Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.9 302 10
Μπουρδέλα
548788
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
«'Ενα!... Δύο!... Τρία!... Τέσσερα!... Πέντε!... 'Εξι!... Εφτά!...», μετρούσε το κοριτσάκι, κάθε φορά που το σχοινάκι περνούσε κάτω απ' τα πόδια του. Πολύ παιδολόι στον πεζόδρομο τέτοια ώρα˙ αργά το απόγευμα.
«Γεια σας!», με υποδέχτηκε η υπηρεσία στο άδειο από κόσμο, σκοτεινό σαλόνι. «Χαίρετε», ανταπέδωσα. «'Εχω μια Ρωσίδα, μια κοπέλα. Είκοσι ευρώ έχουμε, να τη δείτε... 'Ελα κοπέλα!». Στο κέλευσμα εμφανίστηκε μια γυναίκα στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της, με ίσιο σκουροκάστανο μαλλί πάνω απ' τους ώμους, μετριογραμμένο πρόσωπο, μεσαίο στήθος (φορούσε εσωφόρι), μάλλον χαμηλό ανάστημα, κανονικό κορμί. «Αυτή είναι! Καυλιάρα, παιχνιδιάρα!», ολοκλήρωσε. Αλληλοχαιρετηθήκαμε με την περί ης ο λόγος. «Μμ;... Καύλα!», συμπλήρωσε η τσατσά στην προσπάθειά της να με πείσει. «Πώς τη λένε;», ζήτησα να μάθω — εντωμεταξύ η μεγαλοκοπέλα είχε αποχωρήσει. «Τη λένε Βίκυ!», απάντησε. «Βίκυ... και τι πρόγραμμα έχει;». «Εεε, κάνει ελεύθερο στοματικό τελειωτικό, εξήντα εννιά, ισπανικό, όλες τις στάσεις, αυταρχικό και βαθιά πίπα». «Καλώς, εντάξει... Μέχρι τι ώρα είσαστε ανοιχτά;». «Μέχρι ντόντεκα (το βράδυ)». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ», είπα και κίνησα προς την έξοδο. «Να 'σαι καλά», την άκουσα να μου εύχεται.
Επέστρεψα μετά το πέρας της τσάρκας. Ο πεζόδρομος συνέχιζε να σφύζει από παιδιά.
«Α, γυρίσατε!», μου χαμογέλασε η υπηρεσία. Την πλήρωσα και μ' άφησε να διαλέξω κάμαρα. Μπήκα σ' ένα ικανοποιητικό αλλά πολύ σκοτεινό δωμάτιο. «Ν' ανοίγω ερ κοντίσιον!...», προθυμοποιήθηκε εκείνη. «'Οχι, όχι, μην το ανοίξετε, δεν πειράζει!», αρνήθηκα. «Α, εντάξει», συμφώνησε.
«Τακ τακ τακ», άκουσα διακριτικά χτυπήματα στην πόρτα ύστερα από λίγο. 'Ανοιξα το συρτάκι και της είπα —ήταν η Βίκυ— πως, «θα σε φωνάξω σ' ένα λεπτό!». «Ν' ανοίξουμε τώρα ερ κοντίσιον;», μου έδειξε το τηλεχειριστήριο που κρατούσε. «'Αστο για τώρα, εάν είναι το ανοίγουμε κατά τη διάρκεια» — βρε λύσσα κακιά με το κλιματιστικό!...
«'Ετοιμος!», φώναξα έπειτα από λίγο˙ ανοίγοντας δυο δάχτυλα την πόρτα. Δεν είχα προλάβει να ξαπλώσω στο καθαρό σεντόνι όταν την είδα να μπαίνει. «'Ετοιμος;», μου χαμογέλασε. «Γεια σου!», της χαμογέλασα με τη σειρά μου. «Γεια σου, καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά», απάντησα καθώς ξάπλωνα.
«Μωρό μου τι θέλεις να σου κάνω;». Με είχε καπακώσει και ήδη με θώπευε και την θώπευα διερευνητικά. «Ξεκίνα με φιλάκια και κανένα γλειψιματάκι», της είπα. «Πού φιλάκια;», χαμογέλασε με νόημα. «Εδώ», της έδειξα τον λαιμό μου, το στήθος, το πρόσωπό μου. Σκύβοντας περισσότερο άρχισε να πραγματοποιεί την επιθυμία μου — και κάτι παραπάνω μιας και προχώρησε σε συγκρατημένα γλωσσόφιλα. Χούφτωνα και του λόγου μου τους βύζους της, τον κώλο, το εσωτερικό των μηρών της. «Αχ, έτσι!», "καύλωνε" νιώθοντας το χέρι μου να ψαχουλεύει τ' "απόκρυφά" της. «Μπράβο, έτσι!», επιδοκίμαζα κι εγώ τις προσπάθειές της να με καυλώσει — είχα ήδη καυλώσει... «Να πάω κι εδώ, κάτω;», την άκουσα να ρωτάει πονηρά πλησιάζοντας —πάντα γλείφοντας και φιλώντας— προς τα δικά μου απόκρυφα. «Το στοματικό το θέλω με καπότα!», της ξεκαθάρισα. «Ναι, εντάξει...», συμφώνησε κι αφού έγλειψε-φίλησε-ρούφηξε την πέριξ περιοχή (πριν είχαμε την εξής στιχομυθία: «Θέλεις να σε γλείψω;». «Πού;». «Εκεί, στα αρχιδάκια. Θέλεις;»), κάνοντάς μου και μια "ισπανική", εφάρμοσε σαν κάλτσα το λεπτό ελαστικό προχωρώντας σε μία αργή, βαθιά, υγρή —χωρίς φτυσίματα, αλλά με το σάλιο να ρέει—, ρυθμική πίπα με το αρχιδολγείψιμο να συνεχίζεται. «Αχ, έτσι μπράβο!...», και με μένα να συνεχίζω να την επιδοκιμάζω.
«'Ελα στα τέσσερα!», της ζήτησα. «'Ελα!», πήρε θέση —πότε μιλούσε ψιθυριστά και πότε κανονικά— χρησιμοποιώντας το σάλιο της ως λιπαντικό. Μπήκα μέσα της κι άρχισα να "δίνω" δυνατά. «Σιγά σιγά! 'Εχω στενό (μουνί) λίγο», μου έκανε γνωστό χωρίς εκνευρισμό. 'Εριξα τον ρυθμό μου, για να τον ανεβάσω ξανά ύστερα από λίγο, όταν ένιωσα πως είχαμε ζεσταθεί. Μέχρι την εκτόνωσή μου δεν άλλαξα στάση.
«Ααα, ωραία ήτανε!», άκουσα τον εαυτό μου να λέει έχοντας μόλις ξεκολλήσει από πίσω της. Πήραμε να ετοιμαζόμαστε. «'Ησουν και πουθενά αλλού εσύ Βίκυ; Σε άλλο μπουρδέλο εννοώ». «'Οχι». «Δηλαδή, μόνο εδώ δουλεύεις;». «Ναι, εδώ ήρθα πριν λίγο, κάποιες μέρες». «Πριν πού ήσουν; Γιατί σαν να σε θυμάμαι από κάπου». Πραγματικά, σαν κάποια να μου θύμιζε. «Μπορεί από μασάζ», είπε κάτι που δεν περίμενα. «Σε ποιο μασάζ ήσουνα;». «Εεε, Πλατεία Βικτωρίας, εκεί, Χέυδεν 15Α». «Μπα, δεν σε θυμάμαι από 'κει. 'Ωστε ξέρεις να κάνεις και μασάζ!». «Ναι, αλλά...», ξεκίνησε διστακτικά —εγώ τότε κατάλαβα πως ίσως θα ήθελε να μου πει ότι με 20 ευρώ να μην έχω αυταπάτες— αλλά τελικά κατάληξε πως: «κάνω και μασάζ».
Βγαίνοντας στον πεζόδρομο παρατήρησα το παιδομάνι. Τα μικρά παιδιά της πόλης...
«Γεια σας!», με υποδέχτηκε η υπηρεσία στο άδειο από κόσμο, σκοτεινό σαλόνι. «Χαίρετε», ανταπέδωσα. «'Εχω μια Ρωσίδα, μια κοπέλα. Είκοσι ευρώ έχουμε, να τη δείτε... 'Ελα κοπέλα!». Στο κέλευσμα εμφανίστηκε μια γυναίκα στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της, με ίσιο σκουροκάστανο μαλλί πάνω απ' τους ώμους, μετριογραμμένο πρόσωπο, μεσαίο στήθος (φορούσε εσωφόρι), μάλλον χαμηλό ανάστημα, κανονικό κορμί. «Αυτή είναι! Καυλιάρα, παιχνιδιάρα!», ολοκλήρωσε. Αλληλοχαιρετηθήκαμε με την περί ης ο λόγος. «Μμ;... Καύλα!», συμπλήρωσε η τσατσά στην προσπάθειά της να με πείσει. «Πώς τη λένε;», ζήτησα να μάθω — εντωμεταξύ η μεγαλοκοπέλα είχε αποχωρήσει. «Τη λένε Βίκυ!», απάντησε. «Βίκυ... και τι πρόγραμμα έχει;». «Εεε, κάνει ελεύθερο στοματικό τελειωτικό, εξήντα εννιά, ισπανικό, όλες τις στάσεις, αυταρχικό και βαθιά πίπα». «Καλώς, εντάξει... Μέχρι τι ώρα είσαστε ανοιχτά;». «Μέχρι ντόντεκα (το βράδυ)». «Εντάξει, ευχαριστώ πολύ», είπα και κίνησα προς την έξοδο. «Να 'σαι καλά», την άκουσα να μου εύχεται.
Επέστρεψα μετά το πέρας της τσάρκας. Ο πεζόδρομος συνέχιζε να σφύζει από παιδιά.
«Α, γυρίσατε!», μου χαμογέλασε η υπηρεσία. Την πλήρωσα και μ' άφησε να διαλέξω κάμαρα. Μπήκα σ' ένα ικανοποιητικό αλλά πολύ σκοτεινό δωμάτιο. «Ν' ανοίγω ερ κοντίσιον!...», προθυμοποιήθηκε εκείνη. «'Οχι, όχι, μην το ανοίξετε, δεν πειράζει!», αρνήθηκα. «Α, εντάξει», συμφώνησε.
«Τακ τακ τακ», άκουσα διακριτικά χτυπήματα στην πόρτα ύστερα από λίγο. 'Ανοιξα το συρτάκι και της είπα —ήταν η Βίκυ— πως, «θα σε φωνάξω σ' ένα λεπτό!». «Ν' ανοίξουμε τώρα ερ κοντίσιον;», μου έδειξε το τηλεχειριστήριο που κρατούσε. «'Αστο για τώρα, εάν είναι το ανοίγουμε κατά τη διάρκεια» — βρε λύσσα κακιά με το κλιματιστικό!...
«'Ετοιμος!», φώναξα έπειτα από λίγο˙ ανοίγοντας δυο δάχτυλα την πόρτα. Δεν είχα προλάβει να ξαπλώσω στο καθαρό σεντόνι όταν την είδα να μπαίνει. «'Ετοιμος;», μου χαμογέλασε. «Γεια σου!», της χαμογέλασα με τη σειρά μου. «Γεια σου, καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά», απάντησα καθώς ξάπλωνα.
«Μωρό μου τι θέλεις να σου κάνω;». Με είχε καπακώσει και ήδη με θώπευε και την θώπευα διερευνητικά. «Ξεκίνα με φιλάκια και κανένα γλειψιματάκι», της είπα. «Πού φιλάκια;», χαμογέλασε με νόημα. «Εδώ», της έδειξα τον λαιμό μου, το στήθος, το πρόσωπό μου. Σκύβοντας περισσότερο άρχισε να πραγματοποιεί την επιθυμία μου — και κάτι παραπάνω μιας και προχώρησε σε συγκρατημένα γλωσσόφιλα. Χούφτωνα και του λόγου μου τους βύζους της, τον κώλο, το εσωτερικό των μηρών της. «Αχ, έτσι!», "καύλωνε" νιώθοντας το χέρι μου να ψαχουλεύει τ' "απόκρυφά" της. «Μπράβο, έτσι!», επιδοκίμαζα κι εγώ τις προσπάθειές της να με καυλώσει — είχα ήδη καυλώσει... «Να πάω κι εδώ, κάτω;», την άκουσα να ρωτάει πονηρά πλησιάζοντας —πάντα γλείφοντας και φιλώντας— προς τα δικά μου απόκρυφα. «Το στοματικό το θέλω με καπότα!», της ξεκαθάρισα. «Ναι, εντάξει...», συμφώνησε κι αφού έγλειψε-φίλησε-ρούφηξε την πέριξ περιοχή (πριν είχαμε την εξής στιχομυθία: «Θέλεις να σε γλείψω;». «Πού;». «Εκεί, στα αρχιδάκια. Θέλεις;»), κάνοντάς μου και μια "ισπανική", εφάρμοσε σαν κάλτσα το λεπτό ελαστικό προχωρώντας σε μία αργή, βαθιά, υγρή —χωρίς φτυσίματα, αλλά με το σάλιο να ρέει—, ρυθμική πίπα με το αρχιδολγείψιμο να συνεχίζεται. «Αχ, έτσι μπράβο!...», και με μένα να συνεχίζω να την επιδοκιμάζω.
«'Ελα στα τέσσερα!», της ζήτησα. «'Ελα!», πήρε θέση —πότε μιλούσε ψιθυριστά και πότε κανονικά— χρησιμοποιώντας το σάλιο της ως λιπαντικό. Μπήκα μέσα της κι άρχισα να "δίνω" δυνατά. «Σιγά σιγά! 'Εχω στενό (μουνί) λίγο», μου έκανε γνωστό χωρίς εκνευρισμό. 'Εριξα τον ρυθμό μου, για να τον ανεβάσω ξανά ύστερα από λίγο, όταν ένιωσα πως είχαμε ζεσταθεί. Μέχρι την εκτόνωσή μου δεν άλλαξα στάση.
«Ααα, ωραία ήτανε!», άκουσα τον εαυτό μου να λέει έχοντας μόλις ξεκολλήσει από πίσω της. Πήραμε να ετοιμαζόμαστε. «'Ησουν και πουθενά αλλού εσύ Βίκυ; Σε άλλο μπουρδέλο εννοώ». «'Οχι». «Δηλαδή, μόνο εδώ δουλεύεις;». «Ναι, εδώ ήρθα πριν λίγο, κάποιες μέρες». «Πριν πού ήσουν; Γιατί σαν να σε θυμάμαι από κάπου». Πραγματικά, σαν κάποια να μου θύμιζε. «Μπορεί από μασάζ», είπε κάτι που δεν περίμενα. «Σε ποιο μασάζ ήσουνα;». «Εεε, Πλατεία Βικτωρίας, εκεί, Χέυδεν 15Α». «Μπα, δεν σε θυμάμαι από 'κει. 'Ωστε ξέρεις να κάνεις και μασάζ!». «Ναι, αλλά...», ξεκίνησε διστακτικά —εγώ τότε κατάλαβα πως ίσως θα ήθελε να μου πει ότι με 20 ευρώ να μην έχω αυταπάτες— αλλά τελικά κατάληξε πως: «κάνω και μασάζ».
Βγαίνοντας στον πεζόδρομο παρατήρησα το παιδομάνι. Τα μικρά παιδιά της πόλης...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουλίου 19, 2015
Όνομα κοπέλας
Βίκυ
Υπηρεσίες
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού