή τη φορά. Τέλος πάντων έφυγε.
«Δεν περίμενα να είναι τόσο μαλακισμένη αυτή, πάντως!», μονολογούσα καθώς ετοιμαζόμουν.
«'Ερχεσαι λίγο;», φώναξα έπειτα από μερικά λεπτά — εκείνη την ώρα στο σαλόνι έμπαινε ένας αλλοδαπός. «'Ελα», παρουσιάστηκε η νεαρή υπηρεσία. «Με την κοπέλα δεν έγινε τίποτα, δώσε μου τα λεφτά πίσω!», της είπα. «Τίποτα;». «Τίποτα δεν έγινε!».
«Μην μπεις!», είπα σιγανά και στον αλλοδαπό, που εντωμεταξύ με είχε ρωτήσει τι συνέβαινε. 'Υστερις από ένα λεπτό —το οποίο μου φάνηκε αιώνας, μιας και μου πέρασε απ' το μυαλό πως θα ειδοποιούσε κανένα φύλακα και θα είχαμε ιστορίες— επέστρεψε μ' ένα δεκάρικο στο χέρι.
Καθώς έφευγα, την άκουγα να λέει το πρόγραμμα στον συναγωνιστή.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 21, 2015
Όνομα κοπέλας
Έρικα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
«'Ενα!... Δύο!... Τρία!... Τέσσερα!... Πέντε!... 'Εξι!... Εφτά!...», μετρούσε το κοριτσάκι, κάθε φορά που το σχοινάκι περνούσε κάτω απ' τα πόδια του. Πολύ παιδολόι στον πεζόδρομο τέτοια ώρα˙ αργά το απόγευμα.
«Γεια σας!», με υποδέχτηκε η υπηρεσία στο άδειο από κόσμο, σκοτεινό σαλόνι. «Χαίρετε», ανταπέδωσα. «'Εχω μια Ρωσίδα, μια κοπέλα. Είκοσι ευρώ έχουμε, να τη δείτε... 'Ελα κοπέλα!». Στο κέλευσμα εμφανίστηκε μια γυναίκα στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της, με ίσιο σκουροκάστανο μαλλί πάνω απ' τους ώμους, μετριογραμμένο πρόσωπο, μεσαίο στήθος (φορούσε εσωφόρι), μάλλον χαμηλό ανάστημα, κανονικό κορμί. «Αυτή είναι! Καυλιάρα, παιχνιδιάρα!», ολοκλήρωσε. Αλληλοχαιρετηθήκαμε με την περί ης ο λόγος. «Μμ;... Καύλα!», συμπλήρωσε η τσατσά στην προσπάθειά της να με πείσει. «Πώς τη λένε;», ζήτησα να μάθω — εντωμεταξύ η μεγαλοκοπέλα είχε αποχωρήσει. «Τη λένε Βίκυ!», απάντησε. «Βίκυ... και τι πρόγραμμα έχει;». «Εεε, κάνει ελεύθερο στοματικό τελειωτικό, εξήντα εννιά, ισπανικό, όλες τις στάσεις, αυταρχικό και βαθιά πίπα». «Καλώς, εντάξει... Μέχρι τι ώρα είσαστε ανοιχτά;». «Μέχρι ντόντεκα (το βράδυ)». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ», είπα και κίνησα προς την έξοδο. «Να 'σαι καλά», την άκουσα να μου εύχεται.
Επέστρεψα μετά το πέρας της τσάρκας. Ο πεζόδρομος συνέχιζε να σφύζει από παιδιά.
«Α, γυρίσατε!», μου χαμογέλασε η υπηρεσία. Την πλήρωσα και μ' άφησε να διαλέξω κάμαρα. Μπήκα σ' ένα ικανοποιητικό αλλά πολύ σκοτεινό δωμάτιο. «Ν' ανοίγω ερ κοντίσιον!...», προθυμοποιήθηκε εκείνη. «'Οχι, όχι, μην το ανοίξετε, δεν πειράζει!», αρνήθηκα. «Α, εντάξει», συμφώνησε.
«Τακ τακ τακ», άκουσα διακριτικά χτυπήματα στην πόρτα ύστερα από λίγο. 'Ανοιξα το συρτάκι και της είπα —ήταν η Βίκυ— πως, «θα σε φωνάξω σ' ένα λεπτό!». «Ν' ανοίξουμε τώρα ερ κοντίσιον;», μου έδειξε το τηλεχειριστήριο που κρατούσε. «'Αστο για τώρα, εάν είναι το ανοίγουμε κατά τη διάρκεια» — βρε λύσσα κακιά με το κλιματιστικό!...
«'Ετοιμος!», φώναξα έπειτα από λίγο˙ ανοίγοντας δυο δάχτυλα την πόρτα. Δεν είχα προλάβει να ξαπλώσω στο καθαρό σεντόνι όταν την είδα να μπαίνει. «'Ετοιμος;», μου χαμογέλασε. «Γεια σου!», της χαμογέλασα με τη σειρά μου. «Γεια σου, καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά», απάντησα καθώς ξάπλωνα.
«Μωρό μου τι θέλεις να σου κάνω;». Με είχε καπακώσει και ήδη με θώπευε και την θώπευα διερευνητικά. «Ξεκίνα με φιλάκια και κανένα γλειψιματάκι», της είπα. «Πού φιλάκια;», χαμογέλασε με νόημα. «Εδώ», της έδειξα τον λαιμό μου, το στήθος, το πρόσωπό μου. Σκύβοντας περισσότερο άρχισε να πραγματοποιεί την επιθυμία μου — και κάτι παραπάνω μιας και προχώρησε σε συγκρατημένα γλωσσόφιλα. Χούφτωνα και του λόγου μου τους βύζους της, τον κώλο, το εσωτερικό των μηρών της. «Αχ, έτσι!», "καύλωνε" νιώθοντας το χέρι μου να ψαχουλεύει τ' "απόκρυφά" της. «Μπράβο, έτσι!», επιδοκίμαζα κι εγώ τις προσπάθειές της να με καυλώσει — είχα ήδη καυλώσει... «Να πάω κι εδώ, κάτω;», την άκουσα να ρωτάει πονηρά πλησιάζοντας —πάντα γλείφοντας και φιλώντας— προς τα δικά μου απόκρυφα. «Το στοματικό το θέλω με καπότα!», της ξεκαθάρισα. «Ναι, εντάξει...», συμφώνησε κι αφού έγλειψε-φίλησε-ρούφηξε την πέριξ περιοχή (πριν είχαμε την εξής στιχομυθία: «Θέλεις να σε γλείψω;». «Πού;». «Εκεί, στα αρχιδάκια. Θέλεις;»), κάνοντάς μου και μια "ισπανική", εφάρμοσε σαν κάλτσα το λεπτό ελαστικό προχωρώντας σε μία αργή, βαθιά, υγρή —χωρίς φτυσίματα, αλλά με το σάλιο να ρέει—, ρυθμική πίπα με το αρχιδολγείψιμο να συνεχίζεται. «Αχ, έτσι μπράβο!...», και με μένα να συνεχίζω να την επιδοκιμάζω.
«'Ελα στα τέσσερα!», της ζήτησα. «'Ελα!», πήρε θέση —πότε μιλούσε ψιθυριστά και πότε κανονικά— χρησιμοποιώντας το σάλιο της ως λιπαντικό. Μπήκα μέσα της κι άρχισα να "δίνω" δυνατά. «Σιγά σιγά! 'Εχω στενό (μουνί) λίγο», μου έκανε γνωστό χωρίς εκνευρισμό. 'Εριξα τον ρυθμό μου, για να τον ανεβάσω ξανά ύστερα από λίγο, όταν ένιωσα πως είχαμε ζεσταθεί. Μέχρι την εκτόνωσή μου δεν άλλαξα στάση.
«Ααα, ωραία ήτανε!», άκουσα τον εαυτό μου να λέει έχοντας μόλις ξεκολλήσει από πίσω της. Πήραμε να ετοιμαζόμαστε. «'Ησουν και πουθενά αλλού εσύ Βίκυ; Σε άλλο μπουρδέλο εννοώ». «'Οχι». «Δηλαδή, μόνο εδώ δουλεύεις;». «Ναι, εδώ ήρθα πριν λίγο, κάποιες μέρες». «Πριν πού ήσουν; Γιατί σαν να σε θυμάμαι από κάπου». Πραγματικά, σαν κάποια να μου θύμιζε. «Μπορεί από μασάζ», είπε κάτι που δεν περίμενα. «Σε ποιο μασάζ ήσουνα;». «Εεε, Πλατεία Βικτωρίας, εκεί, Χέυδεν 15Α». «Μπα, δεν σε θυμάμαι από 'κει. 'Ωστε ξέρεις να κάνεις και μασάζ!». «Ναι, αλλά...», ξεκίνησε διστακτικά —εγώ τότε κατάλαβα πως ίσως θα ήθελε να μου πει ότι με 20 ευρώ να μην έχω αυταπάτες— αλλά τελικά κατάληξε πως: «κάνω και μασάζ».
Βγαίνοντας στον πεζόδρομο παρατήρησα το παιδομάνι. Τα μικρά παιδιά της πόλης...
«Γεια σας!», με υποδέχτηκε η υπηρεσία στο άδειο από κόσμο, σκοτεινό σαλόνι. «Χαίρετε», ανταπέδωσα. «'Εχω μια Ρωσίδα, μια κοπέλα. Είκοσι ευρώ έχουμε, να τη δείτε... 'Ελα κοπέλα!». Στο κέλευσμα εμφανίστηκε μια γυναίκα στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της, με ίσιο σκουροκάστανο μαλλί πάνω απ' τους ώμους, μετριογραμμένο πρόσωπο, μεσαίο στήθος (φορούσε εσωφόρι), μάλλον χαμηλό ανάστημα, κανονικό κορμί. «Αυτή είναι! Καυλιάρα, παιχνιδιάρα!», ολοκλήρωσε. Αλληλοχαιρετηθήκαμε με την περί ης ο λόγος. «Μμ;... Καύλα!», συμπλήρωσε η τσατσά στην προσπάθειά της να με πείσει. «Πώς τη λένε;», ζήτησα να μάθω — εντωμεταξύ η μεγαλοκοπέλα είχε αποχωρήσει. «Τη λένε Βίκυ!», απάντησε. «Βίκυ... και τι πρόγραμμα έχει;». «Εεε, κάνει ελεύθερο στοματικό τελειωτικό, εξήντα εννιά, ισπανικό, όλες τις στάσεις, αυταρχικό και βαθιά πίπα». «Καλώς, εντάξει... Μέχρι τι ώρα είσαστε ανοιχτά;». «Μέχρι ντόντεκα (το βράδυ)». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ», είπα και κίνησα προς την έξοδο. «Να 'σαι καλά», την άκουσα να μου εύχεται.
Επέστρεψα μετά το πέρας της τσάρκας. Ο πεζόδρομος συνέχιζε να σφύζει από παιδιά.
«Α, γυρίσατε!», μου χαμογέλασε η υπηρεσία. Την πλήρωσα και μ' άφησε να διαλέξω κάμαρα. Μπήκα σ' ένα ικανοποιητικό αλλά πολύ σκοτεινό δωμάτιο. «Ν' ανοίγω ερ κοντίσιον!...», προθυμοποιήθηκε εκείνη. «'Οχι, όχι, μην το ανοίξετε, δεν πειράζει!», αρνήθηκα. «Α, εντάξει», συμφώνησε.
«Τακ τακ τακ», άκουσα διακριτικά χτυπήματα στην πόρτα ύστερα από λίγο. 'Ανοιξα το συρτάκι και της είπα —ήταν η Βίκυ— πως, «θα σε φωνάξω σ' ένα λεπτό!». «Ν' ανοίξουμε τώρα ερ κοντίσιον;», μου έδειξε το τηλεχειριστήριο που κρατούσε. «'Αστο για τώρα, εάν είναι το ανοίγουμε κατά τη διάρκεια» — βρε λύσσα κακιά με το κλιματιστικό!...
«'Ετοιμος!», φώναξα έπειτα από λίγο˙ ανοίγοντας δυο δάχτυλα την πόρτα. Δεν είχα προλάβει να ξαπλώσω στο καθαρό σεντόνι όταν την είδα να μπαίνει. «'Ετοιμος;», μου χαμογέλασε. «Γεια σου!», της χαμογέλασα με τη σειρά μου. «Γεια σου, καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά», απάντησα καθώς ξάπλωνα.
«Μωρό μου τι θέλεις να σου κάνω;». Με είχε καπακώσει και ήδη με θώπευε και την θώπευα διερευνητικά. «Ξεκίνα με φιλάκια και κανένα γλειψιματάκι», της είπα. «Πού φιλάκια;», χαμογέλασε με νόημα. «Εδώ», της έδειξα τον λαιμό μου, το στήθος, το πρόσωπό μου. Σκύβοντας περισσότερο άρχισε να πραγματοποιεί την επιθυμία μου — και κάτι παραπάνω μιας και προχώρησε σε συγκρατημένα γλωσσόφιλα. Χούφτωνα και του λόγου μου τους βύζους της, τον κώλο, το εσωτερικό των μηρών της. «Αχ, έτσι!», "καύλωνε" νιώθοντας το χέρι μου να ψαχουλεύει τ' "απόκρυφά" της. «Μπράβο, έτσι!», επιδοκίμαζα κι εγώ τις προσπάθειές της να με καυλώσει — είχα ήδη καυλώσει... «Να πάω κι εδώ, κάτω;», την άκουσα να ρωτάει πονηρά πλησιάζοντας —πάντα γλείφοντας και φιλώντας— προς τα δικά μου απόκρυφα. «Το στοματικό το θέλω με καπότα!», της ξεκαθάρισα. «Ναι, εντάξει...», συμφώνησε κι αφού έγλειψε-φίλησε-ρούφηξε την πέριξ περιοχή (πριν είχαμε την εξής στιχομυθία: «Θέλεις να σε γλείψω;». «Πού;». «Εκεί, στα αρχιδάκια. Θέλεις;»), κάνοντάς μου και μια "ισπανική", εφάρμοσε σαν κάλτσα το λεπτό ελαστικό προχωρώντας σε μία αργή, βαθιά, υγρή —χωρίς φτυσίματα, αλλά με το σάλιο να ρέει—, ρυθμική πίπα με το αρχιδολγείψιμο να συνεχίζεται. «Αχ, έτσι μπράβο!...», και με μένα να συνεχίζω να την επιδοκιμάζω.
«'Ελα στα τέσσερα!», της ζήτησα. «'Ελα!», πήρε θέση —πότε μιλούσε ψιθυριστά και πότε κανονικά— χρησιμοποιώντας το σάλιο της ως λιπαντικό. Μπήκα μέσα της κι άρχισα να "δίνω" δυνατά. «Σιγά σιγά! 'Εχω στενό (μουνί) λίγο», μου έκανε γνωστό χωρίς εκνευρισμό. 'Εριξα τον ρυθμό μου, για να τον ανεβάσω ξανά ύστερα από λίγο, όταν ένιωσα πως είχαμε ζεσταθεί. Μέχρι την εκτόνωσή μου δεν άλλαξα στάση.
«Ααα, ωραία ήτανε!», άκουσα τον εαυτό μου να λέει έχοντας μόλις ξεκολλήσει από πίσω της. Πήραμε να ετοιμαζόμαστε. «'Ησουν και πουθενά αλλού εσύ Βίκυ; Σε άλλο μπουρδέλο εννοώ». «'Οχι». «Δηλαδή, μόνο εδώ δουλεύεις;». «Ναι, εδώ ήρθα πριν λίγο, κάποιες μέρες». «Πριν πού ήσουν; Γιατί σαν να σε θυμάμαι από κάπου». Πραγματικά, σαν κάποια να μου θύμιζε. «Μπορεί από μασάζ», είπε κάτι που δεν περίμενα. «Σε ποιο μασάζ ήσουνα;». «Εεε, Πλατεία Βικτωρίας, εκεί, Χέυδεν 15Α». «Μπα, δεν σε θυμάμαι από 'κει. 'Ωστε ξέρεις να κάνεις και μασάζ!». «Ναι, αλλά...», ξεκίνησε διστακτικά —εγώ τότε κατάλαβα πως ίσως θα ήθελε να μου πει ότι με 20 ευρώ να μην έχω αυταπάτες— αλλά τελικά κατάληξε πως: «κάνω και μασάζ».
Βγαίνοντας στον πεζόδρομο παρατήρησα το παιδομάνι. Τα μικρά παιδιά της πόλης...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 19, 2015
Όνομα κοπέλας
Βίκυ
Υπηρεσίες
- «Ισπανικό»
- Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
4.1
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
2.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
2.0
Παρασκευή, ώρα 8:29 π.μ
Δύο νεαροί, αφού άφησαν το μηχανάκι τους απέναντι —στην ούγια του δρόμου—, διήλθαν την κοινή εξώπορτα. Τους ακολούθησα. Μέσα λειτουργούσε ο όροφος.
«Γεια σααας!», άκουσα τον έναν να εύχεται καθώς έφτανε στο κεφαλόσκαλο. «Γεια σου! Κατερίνα έχω», του έκανε γνωστό η υπηρεσία. «Μία έχεις;», ρώτησε ο άλλος που ακολουθούσε. «Πόσο θέλεις; Μία. Δέκα ευρώ, νόρμαλ σεξ», απάντησε εκείνη.
«'Ελα!...», τους προέτρεψε η γυμνόστηθη, νέα στην ηλικία πόρνη˙ με σκούρο μαλλί μαζεμένο πίσω, μέτριο πρόσωπο μ' εύσαρκα χείλη, μεσαίο πεσμένο στήθος, μέτριο ανάστημα, κανονικό κορμί με κοιλίτσα και χαλάρωση.
«Σιγά σιγά, δεν βιάζεται στο δωμάτιο», ολοκλήρωσε η τσατσά.
Οι συναγωνιστές, ψιθυρίζοντας μια δικαιολογία, γύρισαν να φύγουν.
«'Ελα!...», απευθύνθηκε σε μένα η Κατερίνα, την ώρα που πλήρωνα την υπηρεσία.
Μπήκα σ' ένα απ' τα άδεια, ανακαινισμένα δωμάτια — πάντως το πάτωμα ακόμα βουλιάζει σ' ένα σημείο.
'Ηρθε ύστερα από τρία λεπτά. «Εντάξει;», ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. «'Ελα έλα!», την κάλεσα να περάσει — απ' το κρεβάτι όπου καθόμουν ανακούρκουδα. «Γιατί, σιχαίνεσαι κάτι;», παραξενεύτηκε βλέποντάς με σε 'κείνη τη στάση. «Καθαρό φαίνεται, αλλά ποτέ δεν ξέρεις», απάντησα κι αμέσως... «κρικ κρικ κρικ», ξάπλωσα ανάσκελα, ρωτώντας την: «Από βράδυ είσαι, ε;». Απάντησε μ' ένα καταφατικό «Μ-μ», καθώς ετοίμαζε το προφυλακτικό. Στη συνέχεια πήρε θέση εγκάρσια στο σώμα μου, με την πλάτη της στραμμένη στο πρόσωπό μου κι εφάρμοσε —δηλαδή, προσπάθησε να εφαρμόσει— το λεπτό ελαστικό. «Δεν μου λες Κατερίνα...» (τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά). «Ναι ναι», ήταν η απάντησή της. «Χάλασε, πάει...», είπα με απογοήτευση πιάνοντας, με τον δείκτη και τον αντίχειρα, την ξεχειλωμένη —στην κορυφή— καπότα. «'Οχι, δεν χάλασε, γιατί;», αντέδρασε. Με τα χέρια της παραμέρισε και προσπάθησε να κρατήσει μακριά τις λιγοστές τρίχες πέριξ των θηλών μου, προχωρώντας σ' ένα ακρογλώσσιο γλείψιμο από τ' οποίο δεν αισθανόμουν σχεδόν τίποτα. Παράλληλα με μαλάκιζε άγαρμπα, μέχρι που όταν άρχισε να το κάνει γρήγορα της είπα: «'Οχι όχι, άστο, θα το κάνω εγώ!». «Εντάξει, καν' το εσύ», απάντησε κι αφού στηρίχθηκε στον αγκώνα της, χωρίς να κάνει κάτι, με παρακολουθούσε να μαλακίζομαι. Της είπα να συνεχίσει το γλείψιμο. Το έκανε με τον ίδιο τρόπο. Παραπονέθηκα ότι δεν αισθανόμουν κάτι. «Σε γλείφω, εντάξει, τι άλλο να κάνω;», ήταν η απάντησή της. «Μάλλον σ' ενοχλούν οι τρίχες..., εντάξει, φίλα με στα μάγουλα και στον λαιμό. Εκεί είμαι ξυρισμένος», της πρότεινα. «Εδώ, τι να κάνω;», με κοίταξε. «Να με φιλήσεις και να με γλείψεις». 'Αλλη μια απ' τα ίδια... «Μάλλον άστο, δεν θέλεις να το κάνεις αυτό, χε χε», τη διέκοψα και έκανα να σηκωθώ. «Κρικ κρικ κρικ!». «Σε γλείφω, αλλά εντάξει, πώς να... εντάξει, σε γλείφω!», προσπάθησε να με κρατήσει στο κρεβάτι. «'Αστο άστο, δεν θα συνεχίσουμε, άστο άστο». Είχα ήδη σηκωθεί. «'Ελα μωρέεε...», την άκουσα να "νιαουρίζει". «Δεν πειράζει, άλλη φορά», είπα πηγαίνοντας προς τα ρούχα μου. «Δεν έχουμε χημεία. Απ' την αρχή φαίνεται εάν υπάρχει χημεία, κατάλαβες; Απ' την αρχή. Οπότε δεν πειράζει, μες στο παιχνίδι είναι κι αυτό», εξήγησα.
«Έρχεστε λίγο;», φώναξα βγαίνοντας στο σαλόνι —ντυμένος— ύστερα από λίγο. «Δεν έγινε η συνεύρεση, δεν είχαμε επαφή με την κοπέλα, οπότε δώστε μου τα χρήματα πίσω», έκανα γνωστό στην υπηρεσία, η οποία μπήκε στο κουζινάκι για να βγει μ' ένα δεκάρικο στο χέρι. «Δεν... κοπέλα μου;». «Τι;», γύρισα προς το μέρος της. «Δεν αρέσει η κοπέλα μου;», επανέλαβε. «Ε, δεν έκανε αυτά που ήθελα. Της είπα να με φιλήσει λίγο, το έκανε χωρίς όρεξη. 'Ηθελε να καυλώσω μόνος μου. Δεν γίνεται αυτό (τόσο εύκολα πια)».
«"Δεν αρέσει η κοπέλα μου;". Δεν αρέσει η κοπέλα σου!», μονολογούσα καθώς διέσχιζα διαγώνια την Κολωνού, πηγαίνοντας προς το αμάξι μου.
Δύο νεαροί, αφού άφησαν το μηχανάκι τους απέναντι —στην ούγια του δρόμου—, διήλθαν την κοινή εξώπορτα. Τους ακολούθησα. Μέσα λειτουργούσε ο όροφος.
«Γεια σααας!», άκουσα τον έναν να εύχεται καθώς έφτανε στο κεφαλόσκαλο. «Γεια σου! Κατερίνα έχω», του έκανε γνωστό η υπηρεσία. «Μία έχεις;», ρώτησε ο άλλος που ακολουθούσε. «Πόσο θέλεις; Μία. Δέκα ευρώ, νόρμαλ σεξ», απάντησε εκείνη.
«'Ελα!...», τους προέτρεψε η γυμνόστηθη, νέα στην ηλικία πόρνη˙ με σκούρο μαλλί μαζεμένο πίσω, μέτριο πρόσωπο μ' εύσαρκα χείλη, μεσαίο πεσμένο στήθος, μέτριο ανάστημα, κανονικό κορμί με κοιλίτσα και χαλάρωση.
«Σιγά σιγά, δεν βιάζεται στο δωμάτιο», ολοκλήρωσε η τσατσά.
Οι συναγωνιστές, ψιθυρίζοντας μια δικαιολογία, γύρισαν να φύγουν.
«'Ελα!...», απευθύνθηκε σε μένα η Κατερίνα, την ώρα που πλήρωνα την υπηρεσία.
Μπήκα σ' ένα απ' τα άδεια, ανακαινισμένα δωμάτια — πάντως το πάτωμα ακόμα βουλιάζει σ' ένα σημείο.
'Ηρθε ύστερα από τρία λεπτά. «Εντάξει;», ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. «'Ελα έλα!», την κάλεσα να περάσει — απ' το κρεβάτι όπου καθόμουν ανακούρκουδα. «Γιατί, σιχαίνεσαι κάτι;», παραξενεύτηκε βλέποντάς με σε 'κείνη τη στάση. «Καθαρό φαίνεται, αλλά ποτέ δεν ξέρεις», απάντησα κι αμέσως... «κρικ κρικ κρικ», ξάπλωσα ανάσκελα, ρωτώντας την: «Από βράδυ είσαι, ε;». Απάντησε μ' ένα καταφατικό «Μ-μ», καθώς ετοίμαζε το προφυλακτικό. Στη συνέχεια πήρε θέση εγκάρσια στο σώμα μου, με την πλάτη της στραμμένη στο πρόσωπό μου κι εφάρμοσε —δηλαδή, προσπάθησε να εφαρμόσει— το λεπτό ελαστικό. «Δεν μου λες Κατερίνα...» (τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά). «Ναι ναι», ήταν η απάντησή της. «Χάλασε, πάει...», είπα με απογοήτευση πιάνοντας, με τον δείκτη και τον αντίχειρα, την ξεχειλωμένη —στην κορυφή— καπότα. «'Οχι, δεν χάλασε, γιατί;», αντέδρασε. Με τα χέρια της παραμέρισε και προσπάθησε να κρατήσει μακριά τις λιγοστές τρίχες πέριξ των θηλών μου, προχωρώντας σ' ένα ακρογλώσσιο γλείψιμο από τ' οποίο δεν αισθανόμουν σχεδόν τίποτα. Παράλληλα με μαλάκιζε άγαρμπα, μέχρι που όταν άρχισε να το κάνει γρήγορα της είπα: «'Οχι όχι, άστο, θα το κάνω εγώ!». «Εντάξει, καν' το εσύ», απάντησε κι αφού στηρίχθηκε στον αγκώνα της, χωρίς να κάνει κάτι, με παρακολουθούσε να μαλακίζομαι. Της είπα να συνεχίσει το γλείψιμο. Το έκανε με τον ίδιο τρόπο. Παραπονέθηκα ότι δεν αισθανόμουν κάτι. «Σε γλείφω, εντάξει, τι άλλο να κάνω;», ήταν η απάντησή της. «Μάλλον σ' ενοχλούν οι τρίχες..., εντάξει, φίλα με στα μάγουλα και στον λαιμό. Εκεί είμαι ξυρισμένος», της πρότεινα. «Εδώ, τι να κάνω;», με κοίταξε. «Να με φιλήσεις και να με γλείψεις». 'Αλλη μια απ' τα ίδια... «Μάλλον άστο, δεν θέλεις να το κάνεις αυτό, χε χε», τη διέκοψα και έκανα να σηκωθώ. «Κρικ κρικ κρικ!». «Σε γλείφω, αλλά εντάξει, πώς να... εντάξει, σε γλείφω!», προσπάθησε να με κρατήσει στο κρεβάτι. «'Αστο άστο, δεν θα συνεχίσουμε, άστο άστο». Είχα ήδη σηκωθεί. «'Ελα μωρέεε...», την άκουσα να "νιαουρίζει". «Δεν πειράζει, άλλη φορά», είπα πηγαίνοντας προς τα ρούχα μου. «Δεν έχουμε χημεία. Απ' την αρχή φαίνεται εάν υπάρχει χημεία, κατάλαβες; Απ' την αρχή. Οπότε δεν πειράζει, μες στο παιχνίδι είναι κι αυτό», εξήγησα.
«Έρχεστε λίγο;», φώναξα βγαίνοντας στο σαλόνι —ντυμένος— ύστερα από λίγο. «Δεν έγινε η συνεύρεση, δεν είχαμε επαφή με την κοπέλα, οπότε δώστε μου τα χρήματα πίσω», έκανα γνωστό στην υπηρεσία, η οποία μπήκε στο κουζινάκι για να βγει μ' ένα δεκάρικο στο χέρι. «Δεν... κοπέλα μου;». «Τι;», γύρισα προς το μέρος της. «Δεν αρέσει η κοπέλα μου;», επανέλαβε. «Ε, δεν έκανε αυτά που ήθελα. Της είπα να με φιλήσει λίγο, το έκανε χωρίς όρεξη. 'Ηθελε να καυλώσω μόνος μου. Δεν γίνεται αυτό (τόσο εύκολα πια)».
«"Δεν αρέσει η κοπέλα μου;". Δεν αρέσει η κοπέλα σου!», μονολογούσα καθώς διέσχιζα διαγώνια την Κολωνού, πηγαίνοντας προς το αμάξι μου.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 17, 2015
Όνομα κοπέλας
Κατερίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.9
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 11:51 π.μ
'Ενας τενεκεδένιος τοίχος έφραζε τη δίοδο προς το ημιυπόγειο. Υποχρεωτική πορεία λοιπόν δεξιά.Το καινούργιο υπερυψωμένο ισόγειο λειτουργούσε. Στο ευρύχωρο σαλόνι του καθόταν ένας μελαψός συναγωνιστής. Κάθισα παραδίπλα. «Γεια σας!», μας ευχήθηκε η υπηρεσία. «Καλημέρα», μας ευχήθηκε κι η πόρνη που την ακολουθούσε˙ μια μπικινοφορούσα νεαρή, με ίσιο καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, ενδιαφέρον πρόσωπο, μικρό στήθος, κανονικό (προς χαμηλό) βάρος, αψηλούτσικη —πάνω στα πορνοτάκουνα—, καλοσχηματισμένη.
«Το μωρό μου είναι, με ωραίο τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, από πάνω, όλες τις στάσεις, δέκα ευρώ». Ο συναγωνιστής την "έκανε" πριν η τσατσά τελειώσει. Του λόγου μου —αφού ολοκλήρωσε— σηκώθηκα και την πλησίασα με το ακριβές αντίτιμο στο χέρι.
«Μόλις ήρθε το μωρό μου και θα περάσεις ωραία!», ενημέρωσε και στη συνέχεια υποσχέθηκε. «Πώς τη λένε;», θέλησα να μάθω. «Ελένη», ήταν η απάντηση της μεσήλικης γυναίκας. Κίνησα προς το δωμάτιο του σαλονιού — και τα τρία δωμάτια ήταν άδεια. «Περάστε, γδυθείτε, κλείστε και την πόρτα σας και θά 'ρθει», μου χαμογέλασε.
Πράγματι ήρθε ύστερα από πέντε λεπτά.
«Γεια σου μωρό μου!». «Γεια σου, θα χρειαστεί και λίγο χαρτί, δεν έχει», την ενημέρωσα αμέσως — δεν υπήρχε παρά ένα υπόλειμμα από κωλόχαρτο. «Να πάω να πάρω», προθυμοποιήθηκε κι εξήλθε. «'Ηλθα μωρό μου!», μου χαμογέλασε έπειτα από λίγο, μ' ένα καινούργιο ρολό στο χέρι. «Μπράβο, καλώς ήλθες!», της χαμογέλασα, ολόγυμνος και ξαπλωμένος στο ικανοποιητικό κρεβάτι. «Καλώς σε βρήκα!», ανταπέδωσε και σπρώχνοντας κάτι με το πόδι της κατάφερε ν' ασφαλίσει την πόρτα που μέχρι τότε δεν ασφάλιζε και παρέμενε δύο δάχτυλα ανοιχτή.«Πώς το κλείνεις αυτό;», τέντωσα τον λαιμό μου. «Α, με το τακούνι, κατάλαβα». Είχε χρησιμοποιήσει το τακούνι του πορνοπάπουτσου σφηνώνοντάς το στη χαραμάδα. «Εγώ το χάλασα, σήμερα το πρωί και τώρα πήρα τον φύλακα νά 'ρθει να το φτιάξει. Μου λέει: "Τι, χαλνάς τις πόρτες;". "Ε, τι να κάνω; Χάλασε", του λέω», παραδέχτηκε και στη συνέχεια εξήγησε.
«Μμμ... τι κάνεις μωρό μου;», έγειρε από πάνω μου φέρνοντας το πρόσωπό της πολύ κοντά στο δικό μου. «Καλά μωρό μου, από πού είσαι;», απάντησα και στη συνέχεια ρώτησα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Εμένα με λένε Ελένη Πετράκη», ήταν η απάντησή της — πάλι καλά που δεν μου είπε: Ελένη Πετρουλάκη... «Ελληνίδα είσαι;». «Μμ» (καταφατικό). «Σώπα...». «Δεν σου λέω ψέματα. Είμαι από την Κρήτη, απ' τα Χανιά». «Α, ωραία... Κι εγώ 'Ελληνας είμαι».
Ξεκίνησε με φιλάκια και ηδονικά γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, μάγουλα —πλησίασε πολύ κοντά στο στόμα μου, αλλά δεν με άφησε να τη φιλήσω— μαλακίζοντάς με ταυτόχρονα. «'Ετοιμος», της έκανα γνωστό — εν τω μεταξύ είχα αναλάβει εγώ το τρίψιμο της ψωλής μου. «Ωραίος!», μ' επαίνεσε κοιτάζοντας τη στύση μου.
Ακολούθησε πέρασμα της καπότας σαν κάλτσα, αλλά χωρίς να πάρει αέρα η θηλή και ξεκίνημα μιας αργής, βαθιάς πίπας, που συμπεριλάμβανε: ηχηρά «ποπ», χαμηλής έντασης «μμμ», έντονο άι κόντακτ. Βγάζοντας το βρακάκι της στήθηκε στα τέσσερα˙ απέναντι απ' τον κρεμαστό καθρέφτη. 'Ηταν ήδη λιπασμένη. Χώθηκα μέσα της κι άρχισα να μπαινοβγαίνω νιώθοντας ικανοποιητικά την πρόστριψη. Δεν άργησα ν' αναφωνήσω: «Αχ!» και να συμπληρώσω: «Τέλειωσα, θενκ γιου». Προσθέτοντας ένα «τσαφ!», στο κωλομέρι της. «Εντάξει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει λίγο μετά την αποκόλληση. «Οκέι», της απάντησα ψιλολαχανιασμένος. «Να 'σαι καλά μωράκι μου», μου χαμογέλασε βάζοντας το κιλοτάκι της. «Και 'συ», ανταπέδωσα. «Καλή συνέχεια», μου ευχήθηκε ανοίγοντας την πόρτα — έξω περίμενε συναγωνιστής. «Γεια σου», της ευχήθηκα με τη σειρά μου.
'Ενας τενεκεδένιος τοίχος έφραζε τη δίοδο προς το ημιυπόγειο. Υποχρεωτική πορεία λοιπόν δεξιά.Το καινούργιο υπερυψωμένο ισόγειο λειτουργούσε. Στο ευρύχωρο σαλόνι του καθόταν ένας μελαψός συναγωνιστής. Κάθισα παραδίπλα. «Γεια σας!», μας ευχήθηκε η υπηρεσία. «Καλημέρα», μας ευχήθηκε κι η πόρνη που την ακολουθούσε˙ μια μπικινοφορούσα νεαρή, με ίσιο καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, ενδιαφέρον πρόσωπο, μικρό στήθος, κανονικό (προς χαμηλό) βάρος, αψηλούτσικη —πάνω στα πορνοτάκουνα—, καλοσχηματισμένη.
«Το μωρό μου είναι, με ωραίο τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, από πάνω, όλες τις στάσεις, δέκα ευρώ». Ο συναγωνιστής την "έκανε" πριν η τσατσά τελειώσει. Του λόγου μου —αφού ολοκλήρωσε— σηκώθηκα και την πλησίασα με το ακριβές αντίτιμο στο χέρι.
«Μόλις ήρθε το μωρό μου και θα περάσεις ωραία!», ενημέρωσε και στη συνέχεια υποσχέθηκε. «Πώς τη λένε;», θέλησα να μάθω. «Ελένη», ήταν η απάντηση της μεσήλικης γυναίκας. Κίνησα προς το δωμάτιο του σαλονιού — και τα τρία δωμάτια ήταν άδεια. «Περάστε, γδυθείτε, κλείστε και την πόρτα σας και θά 'ρθει», μου χαμογέλασε.
Πράγματι ήρθε ύστερα από πέντε λεπτά.
«Γεια σου μωρό μου!». «Γεια σου, θα χρειαστεί και λίγο χαρτί, δεν έχει», την ενημέρωσα αμέσως — δεν υπήρχε παρά ένα υπόλειμμα από κωλόχαρτο. «Να πάω να πάρω», προθυμοποιήθηκε κι εξήλθε. «'Ηλθα μωρό μου!», μου χαμογέλασε έπειτα από λίγο, μ' ένα καινούργιο ρολό στο χέρι. «Μπράβο, καλώς ήλθες!», της χαμογέλασα, ολόγυμνος και ξαπλωμένος στο ικανοποιητικό κρεβάτι. «Καλώς σε βρήκα!», ανταπέδωσε και σπρώχνοντας κάτι με το πόδι της κατάφερε ν' ασφαλίσει την πόρτα που μέχρι τότε δεν ασφάλιζε και παρέμενε δύο δάχτυλα ανοιχτή.«Πώς το κλείνεις αυτό;», τέντωσα τον λαιμό μου. «Α, με το τακούνι, κατάλαβα». Είχε χρησιμοποιήσει το τακούνι του πορνοπάπουτσου σφηνώνοντάς το στη χαραμάδα. «Εγώ το χάλασα, σήμερα το πρωί και τώρα πήρα τον φύλακα νά 'ρθει να το φτιάξει. Μου λέει: "Τι, χαλνάς τις πόρτες;". "Ε, τι να κάνω; Χάλασε", του λέω», παραδέχτηκε και στη συνέχεια εξήγησε.
«Μμμ... τι κάνεις μωρό μου;», έγειρε από πάνω μου φέρνοντας το πρόσωπό της πολύ κοντά στο δικό μου. «Καλά μωρό μου, από πού είσαι;», απάντησα και στη συνέχεια ρώτησα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Εμένα με λένε Ελένη Πετράκη», ήταν η απάντησή της — πάλι καλά που δεν μου είπε: Ελένη Πετρουλάκη... «Ελληνίδα είσαι;». «Μμ» (καταφατικό). «Σώπα...». «Δεν σου λέω ψέματα. Είμαι από την Κρήτη, απ' τα Χανιά». «Α, ωραία... Κι εγώ 'Ελληνας είμαι».
Ξεκίνησε με φιλάκια και ηδονικά γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, μάγουλα —πλησίασε πολύ κοντά στο στόμα μου, αλλά δεν με άφησε να τη φιλήσω— μαλακίζοντάς με ταυτόχρονα. «'Ετοιμος», της έκανα γνωστό — εν τω μεταξύ είχα αναλάβει εγώ το τρίψιμο της ψωλής μου. «Ωραίος!», μ' επαίνεσε κοιτάζοντας τη στύση μου.
Ακολούθησε πέρασμα της καπότας σαν κάλτσα, αλλά χωρίς να πάρει αέρα η θηλή και ξεκίνημα μιας αργής, βαθιάς πίπας, που συμπεριλάμβανε: ηχηρά «ποπ», χαμηλής έντασης «μμμ», έντονο άι κόντακτ. Βγάζοντας το βρακάκι της στήθηκε στα τέσσερα˙ απέναντι απ' τον κρεμαστό καθρέφτη. 'Ηταν ήδη λιπασμένη. Χώθηκα μέσα της κι άρχισα να μπαινοβγαίνω νιώθοντας ικανοποιητικά την πρόστριψη. Δεν άργησα ν' αναφωνήσω: «Αχ!» και να συμπληρώσω: «Τέλειωσα, θενκ γιου». Προσθέτοντας ένα «τσαφ!», στο κωλομέρι της. «Εντάξει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει λίγο μετά την αποκόλληση. «Οκέι», της απάντησα ψιλολαχανιασμένος. «Να 'σαι καλά μωράκι μου», μου χαμογέλασε βάζοντας το κιλοτάκι της. «Και 'συ», ανταπέδωσα. «Καλή συνέχεια», μου ευχήθηκε ανοίγοντας την πόρτα — έξω περίμενε συναγωνιστής. «Γεια σου», της ευχήθηκα με τη σειρά μου.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 16, 2015
Όνομα κοπέλας
Ελένη
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.7
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, ώρα 10:51 π.μ
«Γεια σας!... Δέκα ευρώ είναι το κορίτσι μου: τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ανεβαίνει κι από πάνω, εξήντα εννιά κι ελεύθερα πιασίματα, δέκα ευρώ! Ωραίο τσιμπουκάκι, ωραίες στάσεις, είναι πάρα πολύ καλό μέσα στο δωμάτιο το κορίτσι και σιγά σιγά! Είναι Μαρία!», μ' ενημέρωσε με μια ανάσα η υπηρεσία.
«Γεια σας», μου ευχήθηκε κι η εικοσιοκτάχρονη, γυμνόστηθη, μελαχρινή πόρνη που ακολουθούσε. Με ίσιο, μαύρο, στιλπνό μαλλί μέχρι τους ώμους, καλούτσικο πρόσωπο μ' ανάγλυφα χείλη, μικρό στήθος με σκουρόχρωμες θηλές, χαμηλό ανάστημα, κανονικά κιλά, η οποία με πλησίασε αρκετά, χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο όλο υποσχέσεις...
«Ωραίο τσιμπουκάκι, ωραίες στάσεις, θα περάσεις καρδούλα μου; Πάρα πολύ καλή!», ολοκλήρωσε η τσατσά.
«Εντάξει, θα περάσω», αποφάσισα. «'Ελα αγάπη μου!», μου έδειξε το δωμάτιο απέναντι απ' την εξώπορτα. «Να περάσω καλύτερα από 'κει;», έδειξα εκείνο του σαλονιού, μιας και σε 'κείνο που ήθελε να με βάλει είχα μπει κάμποσες φορές στο παρελθόν. «Εγώ σου δίνω το καλύτερο, αλλά θέλει εκεί... Το στρώμα δεν είναι καλό!», προειδοποίησε. «Δεν πειράζει, εντάξει», επέμεινα. «Κοίτα το στρώμα, κάνει έτσι», μου έδειξε το υπερμέγεθες "καρούμπαλο". «Είναι έτσι, ε;», μπήκα σε σκέψεις μόλις το είδα. «Δεν είναι καλό... Κοίτα το στρώμα... και δεν δουλεύει το ερ-κοντίσιον!», υπερθεμάτισε. «Καλύτερα που δεν δουλεύει το ερ-κοντίσιον!».
Τελικά παρέμεινα εκεί.
«Γεια», ξαναευχήθηκε η Μαρία, ύστερα από κάνα πεντάλεπτο, μπαίνοντας. «Γεια σου», αντευχήθηκα απ' την καρέκλα όπου τακτοποιούσα τα ρούχα μου. Κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι. «Καλά είσαι Μαρία;». «Καλά», απάντησε βαριεστημένα, μέσα απ' τα δόντια της, χωρίς να με κοιτάξει. «Ωχ!», είπα από μέσα μου... Για μια στιγμή μου πέρασε απ' το μυαλό να τη διώξω. Τελικά ξάπλωσα. «Κρικ κρικ κρικ». «Προβληματικό κρεβάτι αυτό», σχολίασα με χαμόγελο. «Τι;». «Το κρεβάτι λέω, πρόβλημα». "Problema?". «Ε, το στρώμα, δεν...», εξήγησα προσπαθώντας να βολευτώ. ''Where are you from?", ενδιαφέρθηκα να μάθω όταν τα κατάφερα — τελικά δεν μου δημιούργησε θέμα το μαλακό "καρούμπαλο", το συνήθισα γρήγορα. "România!". "Αaa, ești din România"! (Ααα, είσαι απ' τη Ρουμανία!), την εξέπληξα.
Κατευθείαν μου φόρεσε την καπότα —μόριο σε ηρεμία— κι αφού μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου ξεκίνησε μια μέτρια πίπα κοιτάζοντάς με. Η πούτσα δεν σηκωνόταν. Χαμογέλασα. Με κοίταξε ερωτηματικά. "Nu mi se scoală" (δεν μου σηκώνεται), εξήγησα χαμογελώντας. "Hm hm hm...", γέλασε συνεχίζοντας να πιπώνει. "Pop! Nu vrea să se scoale" (Δεν θέλει να σηκωθεί), σχολίασε χωρίς διάθεση ειρωνείας. Τη ρώτησα εάν έκανε κάποια προκαταρκτικά. Απάντησε καταφατικά. Ξάπλωσε δίπλα μου κι άρχισε να μου γλείφει τη θηλή του στήθους. Του λόγου μου είχα περάσει το χέρι κάτω απ' τον λαιμό της και της χάιδευα την πλάτη και τον κώλο. Κάποια στιγμή συνέχισε με φιλάκια-γλειψιματάκια στον λαιμό, στα μάγουλα —πολύ κοντά στο στόμα μου—, στον λοβό του αυτιού. 'Οταν ξαναπλησίασε το στόμα μου προσπάθησα να τη φιλήσω. Δεν μ' εμπόδισε κι ανταποκρίθηκε στο γλωσσόφιλό μου — συγκρατημένα. 'Εχοντας αποκτήσει στύση —κι αφού πρώτα στρώσαμε το ελαστικό καλύτερα— της ζήτησα να με καβαλήσει. Το έκανε πρόθυμα και πιάνοντας το καυλί μου το έχωσε στο μουνί της. Ακολούθησε ικανοποιητικό φίκι φίκι, τ' οποίο συνεχίστηκε και στην ιεραποστολική στάση με μπόλικα γλωσσόφιλα — καλύτερης ποιότητας απ' τα πρώτα. Τελικά κατάφερα να χύσω έχοντας ξαπλώσει ανάσκελα, ρουφώντας τη γλώσσα της (καπνίστρια), ενώ εκείνη μου τραβούσε μαλακία — όταν το έκανε γρήγορα της ζητούσα να επιβραδύνει. Πριν με είχε ρωτήσει εάν ήθελα να μου την παίξει εκείνη, μιας και, όπως μου εξήγησε, υπάρχουν άνδρες που προτιμούν να την παίζουν μόνοι τους.
Πριν αποχωρήσει, μου αποκάλυψε πως (κι) εδώ "nu merge" (δεν "περπατάει" — από οικονομικής άποψης).
«Σημείο των καιρών», θα της απαντούσα εάν ήξερα να το πω στα ρουμάνικα.
«Γεια σας!... Δέκα ευρώ είναι το κορίτσι μου: τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ανεβαίνει κι από πάνω, εξήντα εννιά κι ελεύθερα πιασίματα, δέκα ευρώ! Ωραίο τσιμπουκάκι, ωραίες στάσεις, είναι πάρα πολύ καλό μέσα στο δωμάτιο το κορίτσι και σιγά σιγά! Είναι Μαρία!», μ' ενημέρωσε με μια ανάσα η υπηρεσία.
«Γεια σας», μου ευχήθηκε κι η εικοσιοκτάχρονη, γυμνόστηθη, μελαχρινή πόρνη που ακολουθούσε. Με ίσιο, μαύρο, στιλπνό μαλλί μέχρι τους ώμους, καλούτσικο πρόσωπο μ' ανάγλυφα χείλη, μικρό στήθος με σκουρόχρωμες θηλές, χαμηλό ανάστημα, κανονικά κιλά, η οποία με πλησίασε αρκετά, χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο όλο υποσχέσεις...
«Ωραίο τσιμπουκάκι, ωραίες στάσεις, θα περάσεις καρδούλα μου; Πάρα πολύ καλή!», ολοκλήρωσε η τσατσά.
«Εντάξει, θα περάσω», αποφάσισα. «'Ελα αγάπη μου!», μου έδειξε το δωμάτιο απέναντι απ' την εξώπορτα. «Να περάσω καλύτερα από 'κει;», έδειξα εκείνο του σαλονιού, μιας και σε 'κείνο που ήθελε να με βάλει είχα μπει κάμποσες φορές στο παρελθόν. «Εγώ σου δίνω το καλύτερο, αλλά θέλει εκεί... Το στρώμα δεν είναι καλό!», προειδοποίησε. «Δεν πειράζει, εντάξει», επέμεινα. «Κοίτα το στρώμα, κάνει έτσι», μου έδειξε το υπερμέγεθες "καρούμπαλο". «Είναι έτσι, ε;», μπήκα σε σκέψεις μόλις το είδα. «Δεν είναι καλό... Κοίτα το στρώμα... και δεν δουλεύει το ερ-κοντίσιον!», υπερθεμάτισε. «Καλύτερα που δεν δουλεύει το ερ-κοντίσιον!».
Τελικά παρέμεινα εκεί.
«Γεια», ξαναευχήθηκε η Μαρία, ύστερα από κάνα πεντάλεπτο, μπαίνοντας. «Γεια σου», αντευχήθηκα απ' την καρέκλα όπου τακτοποιούσα τα ρούχα μου. Κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι. «Καλά είσαι Μαρία;». «Καλά», απάντησε βαριεστημένα, μέσα απ' τα δόντια της, χωρίς να με κοιτάξει. «Ωχ!», είπα από μέσα μου... Για μια στιγμή μου πέρασε απ' το μυαλό να τη διώξω. Τελικά ξάπλωσα. «Κρικ κρικ κρικ». «Προβληματικό κρεβάτι αυτό», σχολίασα με χαμόγελο. «Τι;». «Το κρεβάτι λέω, πρόβλημα». "Problema?". «Ε, το στρώμα, δεν...», εξήγησα προσπαθώντας να βολευτώ. ''Where are you from?", ενδιαφέρθηκα να μάθω όταν τα κατάφερα — τελικά δεν μου δημιούργησε θέμα το μαλακό "καρούμπαλο", το συνήθισα γρήγορα. "România!". "Αaa, ești din România"! (Ααα, είσαι απ' τη Ρουμανία!), την εξέπληξα.
Κατευθείαν μου φόρεσε την καπότα —μόριο σε ηρεμία— κι αφού μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου ξεκίνησε μια μέτρια πίπα κοιτάζοντάς με. Η πούτσα δεν σηκωνόταν. Χαμογέλασα. Με κοίταξε ερωτηματικά. "Nu mi se scoală" (δεν μου σηκώνεται), εξήγησα χαμογελώντας. "Hm hm hm...", γέλασε συνεχίζοντας να πιπώνει. "Pop! Nu vrea să se scoale" (Δεν θέλει να σηκωθεί), σχολίασε χωρίς διάθεση ειρωνείας. Τη ρώτησα εάν έκανε κάποια προκαταρκτικά. Απάντησε καταφατικά. Ξάπλωσε δίπλα μου κι άρχισε να μου γλείφει τη θηλή του στήθους. Του λόγου μου είχα περάσει το χέρι κάτω απ' τον λαιμό της και της χάιδευα την πλάτη και τον κώλο. Κάποια στιγμή συνέχισε με φιλάκια-γλειψιματάκια στον λαιμό, στα μάγουλα —πολύ κοντά στο στόμα μου—, στον λοβό του αυτιού. 'Οταν ξαναπλησίασε το στόμα μου προσπάθησα να τη φιλήσω. Δεν μ' εμπόδισε κι ανταποκρίθηκε στο γλωσσόφιλό μου — συγκρατημένα. 'Εχοντας αποκτήσει στύση —κι αφού πρώτα στρώσαμε το ελαστικό καλύτερα— της ζήτησα να με καβαλήσει. Το έκανε πρόθυμα και πιάνοντας το καυλί μου το έχωσε στο μουνί της. Ακολούθησε ικανοποιητικό φίκι φίκι, τ' οποίο συνεχίστηκε και στην ιεραποστολική στάση με μπόλικα γλωσσόφιλα — καλύτερης ποιότητας απ' τα πρώτα. Τελικά κατάφερα να χύσω έχοντας ξαπλώσει ανάσκελα, ρουφώντας τη γλώσσα της (καπνίστρια), ενώ εκείνη μου τραβούσε μαλακία — όταν το έκανε γρήγορα της ζητούσα να επιβραδύνει. Πριν με είχε ρωτήσει εάν ήθελα να μου την παίξει εκείνη, μιας και, όπως μου εξήγησε, υπάρχουν άνδρες που προτιμούν να την παίζουν μόνοι τους.
Πριν αποχωρήσει, μου αποκάλυψε πως (κι) εδώ "nu merge" (δεν "περπατάει" — από οικονομικής άποψης).
«Σημείο των καιρών», θα της απαντούσα εάν ήξερα να το πω στα ρουμάνικα.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 13, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαρία
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
«Γεια σας!», ευχήθηκα διασχίζοντας τον διάδρομο. «Καλημέρα! Ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, εξήντα εννιά, κώλο, δέκα ευρώ.», ευχήθηκε με τη σειρά της η υπηρεσία, προχωρώντας αμέσως στην ενημέρωσή μου. «Γεια σουουου!», εμφανίστηκε μια νέα, μπικινοφορούσα γυναίκα, με καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη, μετριοκαλό πρόσωπο με μία ελιά στο δεξιό ζυγωματικό (και όχι στο άνω χείλος — όχι πως είχε κάποια σημασία, χε χε χε), μικρό στήθος, κανονικό κορμί. «Φουλ πρόγραμμα, η Χριστίνα...», συνόψισε σε δύο λέξεις η τσατσά. «Τι κάνεις;», με ρώτησε η πόρνη — η οποία κάτι μου θύμιζε. «Καλά». «... είναι πολύ καλή στο δωμάτιο!», ολοκληρώθηκε η παρουσίαση. «Οκέι... (ψιθυριστά) Ευχαριστώ πολύ!», είπα και σηκώθηκα. «Να 'σαι καλά!», ευχήθηκε η υπηρεσία και γύρισε προς το κουζινάκι. «Θα περάσω!», βιάστηκα να διευκρινίσω. Τότε γύρισε προς το μέρος μου και αφού πήρε το χαρτονόμισμα έδειξε προς την αντίθετη πλευρά του διαδρόμου. «Πήγαινε... Μέσα, εκεί!».
«Εκεί», δεν περίμενα πολύ — κανένα δίλεπτο, μπορεί και λιγότερο. Πρόλαβα όμως ν' αναρωτηθώ: «Την έχω πάρει, ρε πούστη, αυτήν τη Χριστίνα;... 'Εχω την εντύπωση, μαλάκα, πως πρέπει να την έχω πάρει...» (Πιπέρι!...).
«Τακ-τουκ τακ-τουκ τακ-τουκ...», άκουσα τακούνια να πλησιάζουν. Η πόρτα άνοιξε κι η περί ης ο λόγος εισήλθε. «Πρέπει να έχουμε περάσει μαζί», της είπα καθώς εκείνη, έχοντας γονατίσει πλάι μου και χωρίς να είχε βγάλει το μπικίνι της, επιχειρούσε να μου φορέσει την καπότα. «'Οχι», ήταν η απάντηση. Τέλος πάντων, η πίπα της δεν ήταν άσχημη, αλλά αργότερα το προφυλακτικό χρειάστηκε να το αλλάξουμε, μ' ένα απ' τα δικά μου, μιας και είχε πάρει αέρα. Χουφτώματα, χαϊδέματα, αλλά και μουνοδάχτυλο δεχόταν κανονικά. Τη γάμησα πισωκολλητά γονατιστά —αφού πρώτα άλειψε με κρέμα το αιδοίο της— για μερικές δεκάδες ψωλιές, νιώθοντας ικανοποιητικά την πρόστριψη, μέχρι που μην μπορώντας να κρατηθώ άλλο, έχυσα...
ΥΓ: Τελικά είχα περάσει μαζί της —τότε χρησιμοποιούσε τ' όνομα Κλαούντια—, στον όροφο της Ιάσονος46! Μου το θύμισε, στην «ημερήσια ενημέρωση», ο Dude007...
«Εκεί», δεν περίμενα πολύ — κανένα δίλεπτο, μπορεί και λιγότερο. Πρόλαβα όμως ν' αναρωτηθώ: «Την έχω πάρει, ρε πούστη, αυτήν τη Χριστίνα;... 'Εχω την εντύπωση, μαλάκα, πως πρέπει να την έχω πάρει...» (Πιπέρι!...).
«Τακ-τουκ τακ-τουκ τακ-τουκ...», άκουσα τακούνια να πλησιάζουν. Η πόρτα άνοιξε κι η περί ης ο λόγος εισήλθε. «Πρέπει να έχουμε περάσει μαζί», της είπα καθώς εκείνη, έχοντας γονατίσει πλάι μου και χωρίς να είχε βγάλει το μπικίνι της, επιχειρούσε να μου φορέσει την καπότα. «'Οχι», ήταν η απάντηση. Τέλος πάντων, η πίπα της δεν ήταν άσχημη, αλλά αργότερα το προφυλακτικό χρειάστηκε να το αλλάξουμε, μ' ένα απ' τα δικά μου, μιας και είχε πάρει αέρα. Χουφτώματα, χαϊδέματα, αλλά και μουνοδάχτυλο δεχόταν κανονικά. Τη γάμησα πισωκολλητά γονατιστά —αφού πρώτα άλειψε με κρέμα το αιδοίο της— για μερικές δεκάδες ψωλιές, νιώθοντας ικανοποιητικά την πρόστριψη, μέχρι που μην μπορώντας να κρατηθώ άλλο, έχυσα...
ΥΓ: Τελικά είχα περάσει μαζί της —τότε χρησιμοποιούσε τ' όνομα Κλαούντια—, στον όροφο της Ιάσονος46! Μου το θύμισε, στην «ημερήσια ενημέρωση», ο Dude007...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 10, 2015
Όνομα κοπέλας
Χριστίνα (πρώην Κλαούντια)
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.8
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 17:44
Τελικά η εξώπορτα άνοιξε. «Χαίρετε» (εγώ). «Χαίρετε» (η υπηρεσία). Προχώρησα στο εσωτερικό και στάθηκα όρθιος δίπλα στο τραπεζάκι, πάνω στ' οποίο βρίσκονταν διάσπαρτες επαγγελματικές κάρτες με το τηλέφωνο του οίκου. «Καθίστε, παρακαλώ». Κάθισα. «'Εχουμε απόψε τη Μαρίνα. Είκοσι ευρώ το πρόγραμμα. Μαρίνα Ρωσίδα, παιχνιδιάρα, καταπληκτική κοπέλα. Μήπως την ξέρετε την κοπέλα;». «Δεν την ξέρω, όχι», είπα ψέματα. «Εντάξει, θα τη δείτε τώρα... Πρόγραμμα θέλετε ν' ακούστε;». «Ναι ναι». «Εξήντα εννιά, ισπανικό, πισωκολλητό, στοματικό ελεύθερο τελειωτικό, όλες τις στάσεις, αυταρχικό. Εντάξει; Μισό λεπτό». Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινα μόνος. «Καλησπέρα σας!», μου ευχήθηκε μία γεροδεμένη, αψηλούτσικη, γυμνόστηθη γυναίκα, στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της, με καστανό σγουρό μαλλί μέχρι τους ώμους και λιγο παρακάτω, μέτριο, χαμογελαστό, ψιλοφαρδομούρικο πρόσωπο, μεγάλο στήθος. «Γεια», αντευχήθηκα. «Τι κάνετε;». «Καλά». «Μαρίνα!». «Μαρίνα, ναι...», επανέλαβα σιγανά. Καθώς εκείνη αποχωρούσε, εγώ σηκωνόμουν με το εικοσάρι στο χέρι. Επανεμφανίσθηκε η τσατσά. «Θα περάσετε;». «Ναι», απάντησα δίνοντάς της το χαρτονόμισμα. «Περάστε στο μεγκάλο», μου έδειξε δεξιά. Τελικά επέλεξα το απέναντι του "μεγκάλου". «Μπαίνω σ' αυτό εδώ». «Θέλετε εδώ; Εντάξει». 'Ηταν ένα συμπαθητικό δωμάτιο, αν και λίγο σκοτεινό.
Η πόρνη δεν άργησε ν' ανοίξει την πόρτα. Είχε ευχάριστη συμπεριφορά αλλά δεν μιλούσε˙ μόνο τ' απαραίτητα. Σύντομα με καπάκωσε και ξεκίνησε με φιλάκια-γλειψιματάκια σε θηλές, στήθος, κορμό —με παράλληλο χάιδεμα των αχαμνών και τρίψιμο της ημικαυλωμένης ψωλής μου—, κοιλιά, μηροβουβωνικές πτυχές —παίρνοντας θέση ανάμεσα στα σκέλια μου—, όρχεις — τους οποίους ρούφηξε κιόλας. Εκεί της έκανα γνωστό πως δεν επιθυμούσα ελεύθερο στοματικό. «Εντάξει, τι θέλεις εσύ! Δεν θέλεις, δεν θέλεις! Χε χε...»,απάντησε σηκώνοντας το κεφάλι για να με κοιτάξει.
Ακολούθησε το πέρασμα —σαν κάλτσα— της καπότας και η πραγματοποίηση μιας καλής, άνευ βιασύνης, πίπας, χωρίς να παραλείπει ν' ασχολείται και με την πέριξ —αξύριστη— περιοχή.
Κάποια στιγμή την τούμπαρα, έτσι ώστε άνετα το στόμα μου ν' ασχοληθεί με τα βυζιά, τον λαιμό, τα μάγουλα, το δικό της στόμα —"έπαιξαν" και ψιλογλωσσόφιλα—, τ' αυτιά, ενώ οι παλάμες μου —ν' ασχοληθούν— με το σώμα της γενικώς...
'Ετσι όπως μπαλαμουτιαζόμασταν ψαχούλεψα για το καυλί μου —κάπου εκεί τριβόταν κι εκείνο—, ενώ όταν το εντόπισα το έχωσα με τη μία στην παχιά μουνάρα της, έτσι ώστε να την ξεμουνοπατοφαρδώσω — στη φαντασία μου... Τέλος πάντων έδωσα γερά! 'Οσο πιο γερά μπορούσα! Προσφέροντάς της τη δυνατότητα να υποδυθεί, να υποκριθεί πως καύλωνε και πως το φχαριστιόταν — το γαμήσι μου. Κι εγώ φχαριστιόμουν —μόνο που στη δική μου περίπτωση ήταν πραγματικά—, μιας κι ένιωθα ικανοποιητικά την πρόστριψη και την επαφή των κορμιών μας, με τους σφυγμούς μου να έχουν πιάσει τριψήφιο αρθιμό (έτσι, με πρώτο το θήτα).
«'Ελα μωρό μου!...», ψιθύρισε σ' αυτί μου όταν ένιωσε πως ήμουν έτοιμος να της τα "πετάξω". 'Υστερα από λίγα δευτερόλεπτα επιβεβαιώθηκε. «Ααα!». Λίγο αργότερα κυλούσα πλάι της. Πριν σηκωθεί με φίλησε στα χείλη. «Τι ώρα κλείνει το μαγαζί;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «'Εντεκα μισή» (το βράδυ). Σηκώθηκα, πλησίασα το καλάθι απορριμμάτων και με προσοχή έβγαλα το προφυλακτικό. «Ευχαριστώ πολύ, καλό βράδυ να έχετε!», μου χαμογέλασε. «Επίσης!», της χαμογέλασα κι εγώ απ' την άλλη άκρη.
Τελικά η εξώπορτα άνοιξε. «Χαίρετε» (εγώ). «Χαίρετε» (η υπηρεσία). Προχώρησα στο εσωτερικό και στάθηκα όρθιος δίπλα στο τραπεζάκι, πάνω στ' οποίο βρίσκονταν διάσπαρτες επαγγελματικές κάρτες με το τηλέφωνο του οίκου. «Καθίστε, παρακαλώ». Κάθισα. «'Εχουμε απόψε τη Μαρίνα. Είκοσι ευρώ το πρόγραμμα. Μαρίνα Ρωσίδα, παιχνιδιάρα, καταπληκτική κοπέλα. Μήπως την ξέρετε την κοπέλα;». «Δεν την ξέρω, όχι», είπα ψέματα. «Εντάξει, θα τη δείτε τώρα... Πρόγραμμα θέλετε ν' ακούστε;». «Ναι ναι». «Εξήντα εννιά, ισπανικό, πισωκολλητό, στοματικό ελεύθερο τελειωτικό, όλες τις στάσεις, αυταρχικό. Εντάξει; Μισό λεπτό». Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινα μόνος. «Καλησπέρα σας!», μου ευχήθηκε μία γεροδεμένη, αψηλούτσικη, γυμνόστηθη γυναίκα, στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της, με καστανό σγουρό μαλλί μέχρι τους ώμους και λιγο παρακάτω, μέτριο, χαμογελαστό, ψιλοφαρδομούρικο πρόσωπο, μεγάλο στήθος. «Γεια», αντευχήθηκα. «Τι κάνετε;». «Καλά». «Μαρίνα!». «Μαρίνα, ναι...», επανέλαβα σιγανά. Καθώς εκείνη αποχωρούσε, εγώ σηκωνόμουν με το εικοσάρι στο χέρι. Επανεμφανίσθηκε η τσατσά. «Θα περάσετε;». «Ναι», απάντησα δίνοντάς της το χαρτονόμισμα. «Περάστε στο μεγκάλο», μου έδειξε δεξιά. Τελικά επέλεξα το απέναντι του "μεγκάλου". «Μπαίνω σ' αυτό εδώ». «Θέλετε εδώ; Εντάξει». 'Ηταν ένα συμπαθητικό δωμάτιο, αν και λίγο σκοτεινό.
Η πόρνη δεν άργησε ν' ανοίξει την πόρτα. Είχε ευχάριστη συμπεριφορά αλλά δεν μιλούσε˙ μόνο τ' απαραίτητα. Σύντομα με καπάκωσε και ξεκίνησε με φιλάκια-γλειψιματάκια σε θηλές, στήθος, κορμό —με παράλληλο χάιδεμα των αχαμνών και τρίψιμο της ημικαυλωμένης ψωλής μου—, κοιλιά, μηροβουβωνικές πτυχές —παίρνοντας θέση ανάμεσα στα σκέλια μου—, όρχεις — τους οποίους ρούφηξε κιόλας. Εκεί της έκανα γνωστό πως δεν επιθυμούσα ελεύθερο στοματικό. «Εντάξει, τι θέλεις εσύ! Δεν θέλεις, δεν θέλεις! Χε χε...»,απάντησε σηκώνοντας το κεφάλι για να με κοιτάξει.
Ακολούθησε το πέρασμα —σαν κάλτσα— της καπότας και η πραγματοποίηση μιας καλής, άνευ βιασύνης, πίπας, χωρίς να παραλείπει ν' ασχολείται και με την πέριξ —αξύριστη— περιοχή.
Κάποια στιγμή την τούμπαρα, έτσι ώστε άνετα το στόμα μου ν' ασχοληθεί με τα βυζιά, τον λαιμό, τα μάγουλα, το δικό της στόμα —"έπαιξαν" και ψιλογλωσσόφιλα—, τ' αυτιά, ενώ οι παλάμες μου —ν' ασχοληθούν— με το σώμα της γενικώς...
'Ετσι όπως μπαλαμουτιαζόμασταν ψαχούλεψα για το καυλί μου —κάπου εκεί τριβόταν κι εκείνο—, ενώ όταν το εντόπισα το έχωσα με τη μία στην παχιά μουνάρα της, έτσι ώστε να την ξεμουνοπατοφαρδώσω — στη φαντασία μου... Τέλος πάντων έδωσα γερά! 'Οσο πιο γερά μπορούσα! Προσφέροντάς της τη δυνατότητα να υποδυθεί, να υποκριθεί πως καύλωνε και πως το φχαριστιόταν — το γαμήσι μου. Κι εγώ φχαριστιόμουν —μόνο που στη δική μου περίπτωση ήταν πραγματικά—, μιας κι ένιωθα ικανοποιητικά την πρόστριψη και την επαφή των κορμιών μας, με τους σφυγμούς μου να έχουν πιάσει τριψήφιο αρθιμό (έτσι, με πρώτο το θήτα).
«'Ελα μωρό μου!...», ψιθύρισε σ' αυτί μου όταν ένιωσε πως ήμουν έτοιμος να της τα "πετάξω". 'Υστερα από λίγα δευτερόλεπτα επιβεβαιώθηκε. «Ααα!». Λίγο αργότερα κυλούσα πλάι της. Πριν σηκωθεί με φίλησε στα χείλη. «Τι ώρα κλείνει το μαγαζί;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «'Εντεκα μισή» (το βράδυ). Σηκώθηκα, πλησίασα το καλάθι απορριμμάτων και με προσοχή έβγαλα το προφυλακτικό. «Ευχαριστώ πολύ, καλό βράδυ να έχετε!», μου χαμογέλασε. «Επίσης!», της χαμογέλασα κι εγώ απ' την άλλη άκρη.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 08, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαρίνα
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 7:48 π.μ
Στο σαλονάκι μόλις είχε μπει συναγωνιστής, ο οποίος και στάθηκε κοντά στην έξοδο. Του λόγου μου προχώρησα στο εσωτερικό —του μικρού σαλονιού—, ενώ την επόμενη στιγμή εμφανιζόταν η γνωστή υπηρεσία με τα κοντά κοκκινωπά μαλλιά.
«Καλημέρα! Σήμερα έχω Εύα και... Μαρία! Καταπληκτική περιποίηση, τούρμπο τσιμπουκάκι σπέσιαλ, πάνω-κάτω, πισωκολλητό...».
Παρουσιάστηκε η χαμογελαστή, ευτραφής, σιτεμένη, φαρδομούρα Εύα —απ' το Κολωνού 53 και 48, το ισόγειο της Περγάμου 27.
«... πιασίματα ελεύθερα και παρτουζίτσα! Είναι η Εύα... και Μαρία! Καυλιάρες, γλυκούλες στο δωμάτιο...».
«Γεια σας!», ακολούθησε η Μαρία —απ' το Ιάσονος 46Α—, μια νεαρή αθιγγανοειδής αλλοδαπή —πιθανόν Ρουμάνα—, με ξανθωπό μαλλί πιασμένο πίσω, μέτριο πρόσωπο, μεγάλα μπομπόνια, φαρδιά μέση, προπετή κοιλιά, χοντροκωλάρα με ανάλογα πόδια. Η κοπέλα ισορροπούσε σε πορνοπέδιλα, φορούσε μπικίνι κι αποχώρησε αμέσως —όπως και η έτερη πόρνη.
«... Ελάτε ν' απολαύσετε!», ολοκλήρωσε η τσατσά. Της έδωσα το δεκάρικο. «Ποια;», με ρώτησε παραμερίζοντας το υφασμάτινο διαχωριστικό. «Μαρία», της απάντησα. «Ελάτε», μου έδειξε μια καθαρή κάμαρα, μέσα στην οποία περίμενα την "όρκα" —εεε!... Τη Μαρία, ήθελα να πω—, oκτώ-εννιά λεπτά.
«Γεια σου», της ευχήθηκα όταν άνοιξε την πόρτα. «Τι κάαανεις;», ρώτησε ναζιάρικα. «Καλά». «Καλά είσαι;», θέλησε να επιβεβαιώσω. «Καλά», δεν της χάλασα το χατίρι. Λόγω της δωδεκαήμερης —συν κάτι ώρες— αποχής, ήμουν ήδη καυλωμένος. Αμέσως λοιπόν, γονατίζοντας πλάι μου, προχώρησε στο πέρασμα του προφυλακτικού και το ξεκίνημα μιας καλούτσικης πίπας σύντομης διάρκειας. Στη συνέχεια με πλάκωσε —ένιωθα τις βυζάρες της να τρίβονται στο, ακόμα αγύμναστο, στήθος μου— και για λίγο με φίλησε-έγλειψε στον λαιμό —προηγουμένως είχε γλείψει-ρουφήξει τη δεξιά μου θηλή— βογγώντας ευλογοφανώς.
«Πάμεεε;», ζήτησε τη συγκατάθεσή μου για να ξεκινήσει το γαμήσι. «Πάμε, ναι!», την έδωσα. «Πισωκολλητόοο;», επέλεξε και τη στάση. «Ναι, ναι!», δεν έφερα αντίρρηση. «Κρουκ κρουκ κρουκ...». Χωρίς να βγάλει τα προνοπέδιλα και το XL στρινγκ, πήρε θέση —τότε παρατήρησα το ταττού στη δεξιά της ωμοπλάτη—, «'Ελα!», προτρέποντάς με να της τον χώσω. «Πλαφ πλαφ πλαφ!...», χτυπούσαν οι λαγόνες μου πάνω στα τροφαντά καπούλια καθώς το πέος μου μπαινόβγαινε στη μουνοσήραγγά της. «Τσαφ!», ακουγόταν και κανένα κωλοχάστουκο, ανάμεσα στα «μμμ... μμμ... μμμ!...» της "καύλας" της. 'Αρχισα να εκσπερματώνω. «Εντάξει;», την άκουσα να ρωτάει όταν μ' ένιωσε να μένω ακίνητος, κολλημένος πάνω της. «'Εχυσα!», απάντησα. «Ευχαριστώ», μου είπε κι αμέσως κατέβηκε απ' το κρεβάτι. Πριν στρίψει το πόμολο της πόρτας πρόλαβα να τη ρωτήσω: «Πρωινή είσαι ή βραδινή;». «Από 11 το βράδυ, μέχρι 8:30 πρωί». «Οκέι». «Φιλάκια!».
Στο σαλονάκι μόλις είχε μπει συναγωνιστής, ο οποίος και στάθηκε κοντά στην έξοδο. Του λόγου μου προχώρησα στο εσωτερικό —του μικρού σαλονιού—, ενώ την επόμενη στιγμή εμφανιζόταν η γνωστή υπηρεσία με τα κοντά κοκκινωπά μαλλιά.
«Καλημέρα! Σήμερα έχω Εύα και... Μαρία! Καταπληκτική περιποίηση, τούρμπο τσιμπουκάκι σπέσιαλ, πάνω-κάτω, πισωκολλητό...».
Παρουσιάστηκε η χαμογελαστή, ευτραφής, σιτεμένη, φαρδομούρα Εύα —απ' το Κολωνού 53 και 48, το ισόγειο της Περγάμου 27.
«... πιασίματα ελεύθερα και παρτουζίτσα! Είναι η Εύα... και Μαρία! Καυλιάρες, γλυκούλες στο δωμάτιο...».
«Γεια σας!», ακολούθησε η Μαρία —απ' το Ιάσονος 46Α—, μια νεαρή αθιγγανοειδής αλλοδαπή —πιθανόν Ρουμάνα—, με ξανθωπό μαλλί πιασμένο πίσω, μέτριο πρόσωπο, μεγάλα μπομπόνια, φαρδιά μέση, προπετή κοιλιά, χοντροκωλάρα με ανάλογα πόδια. Η κοπέλα ισορροπούσε σε πορνοπέδιλα, φορούσε μπικίνι κι αποχώρησε αμέσως —όπως και η έτερη πόρνη.
«... Ελάτε ν' απολαύσετε!», ολοκλήρωσε η τσατσά. Της έδωσα το δεκάρικο. «Ποια;», με ρώτησε παραμερίζοντας το υφασμάτινο διαχωριστικό. «Μαρία», της απάντησα. «Ελάτε», μου έδειξε μια καθαρή κάμαρα, μέσα στην οποία περίμενα την "όρκα" —εεε!... Τη Μαρία, ήθελα να πω—, oκτώ-εννιά λεπτά.
«Γεια σου», της ευχήθηκα όταν άνοιξε την πόρτα. «Τι κάαανεις;», ρώτησε ναζιάρικα. «Καλά». «Καλά είσαι;», θέλησε να επιβεβαιώσω. «Καλά», δεν της χάλασα το χατίρι. Λόγω της δωδεκαήμερης —συν κάτι ώρες— αποχής, ήμουν ήδη καυλωμένος. Αμέσως λοιπόν, γονατίζοντας πλάι μου, προχώρησε στο πέρασμα του προφυλακτικού και το ξεκίνημα μιας καλούτσικης πίπας σύντομης διάρκειας. Στη συνέχεια με πλάκωσε —ένιωθα τις βυζάρες της να τρίβονται στο, ακόμα αγύμναστο, στήθος μου— και για λίγο με φίλησε-έγλειψε στον λαιμό —προηγουμένως είχε γλείψει-ρουφήξει τη δεξιά μου θηλή— βογγώντας ευλογοφανώς.
«Πάμεεε;», ζήτησε τη συγκατάθεσή μου για να ξεκινήσει το γαμήσι. «Πάμε, ναι!», την έδωσα. «Πισωκολλητόοο;», επέλεξε και τη στάση. «Ναι, ναι!», δεν έφερα αντίρρηση. «Κρουκ κρουκ κρουκ...». Χωρίς να βγάλει τα προνοπέδιλα και το XL στρινγκ, πήρε θέση —τότε παρατήρησα το ταττού στη δεξιά της ωμοπλάτη—, «'Ελα!», προτρέποντάς με να της τον χώσω. «Πλαφ πλαφ πλαφ!...», χτυπούσαν οι λαγόνες μου πάνω στα τροφαντά καπούλια καθώς το πέος μου μπαινόβγαινε στη μουνοσήραγγά της. «Τσαφ!», ακουγόταν και κανένα κωλοχάστουκο, ανάμεσα στα «μμμ... μμμ... μμμ!...» της "καύλας" της. 'Αρχισα να εκσπερματώνω. «Εντάξει;», την άκουσα να ρωτάει όταν μ' ένιωσε να μένω ακίνητος, κολλημένος πάνω της. «'Εχυσα!», απάντησα. «Ευχαριστώ», μου είπε κι αμέσως κατέβηκε απ' το κρεβάτι. Πριν στρίψει το πόμολο της πόρτας πρόλαβα να τη ρωτήσω: «Πρωινή είσαι ή βραδινή;». «Από 11 το βράδυ, μέχρι 8:30 πρωί». «Οκέι». «Φιλάκια!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 08, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαρία
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
«Είναι μες στο δωμάτιο κορίτσι!», μου έκανε γνωστό η υπηρεσία απ' το κουζινάκι όπου καθόταν —στο σαλόνι δεν υπήρχε κανείς. «Ποια κοπέλα έχετε;», ρώτησα παραμερίζοντας λιγάκι το υφασμάτινο διαχωριστικό. «Χρ...α». «Ποια;». «Χριστίνα, Ρουμάνα!». «Χριστίνα, Ρουμάνα. Ευχαριστώ, περιμένω». «Σε απλό πρόγραμμα, έτσι;», συμπλήρωσα την ερώτησή μου πριν αφήσω το παραβάν. «Εεε, σήμερα, γυμνό τσιμπούκι, δεκαπέντε ευρώ», απάντησε. «Α, γυμνό δεκαπέντε ευρώ, εντάξει», είπα και κάθισα στον ψιλοάβολο καναπέ. Το μαγαζί βρισκόταν σε ανακαίνιση. 'Υστερα από 3 λεπτά μία πόρτα άνοιξε και μια νεανική αλλοδαπή γυναικεία φωνή αναρωτήθηκε: «Ποιος είναι;». Για να μου ευχηθεί στη συνέχεια υγεία, παίρνοντας θέση απέναντί μου. Aντευχήθηκα. Επρόκειτο για μια χαμηλού αναστήματος νεαρή, με ίσιο μαύρο μαλλί πάνω απ' τους ώμους, ψιλοκαλογραμμένο πρόσωπο, πολύ μικρό στήθος μ' ευμεγέθη, σκουρόχρωμη, περιθηλαία άλω και προπετείς θηλές, ομορφοσχηματισμένο αδύνατο μελαχρινό σώμα. «Νάτη η κουκλίτσα μας!», πλησίασε κι η τσατσά. «Δέκα ευρώ, ωραίο τσιμπούκι, ανεβαίνει επάνω, κατεβαίνει, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, εξήντα εννιά κι όπως είπαμε, με δεκαπέντε, γυμνό...», ολοκλήρωσε συνωμοτικά... «Οκέι, ευχαριστώ πολύ», σηκώθηκα και κίνησα προς την εξώπορτα. «Παρακαλώ». 'Ενιωσα την απογοήτευσή της.
Επέστρεψα αφού είχα ολοκληρώσει τη μικρή μου τσάρκα. Το σαλονάκι συνέχιζε να είναι άδειο από κόσμο. «Αου!», αναφώνησε χαρούμενη η κοκότα μόλις με είδε —καθόταν μαζί με την υπηρεσία στο κουζινάκι. Η δεύτερη σηκώθηκε και με πλησίασε. Της έδωσα ένα δεκάρικο —επιλέγοντας το απλό πρόγραμμα. «Α, με ντέκα ευρώ», κατάλαβε. «Ναι», επιβεβαίωσα. Πέρασα στο ανακαινισμένο δωμάτιο. Εάν εξαιρούσα το κρεβάτι, έχει γίνει καλή δουλειά.
Η κοκοτίτσα εισήλθε γυμνόστηθη και με καλή διάθεση έπειτα από κάνα πεντάλεπτο. Ελληνικά δεν πρέπει να μιλάει. Απ' ό,τι μουρμούριζε έπιασα κάτι ρουμάνικα οπότε της μίλησα στη γλώσσα της. "Ești român?" (Είσαι Ρουμάνος;), με κοίταξε μ' έκπληξη. "Grec" ('Ελληνας), της απάντησα.
Γονατίζοντας πλάι μου ετοίμασε ένα υγρό μαντιλάκι. Της είπα πως δεν ήθελα γυμνό στοματικό. Μου είπε πως σε κανέναν δεν κάνει ελεύθερο —ακόμα και μ' έξτρα χρήματα. Της υπενθύμισα ότι το ανακοινώνει η υπηρεσία. Μου έκανε γνωστό πως η υπηρεσία ήταν "τρελή". Της είπα μήπως η τσατσά το λέει για να περνάει ο κόσμος. Συμφώνησε. Τότε τη ρώτησα τι θα έκανε η ίδια εάν κάποιος που είχε πληρώσει για ελεύθερο τσιμπούκι το απαιτούσε. Μου είπε πως θ' αρνιόταν. 'Εκοψα τη συζήτηση λέγοντας πως εμένα έτσι κι αλλιώς δεν μ' ενδιέφερε ιδιαίτερα αυτή η υπηρεσία, οπότε πήγαμε παρακάτω...
Η πίπα της, με το προφυλακτικό, ήταν μετριοκαλή —είχαν προηγηθεί δικά μου φιλιά-γλειψίματα-ρουφήγματα, απ' τον αφαλό της και πάνω˙ μέχρι τον λαιμό, τα οποία μου είχαν δημιουργήσει μια ημιστύση. Επίσης, έπειτα από παράκλησή μου, μ' έγλειψε-φίλησε κι εκείνη σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβούς των αυτιώνε (έτσι, μ' έψιλον) ικανοποιητικά. Στο στόμα όμως όχι. "Pe buze nu sărut pe nimeni!" (Στα χείλη δεν φιλάω κανέναν), μου έκανε γνωστό.
"Vrei să vii de asupra?" (Θέλεις να έρθεις από πάνω;), της πρότεινα νιώθοντας τη στύση μου ικανή. "Da!" (Ναι), συμφώνησε πρόθυμα. Με καβάλησε και σαλιώνοντας το μουνί της έπιασε την πούτσα μου. Την έχωσε μέσα της κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει. «Κρικ κρικ κρικ». Το μαμήσι (έτσι, με μι) είχε αρχίσει. Σχετικά καλό μαμήσι, με χαμηλόφωνα βογγητά («μμμ... μμμ... μμμ...»), όπως και φιλάκια-γλειψιματάκια («ματς-μουτς, σλουρπ σλουρπ...») εκατέρωθεν —μ' εμένα ν' ανασηκώνομαι κι εκείνη να σκύβει. Δεν άργησα να εκσπερματώσω.
Δουλεύει διπλοβάρδιες: 10 πρωί με 10 βράδυ. "Cîți ani ai, dacă nu sînt indiscret?" (πόσων χρονών είσαι, εάν δεν είμαι αδιάκριτος;), τη ρώτησα επίσης. "Douăzeci și patru" (Είκοσι τέσσερα).
ΥΓ: Πρόκειται για τη Χριστίνα απ' το Ιάσονος 46Α, που πήραν ο Jason86 και professorx. Εδώ, μέχρι στιγμής, την έχουμε πάρει εγώ και ο blooddead.
Επέστρεψα αφού είχα ολοκληρώσει τη μικρή μου τσάρκα. Το σαλονάκι συνέχιζε να είναι άδειο από κόσμο. «Αου!», αναφώνησε χαρούμενη η κοκότα μόλις με είδε —καθόταν μαζί με την υπηρεσία στο κουζινάκι. Η δεύτερη σηκώθηκε και με πλησίασε. Της έδωσα ένα δεκάρικο —επιλέγοντας το απλό πρόγραμμα. «Α, με ντέκα ευρώ», κατάλαβε. «Ναι», επιβεβαίωσα. Πέρασα στο ανακαινισμένο δωμάτιο. Εάν εξαιρούσα το κρεβάτι, έχει γίνει καλή δουλειά.
Η κοκοτίτσα εισήλθε γυμνόστηθη και με καλή διάθεση έπειτα από κάνα πεντάλεπτο. Ελληνικά δεν πρέπει να μιλάει. Απ' ό,τι μουρμούριζε έπιασα κάτι ρουμάνικα οπότε της μίλησα στη γλώσσα της. "Ești român?" (Είσαι Ρουμάνος;), με κοίταξε μ' έκπληξη. "Grec" ('Ελληνας), της απάντησα.
Γονατίζοντας πλάι μου ετοίμασε ένα υγρό μαντιλάκι. Της είπα πως δεν ήθελα γυμνό στοματικό. Μου είπε πως σε κανέναν δεν κάνει ελεύθερο —ακόμα και μ' έξτρα χρήματα. Της υπενθύμισα ότι το ανακοινώνει η υπηρεσία. Μου έκανε γνωστό πως η υπηρεσία ήταν "τρελή". Της είπα μήπως η τσατσά το λέει για να περνάει ο κόσμος. Συμφώνησε. Τότε τη ρώτησα τι θα έκανε η ίδια εάν κάποιος που είχε πληρώσει για ελεύθερο τσιμπούκι το απαιτούσε. Μου είπε πως θ' αρνιόταν. 'Εκοψα τη συζήτηση λέγοντας πως εμένα έτσι κι αλλιώς δεν μ' ενδιέφερε ιδιαίτερα αυτή η υπηρεσία, οπότε πήγαμε παρακάτω...
Η πίπα της, με το προφυλακτικό, ήταν μετριοκαλή —είχαν προηγηθεί δικά μου φιλιά-γλειψίματα-ρουφήγματα, απ' τον αφαλό της και πάνω˙ μέχρι τον λαιμό, τα οποία μου είχαν δημιουργήσει μια ημιστύση. Επίσης, έπειτα από παράκλησή μου, μ' έγλειψε-φίλησε κι εκείνη σε θηλές, λαιμό, μάγουλα, λοβούς των αυτιώνε (έτσι, μ' έψιλον) ικανοποιητικά. Στο στόμα όμως όχι. "Pe buze nu sărut pe nimeni!" (Στα χείλη δεν φιλάω κανέναν), μου έκανε γνωστό.
"Vrei să vii de asupra?" (Θέλεις να έρθεις από πάνω;), της πρότεινα νιώθοντας τη στύση μου ικανή. "Da!" (Ναι), συμφώνησε πρόθυμα. Με καβάλησε και σαλιώνοντας το μουνί της έπιασε την πούτσα μου. Την έχωσε μέσα της κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει. «Κρικ κρικ κρικ». Το μαμήσι (έτσι, με μι) είχε αρχίσει. Σχετικά καλό μαμήσι, με χαμηλόφωνα βογγητά («μμμ... μμμ... μμμ...»), όπως και φιλάκια-γλειψιματάκια («ματς-μουτς, σλουρπ σλουρπ...») εκατέρωθεν —μ' εμένα ν' ανασηκώνομαι κι εκείνη να σκύβει. Δεν άργησα να εκσπερματώσω.
Δουλεύει διπλοβάρδιες: 10 πρωί με 10 βράδυ. "Cîți ani ai, dacă nu sînt indiscret?" (πόσων χρονών είσαι, εάν δεν είμαι αδιάκριτος;), τη ρώτησα επίσης. "Douăzeci și patru" (Είκοσι τέσσερα).
ΥΓ: Πρόκειται για τη Χριστίνα απ' το Ιάσονος 46Α, που πήραν ο Jason86 και professorx. Εδώ, μέχρι στιγμής, την έχουμε πάρει εγώ και ο blooddead.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 25, 2015
Όνομα κοπέλας
Χριστίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.0
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
Τρίτη, ώρα 18:33
Ανεβαίνοντας τα σκαλάκια η ακοή μου βομβαρδίστηκε από φωνές, γέλια, μουσική στη διαπασών. Μια γυμνόστηθη, μετριοχαμηλού αναστήματος νεαρή, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, γλυκό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, καλοφτιαγμένο κορμί —η Λώρα, απ' το ισόγειο της Φυλής 84—, χαριεντιζόταν με μία ομάδα ανδρών.
«Γεια σας! Νόρμαλ σεξ: τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, εξήντα εννιά. Είναι πολύ καλή!», μ' ενημέρωσε η υπηρεσία. Της έδωσα το δεκάρικο που μέχρι τότε είχα στο τσεπάκι του πουκαμίσου μου. «'Ελα!», μου έδειξε το πρώτο απ' τα τρία δωμάτια του μπουρδέλου˙ μία άθλια καμαρούλα.
Η Λώρα άνοιξε την πόρτα ύστερα από πέντε λεπτά. «Γεια σας!», μου χαμογέλασε. «Γεια σου, τι κάνεις;», της χαμογέλασα κι εγώ. "Speak english?", ρώτησε αντί γι' απάντηση. "I speak romanian", της αποκρίθηκα, χωρίς να ήμουν 100% σίγουρος (ήμουν... 95%) πως ήταν Ρουμάνα. "A, da?" (Α, ναι;), το χαμόγελό της έγινε πλατύτερο. "Ești din România, nu?" (Είσαι από τη Ρουμανία, έτσι;), ζήτησα να μου επιβεβαιώσει —θα μπορούσε να ήταν Μολδαβή. 'Οχι πως θα είχε κάποια σημασία... "Da! Ηa ha...". "I speak english too, if you want", χωράτεψα κομματάκι. Δεν είπε κάτι.
Γονατίζοντας ολόγυμνη στο κρεβάτι, πλάι μου, ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια στην κοιλιά, στο στήθος, στις θηλές, πασπατεύοντάς μου ταυτόχρονα τ' αχαμνά, ενώ όταν εμφανίστηκε η στύση συνέχισε μαλακίζοντάς με. Του λόγου μου της χάιδευα το σφιχτοδεμένο κορμί, της θώπευα-δαχτύλιαζα το ξυρισμένο αιδοίο, της μάζευα τα μαλλία σε αλογοουρά έτσι ώστε να βλέπω το πρόσωπό της και τη δράση του στόματός της. «Πόσων χρονών είσαι;», θέλησα να μάθω, ρωτώντας στη γλώσσα της φυσικά. «Είκοσι». Της ζήτησα να με φιλήσει-γλείψει και στον λαιμό. Το έκανε ικανοποιητικά φτάνοντας μέχρι τους λοβούς των αυτιών μου. Την έλγειψα-φίλησα κι εγώ στα αυτά σημεία. 'Εκανα και κίνηση για γλωσσόφιλο. Την ένιωσα να τραβιέται. «Δεν φιλάς στο στόμα, ε;». "Nu", ήταν η απάντησή της. Κάποια στιγμή κοίταξε προς το κλιματιστικό, έχοντας μια έκφραση δυσαρέσκειας στο πρόσωπό της. «'Εχει ζέστη εδώ μέσα, αυτό δεν λειτουργεί σωστά», σχολίασα. Συμφώνησε. Μου φόρεσε την καπότα και ξεκίνησε μια ρουφηχτή βαθιά πίπα. 'Οταν το ζήτησα με καβάλησε πρόθυμα. Τον έχωσε εντός της κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει, να τρίβεται, να στριφογυρίζει. Συνεχίσαμε για λίγο και ιεραποστολικά, όπου —χωρίς να είχε κάποια ιδιαίτερη συμμετοχή—, ύστερα από αρκετά «πλαφ» καλής πρόστριψης, έχυσα...
Πριν φύγει —δεν βιάστηκε— μου είπε πως συνήθως κάνει την πρώτη βάρδια στη Φυλής και τη δεύτερη εδώ —μιας και στη Φυλής δεν έχει δουλειά—, ενώ μου έκανε γνωστό πως στις 29 του μήνα φεύγει για την πατρίδα της, "și nu știu dacă mă întorc" (και δεν ξέρω εάν επιστρέψω).
Ανεβαίνοντας τα σκαλάκια η ακοή μου βομβαρδίστηκε από φωνές, γέλια, μουσική στη διαπασών. Μια γυμνόστηθη, μετριοχαμηλού αναστήματος νεαρή, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, γλυκό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, καλοφτιαγμένο κορμί —η Λώρα, απ' το ισόγειο της Φυλής 84—, χαριεντιζόταν με μία ομάδα ανδρών.
«Γεια σας! Νόρμαλ σεξ: τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, εξήντα εννιά. Είναι πολύ καλή!», μ' ενημέρωσε η υπηρεσία. Της έδωσα το δεκάρικο που μέχρι τότε είχα στο τσεπάκι του πουκαμίσου μου. «'Ελα!», μου έδειξε το πρώτο απ' τα τρία δωμάτια του μπουρδέλου˙ μία άθλια καμαρούλα.
Η Λώρα άνοιξε την πόρτα ύστερα από πέντε λεπτά. «Γεια σας!», μου χαμογέλασε. «Γεια σου, τι κάνεις;», της χαμογέλασα κι εγώ. "Speak english?", ρώτησε αντί γι' απάντηση. "I speak romanian", της αποκρίθηκα, χωρίς να ήμουν 100% σίγουρος (ήμουν... 95%) πως ήταν Ρουμάνα. "A, da?" (Α, ναι;), το χαμόγελό της έγινε πλατύτερο. "Ești din România, nu?" (Είσαι από τη Ρουμανία, έτσι;), ζήτησα να μου επιβεβαιώσει —θα μπορούσε να ήταν Μολδαβή. 'Οχι πως θα είχε κάποια σημασία... "Da! Ηa ha...". "I speak english too, if you want", χωράτεψα κομματάκι. Δεν είπε κάτι.
Γονατίζοντας ολόγυμνη στο κρεβάτι, πλάι μου, ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια στην κοιλιά, στο στήθος, στις θηλές, πασπατεύοντάς μου ταυτόχρονα τ' αχαμνά, ενώ όταν εμφανίστηκε η στύση συνέχισε μαλακίζοντάς με. Του λόγου μου της χάιδευα το σφιχτοδεμένο κορμί, της θώπευα-δαχτύλιαζα το ξυρισμένο αιδοίο, της μάζευα τα μαλλία σε αλογοουρά έτσι ώστε να βλέπω το πρόσωπό της και τη δράση του στόματός της. «Πόσων χρονών είσαι;», θέλησα να μάθω, ρωτώντας στη γλώσσα της φυσικά. «Είκοσι». Της ζήτησα να με φιλήσει-γλείψει και στον λαιμό. Το έκανε ικανοποιητικά φτάνοντας μέχρι τους λοβούς των αυτιών μου. Την έλγειψα-φίλησα κι εγώ στα αυτά σημεία. 'Εκανα και κίνηση για γλωσσόφιλο. Την ένιωσα να τραβιέται. «Δεν φιλάς στο στόμα, ε;». "Nu", ήταν η απάντησή της. Κάποια στιγμή κοίταξε προς το κλιματιστικό, έχοντας μια έκφραση δυσαρέσκειας στο πρόσωπό της. «'Εχει ζέστη εδώ μέσα, αυτό δεν λειτουργεί σωστά», σχολίασα. Συμφώνησε. Μου φόρεσε την καπότα και ξεκίνησε μια ρουφηχτή βαθιά πίπα. 'Οταν το ζήτησα με καβάλησε πρόθυμα. Τον έχωσε εντός της κι άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει, να τρίβεται, να στριφογυρίζει. Συνεχίσαμε για λίγο και ιεραποστολικά, όπου —χωρίς να είχε κάποια ιδιαίτερη συμμετοχή—, ύστερα από αρκετά «πλαφ» καλής πρόστριψης, έχυσα...
Πριν φύγει —δεν βιάστηκε— μου είπε πως συνήθως κάνει την πρώτη βάρδια στη Φυλής και τη δεύτερη εδώ —μιας και στη Φυλής δεν έχει δουλειά—, ενώ μου έκανε γνωστό πως στις 29 του μήνα φεύγει για την πατρίδα της, "și nu știu dacă mă întorc" (και δεν ξέρω εάν επιστρέψω).
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 23, 2015
Όνομα κοπέλας
Λώρα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.3
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
4.0
Κυριακή, ώρα 16:44
Βλέποντας —από το απέναντι πεζοδρόμιο— έναν συναγωνιστή να κατεβαίνει στο υπόγειο αποφάσισα ν' ακολουθήσω κι εγώ. «Γεια σας!», άκουσα απ' το βάθος να του εύχεται ο τσάτσος. «Καλώς τους!», πρόσθεσε βλέποντας κι εμένα. «Για μπες πιο μέσα», είπε στον νέο άνδρα που είχε σταθεί στην είσοδο και αμέσως ξεκίνησε: «Η Αννίτα είναι, λεπτή κοπελίτσα και τσιμπουκάκι, μουνάκι, κωλαράκι...». «Γεια σας!», απ' το κουζινάκι εμφανίστηκε η περί ης ο λόγος, μια νεαρή αθιγγανίδα Ρουμάνα, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, ψιλοκαλογραμμένο φιλήδονο πρόσωπο, μικρό στήθος με προπετείς θηλές, αδύνατο ομορφοσχηματισμένο σώμα μ' ένα τρίμπαλ στην οσφύ κι ένα ταττού στη δεξιά ωμοπλάτη. «... φουλ πρόγραμμα με 10 ευρώ, κάνει και γυμνό τσιμπουκάκι...», συνέχισε να ενημερώνει ο υπηρέτης. «Πάλι βολτίτσα μωρό μου;», είπε η κοκοτίτσα χαμογελώντας στον συναγωνιστή. «...και γυμνό τσιμπουκάκι, με δέκα ευρώ όλα τα κάνει, ελάτε να περάστε! Κουκλίτσα όμορφη, λεπτούλα!», ολοκλήρωσε ο τσάτσος. Εντωμεταξύ εκείνη είχε καθίσει δίπλα στον νέο άνδρα και προσπαθούσε να καταλάβει τι εκείνος κρατούσε. «Τι είναι αυτό;». «Μουνάκι!». «Α, μικρό κομπολόι είναι!», εξήγησε ο θηλυπρεπής μεσήλικας υπηρέτης. Η Αννίτα γούρλωσε τα μάτια. «Δεν έχεις ξαναδεί;», τη ρώτησε ο συναγωνιστής. Τους πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι. «Περάστε στο δωμάτιο», είπε ο τσάτσος δείχνοντάς μου τη μία απ' τις δύο ανοιχτές πόρτες. «Να μπω καλύτερα εδώ;», έδειξα τη διπλανή καμαρούλα —που δεν είχα ξαναπεράσει. «Ορίστε;». Επανέλαβα. «Αν θέλετε εδώ, περάστε», δεν έφερε αντίρρηση. «Στάσου μόνο γιατί τώρα μόλις βγήκε ο άνθρωπος και...». Μπαίνοντας μαζί μου στο ψιλοάθλιο εσωτερικό τέντωσε το κατωσέντονο. «Ετοιμαστείτε, έτοιμο!», μου χαμογέλασε και με άφησε μόνο. 'Εξω η κοκότα συνέχιζε να χαριεντίζεται με τον νεαρό.
«Από πού είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει η 'Αννα πλησιάζοντας το κρεβάτι, πάνω στο οποίο βρισκόμουν ξαπλωμένος κι ολόγυμνος —πριν την περίμενα κανένα πεντάλεπτο. «'Ελληνας». Χωρίς να βγάλει στηθόδεσμο και μια φουστίτσα-εσώρουχο που φορούσε, γονάτισε πλάι μου και πιάνοντας το πουλί μου έκανε να σκύψει πάνω του. Της έκανα γνωστό πως την πίπα την ήθελα με προφυλακτικό. Χαμογέλασε ευχαριστημένη επιδοκιμάζοντας την απόφασή μου. Φιλιά και γλείψιμο στο σώμα δεν μου πρόσφερε διότι «δεν μου αρέσει» —δεκτό, κανένα πρόβλημα! 'Ομως (ευτυχώς) φιλιά και γλείψιμο, όπως και ρούφηγμα στα βυζιά, στον λαιμό, στο σώμα, από μένα, δέχτηκε. Το μέτριο στοματικό της, συνεπικουρούμενο απ' τα δικά μου χουφτώματα και κάποια χαϊδέματα-τσιμπίματα των θηλών μου από εκείνη, κατάφερε να δημιουργήσει μια στύση ικανή για τη σωστή τοποθέτηση μιας καινούργιας —δικιάς μου— καπότας.
Ακολούθησε ψιλοϊκανοποιητική γάμευση του λιπασμένου μουνιού της στα τέσσερα και χύσιμο, με μένα στα γόνατα να τραβάω μαλακία φορώντας το προφυλακτικό κι εκείνη ξαπλωμένη ανάσκελα, δίπλα μου, να μου θωπεύει τ' αρχίδια παροτρύνοντάς με.
Αν και κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης ήταν ψιλοεντάξει, με την ψιλοπλακίτσα της, τα γελάκια της —ελληνικά μιλάει λίγα— στο τέλος έφυγε χωρίς να πει κάτι —ένα γεια, βρε αδελφέ...
Βλέποντας —από το απέναντι πεζοδρόμιο— έναν συναγωνιστή να κατεβαίνει στο υπόγειο αποφάσισα ν' ακολουθήσω κι εγώ. «Γεια σας!», άκουσα απ' το βάθος να του εύχεται ο τσάτσος. «Καλώς τους!», πρόσθεσε βλέποντας κι εμένα. «Για μπες πιο μέσα», είπε στον νέο άνδρα που είχε σταθεί στην είσοδο και αμέσως ξεκίνησε: «Η Αννίτα είναι, λεπτή κοπελίτσα και τσιμπουκάκι, μουνάκι, κωλαράκι...». «Γεια σας!», απ' το κουζινάκι εμφανίστηκε η περί ης ο λόγος, μια νεαρή αθιγγανίδα Ρουμάνα, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, ψιλοκαλογραμμένο φιλήδονο πρόσωπο, μικρό στήθος με προπετείς θηλές, αδύνατο ομορφοσχηματισμένο σώμα μ' ένα τρίμπαλ στην οσφύ κι ένα ταττού στη δεξιά ωμοπλάτη. «... φουλ πρόγραμμα με 10 ευρώ, κάνει και γυμνό τσιμπουκάκι...», συνέχισε να ενημερώνει ο υπηρέτης. «Πάλι βολτίτσα μωρό μου;», είπε η κοκοτίτσα χαμογελώντας στον συναγωνιστή. «...και γυμνό τσιμπουκάκι, με δέκα ευρώ όλα τα κάνει, ελάτε να περάστε! Κουκλίτσα όμορφη, λεπτούλα!», ολοκλήρωσε ο τσάτσος. Εντωμεταξύ εκείνη είχε καθίσει δίπλα στον νέο άνδρα και προσπαθούσε να καταλάβει τι εκείνος κρατούσε. «Τι είναι αυτό;». «Μουνάκι!». «Α, μικρό κομπολόι είναι!», εξήγησε ο θηλυπρεπής μεσήλικας υπηρέτης. Η Αννίτα γούρλωσε τα μάτια. «Δεν έχεις ξαναδεί;», τη ρώτησε ο συναγωνιστής. Τους πλησίασα με το δεκάρικο στο χέρι. «Περάστε στο δωμάτιο», είπε ο τσάτσος δείχνοντάς μου τη μία απ' τις δύο ανοιχτές πόρτες. «Να μπω καλύτερα εδώ;», έδειξα τη διπλανή καμαρούλα —που δεν είχα ξαναπεράσει. «Ορίστε;». Επανέλαβα. «Αν θέλετε εδώ, περάστε», δεν έφερε αντίρρηση. «Στάσου μόνο γιατί τώρα μόλις βγήκε ο άνθρωπος και...». Μπαίνοντας μαζί μου στο ψιλοάθλιο εσωτερικό τέντωσε το κατωσέντονο. «Ετοιμαστείτε, έτοιμο!», μου χαμογέλασε και με άφησε μόνο. 'Εξω η κοκότα συνέχιζε να χαριεντίζεται με τον νεαρό.
«Από πού είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει η 'Αννα πλησιάζοντας το κρεβάτι, πάνω στο οποίο βρισκόμουν ξαπλωμένος κι ολόγυμνος —πριν την περίμενα κανένα πεντάλεπτο. «'Ελληνας». Χωρίς να βγάλει στηθόδεσμο και μια φουστίτσα-εσώρουχο που φορούσε, γονάτισε πλάι μου και πιάνοντας το πουλί μου έκανε να σκύψει πάνω του. Της έκανα γνωστό πως την πίπα την ήθελα με προφυλακτικό. Χαμογέλασε ευχαριστημένη επιδοκιμάζοντας την απόφασή μου. Φιλιά και γλείψιμο στο σώμα δεν μου πρόσφερε διότι «δεν μου αρέσει» —δεκτό, κανένα πρόβλημα! 'Ομως (ευτυχώς) φιλιά και γλείψιμο, όπως και ρούφηγμα στα βυζιά, στον λαιμό, στο σώμα, από μένα, δέχτηκε. Το μέτριο στοματικό της, συνεπικουρούμενο απ' τα δικά μου χουφτώματα και κάποια χαϊδέματα-τσιμπίματα των θηλών μου από εκείνη, κατάφερε να δημιουργήσει μια στύση ικανή για τη σωστή τοποθέτηση μιας καινούργιας —δικιάς μου— καπότας.
Ακολούθησε ψιλοϊκανοποιητική γάμευση του λιπασμένου μουνιού της στα τέσσερα και χύσιμο, με μένα στα γόνατα να τραβάω μαλακία φορώντας το προφυλακτικό κι εκείνη ξαπλωμένη ανάσκελα, δίπλα μου, να μου θωπεύει τ' αρχίδια παροτρύνοντάς με.
Αν και κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης ήταν ψιλοεντάξει, με την ψιλοπλακίτσα της, τα γελάκια της —ελληνικά μιλάει λίγα— στο τέλος έφυγε χωρίς να πει κάτι —ένα γεια, βρε αδελφέ...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 21, 2015
Όνομα κοπέλας
Άννα