Κριτικές από Φανούρης Τζούρας
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:18
Στο ισόγειο μπουρδέλο (εκείνο με τον διάδρομο) η υπηρεσία μού ανακοίνωσε εξήντα εννιά στο δεκάρικο. Κοπέλα ήταν η Ελένη˙ μια νέα στην ηλικία Ρουμάνα —ίσιο σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μέτριο πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, καλοθρεμμένη— μες την καλή χαρά. Πέρασα στο δωμάτιο δίπλα στο κουζινάκι κι ενημερώθηκα πως προηγούνταν συναγωνιστής. Πριν συμπληρωθούν τέσσερα λεπτά την άκουσα να παρουσιάζεται στο σαλόνι... Την επόμενη στιγμή έμπαινε σε μένα.
— Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις;
— Πολύ γρήγορη είσαι...
— Ναιαιαι;...
— Πότε μπήκες, πότε βγήκες...
— Χα χα, τι να κάνω μωρό μου!...
Καπακώνοντάς με (ολόγυμνη) άρχισε μ' ένα φιλί δίπλα στο στόμα μου, συνεχίζοντας με φιλάκια κι ακρογλώσσιο γλείψιμο σε λαιμό, θηλές, στήθος, χαϊδεύοντάς με ταυτόχρονα στ' αχαμνά και παίζοντας τον πούτσο μου. Καθ' όλη τη διάρκεια εξέπεμπε χαμηλής έντασης βογγητά.
Την καλυμμένη πίπα την ξεκίνησε γρήγορα και δυνατά. Τη χαλάρωσε όμως με το που της το ζήτησα.
Για το γαμήσι στήθηκε όμορφα —μάγουλο στο κατωσέντονο— και τον έφαγε πισωκολλητά γονατιστά —ικανοποιητική πρόστριψη— μέχρι ν' αρχίσω να εκσπερματώνω έπειτα από κάμποσες γαμιές.
'Οταν, ύστερα από λίγο, ανέβαινε στα πορνοπάπουτσα έτοιμη να φύγει, συμπληρώνονταν οκτώ λεπτά από την είσοδό της.
Στο ισόγειο μπουρδέλο (εκείνο με τον διάδρομο) η υπηρεσία μού ανακοίνωσε εξήντα εννιά στο δεκάρικο. Κοπέλα ήταν η Ελένη˙ μια νέα στην ηλικία Ρουμάνα —ίσιο σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μέτριο πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, καλοθρεμμένη— μες την καλή χαρά. Πέρασα στο δωμάτιο δίπλα στο κουζινάκι κι ενημερώθηκα πως προηγούνταν συναγωνιστής. Πριν συμπληρωθούν τέσσερα λεπτά την άκουσα να παρουσιάζεται στο σαλόνι... Την επόμενη στιγμή έμπαινε σε μένα.
— Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις;
— Πολύ γρήγορη είσαι...
— Ναιαιαι;...
— Πότε μπήκες, πότε βγήκες...
— Χα χα, τι να κάνω μωρό μου!...
Καπακώνοντάς με (ολόγυμνη) άρχισε μ' ένα φιλί δίπλα στο στόμα μου, συνεχίζοντας με φιλάκια κι ακρογλώσσιο γλείψιμο σε λαιμό, θηλές, στήθος, χαϊδεύοντάς με ταυτόχρονα στ' αχαμνά και παίζοντας τον πούτσο μου. Καθ' όλη τη διάρκεια εξέπεμπε χαμηλής έντασης βογγητά.
Την καλυμμένη πίπα την ξεκίνησε γρήγορα και δυνατά. Τη χαλάρωσε όμως με το που της το ζήτησα.
Για το γαμήσι στήθηκε όμορφα —μάγουλο στο κατωσέντονο— και τον έφαγε πισωκολλητά γονατιστά —ικανοποιητική πρόστριψη— μέχρι ν' αρχίσω να εκσπερματώνω έπειτα από κάμποσες γαμιές.
'Οταν, ύστερα από λίγο, ανέβαινε στα πορνοπάπουτσα έτοιμη να φύγει, συμπληρώνονταν οκτώ λεπτά από την είσοδό της.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Νοεμβρίου 03, 2015
Όνομα κοπέλας
Έλενα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
5.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Κυριακή, ώρα 12:15
Τη Μάγδα την είχα δει στην πρωινή τσάρκα της εικοστής πέμπτης του προηγούμενου μηνός και την είχα βάλει στις υπ' όψιν. Επρόκειτο για μια νεαρή Ρουμάνα με μαύρο μπουκλωτό μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά (πλάτη διακοσμημένη με μία διάστιξη κατά μήκος), γλυκό πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο αδύνατο κορμί, χαμηλομέτριο ανάστημα, η οποία πρόσφερε απλό πρόγραμμα (δεν ανακοινώθηκε 69) στο δεκάρικο. Πλήρωσα το βαρύ πεπόνι —την υπηρεσία— και πέρασα σ' ένα απ' τα πρόσφατα ανακαινισμένα δωμάτια του ισογείου. Η κοκότα ακολούθησε έπειτα από λίγα λεπτά. Ευχάριστη κοπελίτσα, στην αρχή μου μιλούσε στον πληθυντικό. Αφού έβγαλε το σουτιέν της, μένοντας με το κιλοτάκι, ξεκίνησε παίζοντας το πουλί μου με το ένα της χέρι και χαϊδεύοντας την κοιλιά μου με το άλλο. Σύντομα μου φόρεσε προφυλακτικό. Η μέτρια πίπα της εμπεριείχε εξωτερικούς γλωττισμούς, ενώ κατά τη διάρκειά της η νεαρή πόρνη με κοίταζε και στα μάτια, υποτίθεται προκλητικά. Χρειάστηκα δύο στάσεις μέχρι να ολοκληρώσω επιτυχώς εντός του στενού κόλπου της (πάντα φορώντας την καπότα...). Εκείνη του πισωκολλητού γονατιστού, όπου η θέα των κωλομαγουλακίων (φοβερή γενική, ε;... Χα χα χα!), του "βερίκοκου", αλλά και του περικλανιδίου της ήταν μαγευτική (προηγουμένως είχε ξεβρακωθεί), κι εκείνη της ιεραποστολικής εκκλησίας. Και στις δύο στάσεις η Μάγδα, χωρίς να δίνει το κάτι παραπάνω, ήταν συνεργάσιμη.
Τη Μάγδα την είχα δει στην πρωινή τσάρκα της εικοστής πέμπτης του προηγούμενου μηνός και την είχα βάλει στις υπ' όψιν. Επρόκειτο για μια νεαρή Ρουμάνα με μαύρο μπουκλωτό μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά (πλάτη διακοσμημένη με μία διάστιξη κατά μήκος), γλυκό πρόσωπο, μικρό στήθος, καλοσχηματισμένο αδύνατο κορμί, χαμηλομέτριο ανάστημα, η οποία πρόσφερε απλό πρόγραμμα (δεν ανακοινώθηκε 69) στο δεκάρικο. Πλήρωσα το βαρύ πεπόνι —την υπηρεσία— και πέρασα σ' ένα απ' τα πρόσφατα ανακαινισμένα δωμάτια του ισογείου. Η κοκότα ακολούθησε έπειτα από λίγα λεπτά. Ευχάριστη κοπελίτσα, στην αρχή μου μιλούσε στον πληθυντικό. Αφού έβγαλε το σουτιέν της, μένοντας με το κιλοτάκι, ξεκίνησε παίζοντας το πουλί μου με το ένα της χέρι και χαϊδεύοντας την κοιλιά μου με το άλλο. Σύντομα μου φόρεσε προφυλακτικό. Η μέτρια πίπα της εμπεριείχε εξωτερικούς γλωττισμούς, ενώ κατά τη διάρκειά της η νεαρή πόρνη με κοίταζε και στα μάτια, υποτίθεται προκλητικά. Χρειάστηκα δύο στάσεις μέχρι να ολοκληρώσω επιτυχώς εντός του στενού κόλπου της (πάντα φορώντας την καπότα...). Εκείνη του πισωκολλητού γονατιστού, όπου η θέα των κωλομαγουλακίων (φοβερή γενική, ε;... Χα χα χα!), του "βερίκοκου", αλλά και του περικλανιδίου της ήταν μαγευτική (προηγουμένως είχε ξεβρακωθεί), κι εκείνη της ιεραποστολικής εκκλησίας. Και στις δύο στάσεις η Μάγδα, χωρίς να δίνει το κάτι παραπάνω, ήταν συνεργάσιμη.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Νοεμβρίου 01, 2015
Όνομα κοπέλας
Μάγδα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.9
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
5.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
Πέμπτη, ώρα 18:23
«Καθίστε!»
Η υπηρεσία συγύριζε το δωμάτιο στο βάθος, εκείνο απέναντι απ' την εξώπορτα, τ' άλλα δύο είχαν ανοιχτές τις πόρτες τους επίσης.
Κάθισα.
«Γεια σας!», μου ευχήθηκε λίγο αργότερα. «Χαίρετε». «Υπάρχει κορίτσι καλή στο δωμάτιο, σιγά σιγά να περάσεις πάρα πολύ ωραία– Γεια σας, περάστε, καθίστε, τώρα να 'ρθει κορίτσι μας...».
Μόλις είχε εισέλθει νεαρός ημεδαπός συναγωνιστής.
«Ντέκα ιευρώ, τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, καλό σεξ, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια, να περάσετε πάρα πολύ ωραία...», μας ενημέρωσε.
Απ' τα ενδότερα ακούστηκαν τακούνια να πλησιάζουν...
«Τώρα έρχεται παιδιά... Αστέρι κορίτσι και καλό σεξ!», μας προϊδέασε.
«Γεια σας!»
Την πόρνη που εμφανίστηκε την είχα ξαναδεί... στ' Αλκιβιάδου... ήταν με ίσιο ξανθό μαλλί πιασμένο σε κοντή αλογοουρά, είχε στρογγυλό συμπαθητικό πρόσωπο, μικρό στήθος, μέτριο ανάστημα, σώμα με πιασιματάκια, ταττού στον αριστερό δελτοειδή.
«Γεια σου...», ανταπέδωσα την ευχή.
«Εδώ καυλιάρα μας!», ακούστηκε η τσατσά.
Ο συναγωνιστής αμέσως σηκώθηκε να φύγει, με την κοπέλα να του ρίχνει ένα σουβλερό βλέμμα καθώς επέστρεφε στα ενδότερα.
Σηκώθηκα και πλησιάζοντας την υπηρεσία ρώτησα, «πώς τη λένε;». «Νίκα!». «Νίκα... Ορίστε!», της έδωσα ένα δεκάρικο. «Περάστε εκεί, μόλις άλλαξα σεντόνι!», μου έδειξε την κάμαρα στο βάθος. «Τέλεια, εκεί θα περάσω!», είπα και κίνησα.
Με το που μπήκα έριξα ένα κατούρημα στον νιπτήρα ενώ αργότερα, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της πεντάλεπτης αναμονή μου, ετοιμάστηκα ν' αρνηθώ σε περίπτωση που η τσατσά με ρωτούσε...
Μόλις είχε προηγηθεί στιχομυθία, εκείνης με συναγωνιστή, στο σαλόνι: «Περίμενε, θα ρωτήσω τον πελάτη, εάν μπορεί να περιμένει–». «Εντάξει, ευχαριστώ!». «Νά 'ρθει εσένα πρώτα».
Τελικά δεν μ' ενόχλησε.
«Γεια σου μωρό μου!», μου χαμογέλασε μπαίνοντας η κοκότα. «Γεια σου μωρό μου!», της ανταπέδωσα το χαμόγελο απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Τι κάαανεις;», πλησίασε. «Καλά». «Καλά είσαι;», ξαναρώτησε. «Εσύ δεν ήσουνα και στ' Αλκιβιάδου;», τη ρώτησα αντί ν' απαντήσω γι' άλλη μια φορά πως ήμουν καλά. «'Ημουνα!», παραδέχτηκε. «Δεν έχουμε περάσει ποτέ μαζί», βιάστηκα να προσθέσω. «Μ-μ!» (αρνητικό), έκανε με σιγουριά. «Θα το θυμόσουνα;», ρώτησα μιας και μ' εντυπωσίασε η σιγουριά της. «Μ-μ! (καταφατικό), απάντησε με την ίδια σιγουριά. «Δουλεύεις καιρό εδώ;». «Ε, δεύτερη βδομάδα». «Α, μάλιστα...».
Σκύβοντας από πάνω μου ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια στις θηλές, με μένα να της χαϊδεύω τα πόδια (οι τριχούλες στις γάμπες της αγκύλωναν), τον κώλο, την πλάτη, τον αυχένα, να της χουφτώνω τα βυζάκια, να επιχειρώ —και να καταφέρνω— να της τα γλείψω–ρουφήξω επίσης.
«Τι έγινε;», τη ρώτησα όταν την είδα να ψαχουλεύει —με τον δείκτη και τον αντίχειρά της— την άκρη της γλώσσας της. «Τριχούλα...».
Τα υγρά προκαταρκτικά της συνεχίστηκαν για λίγο ακόμα στον λαιμό, στα μάγουλα και στ' αυτιά μου.
Την καπότα μού την τοποθέτησε και την ξετύλιξε με το στόμα αλλά προηγουμένως μου έγλειψε–ρούφηξε ηδονικά τ΄αρχίδια. Η πίπα της ήταν βαθιά, αυξομειούμενου ρυθμού, διαρκείας, ενώ εμπεριείχε τα κλασικά «ποπ» και τη συνόδευε από χαμηλής έντασης «μμμ».
«Εντάξει, σηκώθηκε καλά! Για να δοκιμάσουμε στα τέσσερα...», της ζήτησα.
Τον έχωσα και «πλαφ πλαφ πλαφ!...», άρχισα να γαμάω — καλή αίσθηση.
Η υπηρεσία με απογοήτευσε ειδοποιώντας —διακριτικά είναι η αλήθεια— στο εξάλεπτο...
«Θέλεις και κανονικά;», με ρώτησε η Νίκα ύστερα από αρκετά ακόμα δικά μου «πλαφ».
Συμφώνησα και ξαπλώνοντας ανάσκελα άνοιξε τα πόδια, φέρνοντας τα γόνατα δεξιά και αριστερά στο ύψος των ώμων της, έτοιμη να με υποδεχτεί...
Κατάφερα να ολοκληρώσω, γαμώντας την σε 'κείνη τη στάση, με το αριστερό μου μάγουλο ν' ακουμπάει το αριστερό δικό της και τα χέρια μου στριμωγμένα ανάμεσα στο σεντόνι και τα κωλομάγουλά της να χουφτώνουν τα τελευταία.
«Καθίστε!»
Η υπηρεσία συγύριζε το δωμάτιο στο βάθος, εκείνο απέναντι απ' την εξώπορτα, τ' άλλα δύο είχαν ανοιχτές τις πόρτες τους επίσης.
Κάθισα.
«Γεια σας!», μου ευχήθηκε λίγο αργότερα. «Χαίρετε». «Υπάρχει κορίτσι καλή στο δωμάτιο, σιγά σιγά να περάσεις πάρα πολύ ωραία– Γεια σας, περάστε, καθίστε, τώρα να 'ρθει κορίτσι μας...».
Μόλις είχε εισέλθει νεαρός ημεδαπός συναγωνιστής.
«Ντέκα ιευρώ, τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, καλό σεξ, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια, να περάσετε πάρα πολύ ωραία...», μας ενημέρωσε.
Απ' τα ενδότερα ακούστηκαν τακούνια να πλησιάζουν...
«Τώρα έρχεται παιδιά... Αστέρι κορίτσι και καλό σεξ!», μας προϊδέασε.
«Γεια σας!»
Την πόρνη που εμφανίστηκε την είχα ξαναδεί... στ' Αλκιβιάδου... ήταν με ίσιο ξανθό μαλλί πιασμένο σε κοντή αλογοουρά, είχε στρογγυλό συμπαθητικό πρόσωπο, μικρό στήθος, μέτριο ανάστημα, σώμα με πιασιματάκια, ταττού στον αριστερό δελτοειδή.
«Γεια σου...», ανταπέδωσα την ευχή.
«Εδώ καυλιάρα μας!», ακούστηκε η τσατσά.
Ο συναγωνιστής αμέσως σηκώθηκε να φύγει, με την κοπέλα να του ρίχνει ένα σουβλερό βλέμμα καθώς επέστρεφε στα ενδότερα.
Σηκώθηκα και πλησιάζοντας την υπηρεσία ρώτησα, «πώς τη λένε;». «Νίκα!». «Νίκα... Ορίστε!», της έδωσα ένα δεκάρικο. «Περάστε εκεί, μόλις άλλαξα σεντόνι!», μου έδειξε την κάμαρα στο βάθος. «Τέλεια, εκεί θα περάσω!», είπα και κίνησα.
Με το που μπήκα έριξα ένα κατούρημα στον νιπτήρα ενώ αργότερα, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της πεντάλεπτης αναμονή μου, ετοιμάστηκα ν' αρνηθώ σε περίπτωση που η τσατσά με ρωτούσε...
Μόλις είχε προηγηθεί στιχομυθία, εκείνης με συναγωνιστή, στο σαλόνι: «Περίμενε, θα ρωτήσω τον πελάτη, εάν μπορεί να περιμένει–». «Εντάξει, ευχαριστώ!». «Νά 'ρθει εσένα πρώτα».
Τελικά δεν μ' ενόχλησε.
«Γεια σου μωρό μου!», μου χαμογέλασε μπαίνοντας η κοκότα. «Γεια σου μωρό μου!», της ανταπέδωσα το χαμόγελο απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Τι κάαανεις;», πλησίασε. «Καλά». «Καλά είσαι;», ξαναρώτησε. «Εσύ δεν ήσουνα και στ' Αλκιβιάδου;», τη ρώτησα αντί ν' απαντήσω γι' άλλη μια φορά πως ήμουν καλά. «'Ημουνα!», παραδέχτηκε. «Δεν έχουμε περάσει ποτέ μαζί», βιάστηκα να προσθέσω. «Μ-μ!» (αρνητικό), έκανε με σιγουριά. «Θα το θυμόσουνα;», ρώτησα μιας και μ' εντυπωσίασε η σιγουριά της. «Μ-μ! (καταφατικό), απάντησε με την ίδια σιγουριά. «Δουλεύεις καιρό εδώ;». «Ε, δεύτερη βδομάδα». «Α, μάλιστα...».
Σκύβοντας από πάνω μου ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια στις θηλές, με μένα να της χαϊδεύω τα πόδια (οι τριχούλες στις γάμπες της αγκύλωναν), τον κώλο, την πλάτη, τον αυχένα, να της χουφτώνω τα βυζάκια, να επιχειρώ —και να καταφέρνω— να της τα γλείψω–ρουφήξω επίσης.
«Τι έγινε;», τη ρώτησα όταν την είδα να ψαχουλεύει —με τον δείκτη και τον αντίχειρά της— την άκρη της γλώσσας της. «Τριχούλα...».
Τα υγρά προκαταρκτικά της συνεχίστηκαν για λίγο ακόμα στον λαιμό, στα μάγουλα και στ' αυτιά μου.
Την καπότα μού την τοποθέτησε και την ξετύλιξε με το στόμα αλλά προηγουμένως μου έγλειψε–ρούφηξε ηδονικά τ΄αρχίδια. Η πίπα της ήταν βαθιά, αυξομειούμενου ρυθμού, διαρκείας, ενώ εμπεριείχε τα κλασικά «ποπ» και τη συνόδευε από χαμηλής έντασης «μμμ».
«Εντάξει, σηκώθηκε καλά! Για να δοκιμάσουμε στα τέσσερα...», της ζήτησα.
Τον έχωσα και «πλαφ πλαφ πλαφ!...», άρχισα να γαμάω — καλή αίσθηση.
Η υπηρεσία με απογοήτευσε ειδοποιώντας —διακριτικά είναι η αλήθεια— στο εξάλεπτο...
«Θέλεις και κανονικά;», με ρώτησε η Νίκα ύστερα από αρκετά ακόμα δικά μου «πλαφ».
Συμφώνησα και ξαπλώνοντας ανάσκελα άνοιξε τα πόδια, φέρνοντας τα γόνατα δεξιά και αριστερά στο ύψος των ώμων της, έτοιμη να με υποδεχτεί...
Κατάφερα να ολοκληρώσω, γαμώντας την σε 'κείνη τη στάση, με το αριστερό μου μάγουλο ν' ακουμπάει το αριστερό δικό της και τα χέρια μου στριμωγμένα ανάμεσα στο σεντόνι και τα κωλομάγουλά της να χουφτώνουν τα τελευταία.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 29, 2015
Όνομα κοπέλας
Νίκα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.9
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
Τετάρτη, ώρα 11:42
«Γεια σας», ευχήθηκα μπαίνοντας. «Γεια σας! Φωτεινή! Γλυκούλα, ομορφούλα, να δείτε δικό μας κοπέλα».
Απ' το κουζινάκι εμφανίστηκε η περί ης ο λόγος˙ μια σιτεμένη Ρωσίδα (η γνωστή) με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μικρά μάτια, λεπτά χείλη, μεγάλο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, γεροδεμένο σώμα.
«Δέκα ευρώ. Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, αυταρχικό».
«Γεια σου Φωτεινή», της ευχήθηκα. Μου ευχήθηκε κι εκείνη. «Πάμε;», ανυπομονούσε η συμπαθητική τσατσά. «Η Λίζα, δεν είναι;», ρώτησα μιας και είχα έρθει με σκοπό την παρτούζα. «Λίζα στο δωμάτιο, έχουμε και Λίζα!», απάντησε ανακουφίζοντάς με — ευτυχώς δεν είχα κάνει τόσο δρόμο άδικα... «Ωραία, θα τις πάρω και τις δύο», της έκανα γνωστό βγάζοντας ένα εικοσάρι (η Φωτεινή παρακολουθούσε). «Εντάξει παιδί μου», το πρόσωπο της υπηρεσίας φωτίστηκε. «Πάω στο δωμάτιο...», είπα και προχώρησα προς τα ενδότερα. Θα έμπαινα στο ένα απ' τα δύο κελιά —το ελεύθερο— αλλά εκείνη μου πρότεινε το μεγάλο δωμάτιο, απέναντι. «Περάστε, εδώ καλύτερο δωμάτιο, εκεί μικρό. Εντώ!». «Οκέι...», συμφώνησα και το χαρτονόμισμα άλλαξε χέρια. «Μ-μ (καταφατικό), ευχαριστούμε!». «Κι εγώ...».
Πρώτη μπήκε η Λίζα (σιτεμένη αλλοδαπή, με ίσιο σκούρο μαλλί πιασμένο σ' αλογοουρά, μάλλον άσχημο πρόσωπο, μεγαλούτσικο στήθος, αψηλή και καλοθρεμμένη με προπετή κοιλιά) ύστερα από τρία λεπτά.
«Γεια σου» (εγώ). «Πού είσαι;» (εκείνη).
Ακολούθησε η Φωτεινή.
«Γεια σου Φωτεινή» (εγώ). «Ναι ναι ναι ναι...» (εκείνη). «Γεια σου Φωτεινούλα!» (η Λίζα). «Ωραία, ωραία, έτσι μπράβο!» (η Φωτεινή).
«Χωράμε όλοι σ' αυτό το κρεβάτι;», αναρωτήθηκα καθώς η δυο πόρνες σκαρφάλωναν στριμώχνοντάς με. «Χωράμε, γιατί δεν χωράμε;», μου απάντησε και στη συνέχεια με ρώτησε η Λίζα —τα ελάσματα "αγκομαχούσαν" από κάτω— πριν "βουτήξει" στα γεννητικά μου όργανα για να επιδοθεί σε μία ακάποτη πεολειχία — δεν πρόλαβα να την εμποδίσω. Η Φωτεινή εντωμεταξύ είχε αρχίσει να μου γλείφει το αυτί, με ιδιαίτερη έμφαση στον έξω ακουστικό πόρο — άκουγα και αισθανόμουν τη βαριά αναπνοή της.
«'Οταν δεν μπορείς ν' αποφύγεις τον βιασμό, χαλάρωσε κι απόλαυσέ τον», έτσι δεν λένε; Ε, αυτό έκανα κι εγώ... «Ααα, μπράβο, έτσι...», ήταν τα μόνα λόγια που ψέλλισα...
Πάντως προσπάθησα να ελέγξω κάπως την κατάσταση: «Λίζα!...». «Μμ!». «'Οχι τόσο... τ' αρχίδια γλείψε μου περισσότερο...». «Ναι, ό,τι πεις μωρό μου...».
Η Φωτεινή τώρα μου έγλειφε τη μούρη («'Οχι στο μάτι!» [εγώ]), τον λαιμό, τις θηλές, ενώ έδωσε και μια-δυο γλειψιές στο σώμα της συναδέλφισσάς της...
«Λίζα, έλα και 'συ από δω λίγο...», ζήτησα με πνιχτή φωνή. «Ε;», με κοίταξε. «'Ελα και 'συ από δω...», την κάλεσα ν' αφήσει τ' αχαμνά μου. «Ναι μωράκι μου...». Γλείφοντας έφτασε στον λαιμό και στο πρόσωπό μου.
Η Φωτεινή —χωρίς να της το ζητήσω— μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου και παίρνοντας τον πούτσο μου στο στόμα της συνέχισε εκείνο που είχε αφήσει στη μέση η Λίζα.
«Μη μου βάλεις κωλοδάχτυλο!», πρόλαβα να της τονίσω αυτήν τη φορά. «Α, όχι;», με κοίταξε. 'Ετοιμη ήταν! «'Οχι, δεν θέλω». «'Οχι, μόνο (γλείψιμο)!», συμφώνησε. «Απλώς γλείφε», πρόσθεσα.
«Φωτεινή... περισσότερο στ' αρχίδια γλείφε...», ζήτησα κι από εκείνη.
'Οταν άρχισα να χύνω —μέσα στο στόμα της, βογγώντας ηδυπαθώς—, άρχισαν να μουγκρίζουν δυνατά.
'Ηταν ένας έντονος (δικός μου) οργασμός...
Η Φωτεινή πήγε προς τον νιπτήρα άνοιξε τη βρύση κι έφτυσε.
«Είστε καλό δίδυμο...», τις κομπλιμένταρα. Η Λίζα χαμογέλασε, η Φωτεινή δεν άκουσε/κατάλαβε, «ε;». «Δίδυμο, λέω, καλό!», της επανέλαβα. «Α, ντίντιμο;». «Δίδυμο, εσείς οι δύο, καλό!». «Α, ναι...».
«Γεια σας», ευχήθηκα μπαίνοντας. «Γεια σας! Φωτεινή! Γλυκούλα, ομορφούλα, να δείτε δικό μας κοπέλα».
Απ' το κουζινάκι εμφανίστηκε η περί ης ο λόγος˙ μια σιτεμένη Ρωσίδα (η γνωστή) με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μικρά μάτια, λεπτά χείλη, μεγάλο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, γεροδεμένο σώμα.
«Δέκα ευρώ. Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, αυταρχικό».
«Γεια σου Φωτεινή», της ευχήθηκα. Μου ευχήθηκε κι εκείνη. «Πάμε;», ανυπομονούσε η συμπαθητική τσατσά. «Η Λίζα, δεν είναι;», ρώτησα μιας και είχα έρθει με σκοπό την παρτούζα. «Λίζα στο δωμάτιο, έχουμε και Λίζα!», απάντησε ανακουφίζοντάς με — ευτυχώς δεν είχα κάνει τόσο δρόμο άδικα... «Ωραία, θα τις πάρω και τις δύο», της έκανα γνωστό βγάζοντας ένα εικοσάρι (η Φωτεινή παρακολουθούσε). «Εντάξει παιδί μου», το πρόσωπο της υπηρεσίας φωτίστηκε. «Πάω στο δωμάτιο...», είπα και προχώρησα προς τα ενδότερα. Θα έμπαινα στο ένα απ' τα δύο κελιά —το ελεύθερο— αλλά εκείνη μου πρότεινε το μεγάλο δωμάτιο, απέναντι. «Περάστε, εδώ καλύτερο δωμάτιο, εκεί μικρό. Εντώ!». «Οκέι...», συμφώνησα και το χαρτονόμισμα άλλαξε χέρια. «Μ-μ (καταφατικό), ευχαριστούμε!». «Κι εγώ...».
Πρώτη μπήκε η Λίζα (σιτεμένη αλλοδαπή, με ίσιο σκούρο μαλλί πιασμένο σ' αλογοουρά, μάλλον άσχημο πρόσωπο, μεγαλούτσικο στήθος, αψηλή και καλοθρεμμένη με προπετή κοιλιά) ύστερα από τρία λεπτά.
«Γεια σου» (εγώ). «Πού είσαι;» (εκείνη).
Ακολούθησε η Φωτεινή.
«Γεια σου Φωτεινή» (εγώ). «Ναι ναι ναι ναι...» (εκείνη). «Γεια σου Φωτεινούλα!» (η Λίζα). «Ωραία, ωραία, έτσι μπράβο!» (η Φωτεινή).
«Χωράμε όλοι σ' αυτό το κρεβάτι;», αναρωτήθηκα καθώς η δυο πόρνες σκαρφάλωναν στριμώχνοντάς με. «Χωράμε, γιατί δεν χωράμε;», μου απάντησε και στη συνέχεια με ρώτησε η Λίζα —τα ελάσματα "αγκομαχούσαν" από κάτω— πριν "βουτήξει" στα γεννητικά μου όργανα για να επιδοθεί σε μία ακάποτη πεολειχία — δεν πρόλαβα να την εμποδίσω. Η Φωτεινή εντωμεταξύ είχε αρχίσει να μου γλείφει το αυτί, με ιδιαίτερη έμφαση στον έξω ακουστικό πόρο — άκουγα και αισθανόμουν τη βαριά αναπνοή της.
«'Οταν δεν μπορείς ν' αποφύγεις τον βιασμό, χαλάρωσε κι απόλαυσέ τον», έτσι δεν λένε; Ε, αυτό έκανα κι εγώ... «Ααα, μπράβο, έτσι...», ήταν τα μόνα λόγια που ψέλλισα...
Πάντως προσπάθησα να ελέγξω κάπως την κατάσταση: «Λίζα!...». «Μμ!». «'Οχι τόσο... τ' αρχίδια γλείψε μου περισσότερο...». «Ναι, ό,τι πεις μωρό μου...».
Η Φωτεινή τώρα μου έγλειφε τη μούρη («'Οχι στο μάτι!» [εγώ]), τον λαιμό, τις θηλές, ενώ έδωσε και μια-δυο γλειψιές στο σώμα της συναδέλφισσάς της...
«Λίζα, έλα και 'συ από δω λίγο...», ζήτησα με πνιχτή φωνή. «Ε;», με κοίταξε. «'Ελα και 'συ από δω...», την κάλεσα ν' αφήσει τ' αχαμνά μου. «Ναι μωράκι μου...». Γλείφοντας έφτασε στον λαιμό και στο πρόσωπό μου.
Η Φωτεινή —χωρίς να της το ζητήσω— μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου και παίρνοντας τον πούτσο μου στο στόμα της συνέχισε εκείνο που είχε αφήσει στη μέση η Λίζα.
«Μη μου βάλεις κωλοδάχτυλο!», πρόλαβα να της τονίσω αυτήν τη φορά. «Α, όχι;», με κοίταξε. 'Ετοιμη ήταν! «'Οχι, δεν θέλω». «'Οχι, μόνο (γλείψιμο)!», συμφώνησε. «Απλώς γλείφε», πρόσθεσα.
«Φωτεινή... περισσότερο στ' αρχίδια γλείφε...», ζήτησα κι από εκείνη.
'Οταν άρχισα να χύνω —μέσα στο στόμα της, βογγώντας ηδυπαθώς—, άρχισαν να μουγκρίζουν δυνατά.
'Ηταν ένας έντονος (δικός μου) οργασμός...
Η Φωτεινή πήγε προς τον νιπτήρα άνοιξε τη βρύση κι έφτυσε.
«Είστε καλό δίδυμο...», τις κομπλιμένταρα. Η Λίζα χαμογέλασε, η Φωτεινή δεν άκουσε/κατάλαβε, «ε;». «Δίδυμο, λέω, καλό!», της επανέλαβα. «Α, ντίντιμο;». «Δίδυμο, εσείς οι δύο, καλό!». «Α, ναι...».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 28, 2015
Όνομα κοπέλας
Φωτεινή
Όνομα 2ης κοπέλας σε περίπτωση DUO
Λίζα
Υπηρεσίες
Ελεύθερο στοματικό
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.2
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Δευτέρα, ώρα 14:09
«Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, φιλάκια στα βυζάκια, πισωκολλητό, ελεύθερο στοματικό, δέκα ευρώ!».
Ο τσάτσος του Σαββάτου (πρωινή βάρδια) είχε αντικατασταθεί από μια τσατσά. Η πουτάνα, ευτυχώς, είχε παραμείνει η ίδια.
Η 'Ελενα... μία νέα, στην ηλικία, μελαχρινή, με μαύρο σαν πίσσα μαλλί μέχρι την πλάτη, όμορφο πρόσωπο, βυζέττα με μικρές σκουρόχρωμες θηλές, μέτριο ανάστημα, αδύνατο καλοφτιαγμένο κορμί, διάστιξη ανάμεσα στις ωμοπλάτες.
«Γεια σας...», μου ευχήθηκε στον πληθυντικό. «Γεια σου», της ευχήθηκα στον ενικό.
«Είναι πάρα πολύ καλή στο δωμάτιο, δεν βιάζεται», ολοκλήρωσε η υπηρεσία.
«Τι κάνετε;», ενδιαφέρθηκε να μάθει η πόρνη. «Καλά», την ενημέρωσα.
Είχα έρθει για τη συγκεκριμένη, οπότε πλήρωσα και διάλεξα κάμαρα.
«Εδώ εδώ!», μου έδειξε η τσατσά τη διπλανή απ' εκείνη που είχα επιλέξει, δικαιολογώντας την απόφασή της, «χάλια αυτό το δωμάτιο!». «Εδώ; Εντάξει...», συμφώνησα και εισήλθα στην ψιλοάθλια κάμαρα. «Εδώ καλύτερο, τώρα άλλαξα σεντόνι, πέρασε ένας 'Ελληνας (πριν από σένα)». «Τέλεια...»
'Υστερα από επτά λεπτά άκουσα τακούνια να πλησιάζουν...
«Από πού είσαι;». «Εγώ είμαι από Βενεζουέλα! Εσύ;». «'Ελληνας».
Γονατίζοντας πλάι μου ξεκίνησε με λίγα απαλά φιλάκια στο σώμα και χάιδεμα. Ανασηκώθηκα για να της γλέιψω–φιλήσω τα βυζάκια.
«Δεν μου λες, κανένα φιλάκι δίνεις εδώ (στο στήθος) και στον λαιμό;», τη ρώτησα ξαναξαπλώνοντας. «Θέλεις να σου δίνω φιλάκια;», με κοίταξε πονηρά. «Αν μπορείς...», της χαμογέλασα. «Και μένα δεν θα μου δίνεις κανένα δωράκι;». «Α, με δωράκι είναι το φιλάκι;», εξεπλάγην, χωρίς όμως να χάσω το χαμόγελό μου. «Τα πάντα σ' αυτή τη ζωή˙ όλα πληρώνονται!», μου χαμογέλασε κι εκείνη. «Πόσο πάει δηλαδή το δωράκι σου;», ανασηκώθηκα στ' αντιβράχιά μου. «Α, δεν ξέρω, εξαρτάται τι μου ζητάς... Τώρα που μου ζητάς ένα φιλάκι, μου δίνεις πέντε ευρώ». «Αν σου έλεγα να με φιλήσεις στο στόμα;», το ψιλοχόντρυνα, χε χε χε. «Θα σου έλεγα όχι!», με αγριοκοίταξε. «Με τίποτα, με κανένα χρήμα;», επέμεινα. «Με κανένα!», είπε σοβαρά. «Εντάξει...», υποχώρησα. «Χι χι χι... και εάν μου λες ότι θέλεις να γλείψεις το μουνάκι μου, θα σου 'λεγα να μου δίνεις πέντε!», συνέχισε ξανά ευδιάθετη. «Δεν μου αρέσει να γλείφω το μουνάκι της κοπέλας την οποία πληρώνω για σεξ», της αποκάλυψα. «Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ!», μου αποκάλυψε με τη σειρά της. «Α, σου αρέσει...». «Δεν μπορώ να έχω έναν άνδρα που δεν θα μου το κάνει!», πρόσθεσε. «Αλήθεια;». «Ε, βέβαια... 'Απα πα πα πα! 'Οχι όμως στη δουλειά μου!...», διευκρίνισε για να συνεχίσει, «εδώ δεν μου αρέσει καθόλου! Στον δικό μου άνδρα θέλω να μου το γλείφει συνέχεια!» και να καταλήξει, «ένας άνδρας δεν πρόκειται να κάνει έρωτα με μια γυναίκα και να μην τη γλείψει!».
Εντωμεταξύ είχε ξετυλίξει την καπότα κατά μήκος του ημικαυλωμένου πούτσου μου. Η πίπα της δεν ήταν άσχημη... ήταν αργή, ρυθμική, με αρκετά «ποπ» κι εξωτερικούς γλωττισμούς.
«Ωραία το κάνεις...», την κομπλιμένταρα πριν της ζητήσω να, «κάτσε λίγο στα τέσσερα...».
Καθώς περίμενε να της τον χώσω κουνούσε ελαφρώς τη λεκάνη δεξιά-αριστερά...
Το μουνάκι της είχε καλή αίσθηση και τα βογγητά της ήταν ευλογοφανή.
Της έριξα κι ένα ιεραποστολικό μανίκι, όταν πιάστηκαν τα πόδια μου στο πισωκολλητό γονατιστό, όπου σχεδόν τη δίπλωσα στα δύο...
Η υπηρεσία τη φώναξε στα δέκα λεπτά. Μόλις είχα (επιτυχώς) τελειώσει.
Λίγο αργότερα, έπειτα από σχετική ερώτησή μου, μου έλεγε πως είχε "περάσει" από Κων/πόλεως 130.
«Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, φιλάκια στα βυζάκια, πισωκολλητό, ελεύθερο στοματικό, δέκα ευρώ!».
Ο τσάτσος του Σαββάτου (πρωινή βάρδια) είχε αντικατασταθεί από μια τσατσά. Η πουτάνα, ευτυχώς, είχε παραμείνει η ίδια.
Η 'Ελενα... μία νέα, στην ηλικία, μελαχρινή, με μαύρο σαν πίσσα μαλλί μέχρι την πλάτη, όμορφο πρόσωπο, βυζέττα με μικρές σκουρόχρωμες θηλές, μέτριο ανάστημα, αδύνατο καλοφτιαγμένο κορμί, διάστιξη ανάμεσα στις ωμοπλάτες.
«Γεια σας...», μου ευχήθηκε στον πληθυντικό. «Γεια σου», της ευχήθηκα στον ενικό.
«Είναι πάρα πολύ καλή στο δωμάτιο, δεν βιάζεται», ολοκλήρωσε η υπηρεσία.
«Τι κάνετε;», ενδιαφέρθηκε να μάθει η πόρνη. «Καλά», την ενημέρωσα.
Είχα έρθει για τη συγκεκριμένη, οπότε πλήρωσα και διάλεξα κάμαρα.
«Εδώ εδώ!», μου έδειξε η τσατσά τη διπλανή απ' εκείνη που είχα επιλέξει, δικαιολογώντας την απόφασή της, «χάλια αυτό το δωμάτιο!». «Εδώ; Εντάξει...», συμφώνησα και εισήλθα στην ψιλοάθλια κάμαρα. «Εδώ καλύτερο, τώρα άλλαξα σεντόνι, πέρασε ένας 'Ελληνας (πριν από σένα)». «Τέλεια...»
'Υστερα από επτά λεπτά άκουσα τακούνια να πλησιάζουν...
«Από πού είσαι;». «Εγώ είμαι από Βενεζουέλα! Εσύ;». «'Ελληνας».
Γονατίζοντας πλάι μου ξεκίνησε με λίγα απαλά φιλάκια στο σώμα και χάιδεμα. Ανασηκώθηκα για να της γλέιψω–φιλήσω τα βυζάκια.
«Δεν μου λες, κανένα φιλάκι δίνεις εδώ (στο στήθος) και στον λαιμό;», τη ρώτησα ξαναξαπλώνοντας. «Θέλεις να σου δίνω φιλάκια;», με κοίταξε πονηρά. «Αν μπορείς...», της χαμογέλασα. «Και μένα δεν θα μου δίνεις κανένα δωράκι;». «Α, με δωράκι είναι το φιλάκι;», εξεπλάγην, χωρίς όμως να χάσω το χαμόγελό μου. «Τα πάντα σ' αυτή τη ζωή˙ όλα πληρώνονται!», μου χαμογέλασε κι εκείνη. «Πόσο πάει δηλαδή το δωράκι σου;», ανασηκώθηκα στ' αντιβράχιά μου. «Α, δεν ξέρω, εξαρτάται τι μου ζητάς... Τώρα που μου ζητάς ένα φιλάκι, μου δίνεις πέντε ευρώ». «Αν σου έλεγα να με φιλήσεις στο στόμα;», το ψιλοχόντρυνα, χε χε χε. «Θα σου έλεγα όχι!», με αγριοκοίταξε. «Με τίποτα, με κανένα χρήμα;», επέμεινα. «Με κανένα!», είπε σοβαρά. «Εντάξει...», υποχώρησα. «Χι χι χι... και εάν μου λες ότι θέλεις να γλείψεις το μουνάκι μου, θα σου 'λεγα να μου δίνεις πέντε!», συνέχισε ξανά ευδιάθετη. «Δεν μου αρέσει να γλείφω το μουνάκι της κοπέλας την οποία πληρώνω για σεξ», της αποκάλυψα. «Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ!», μου αποκάλυψε με τη σειρά της. «Α, σου αρέσει...». «Δεν μπορώ να έχω έναν άνδρα που δεν θα μου το κάνει!», πρόσθεσε. «Αλήθεια;». «Ε, βέβαια... 'Απα πα πα πα! 'Οχι όμως στη δουλειά μου!...», διευκρίνισε για να συνεχίσει, «εδώ δεν μου αρέσει καθόλου! Στον δικό μου άνδρα θέλω να μου το γλείφει συνέχεια!» και να καταλήξει, «ένας άνδρας δεν πρόκειται να κάνει έρωτα με μια γυναίκα και να μην τη γλείψει!».
Εντωμεταξύ είχε ξετυλίξει την καπότα κατά μήκος του ημικαυλωμένου πούτσου μου. Η πίπα της δεν ήταν άσχημη... ήταν αργή, ρυθμική, με αρκετά «ποπ» κι εξωτερικούς γλωττισμούς.
«Ωραία το κάνεις...», την κομπλιμένταρα πριν της ζητήσω να, «κάτσε λίγο στα τέσσερα...».
Καθώς περίμενε να της τον χώσω κουνούσε ελαφρώς τη λεκάνη δεξιά-αριστερά...
Το μουνάκι της είχε καλή αίσθηση και τα βογγητά της ήταν ευλογοφανή.
Της έριξα κι ένα ιεραποστολικό μανίκι, όταν πιάστηκαν τα πόδια μου στο πισωκολλητό γονατιστό, όπου σχεδόν τη δίπλωσα στα δύο...
Η υπηρεσία τη φώναξε στα δέκα λεπτά. Μόλις είχα (επιτυχώς) τελειώσει.
Λίγο αργότερα, έπειτα από σχετική ερώτησή μου, μου έλεγε πως είχε "περάσει" από Κων/πόλεως 130.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 26, 2015
Όνομα κοπέλας
Έλενα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 18:07
Στο σαλόνι κάθονταν δύο αθίγγανοι οργανοπαίχτες (ο ένας κρατούσε κλαρίνο, ο άλλος κιθάρα) κι ένας μπαλαμός. Αργότερα προστέθηκαν άλλοι δυο-τρεις συναγωνιστές.
«Καλησπέρα σας, κοπέλα στο δωμάτιο, καθίστε λίγο», μ' ενημέρωσε η συμπαθητική, ξανθιά, μεσήλικη υπηρεσία. «Ποια είναι;», ρώτησα. «Εύα, καινούργια κοπελίτσα, Ρωσίδα», απάντησε. «Μάλιστα». Κάθισα κι εγώ λίγο παραπέρα.
Ο ένας αθίγγανος άρχισε να δυσανασχετεί με την αναμονή˙ περισσότερο κάνοντας πλάκα παρά μιλώντας σοβαρά.
«Εσύ άμα πας στο δωμάτιο θες να σε πιέζουν να τελειώσεις;», τον ρώτησε ο μπαλαμός στο ίδιο ύφος. «Εγώ στο δωμάτιο, μπαμ μπαμ, χλαπ-χλουπ, τέλος!», του απάντησε ο κιθαρωδός. «Τόσο γρήγορα;», "εντυπωσιάστηκε" ο άλλος. «Ε, τι, θα κάτσω να τη γλείψω από δω (έσκυψε και άγγιξε την μύτη του παπουτσιού του) μέχρι εδώ (άγγιξε την κορυφή της κεφαλής του); Γυναίκα μου είναι;». «'Οχι ρε, εντάξει... Τόσο γρήγορα τελειώνεις;», έκανε πως δεν μπορούσε να το χωνέψει. «Ναι!... Δεν πιστεύεις...». «Σε πέντε λεπτά είσαι έτοιμος;», επέμεινε. «Τι πέντε λεπτά ρε;». «Χα χα χα... είσαι γρήγορος!», παραδέχτηκε στο τέλος. «Ε, τι;... "Μπαίνεις", "βγαίνεις", έφυγες!».
Κάποια στιγμή (συνολικά πέντε λεπτά περίμενα) εμφανίστηκε και η Εύα απ' τα ενδότερα. Επρόκειτο για τη μιλφ με το κοντό καστανό κατσαρό μαλλί, το μέτριο χαμογελαστό πρόσωπο, το μικρό στήθος, το ψηλόλιγνο κορμί, τον ψιλοανύπαρκτο κώλο, την οποία είχα πληρώσει πριν λίγες μέρες —σε παρτούζα με τη Φωτεινή— εκεί.
«'Ελα ρε γαμώτο!», αναφώνησε ο αθίγγανος, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια, με το που την είδε. «Γιατί φωνάζετε τόσο;», ρώτησε τάχα μου αυστηρά εκείνη. «Τι κάνεις τόση ώρα μέσα;», συνέχισε εκείνος. «Αγάπη μου σιγά, μπουρδέλο είναι εδώ!», τον "μάλωσε" πλησιάζοντάς μας.
«Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, εξήντα εννιά, ισπανικό, αυταρχικό!», ενημέρωνε παράλληλα και η τσατσά.
Πλήρωσα ένα δεκάρικο.
«Εκεί έχει δωμάτιο...», μου έδειξε παίρνοντας το χαρτονόμισμα.
Εισήλθα στη μεγάλη κάμαρα, σχήματος τραπεζίου, απέναντι απ' τα κελιά.
«Γεια σου!», ευχήθηκα στην πόρνη, ύστερα από έξι λεπτά καινούργιας αναμονής, καθώς εκείνη έσπρωχνε την πόρτα μπαίνοντας. «Γεια σου, πώς είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά», της απάντησα απ' το κρεβάτι όπου ξάπλωνα ολόγυμνος. «Κι εγώ...», συμπλήρωσε.
Καβαλώντας το πόδι μου («Σε πατάω;». «'Οχι, εντάξει...»), έσκυψε για ν' αρχίσει με γλείψιμο–δάγκωμα στις θηλές μου, συνεχίζοντας με γλείψιμο, για λίγο, στο εσωτερικό των βραχιονίων μου, στον κορμό, χαμηλά στην κοιλιά κι ελάχιστα στους μηρούς. Φυσικά εγκαίρως ενημερώθηκε πως το τσιμπούκι θα το ήθελα καλυμμένο, για να μου απαντήσει, «αγάπη μου, ό,τι θες εσύ... 'Ο,τι θέλει το αγόρι μου...», πριν συνεχίσει με φιλιά–γλείψιμο στον λαιμό, στα μάγουλα, στους λοβούς των αυτιών μου.
Η πίπα της ήταν μ' εξωτερικούς γλωττισμούς, βαθιά —υπήρχαν στιγμές που τα χείλη της ακουμπούσαν τ' αξύριστα αρχίδια μου και έμεναν εκεί για δυο-τρία δεύτερα—, με αρκετά «ποπ» και «μμμ».
Τη διέκοψα για να της ζητήσω να προχωρήσουμε στο γαμήσι και συγκεκριμένα στο πισωκολλητό γαμήσι.
«Μμμ, ναιαιαι... θες πισωκολλητό, ε;», με ρώτησε λάγνα. «Ναι», απάντησα καθώς έκανα να σηκωθώ. «Πισωκολλητό, ναι˙ αφού τόσο σου αρέσει...», συμφώνησε και παίρνοντας θέση παραμέρισε το μικροσκοπικό κιλοτάκι της.
Την προηγούμενη φορά δεν την είχα γαμήσει. Τώρα όμως έχωνα τη λαστιχοντυμένη ψωλή μου μέσα στη μουνοσήραγγά της και ξεκινούσα να μπαινοβγαίνω —σχετικά ικανοποιητική αίσθηση—, έχοντας γραπώσει τη μέση της.
«Πλαφ πλαφ πλαφ!...». «'Ετσι αγόρι μου, έτσι αγόρι μου!...» (...) «Ααα... ααα... ααα... μπράβο, τελείωσα!» (εγώ).
«Κάθε απόγευμα δουλεύεις εδώ;», ρώτησα καθώς ετοιμαζόμασταν. «Μ-μ!» (καταφατικό). «Και πρωί δεν δουλεύεις; Σ' έχω δει και πρωί εδώ». «Καμιά φορά». «Οκέι».
«Μη με ξεχνάς...», μου είπε σιγανά λίγο πριν ανοίξει την πόρτα.
Στο σαλόνι κάθονταν δύο αθίγγανοι οργανοπαίχτες (ο ένας κρατούσε κλαρίνο, ο άλλος κιθάρα) κι ένας μπαλαμός. Αργότερα προστέθηκαν άλλοι δυο-τρεις συναγωνιστές.
«Καλησπέρα σας, κοπέλα στο δωμάτιο, καθίστε λίγο», μ' ενημέρωσε η συμπαθητική, ξανθιά, μεσήλικη υπηρεσία. «Ποια είναι;», ρώτησα. «Εύα, καινούργια κοπελίτσα, Ρωσίδα», απάντησε. «Μάλιστα». Κάθισα κι εγώ λίγο παραπέρα.
Ο ένας αθίγγανος άρχισε να δυσανασχετεί με την αναμονή˙ περισσότερο κάνοντας πλάκα παρά μιλώντας σοβαρά.
«Εσύ άμα πας στο δωμάτιο θες να σε πιέζουν να τελειώσεις;», τον ρώτησε ο μπαλαμός στο ίδιο ύφος. «Εγώ στο δωμάτιο, μπαμ μπαμ, χλαπ-χλουπ, τέλος!», του απάντησε ο κιθαρωδός. «Τόσο γρήγορα;», "εντυπωσιάστηκε" ο άλλος. «Ε, τι, θα κάτσω να τη γλείψω από δω (έσκυψε και άγγιξε την μύτη του παπουτσιού του) μέχρι εδώ (άγγιξε την κορυφή της κεφαλής του); Γυναίκα μου είναι;». «'Οχι ρε, εντάξει... Τόσο γρήγορα τελειώνεις;», έκανε πως δεν μπορούσε να το χωνέψει. «Ναι!... Δεν πιστεύεις...». «Σε πέντε λεπτά είσαι έτοιμος;», επέμεινε. «Τι πέντε λεπτά ρε;». «Χα χα χα... είσαι γρήγορος!», παραδέχτηκε στο τέλος. «Ε, τι;... "Μπαίνεις", "βγαίνεις", έφυγες!».
Κάποια στιγμή (συνολικά πέντε λεπτά περίμενα) εμφανίστηκε και η Εύα απ' τα ενδότερα. Επρόκειτο για τη μιλφ με το κοντό καστανό κατσαρό μαλλί, το μέτριο χαμογελαστό πρόσωπο, το μικρό στήθος, το ψηλόλιγνο κορμί, τον ψιλοανύπαρκτο κώλο, την οποία είχα πληρώσει πριν λίγες μέρες —σε παρτούζα με τη Φωτεινή— εκεί.
«'Ελα ρε γαμώτο!», αναφώνησε ο αθίγγανος, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια, με το που την είδε. «Γιατί φωνάζετε τόσο;», ρώτησε τάχα μου αυστηρά εκείνη. «Τι κάνεις τόση ώρα μέσα;», συνέχισε εκείνος. «Αγάπη μου σιγά, μπουρδέλο είναι εδώ!», τον "μάλωσε" πλησιάζοντάς μας.
«Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, εξήντα εννιά, ισπανικό, αυταρχικό!», ενημέρωνε παράλληλα και η τσατσά.
Πλήρωσα ένα δεκάρικο.
«Εκεί έχει δωμάτιο...», μου έδειξε παίρνοντας το χαρτονόμισμα.
Εισήλθα στη μεγάλη κάμαρα, σχήματος τραπεζίου, απέναντι απ' τα κελιά.
«Γεια σου!», ευχήθηκα στην πόρνη, ύστερα από έξι λεπτά καινούργιας αναμονής, καθώς εκείνη έσπρωχνε την πόρτα μπαίνοντας. «Γεια σου, πώς είσαι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά», της απάντησα απ' το κρεβάτι όπου ξάπλωνα ολόγυμνος. «Κι εγώ...», συμπλήρωσε.
Καβαλώντας το πόδι μου («Σε πατάω;». «'Οχι, εντάξει...»), έσκυψε για ν' αρχίσει με γλείψιμο–δάγκωμα στις θηλές μου, συνεχίζοντας με γλείψιμο, για λίγο, στο εσωτερικό των βραχιονίων μου, στον κορμό, χαμηλά στην κοιλιά κι ελάχιστα στους μηρούς. Φυσικά εγκαίρως ενημερώθηκε πως το τσιμπούκι θα το ήθελα καλυμμένο, για να μου απαντήσει, «αγάπη μου, ό,τι θες εσύ... 'Ο,τι θέλει το αγόρι μου...», πριν συνεχίσει με φιλιά–γλείψιμο στον λαιμό, στα μάγουλα, στους λοβούς των αυτιών μου.
Η πίπα της ήταν μ' εξωτερικούς γλωττισμούς, βαθιά —υπήρχαν στιγμές που τα χείλη της ακουμπούσαν τ' αξύριστα αρχίδια μου και έμεναν εκεί για δυο-τρία δεύτερα—, με αρκετά «ποπ» και «μμμ».
Τη διέκοψα για να της ζητήσω να προχωρήσουμε στο γαμήσι και συγκεκριμένα στο πισωκολλητό γαμήσι.
«Μμμ, ναιαιαι... θες πισωκολλητό, ε;», με ρώτησε λάγνα. «Ναι», απάντησα καθώς έκανα να σηκωθώ. «Πισωκολλητό, ναι˙ αφού τόσο σου αρέσει...», συμφώνησε και παίρνοντας θέση παραμέρισε το μικροσκοπικό κιλοτάκι της.
Την προηγούμενη φορά δεν την είχα γαμήσει. Τώρα όμως έχωνα τη λαστιχοντυμένη ψωλή μου μέσα στη μουνοσήραγγά της και ξεκινούσα να μπαινοβγαίνω —σχετικά ικανοποιητική αίσθηση—, έχοντας γραπώσει τη μέση της.
«Πλαφ πλαφ πλαφ!...». «'Ετσι αγόρι μου, έτσι αγόρι μου!...» (...) «Ααα... ααα... ααα... μπράβο, τελείωσα!» (εγώ).
«Κάθε απόγευμα δουλεύεις εδώ;», ρώτησα καθώς ετοιμαζόμασταν. «Μ-μ!» (καταφατικό). «Και πρωί δεν δουλεύεις; Σ' έχω δει και πρωί εδώ». «Καμιά φορά». «Οκέι».
«Μη με ξεχνάς...», μου είπε σιγανά λίγο πριν ανοίξει την πόρτα.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 21, 2015
Όνομα κοπέλας
Εύα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.2
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
2.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
4.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τρίτη, ώρα 17:19
Στο απέναντι πεζοδρόμιο Κινέζοι ξεφόρτωναν χαρτοκιβώτια από ένα κοντέινερ της COSCO.
Στον όροφο, ο αδύνατος, γυαλάκιας, μουστακαλής, μεσόκοπος υπηρέτης καθόταν στο κουζινάκι. Κάθισα και του λόγου μου, όπως συνηθίζω στο συγκεκριμένο μπουρδέλο, στην καρέκλα δίπλα στο μεταλλικό, στρογγυλό τραπεζάκι.
«Καλησπέρα!», μου ευχήθηκε εκείνος. «Γεια», αντευχήθηκα. «Η κουκλίτσα μου κάνει τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, από πάνω, από κάτω, ισπανικό, εξήντα εννιά, όλες τις στάσεις, με δέκα ευρώ!», ενημέρωσε.
Απ' το βάθος ακουγόταν να πλησιάζει η κοκότα.
«Πάρα πολύ καλή στο δωμάτιο και σιγά σιγά!», συμπλήρωσε λίγο πριν εμφανιστεί εκείνη που περίμενα να εμφανιστεί.
«Γεια σου...», μου ευχήθηκε η Μαρίνα —η πόρνη απ' τα Ιάσονος 44 (διάδρομος), 46 (σκαλί), 36—, μια αθιγγανίδα με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, καλούτσικο πρόσωπο, πλούσια μεμέ με πλατιά άλω κι ευμεγέθεις θηλές, μετριοχαμηλό ανάστημα, κανονικό σώμα —κοιλίτσα— στολισμένο με ταττού. «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Καλά», απάντησε. «Οκέι, θα περάσω», τους ανακοίνωσα κι αφού πλέρωσα τον υπηρέτη προχώρησα προς τα δύο δωμάτια του σαλονιού — και τα δύο ήταν ελεύθερα. «Πέρασε στο μεγάλο!», μου πρότεινε εκείνος. Τον άκουσα.
Η Μαρίνα ήρθε ύστερα από πέντε λεπτά.
«Γεια σου αγάπη μου!». «Γεια σου αγάπη μου, καλά είσαι;», γύρισα προς το μέρος της — απ' το μισάνοιχτο παράθυρο παρακολουθούσα, ολόγυμνος, το άδειασμα του κοντέινερ. «Τι κάνεις;», με ρώτησε αντί γι' απάντηση. «Καλά». «Καλά είσαι;», ξαναρώτησε. «Καλά». «Πώς πας;», ρώτησε για τρίτη φορά καθώς ανεβαίναμε και οι δύο στο κρεβάτι —εγώ ξάπλωσα ανάσκελα, εκείνη γονάτισε πλάι μου. «Λίγο κουρασμένος είμαι γιατί έρχομαι κατευθείαν απ' τη δουλειά», παραδέχτηκα. «Αα...», έκανε καθώς ξεκινούσε να με χαϊδεύει στο στήθος και στ' αχαμνά. «Εσύ τώρα ξεκίνησες στη δεύτερη βάρδια ή είσαι απ' το πρωί εδώ;», θέλησα να μάθω "ζυγίζοντας" με τις χούφτες μου τα μαστάρια της. «Τώρα ήρθα απ' το σπίτι, είσαι ο πρώτος μου πελάτης», μου έκανε γνωστό — φαινόταν σε καλή διάθεση.
Δεν άργησε να πιάσει την καπότα.
«Τ' όνομά σου;», ρώτησε καθώς έσκιζε το περίβλημα. «Τάδε», της απάντησα για να συνεχίσω, «κάτσε να τη βάλω εγώ καλύτερα!». «Ναι», συμφώνησε και μου έδωσε το τυλιγμένο ελαστικό. «Είναι απ' την καλή;», το κοίταξα. «Ναι», επιβεβαίωσε.
Η πίπα που ακολούθησε ήταν σε γρήγορο ρυθμό και καθ' όλη τη διάρκεια η Μαρίνα έριχνε ματιές στον απέναντι καθρέφτη. «Σ' αρέσει;», ενδιαφέρθηκε να της πως κάποια στιγμή. «Καλά είναι», είπα ψέματα. «Εδώ (έδειξα το στήθος μου) καθόλου φιλάκια δίνεις;», δεν άργησα να κάνω την ερώτηση. «Θες;», με κοίταξε μ' ενδιαφέρον. «Εάν δίνεις...», ανταπέδωσα το βλέμμα της. «Ναι, δίνω», απάντησε. Με φίλησε απαλά και μ' έγλειψε ακρογλώσσια στις θηλές.
«Για κάτσε στα τέσσερα, να δω μήπως μπορέσω...», της ζήτησα όταν απέκτησα μια κάποια στύση ικανή για "διακόρευση".
Πήρε θέση στηριζόμενη στ' αντιβράχιά της παρακολουθώντας μας απ΄ τον διπλανό καθρέφτη. Μια μικρή αιμορροΐδα "κοσμούσε" το περικλανίδιο.
Τον έχωσα στο μουνί της κι άρχισα να... μαμάω όταν ξαφνικά ένιωσα κάτι υγρό στη δεξιά μου κνήμη... «Αυτό τι είναι εδωπέρα;... Κάτσε λίγο... (σταμάτησα κι έκανα έτσι για να δω — δεν είδα τίποτα...) Τι είναι αυτό; (βγήκα από μέσα της κι έσκυψα μπας και δω καλύτερα — δεν τόλμησα να βάλω χέρι)». «Ξέρω 'γω;», είπε γυρίζοτας το κεφάλι για να κοιτάξει κι εκείνη. «Λες να είναι τίποτα χύσια που δεν τα καθάρισε (ο υπηρέτης);», τη ρώτησα. «Δεν ξέρω...», παραδέχτηκε εκείνη.
Τελικά έκανα λίγο παραπέρα και χώνοντας ξανά την ψωλή μου —η οποία είχε ξεκαυλώσει αρκετά— μέσα της έδωσα μερικές ακόμα μέχρι που, «μπα, άστο, θά 'ρθω κάποια άλλη φορά που θα είμαι καλύτερα, είμαι κουρασμένος τώρα, είναι και αυτό το πράγμα εδώ...», αποφάσισα να διακόψω τη συνεύρεση.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε αμήχανα, λίγο αργότερα, καθώς αποχωρούσε.
'Οταν βγήκα κι εγώ, έριξα μια ματιά προς το κουζινάκι στο βάθος. Ο τσάτσος καθόταν στη θέση του κι αμέσως σήκωσε το χέρι να με χαιρετήσει.
«Τα σεντόνια να κοιτάς!», του φώναξα. Μου χαμογέλασε με τρόπο που έδειχνε πως είχε ενημερωθεί. «Το σεντόνι είναι λερωμένο!», συμπλήρωσα και κίνησα προς την έξοδο.
Αργότερα, όπως έβλεπα τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει απ' το δωμάτιο, σε δύο απ' αυτές, φάνηκε καθαρά ένας μεγάλος λεκές στο συγκεκριμένο σημείο...
Στο απέναντι πεζοδρόμιο Κινέζοι ξεφόρτωναν χαρτοκιβώτια από ένα κοντέινερ της COSCO.
Στον όροφο, ο αδύνατος, γυαλάκιας, μουστακαλής, μεσόκοπος υπηρέτης καθόταν στο κουζινάκι. Κάθισα και του λόγου μου, όπως συνηθίζω στο συγκεκριμένο μπουρδέλο, στην καρέκλα δίπλα στο μεταλλικό, στρογγυλό τραπεζάκι.
«Καλησπέρα!», μου ευχήθηκε εκείνος. «Γεια», αντευχήθηκα. «Η κουκλίτσα μου κάνει τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, από πάνω, από κάτω, ισπανικό, εξήντα εννιά, όλες τις στάσεις, με δέκα ευρώ!», ενημέρωσε.
Απ' το βάθος ακουγόταν να πλησιάζει η κοκότα.
«Πάρα πολύ καλή στο δωμάτιο και σιγά σιγά!», συμπλήρωσε λίγο πριν εμφανιστεί εκείνη που περίμενα να εμφανιστεί.
«Γεια σου...», μου ευχήθηκε η Μαρίνα —η πόρνη απ' τα Ιάσονος 44 (διάδρομος), 46 (σκαλί), 36—, μια αθιγγανίδα με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, καλούτσικο πρόσωπο, πλούσια μεμέ με πλατιά άλω κι ευμεγέθεις θηλές, μετριοχαμηλό ανάστημα, κανονικό σώμα —κοιλίτσα— στολισμένο με ταττού. «Καλά είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Καλά», απάντησε. «Οκέι, θα περάσω», τους ανακοίνωσα κι αφού πλέρωσα τον υπηρέτη προχώρησα προς τα δύο δωμάτια του σαλονιού — και τα δύο ήταν ελεύθερα. «Πέρασε στο μεγάλο!», μου πρότεινε εκείνος. Τον άκουσα.
Η Μαρίνα ήρθε ύστερα από πέντε λεπτά.
«Γεια σου αγάπη μου!». «Γεια σου αγάπη μου, καλά είσαι;», γύρισα προς το μέρος της — απ' το μισάνοιχτο παράθυρο παρακολουθούσα, ολόγυμνος, το άδειασμα του κοντέινερ. «Τι κάνεις;», με ρώτησε αντί γι' απάντηση. «Καλά». «Καλά είσαι;», ξαναρώτησε. «Καλά». «Πώς πας;», ρώτησε για τρίτη φορά καθώς ανεβαίναμε και οι δύο στο κρεβάτι —εγώ ξάπλωσα ανάσκελα, εκείνη γονάτισε πλάι μου. «Λίγο κουρασμένος είμαι γιατί έρχομαι κατευθείαν απ' τη δουλειά», παραδέχτηκα. «Αα...», έκανε καθώς ξεκινούσε να με χαϊδεύει στο στήθος και στ' αχαμνά. «Εσύ τώρα ξεκίνησες στη δεύτερη βάρδια ή είσαι απ' το πρωί εδώ;», θέλησα να μάθω "ζυγίζοντας" με τις χούφτες μου τα μαστάρια της. «Τώρα ήρθα απ' το σπίτι, είσαι ο πρώτος μου πελάτης», μου έκανε γνωστό — φαινόταν σε καλή διάθεση.
Δεν άργησε να πιάσει την καπότα.
«Τ' όνομά σου;», ρώτησε καθώς έσκιζε το περίβλημα. «Τάδε», της απάντησα για να συνεχίσω, «κάτσε να τη βάλω εγώ καλύτερα!». «Ναι», συμφώνησε και μου έδωσε το τυλιγμένο ελαστικό. «Είναι απ' την καλή;», το κοίταξα. «Ναι», επιβεβαίωσε.
Η πίπα που ακολούθησε ήταν σε γρήγορο ρυθμό και καθ' όλη τη διάρκεια η Μαρίνα έριχνε ματιές στον απέναντι καθρέφτη. «Σ' αρέσει;», ενδιαφέρθηκε να της πως κάποια στιγμή. «Καλά είναι», είπα ψέματα. «Εδώ (έδειξα το στήθος μου) καθόλου φιλάκια δίνεις;», δεν άργησα να κάνω την ερώτηση. «Θες;», με κοίταξε μ' ενδιαφέρον. «Εάν δίνεις...», ανταπέδωσα το βλέμμα της. «Ναι, δίνω», απάντησε. Με φίλησε απαλά και μ' έγλειψε ακρογλώσσια στις θηλές.
«Για κάτσε στα τέσσερα, να δω μήπως μπορέσω...», της ζήτησα όταν απέκτησα μια κάποια στύση ικανή για "διακόρευση".
Πήρε θέση στηριζόμενη στ' αντιβράχιά της παρακολουθώντας μας απ΄ τον διπλανό καθρέφτη. Μια μικρή αιμορροΐδα "κοσμούσε" το περικλανίδιο.
Τον έχωσα στο μουνί της κι άρχισα να... μαμάω όταν ξαφνικά ένιωσα κάτι υγρό στη δεξιά μου κνήμη... «Αυτό τι είναι εδωπέρα;... Κάτσε λίγο... (σταμάτησα κι έκανα έτσι για να δω — δεν είδα τίποτα...) Τι είναι αυτό; (βγήκα από μέσα της κι έσκυψα μπας και δω καλύτερα — δεν τόλμησα να βάλω χέρι)». «Ξέρω 'γω;», είπε γυρίζοτας το κεφάλι για να κοιτάξει κι εκείνη. «Λες να είναι τίποτα χύσια που δεν τα καθάρισε (ο υπηρέτης);», τη ρώτησα. «Δεν ξέρω...», παραδέχτηκε εκείνη.
Τελικά έκανα λίγο παραπέρα και χώνοντας ξανά την ψωλή μου —η οποία είχε ξεκαυλώσει αρκετά— μέσα της έδωσα μερικές ακόμα μέχρι που, «μπα, άστο, θά 'ρθω κάποια άλλη φορά που θα είμαι καλύτερα, είμαι κουρασμένος τώρα, είναι και αυτό το πράγμα εδώ...», αποφάσισα να διακόψω τη συνεύρεση.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε αμήχανα, λίγο αργότερα, καθώς αποχωρούσε.
'Οταν βγήκα κι εγώ, έριξα μια ματιά προς το κουζινάκι στο βάθος. Ο τσάτσος καθόταν στη θέση του κι αμέσως σήκωσε το χέρι να με χαιρετήσει.
«Τα σεντόνια να κοιτάς!», του φώναξα. Μου χαμογέλασε με τρόπο που έδειχνε πως είχε ενημερωθεί. «Το σεντόνι είναι λερωμένο!», συμπλήρωσα και κίνησα προς την έξοδο.
Αργότερα, όπως έβλεπα τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει απ' το δωμάτιο, σε δύο απ' αυτές, φάνηκε καθαρά ένας μεγάλος λεκές στο συγκεκριμένο σημείο...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 20, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαρίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.0
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
5.0
Κυριακή, ώρα 14:30
Την "τετράγωνη" 'Ηρα την έβλεπα κάποιες φορές στο Αγκύρας 12, το αριστερό. Στο Μεταξουργείο όμως και συγκεκριμένα στο μπουρδέλο 17, πρώτη φορά την είδα στην απογευματινή τσάρκα που έκανα στις αρχές του μήνα.
Πριν τρεις μέρες (στις 15 του μηνός), στην απογευματινή βάρδια, πέρασα —απ' το μπουρδέλο— με σκοπό να περάσω — στο δωμάτιο.
«Γεια σας!», μου ευχήθηκε ο υπηρέτης. «Χαίρετε», του ευχήθηκα με τη σειρά μου. Στη συνέχεια με παράτησε μπαίνοντας στο κουζινάκι κι εγώ κάθισα στο άδειο από κόσμο σαλονάκι. 'Υστερα από λίγο σηκώθηκα, πλησίασα και παραμέρισα την κουρτίνα για, «να ρωτήσω κάτι, η 'Ηρα δεν δουλεύει τώρα;». «Ποια;», στραβομουτσούνιασε εκείνος. «Η 'Ηρα», επανέλαβα. «Τι;». «Η 'Ηρα, η 'Ηρα!», επανέλαβα για τρίτη και τέταρτη φορά. «Πρωί, αύριο!», απάντησε. «Α, πρωί είναι η 'Ηρα;», απογοητεύτηκα. «Μετά τις εννιάμισι», συμπλήρωσε. «Ευχαριστώ».
«Πρωί αύριο μετά τις εννιάμισι... Οπότε (λόγω δουλειάς) δεν μπορώ να τη δω», μονολόγησα καθώς κατέβαινα τις σκάλες.
Τρεις μέρες μετά.
«Γεια σου αγόρι μου!», μου ευχήθηκε ο ίδιος τσάτσος συνεχίζοντας, «η κοπέλα κάνει περιποίηση ωραία– Η κοπέλα που μου ζήτησες σου είπα είναι πρωί!», είπε ξαφνικά. «Α, δεν είναι τέτοια ώρα;». «Δεν σου είπα τέτοια ώρα, σου είπα μέχρι τις δέκα η ώρα... Εννιάμισι-δέκα, φεύγει, αύριο θα είναι...». «Γεια σου!», μου ευχήθηκε μια αψηλή —πάνω στα πορνοπάπουτσα— χοντρή, ευρύστερνη ξανθιά —ίσιο μαλλί μέχρι τους ώμους—, με μεγάλα βυζιά και γλυκούτσικο πρόσωπο˙ ήταν η 'Ηρα. «Αυτή θέλω!», είπα στον υπηρέτη. «Αυτή είναι η κοπέλα που ήθελες;», ρώτησε έκπληκτος εκείνος. «Η 'Ηρα δεν είσαι;», στράφηκα προς τη θηριώδη πόρνη. «Η 'Ηρα!», παραδέχτηκε εκείνη. «Ε, την Ήρα σου είχα πει», τον κοίταξα. «Α, Ήρα μου ζήτησες...». «Ναι, εσύ ποια κατάλαβες;». «'Εχεις δίκιο και σου είπα πως δουλεύει πρωί, ναι ναι ναι...», θυμήθηκε. Τον πλήρωσα ένα δεκάρικο. «Και σου είπα είναι πάντα πρωινά, ναι...», μου έδειξε τη μία απ' τις δύο άθλιες κάμαρες.
'Οταν ήρθε η περί ης ο λόγος ακόμα γδυνόμουν.
«Ματάκια μου, σε λίγο;», με ρώτησε με το που μπήκε. «Θα σου χτυπήσω την πόρτα σ΄ένα λεπτό...», της είπα. «Εντάξει».
Πράγματι ύστερα από ένα λεπτό χτύπησα την πόρτα και ξάπλωσα σ' ένα κρεβάτι που βούλιαζε στο κέντρο.
«'Ετοιμος;», την άκουσα να ρωτάει μετά από πέντε λεπτά... «Ναι ναι!», την κάλεσα να περάσει . «'Ακουσες που σου χτύπησα πριν;», ρώτησα καθώς εκείνη πλησίαζε. «'Οχι, δεν άκουσα».
«Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει βγάζοντας το εσωφόρι. «Καλά». «Μπράβο...», είπε κι ανεβαίνοντας στο κρεβάτι, «κρακ κρακ κρακ!», μετακινήθηκε προς τα πόδια μου. «Είσαι πολύ κάτω, δεν χωράω», παραπονέθηκε. «Ν' ανέβω!», τραβήχτηκα προς τα πάνω για να της κάνω χώρο. «Ν' ανέβεις», επανέλαβε και πήρε θέση ανάμεσα στο σκέλια μου για ν' αρχίσει να "χαϊδεύει" με τα μεμέ της τα γεννητικά μου όργανα, έχοντας κλειστά τα μάτια και εκπέμποντας χαμηλής έντασης βογγητά.
Δεν θα είχε περάσει ένα λεπτό όταν έσκυψε μπροστά για να πιάσει την καπότα, τη συσκευασία της οποίας άνοιξε με τα δόντια και το περιεχόμενο μου το φόρεσε σαν κάλτσα. Η πίπα που ακολούθησε ήταν μέτρια μ' εξωτερικούς γλωττισμούς και «ποπ».
Κάποια στιγμή τη ρώτησα, «καθόλου φιλάκια στο στήθος δίνεις και στον λαιμό;». Δεν μου απάντησε συνεχίζοντας το τσιμπούκι. «Ε, 'Ηρα;», επέμεινα. «Ποπ!... Για πες μου, τι θες να κάνουμε;», με κοίταξε. «Φιλάκια εδώ (έδειξα τις θηλές μου) κι εδώ (έδειξα τον λαιμό μου), δίνεις;». «Εεε, στις θήλες σου (sic) μπορεί...». «Στον λαιμό;». «'Οχι... Τι θες να κάνουμε; Για πες μου.», επανέλαβε. «Τίποτε, αυτό˙ για να καυλώσω περισσότερο», της είπα.
Τελικά μ' έγλειψε για λίγο ακρογλώσσια στη μία απ' τις «θήλες» μου χαϊδεύοντάς με στ' αχαμνά και παίζοντάς μου τον μισοσηκωμένο πούτσο.
«Σαν να καύλωσα τώρα, έλα να κάνουμε πισωκολλητό, έλα, γύρνα στα τέσσερα!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως ήμουν σε θέση να το κάνω. «Στα τέσσερα θες, ε;», μου χαμογέλασε. «Στα τέσσερα, πάμε!», της είπα αποφασιστικά. «'Αντε», συμφώνησε και γυρίζοντας, «κρακ κρακ κρακ!», ο πελώριος κώλος της απλώθηκε μπροστά μου. Γονάτισα πίσω του. 'Ενα χέρι —το χέρι της— εμφανίστηκε ανάμεσα απ' τα μισάνοιχτα τεράστια μπούτια της περιμένοντας να πιάσει το καυλί μου. Πράγματι το έπιασε και τ' οδήγησε εντός της μουνοσήραγγάς της. 'Υστερα από κάμποσα «πλαφ» έχυσα.
Την "τετράγωνη" 'Ηρα την έβλεπα κάποιες φορές στο Αγκύρας 12, το αριστερό. Στο Μεταξουργείο όμως και συγκεκριμένα στο μπουρδέλο 17, πρώτη φορά την είδα στην απογευματινή τσάρκα που έκανα στις αρχές του μήνα.
Πριν τρεις μέρες (στις 15 του μηνός), στην απογευματινή βάρδια, πέρασα —απ' το μπουρδέλο— με σκοπό να περάσω — στο δωμάτιο.
«Γεια σας!», μου ευχήθηκε ο υπηρέτης. «Χαίρετε», του ευχήθηκα με τη σειρά μου. Στη συνέχεια με παράτησε μπαίνοντας στο κουζινάκι κι εγώ κάθισα στο άδειο από κόσμο σαλονάκι. 'Υστερα από λίγο σηκώθηκα, πλησίασα και παραμέρισα την κουρτίνα για, «να ρωτήσω κάτι, η 'Ηρα δεν δουλεύει τώρα;». «Ποια;», στραβομουτσούνιασε εκείνος. «Η 'Ηρα», επανέλαβα. «Τι;». «Η 'Ηρα, η 'Ηρα!», επανέλαβα για τρίτη και τέταρτη φορά. «Πρωί, αύριο!», απάντησε. «Α, πρωί είναι η 'Ηρα;», απογοητεύτηκα. «Μετά τις εννιάμισι», συμπλήρωσε. «Ευχαριστώ».
«Πρωί αύριο μετά τις εννιάμισι... Οπότε (λόγω δουλειάς) δεν μπορώ να τη δω», μονολόγησα καθώς κατέβαινα τις σκάλες.
Τρεις μέρες μετά.
«Γεια σου αγόρι μου!», μου ευχήθηκε ο ίδιος τσάτσος συνεχίζοντας, «η κοπέλα κάνει περιποίηση ωραία– Η κοπέλα που μου ζήτησες σου είπα είναι πρωί!», είπε ξαφνικά. «Α, δεν είναι τέτοια ώρα;». «Δεν σου είπα τέτοια ώρα, σου είπα μέχρι τις δέκα η ώρα... Εννιάμισι-δέκα, φεύγει, αύριο θα είναι...». «Γεια σου!», μου ευχήθηκε μια αψηλή —πάνω στα πορνοπάπουτσα— χοντρή, ευρύστερνη ξανθιά —ίσιο μαλλί μέχρι τους ώμους—, με μεγάλα βυζιά και γλυκούτσικο πρόσωπο˙ ήταν η 'Ηρα. «Αυτή θέλω!», είπα στον υπηρέτη. «Αυτή είναι η κοπέλα που ήθελες;», ρώτησε έκπληκτος εκείνος. «Η 'Ηρα δεν είσαι;», στράφηκα προς τη θηριώδη πόρνη. «Η 'Ηρα!», παραδέχτηκε εκείνη. «Ε, την Ήρα σου είχα πει», τον κοίταξα. «Α, Ήρα μου ζήτησες...». «Ναι, εσύ ποια κατάλαβες;». «'Εχεις δίκιο και σου είπα πως δουλεύει πρωί, ναι ναι ναι...», θυμήθηκε. Τον πλήρωσα ένα δεκάρικο. «Και σου είπα είναι πάντα πρωινά, ναι...», μου έδειξε τη μία απ' τις δύο άθλιες κάμαρες.
'Οταν ήρθε η περί ης ο λόγος ακόμα γδυνόμουν.
«Ματάκια μου, σε λίγο;», με ρώτησε με το που μπήκε. «Θα σου χτυπήσω την πόρτα σ΄ένα λεπτό...», της είπα. «Εντάξει».
Πράγματι ύστερα από ένα λεπτό χτύπησα την πόρτα και ξάπλωσα σ' ένα κρεβάτι που βούλιαζε στο κέντρο.
«'Ετοιμος;», την άκουσα να ρωτάει μετά από πέντε λεπτά... «Ναι ναι!», την κάλεσα να περάσει . «'Ακουσες που σου χτύπησα πριν;», ρώτησα καθώς εκείνη πλησίαζε. «'Οχι, δεν άκουσα».
«Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει βγάζοντας το εσωφόρι. «Καλά». «Μπράβο...», είπε κι ανεβαίνοντας στο κρεβάτι, «κρακ κρακ κρακ!», μετακινήθηκε προς τα πόδια μου. «Είσαι πολύ κάτω, δεν χωράω», παραπονέθηκε. «Ν' ανέβω!», τραβήχτηκα προς τα πάνω για να της κάνω χώρο. «Ν' ανέβεις», επανέλαβε και πήρε θέση ανάμεσα στο σκέλια μου για ν' αρχίσει να "χαϊδεύει" με τα μεμέ της τα γεννητικά μου όργανα, έχοντας κλειστά τα μάτια και εκπέμποντας χαμηλής έντασης βογγητά.
Δεν θα είχε περάσει ένα λεπτό όταν έσκυψε μπροστά για να πιάσει την καπότα, τη συσκευασία της οποίας άνοιξε με τα δόντια και το περιεχόμενο μου το φόρεσε σαν κάλτσα. Η πίπα που ακολούθησε ήταν μέτρια μ' εξωτερικούς γλωττισμούς και «ποπ».
Κάποια στιγμή τη ρώτησα, «καθόλου φιλάκια στο στήθος δίνεις και στον λαιμό;». Δεν μου απάντησε συνεχίζοντας το τσιμπούκι. «Ε, 'Ηρα;», επέμεινα. «Ποπ!... Για πες μου, τι θες να κάνουμε;», με κοίταξε. «Φιλάκια εδώ (έδειξα τις θηλές μου) κι εδώ (έδειξα τον λαιμό μου), δίνεις;». «Εεε, στις θήλες σου (sic) μπορεί...». «Στον λαιμό;». «'Οχι... Τι θες να κάνουμε; Για πες μου.», επανέλαβε. «Τίποτε, αυτό˙ για να καυλώσω περισσότερο», της είπα.
Τελικά μ' έγλειψε για λίγο ακρογλώσσια στη μία απ' τις «θήλες» μου χαϊδεύοντάς με στ' αχαμνά και παίζοντάς μου τον μισοσηκωμένο πούτσο.
«Σαν να καύλωσα τώρα, έλα να κάνουμε πισωκολλητό, έλα, γύρνα στα τέσσερα!», της ζήτησα όταν ένιωσα πως ήμουν σε θέση να το κάνω. «Στα τέσσερα θες, ε;», μου χαμογέλασε. «Στα τέσσερα, πάμε!», της είπα αποφασιστικά. «'Αντε», συμφώνησε και γυρίζοντας, «κρακ κρακ κρακ!», ο πελώριος κώλος της απλώθηκε μπροστά μου. Γονάτισα πίσω του. 'Ενα χέρι —το χέρι της— εμφανίστηκε ανάμεσα απ' τα μισάνοιχτα τεράστια μπούτια της περιμένοντας να πιάσει το καυλί μου. Πράγματι το έπιασε και τ' οδήγησε εντός της μουνοσήραγγάς της. 'Υστερα από κάμποσα «πλαφ» έχυσα.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 18, 2015
Όνομα κοπέλας
Ήρα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.8
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Πέμπτη, ώρα 18:16
Στο σαλονάκι δεν υπήρχε κανένας συνάδελφος.
«Καθίστε, στο δωμάτιο είναι η κοπέλα˙ είναι η Νικόλ», μ' ενημέρωσε αμέσως η υπηρεσία. «Η Νικόλ που κάνει ελεύθερο στοματικό δεν είναι;», τη ρώτησα. «Ναι!», απάντησε. Πλήρωσα ένα δεκάρικο. «Ελάτε... ελάτε», με πέρασε στα ενδότερα. «Πού, εδώ;», έδειξα την πρώτη απ' τις άθλιες κάμαρες. «Ναι... Να περάστε καλά!».
'Υστερα από τέσσερα λεπτά άκουσα τακούνια να περνούν έξω απ' την πόρτα μου. Ακολούθησε ένα σύντομο σαλονάρισμα και η Νικόλ βρισκόταν μπροστά μου να μου εύχεται υγεία — σγουρό κοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, χαμηλό ανάστημα, σώμα με πιασιματάκια. Αντευχήθηκα. «Τι κάνεις;», συνέχισε με βαριά προφορά, αφήνοντας τη συσκευασία με τα υγρά μαντιλάκια και την καπότα πλάι στο μαξιλάρι. «Καλά, εσύ πώς είσαι;». «Καλά».
Ξάπλωσα και 'κείνη γονατίζοντας δίπλα μου έσκυψε για να ξεκινήσει με γλείψιμο – δάγκωμα στις θηλές, συνεχίζοντας με γλείψιμο – φιλιά στον κορμό μέχρι τους βουβώνες και ξανά προς τα πάνω, λαιμό, δεξί αυτί — χώνοντας ηδονικά τη γλώσσα της και στον έξω ακουστικό μου πόρο.
'Οταν έκανε να ξανακατέβει χαμηλά, την ενημέρωσα πως «το τσιμπούκι το θέλω με καπότα». «Ξέρω ξέρω...», με καθησύχασε. «Ξέρεις, από πού;», παραξενεύτηκα. «Από πού... Χθες ξαναπέρασες!», με "κούφανε". «Χθες;...». «Ναι». «Πέρασα εγώ χθες από εδώ;...». «Μμμ!» (καταφατικό). «'Οχι!».
Τέλος πάντων, μετά από λίγο εγκαταστάθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου κι άπλωσε το χέρι για να πιάσει την καπότα. Της ζήτησα να μη μου τη φορέσει (την καπότα) απότομα. Πράγματι το έκανε με προσοχή. Η πίπα της ήταν χάλια —ρηχή και γρήγορη—, απ' τα προηγούμενα όμως είχα ψιλοχοντροκαυλώσει οπότε λέγοντάς της, «κάτσε να δοκιμάσω από πίσω...», «κρακ κρακ κρακ!», σηκώθηκα. «Τι;», με κοίταξε με απορία. «Τέσσερα!», επανέλαβα δείχνοντάς της ταυτόχρονα. Πήρε θέση — βρώμικες (κατάμαυρες) πατούσες. Πλησίασα κρατώντας τη λαστιχοντυμένη πούτσα μου. Το αιδοίο της μύριζε ελαφρώς... Τον έχωσα κι άρχισα να παλινδρομώ — καλή αίσθηση. Αλλάζοντας σε ιεραποστολικό ενδιαφέρθηκα να μάθω από πού ήταν˙ μου απάντησε Μολδαβία.
"Săruți pe gura?" (φιλάς στο στόμα;), τη ρώτησα κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της γάμευσης. "Oleacă..." (λίγο), απάντησε. Κατάλαβα πως δεν πολυήθελε οπότε δεν προχώρησα.
«'Αντε κορίτσι μου!», ακούστηκε και η τσατσά απ' όξω. «Ναι!», φώναξε η πόρνη καθώς εγώ συνέχιζα να μπαινοβγαίνω μέσα της.
Μέχρι που ολοκλήρωσα, ύστερα από τρία λεπτά, δεν μας ξαναενόχλησε.
«Εδώ είναι η κοπέλα! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, εξήντα εννιά, ισπανικό, ελεύθερο στοματικό τελειωτικό στα βυζάκια, δέκα ευρώ!», την άκουσα να ενημερώνει με το που βγήκε η κοκότα από μένα.
Αργότερα θυμήθηκα πως επρόκειτο για τη Νικόλ, την κοπέλα που είχα πάρει στον όροφο της Ιάσονος 46 στις είκοσι επτά του περασμένου Μάη...
Στο σαλονάκι δεν υπήρχε κανένας συνάδελφος.
«Καθίστε, στο δωμάτιο είναι η κοπέλα˙ είναι η Νικόλ», μ' ενημέρωσε αμέσως η υπηρεσία. «Η Νικόλ που κάνει ελεύθερο στοματικό δεν είναι;», τη ρώτησα. «Ναι!», απάντησε. Πλήρωσα ένα δεκάρικο. «Ελάτε... ελάτε», με πέρασε στα ενδότερα. «Πού, εδώ;», έδειξα την πρώτη απ' τις άθλιες κάμαρες. «Ναι... Να περάστε καλά!».
'Υστερα από τέσσερα λεπτά άκουσα τακούνια να περνούν έξω απ' την πόρτα μου. Ακολούθησε ένα σύντομο σαλονάρισμα και η Νικόλ βρισκόταν μπροστά μου να μου εύχεται υγεία — σγουρό κοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, χαμηλό ανάστημα, σώμα με πιασιματάκια. Αντευχήθηκα. «Τι κάνεις;», συνέχισε με βαριά προφορά, αφήνοντας τη συσκευασία με τα υγρά μαντιλάκια και την καπότα πλάι στο μαξιλάρι. «Καλά, εσύ πώς είσαι;». «Καλά».
Ξάπλωσα και 'κείνη γονατίζοντας δίπλα μου έσκυψε για να ξεκινήσει με γλείψιμο – δάγκωμα στις θηλές, συνεχίζοντας με γλείψιμο – φιλιά στον κορμό μέχρι τους βουβώνες και ξανά προς τα πάνω, λαιμό, δεξί αυτί — χώνοντας ηδονικά τη γλώσσα της και στον έξω ακουστικό μου πόρο.
'Οταν έκανε να ξανακατέβει χαμηλά, την ενημέρωσα πως «το τσιμπούκι το θέλω με καπότα». «Ξέρω ξέρω...», με καθησύχασε. «Ξέρεις, από πού;», παραξενεύτηκα. «Από πού... Χθες ξαναπέρασες!», με "κούφανε". «Χθες;...». «Ναι». «Πέρασα εγώ χθες από εδώ;...». «Μμμ!» (καταφατικό). «'Οχι!».
Τέλος πάντων, μετά από λίγο εγκαταστάθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου κι άπλωσε το χέρι για να πιάσει την καπότα. Της ζήτησα να μη μου τη φορέσει (την καπότα) απότομα. Πράγματι το έκανε με προσοχή. Η πίπα της ήταν χάλια —ρηχή και γρήγορη—, απ' τα προηγούμενα όμως είχα ψιλοχοντροκαυλώσει οπότε λέγοντάς της, «κάτσε να δοκιμάσω από πίσω...», «κρακ κρακ κρακ!», σηκώθηκα. «Τι;», με κοίταξε με απορία. «Τέσσερα!», επανέλαβα δείχνοντάς της ταυτόχρονα. Πήρε θέση — βρώμικες (κατάμαυρες) πατούσες. Πλησίασα κρατώντας τη λαστιχοντυμένη πούτσα μου. Το αιδοίο της μύριζε ελαφρώς... Τον έχωσα κι άρχισα να παλινδρομώ — καλή αίσθηση. Αλλάζοντας σε ιεραποστολικό ενδιαφέρθηκα να μάθω από πού ήταν˙ μου απάντησε Μολδαβία.
"Săruți pe gura?" (φιλάς στο στόμα;), τη ρώτησα κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της γάμευσης. "Oleacă..." (λίγο), απάντησε. Κατάλαβα πως δεν πολυήθελε οπότε δεν προχώρησα.
«'Αντε κορίτσι μου!», ακούστηκε και η τσατσά απ' όξω. «Ναι!», φώναξε η πόρνη καθώς εγώ συνέχιζα να μπαινοβγαίνω μέσα της.
Μέχρι που ολοκλήρωσα, ύστερα από τρία λεπτά, δεν μας ξαναενόχλησε.
«Εδώ είναι η κοπέλα! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, εξήντα εννιά, ισπανικό, ελεύθερο στοματικό τελειωτικό στα βυζάκια, δέκα ευρώ!», την άκουσα να ενημερώνει με το που βγήκε η κοκότα από μένα.
Αργότερα θυμήθηκα πως επρόκειτο για τη Νικόλ, την κοπέλα που είχα πάρει στον όροφο της Ιάσονος 46 στις είκοσι επτά του περασμένου Μάη...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 15, 2015
Όνομα κοπέλας
Νικόλ
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:16
Ο υπηρέτης δεν έδωσε σημασία καθώς έμπαινα — καθόταν στην είσοδο της κουζινούλας και διάβαζε. Στο σαλονάκι βρίσκονταν δύο συναγωνιστές — ένας νεαρός και ένας ηλικιωμένος. Κάθισα κι εγώ στον ελεύθερο πάγκο.
Είχα έρθει για τη Μάρω —την κοπέλα την οποία είχα δει στην απογευματινο-σαββατιάτικη τσάρκα μου, στις 3 του τρέχοντος μηνός— που εάν δούλευε θα περνούσα.
'Υστερα από ένα λεπτό ο ηλικιωμένος έβγαλε τσιγάρο...
Δεν είχα καμιά όρεξη να εισπνέω τον καπνό του περιμένοντας, οπότε σηκώθηκα, πλησίασα τον τσάτσο και τον ρώτησα ποια κοπέλα είχε βάρδια. «Η Μάρω», απάντησε παίρνοντας το βλέμμα απ' το έντυπο για να με κοιτάξει. «Η Μάρω...», επανέλαβα και στη συνέχεια τον ρώτησα, δίνοντάς του το δεκάρικο που κρατούσα, «υπάρχει δωμάτιο επάνω;». «Ναι!...», απάντησε με σιγουριά, αλλά η συνέχεια πρόδιδε αμφιβολία, «αν δεν κάνω λάθος υπάρχει...». «Ανεβαίνω δηλαδή;», του ζήτησα ν' αποφασίσει. «Μισό λεπτούλι να δω, μισό λεπτούλι...», μου είπε κι αμέσως ανέβηκε δυο δυο τα σαλοπάτια.
«Ναι φίλε μου ανεβαίνεις και μπαίνεις στην πρώτη πόρτα δεξιά!», μου είπε, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, κατεβαίνοντας.
Το ασανσέρ το άκουσα να πλησιάζει ύστερα από επτά λεπτά.
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε μπαίνοντας. Επρόκειτο για μια νέα στην ηλικία κοπέλα με μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, γλυκό πρόσωπο, μικρό στήθος, μέτριο ανάστημα, καλοσχηματισμένο σωματάκι με καμπύλες. «Γεια σου, τι κάνεις;», της χαμογέλασα. «Καλά. Εσύ πώς είσαι;». «Καλά». «'Εχουμε ξαναπεράσει μαζί;», ρώτησε αβέβαια. «Δεν νομίζω...», απάντησα. «Γιατί μου είπε ο... ξέρεις, ο από κάτω, μου είπε λοιπόν αυτός ότι "ένας πέρασε χωρίς να σε δει"». «Σ' έχω δει σε προηγούμενη βόλτα μου!», εξήγησα. «Ααα...». «Αλλά δεν νομίζω να έχουμε ξαναπεράσει».
Κατά τη διάρκεια της παραπάνω στιχομυθίας εκείνη είχε γονατίσει στο κρεβάτι πλάι μου κρατώντας στο χέρι το προφυλακτικό τ' οποίο, με το πέρας της κουβέντας, προσπάθησε να ξετυλίξει, με το στόμα, κατά μήκος του σε ηρεμία μορίου μου —προκαταρκτικά, εξήντα εννιά συμπεριλαμβανομένου, δήλωσε πως δεν κάνει— κι άρχισε μια ρουφηχτή πίπα, τον ρυθμό και τη δύναμη της οποίας προσάρμοζε ανάλογα με τις οδηγίες μου. Εγώ απ' τη μεριά μου της χάιδευα τα καπούλια, την κωλοχαραμάδα, την πλάτη, τα μαλλιά, ενώ κι εκείνη μου ψευτοθώπευε το στήθος.
Δεν άργησα να της ζητήσω να ξεκινήσουμε.
«Ποπ!... 'Ελα, πώς θες να κάτσω;», με κοίταξε. «Στα τέσσερα!», της είπα. «Εντάξει!», πήρε θέση. Κατά τη διάρκεια της γάμευσης —σχετικά λιπαρός κόλπος— άφηνε βογγητά χαμηλής έντασης.
'Υστερα από κάμποσες παλινδρομήσεις της ζήτησα ν' αλλάξουμε στάση.
«Να γυρίσω έτσι, κανονικά;», με ρώτησε. «Ναι». Ξάπλωσε ανάσκελα κι άνοιξε τα πόδια. Πλησίασα με τα γόνατα κι αφού θήκιασα το καυλί μου μέσα της συνέχισα το γαμήσι κρατώντας την απ' τους μηρούς. Σε 'κείνη τη στάση ήρθε και το τέλος...
Κατά το chit chat που ακολούθησε μου είπε, έπειτα από ερώτησή μου, πως δούλεψε για 4-5 μήνες στο παραδιπλανό 20Α.
Αργότερα ανακάλυπτα πως τελικά την είχα πληρώσει εκεί τον περασμένο Μάρτη και συγκεκριμένα στις 18...
Ο υπηρέτης δεν έδωσε σημασία καθώς έμπαινα — καθόταν στην είσοδο της κουζινούλας και διάβαζε. Στο σαλονάκι βρίσκονταν δύο συναγωνιστές — ένας νεαρός και ένας ηλικιωμένος. Κάθισα κι εγώ στον ελεύθερο πάγκο.
Είχα έρθει για τη Μάρω —την κοπέλα την οποία είχα δει στην απογευματινο-σαββατιάτικη τσάρκα μου, στις 3 του τρέχοντος μηνός— που εάν δούλευε θα περνούσα.
'Υστερα από ένα λεπτό ο ηλικιωμένος έβγαλε τσιγάρο...
Δεν είχα καμιά όρεξη να εισπνέω τον καπνό του περιμένοντας, οπότε σηκώθηκα, πλησίασα τον τσάτσο και τον ρώτησα ποια κοπέλα είχε βάρδια. «Η Μάρω», απάντησε παίρνοντας το βλέμμα απ' το έντυπο για να με κοιτάξει. «Η Μάρω...», επανέλαβα και στη συνέχεια τον ρώτησα, δίνοντάς του το δεκάρικο που κρατούσα, «υπάρχει δωμάτιο επάνω;». «Ναι!...», απάντησε με σιγουριά, αλλά η συνέχεια πρόδιδε αμφιβολία, «αν δεν κάνω λάθος υπάρχει...». «Ανεβαίνω δηλαδή;», του ζήτησα ν' αποφασίσει. «Μισό λεπτούλι να δω, μισό λεπτούλι...», μου είπε κι αμέσως ανέβηκε δυο δυο τα σαλοπάτια.
«Ναι φίλε μου ανεβαίνεις και μπαίνεις στην πρώτη πόρτα δεξιά!», μου είπε, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, κατεβαίνοντας.
Το ασανσέρ το άκουσα να πλησιάζει ύστερα από επτά λεπτά.
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε μπαίνοντας. Επρόκειτο για μια νέα στην ηλικία κοπέλα με μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη χαμηλά, γλυκό πρόσωπο, μικρό στήθος, μέτριο ανάστημα, καλοσχηματισμένο σωματάκι με καμπύλες. «Γεια σου, τι κάνεις;», της χαμογέλασα. «Καλά. Εσύ πώς είσαι;». «Καλά». «'Εχουμε ξαναπεράσει μαζί;», ρώτησε αβέβαια. «Δεν νομίζω...», απάντησα. «Γιατί μου είπε ο... ξέρεις, ο από κάτω, μου είπε λοιπόν αυτός ότι "ένας πέρασε χωρίς να σε δει"». «Σ' έχω δει σε προηγούμενη βόλτα μου!», εξήγησα. «Ααα...». «Αλλά δεν νομίζω να έχουμε ξαναπεράσει».
Κατά τη διάρκεια της παραπάνω στιχομυθίας εκείνη είχε γονατίσει στο κρεβάτι πλάι μου κρατώντας στο χέρι το προφυλακτικό τ' οποίο, με το πέρας της κουβέντας, προσπάθησε να ξετυλίξει, με το στόμα, κατά μήκος του σε ηρεμία μορίου μου —προκαταρκτικά, εξήντα εννιά συμπεριλαμβανομένου, δήλωσε πως δεν κάνει— κι άρχισε μια ρουφηχτή πίπα, τον ρυθμό και τη δύναμη της οποίας προσάρμοζε ανάλογα με τις οδηγίες μου. Εγώ απ' τη μεριά μου της χάιδευα τα καπούλια, την κωλοχαραμάδα, την πλάτη, τα μαλλιά, ενώ κι εκείνη μου ψευτοθώπευε το στήθος.
Δεν άργησα να της ζητήσω να ξεκινήσουμε.
«Ποπ!... 'Ελα, πώς θες να κάτσω;», με κοίταξε. «Στα τέσσερα!», της είπα. «Εντάξει!», πήρε θέση. Κατά τη διάρκεια της γάμευσης —σχετικά λιπαρός κόλπος— άφηνε βογγητά χαμηλής έντασης.
'Υστερα από κάμποσες παλινδρομήσεις της ζήτησα ν' αλλάξουμε στάση.
«Να γυρίσω έτσι, κανονικά;», με ρώτησε. «Ναι». Ξάπλωσε ανάσκελα κι άνοιξε τα πόδια. Πλησίασα με τα γόνατα κι αφού θήκιασα το καυλί μου μέσα της συνέχισα το γαμήσι κρατώντας την απ' τους μηρούς. Σε 'κείνη τη στάση ήρθε και το τέλος...
Κατά το chit chat που ακολούθησε μου είπε, έπειτα από ερώτησή μου, πως δούλεψε για 4-5 μήνες στο παραδιπλανό 20Α.
Αργότερα ανακάλυπτα πως τελικά την είχα πληρώσει εκεί τον περασμένο Μάρτη και συγκεκριμένα στις 18...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 14, 2015
Όνομα κοπέλας
Μάρω
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:10
«Καθίστε!», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το κουζινάκι — η πόρνη ακουγόταν να μιλάει στο τήλεφωνο.
«Γεια σου!», εμφανίστηκε μια ηλικιωμένη, χάλια των χαλίων, τσατσά. «Κάτσε να δεις το κορίτσι». Παρέμεινα όρθιος. «Ωραίο τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, από πάνω, εξήντα εννιά, ισπανικό, ελεύθερα πιασίματα», μ΄ενημέρωσε. «'Ελα να περάσεις μέσα, είναι πολύ καλή˙ σιγά σιγά μέσα...», προσπάθησε να με πείσει.
«Γεια σου», παρουσιάστηκε , με το κινητό στο χέρι, η μελαχρινή κοντόφαρδη κοπέλα που είχα δει εκεί στην απογευματινή τσάρκα του Σαββάτου στις τρεις Οκτωβρίου˙ με μαύρο μαλλί μέχρι τη μέση (πιθανότατα εξτένσιον), μέτριο πρόσωπο, μικρό στήθος, φαρδοκώλα (τρίμπαλ στην οσφύ) και κοντοχοντροποδαρού.
«Η κοπέλα μου είναι!», ανακοίνωσε η υπηρεσία.
Η "κοπέλα της", συνεχίζοντας να μιλάει στο τηλέφωνο, ξαναεπέστρεψε στο κουζινάκι — αυτή τη φορά δεν μου ανέφερε πως πρόσφερε κι ελεύθερο στοματικό.
«Θα περάσεις;», με ρώτησε η τσατσά. Κάποια μου θύμιζε η πόρνη... «Πώς τη λένε;», τη ρώτησα. «Σούζη!», μου απάντησε. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Πέρασε αγάπη μου, εδώ δεξιά», μου έδειξε, τη μεγαλύτερη απ' τις άθλιες κάμαρες, χουφτώνοντας το χαρτονόμισμα.
'Υστερα από τέσσερα λεπτά άκουσα την κοκότα να πλησιάζει τραγουδώντας ελληνικά.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα σκυμμένος στην καρέκλα, τελειώνοντας με την τακτοποίηση των ρούχων μου. «Τι κάνεις; Γεια σου!», μου χαμογέλασε. «Καλά είσαι Σούζη;», κάθισα ολόγυμνος στο κρεβάτι. «Καλά είμαι, εσύ;», πλησίασε κι αφήνοντας τη συσκευασία με τα υγρά μαντιλάκια στο κομοδίνο έβγαλε το σουτιέν. «Καλά», απάντησα ξαπλώνοντας. «Πώς σε λένε;», ξεβρακώθηκε. «Τάδε». «Ταδεάκι, χάρηκα!», άφησε τα εσώρουχά της πάνω στα ρούχα μου. «Χάρηκα κι εγώ», της έκανα χώρο. «Κι εγώ μωρό μου!», επανέλαβε γονατίζοντας πλάι μου, για να συμπληρώσει, «τόσο όμορφο άνδρα, δεν έχω δει στα μπουρδέλα!». «Πω πω!», έκανα τάχα μου κολακευμένος. «Χι χι χι...», τόπιασε το υπονοούμενο. «Τι μου λες;». «Αλήθεια σου μιλάω και σου λέω!», επέμεινε. «Από πού είσαι Σουζάνα;». «Απ' τη Βουλγαρία». «Εγώ 'Ελληνας». «Βέβαια, 'Ελληνας είσαι και μοιάζεις, εκατό τοις εκατό 'Ελληνας!».
Ακολούθησε το καπάκωμά μου, από 'κείνη και το ξεκίνημα ενός μέτριου γλειψίματος και φιλιών στις θηλές μου. Σύντομα πραγματοποίησε "βουτιά" στ' αρχίδια μου για να επιδοθεί σ' ένα, καλούτσικο, αρχιδογλείψιμο. Σε 'κείνο το σημείο την ενημέρωσα πως την πίπα θα την ήθελα καλυμμένη. «Ναι, με καπότα μόνο κάνω!», ήταν η απάντησή της κι έπιασε το προφυλακτικό. Της το ζήτησα. Μου το έδωσε. Προσπάθησα να το ξετυλίξω κατά μήκος της ημικαυλωμένης ψωλης μου — το είχα βάλει απ' την ανάποδη πλευρά... «Ωχ, λάθος μπήκε...», είπα σιγανά. «Δεν πειράζει, έχουμε χρόνο, μη βιάζεσαι», με καθησύχασε. Τελικά το γύρισα απ' την καλή και το έβαλα σωστά. Η πίπα της ήταν μέτρια.
«Σ' αρέσει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει ύστερα από λίγο κοιτώντας με στα μάτια.
Της ζήτησα να ξεκινήσουμε το φίκι φίκι. «Από πάνω, πισωκόλλητο;», μου έθεσε τις επιλογές που είχα. «Γι' ανέβα από πάνω να δούμε», επέλεξα. Σάλιωσε το μουνί της και πιάνοντας την πούτσα μου την έχωσε μέσα της. 'Αρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει και να τρίβεται — έδινα κι εγώ από κάτω...
«Πάμε πισωκολλητό!», της είπα έπειτα από κάμποσα «κρακ». «Ιέλα... 'Οπως γουστάρει το μωρό μου, ο ταδεάκης!... Ιέλα...», συμφώνησε πρόθυμα. Παίρνοντας θέση "έσπασε" καλά τη μέση της — μουνί ξυρισμένο και καλοσχηματισμένο, μες στην κρέμα όμως. Ξαναχώθηκα και συνέχισα να μπαινοβγαίνω μέχρι που, «ααα, τελείωσα...». «Μπράβο, να 'σαι καλά αγάπη μου!».
«Φιλάκια στο στόμα δίνεις;», την είχα ρωτήσει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης. Η απάντησή της ήταν αρνητική. «Δηλαδή τ' αρχιδάκια που γλείφεις είναι πιο καθαρά; Χε χε χε...», αστειεύτηκα. «Γι' αυτό δεν φιλώ στόμα, γιατί γλείφω αρχιδάκια»...
ΥΓ: Τελικά βρήκα πως επρόκειτο για τη Σούζη που είχα πληρώσει στο ισόγειο της Μ.Α 22 στις 22 Απριλίου του τρέχοντος έτους... Κι έλεγα, πού τη θυμάμαι, πού τη θυμάμαι;...
«Καθίστε!», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το κουζινάκι — η πόρνη ακουγόταν να μιλάει στο τήλεφωνο.
«Γεια σου!», εμφανίστηκε μια ηλικιωμένη, χάλια των χαλίων, τσατσά. «Κάτσε να δεις το κορίτσι». Παρέμεινα όρθιος. «Ωραίο τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, από πάνω, εξήντα εννιά, ισπανικό, ελεύθερα πιασίματα», μ΄ενημέρωσε. «'Ελα να περάσεις μέσα, είναι πολύ καλή˙ σιγά σιγά μέσα...», προσπάθησε να με πείσει.
«Γεια σου», παρουσιάστηκε , με το κινητό στο χέρι, η μελαχρινή κοντόφαρδη κοπέλα που είχα δει εκεί στην απογευματινή τσάρκα του Σαββάτου στις τρεις Οκτωβρίου˙ με μαύρο μαλλί μέχρι τη μέση (πιθανότατα εξτένσιον), μέτριο πρόσωπο, μικρό στήθος, φαρδοκώλα (τρίμπαλ στην οσφύ) και κοντοχοντροποδαρού.
«Η κοπέλα μου είναι!», ανακοίνωσε η υπηρεσία.
Η "κοπέλα της", συνεχίζοντας να μιλάει στο τηλέφωνο, ξαναεπέστρεψε στο κουζινάκι — αυτή τη φορά δεν μου ανέφερε πως πρόσφερε κι ελεύθερο στοματικό.
«Θα περάσεις;», με ρώτησε η τσατσά. Κάποια μου θύμιζε η πόρνη... «Πώς τη λένε;», τη ρώτησα. «Σούζη!», μου απάντησε. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Πέρασε αγάπη μου, εδώ δεξιά», μου έδειξε, τη μεγαλύτερη απ' τις άθλιες κάμαρες, χουφτώνοντας το χαρτονόμισμα.
'Υστερα από τέσσερα λεπτά άκουσα την κοκότα να πλησιάζει τραγουδώντας ελληνικά.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα σκυμμένος στην καρέκλα, τελειώνοντας με την τακτοποίηση των ρούχων μου. «Τι κάνεις; Γεια σου!», μου χαμογέλασε. «Καλά είσαι Σούζη;», κάθισα ολόγυμνος στο κρεβάτι. «Καλά είμαι, εσύ;», πλησίασε κι αφήνοντας τη συσκευασία με τα υγρά μαντιλάκια στο κομοδίνο έβγαλε το σουτιέν. «Καλά», απάντησα ξαπλώνοντας. «Πώς σε λένε;», ξεβρακώθηκε. «Τάδε». «Ταδεάκι, χάρηκα!», άφησε τα εσώρουχά της πάνω στα ρούχα μου. «Χάρηκα κι εγώ», της έκανα χώρο. «Κι εγώ μωρό μου!», επανέλαβε γονατίζοντας πλάι μου, για να συμπληρώσει, «τόσο όμορφο άνδρα, δεν έχω δει στα μπουρδέλα!». «Πω πω!», έκανα τάχα μου κολακευμένος. «Χι χι χι...», τόπιασε το υπονοούμενο. «Τι μου λες;». «Αλήθεια σου μιλάω και σου λέω!», επέμεινε. «Από πού είσαι Σουζάνα;». «Απ' τη Βουλγαρία». «Εγώ 'Ελληνας». «Βέβαια, 'Ελληνας είσαι και μοιάζεις, εκατό τοις εκατό 'Ελληνας!».
Ακολούθησε το καπάκωμά μου, από 'κείνη και το ξεκίνημα ενός μέτριου γλειψίματος και φιλιών στις θηλές μου. Σύντομα πραγματοποίησε "βουτιά" στ' αρχίδια μου για να επιδοθεί σ' ένα, καλούτσικο, αρχιδογλείψιμο. Σε 'κείνο το σημείο την ενημέρωσα πως την πίπα θα την ήθελα καλυμμένη. «Ναι, με καπότα μόνο κάνω!», ήταν η απάντησή της κι έπιασε το προφυλακτικό. Της το ζήτησα. Μου το έδωσε. Προσπάθησα να το ξετυλίξω κατά μήκος της ημικαυλωμένης ψωλης μου — το είχα βάλει απ' την ανάποδη πλευρά... «Ωχ, λάθος μπήκε...», είπα σιγανά. «Δεν πειράζει, έχουμε χρόνο, μη βιάζεσαι», με καθησύχασε. Τελικά το γύρισα απ' την καλή και το έβαλα σωστά. Η πίπα της ήταν μέτρια.
«Σ' αρέσει μωρό μου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει ύστερα από λίγο κοιτώντας με στα μάτια.
Της ζήτησα να ξεκινήσουμε το φίκι φίκι. «Από πάνω, πισωκόλλητο;», μου έθεσε τις επιλογές που είχα. «Γι' ανέβα από πάνω να δούμε», επέλεξα. Σάλιωσε το μουνί της και πιάνοντας την πούτσα μου την έχωσε μέσα της. 'Αρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει και να τρίβεται — έδινα κι εγώ από κάτω...
«Πάμε πισωκολλητό!», της είπα έπειτα από κάμποσα «κρακ». «Ιέλα... 'Οπως γουστάρει το μωρό μου, ο ταδεάκης!... Ιέλα...», συμφώνησε πρόθυμα. Παίρνοντας θέση "έσπασε" καλά τη μέση της — μουνί ξυρισμένο και καλοσχηματισμένο, μες στην κρέμα όμως. Ξαναχώθηκα και συνέχισα να μπαινοβγαίνω μέχρι που, «ααα, τελείωσα...». «Μπράβο, να 'σαι καλά αγάπη μου!».
«Φιλάκια στο στόμα δίνεις;», την είχα ρωτήσει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης. Η απάντησή της ήταν αρνητική. «Δηλαδή τ' αρχιδάκια που γλείφεις είναι πιο καθαρά; Χε χε χε...», αστειεύτηκα. «Γι' αυτό δεν φιλώ στόμα, γιατί γλείφω αρχιδάκια»...
ΥΓ: Τελικά βρήκα πως επρόκειτο για τη Σούζη που είχα πληρώσει στο ισόγειο της Μ.Α 22 στις 22 Απριλίου του τρέχοντος έτους... Κι έλεγα, πού τη θυμάμαι, πού τη θυμάμαι;...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 13, 2015
Όνομα κοπέλας
Σούζη
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Δευτέρα, ώρα 14:10
Στο σαλόνι του αριστερού μπουρδέλου μπήκαμε δυο-τρεις νοματαίοι˙ ο ένας πίσω απ' τον αλλον. «Καθίστε!», ακούστηκε η ηλικιωμένη υπηρεσία απ' το κουζινάκι, ενώ απ' τα ηχεία ακουγόταν ξένη, μοντέρνα, χορευτική μουσική.
«Γεια σας! Τι κάνετε;», παρουσιάστηκε, ύστερα από οκτώ λεπτά, χαμογελαστή και γυμνόστηθη μια γνωστή (δούλευε και παραδίπλα, στο 11 — τον όροφο) εικοσιτριάχρονη Ρουμάνα˙ με σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη, συμπαθητικό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, αψηλή πάνω στα πορνοπάπουτσα, με σώμα καμπυλωτό. «Καλά;», μας κοίταξε έναν έναν. «Η Πάολα!», είπε και η τσατσά βγαίνοντας απ' το κουζινάκι. «Ποιος θέλει να περάσουμε;», μας ρώτησε η Πάολα. «Πολύ ωραία περιποίηση, ωραίο σεξ, σιγά σιγά, με δέκα ευρώ!», ενημέρωσε η Ελληνίδα υπηρεσία.
Οι συναγωνιστές που προηγούντο δεν έκαναν κίνηση, οπότε κι εγώ προχώρησα για να πληρώσω με το δεκάρικο που είχα βγάλει απ' την τσέπη. «Στο δεύτερο δωμάτιο πηγαίνετε», μου έδειξε εκείνη. «'Εχω κι άλλο δωμάτιο εάν θέλετε, περάστε!... Θά 'ρθεις εσύ μωρό μου; 'Ελα!», την άκουγα καθώς πήγαινα προς την κάμαρα.
«Γεια σου», μου ευχήθηκε, με αλλοδαπή προφορά, μπαίνοντας η κοκότα ύστερα από τέσσερα λεπτά. «Γεια σου!», της ευχήθηκα με τη σειρά μου δίπλα απ' τον περίκλειστο χώρο του ντουζ τον οποίο και περιεργαζόμουν — δεν λειτουργούσε. «Τι κάνεις;», πλησίασε στο κρεβάτι αφήνοντας κρέμα και προφυλακτικό. «Καλά», πλησίασα και του λόγου μου, απ' την άλλη πλευρά. «Μπράβο».
Αφού ξαπλώσαμε —εκείνη στο πλευρό της δίπλα μου, αρκετά κοντά στο πρόσωπό μου (καπνίστρια), εγώ ανάσκελα με το χέρι μου ν' αγκαλιάζει την πλάτη της— ξεκίνησε να μου παίζει το πουλί. «'Ετσι, σου αρέσει;», με κοίταξε χαμογελώντας. «Δεν μου λες... Μου αρέσει έτσι, ναι! Εδώ (έδειξα το στήθος μου) κανένα φιλάκι δίνεις;». «'Οχι». «Δεν πειράζει». «'Εχω κάτι, τα "μαλλιά" δεν μου αρέσει»,δικαιολογήθηκε. «Εδώ που δεν έχει "μαλλιά";», της έδειξα τον λαιμό μου. «Αα, δεν κάνω! Δεν ξέρω, στη δουλειά μου δεν κάνω φιλάκια», είπε ήρεμα. «Καλά».
Και με 'κείνα τα λόγια μετακινήθηκε, «κρακ κρακ κρακ...», ανάμεσα στα πόδια μου συμπληρώνοντας, «έχω κρυώσει, γάμησέ τα...». 'Ηταν προφανές πως δεν ήταν κρυωμένη˙ απλώς το είπε με σκοπό να μου κόψει τη διάθεση να επιμείνω.
Τέλος πάντων η επόμενη κίνησή της ήταν ν' ανοίξει το προφυλακτικό. Απ' την προηγούμενη επαφή μας και λόγω του ό,τι μου άρεσε εμφανισιακά, είχα ψιλοκαυλώσει. Της το ζήτησα. Μου το έδωσε κι αφού το φόρεσα σωστά, ξεκίνησε να πιπώνει μέτρια.
Κάποια στιγμή μου ζήτησε να σηκωθώ στα γόνατα ενώ εκείνη, ξαπλωμένη στο πλευρό, συνέχισε να με πιπώνει έτσι. Δεν ήταν άσχημα... 'Εγειρα πίσω, στηριζόμενος στα χέρια μου και κοιτώντας μια το ταβάνι και μια εκείνη συνέχιζα να καυλώνω.
«Χάι, σα νταμ ιν πίσντα!» ('Αντε, να δώσουμε στο μουνί ['Αντε, να γαμήσεις το μουνί μου]), μου είπε, όταν τα σαγόνια της θα κουράστηκαν και παίρνοντας θέση για πισωκολλητο γονατιστό —ωραία κωλάρα!— χώθηκα μέσα της —καλή αίσθηση του κόλπου— αρχίζοντας να μπαινοβγαίνω, «πλαφ πλαφ πλαφ!...». Στη συνέχεια ξάπλωσε ανάσκελα και απάγοντας τα πόδια με δέχτηκε ξανά μέσα της. Στην αρχή τη γάμαγα γονατιστός έχοντας γραπώσει τις πατούσες της, στη συνέχεια έγειρα μπροστά, με τα χέρια μου στα σημεία πίσω απ' τα γόνατά της και στο τέλος ξάπλωσα πάνω της, στηριζόμενος στ' αντιβράχιά μου, chic to chic, για να ολοκληρώσω εν μέσω πνιχτών βόγγων.
Τελικά κάθισε δεκατέσσερα λεπτά στο δωμάτιο. Στο δωδεκάλεπτο χτύπησε την πόρτα η υπηρεσία.
Στο σαλόνι του αριστερού μπουρδέλου μπήκαμε δυο-τρεις νοματαίοι˙ ο ένας πίσω απ' τον αλλον. «Καθίστε!», ακούστηκε η ηλικιωμένη υπηρεσία απ' το κουζινάκι, ενώ απ' τα ηχεία ακουγόταν ξένη, μοντέρνα, χορευτική μουσική.
«Γεια σας! Τι κάνετε;», παρουσιάστηκε, ύστερα από οκτώ λεπτά, χαμογελαστή και γυμνόστηθη μια γνωστή (δούλευε και παραδίπλα, στο 11 — τον όροφο) εικοσιτριάχρονη Ρουμάνα˙ με σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη, συμπαθητικό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, αψηλή πάνω στα πορνοπάπουτσα, με σώμα καμπυλωτό. «Καλά;», μας κοίταξε έναν έναν. «Η Πάολα!», είπε και η τσατσά βγαίνοντας απ' το κουζινάκι. «Ποιος θέλει να περάσουμε;», μας ρώτησε η Πάολα. «Πολύ ωραία περιποίηση, ωραίο σεξ, σιγά σιγά, με δέκα ευρώ!», ενημέρωσε η Ελληνίδα υπηρεσία.
Οι συναγωνιστές που προηγούντο δεν έκαναν κίνηση, οπότε κι εγώ προχώρησα για να πληρώσω με το δεκάρικο που είχα βγάλει απ' την τσέπη. «Στο δεύτερο δωμάτιο πηγαίνετε», μου έδειξε εκείνη. «'Εχω κι άλλο δωμάτιο εάν θέλετε, περάστε!... Θά 'ρθεις εσύ μωρό μου; 'Ελα!», την άκουγα καθώς πήγαινα προς την κάμαρα.
«Γεια σου», μου ευχήθηκε, με αλλοδαπή προφορά, μπαίνοντας η κοκότα ύστερα από τέσσερα λεπτά. «Γεια σου!», της ευχήθηκα με τη σειρά μου δίπλα απ' τον περίκλειστο χώρο του ντουζ τον οποίο και περιεργαζόμουν — δεν λειτουργούσε. «Τι κάνεις;», πλησίασε στο κρεβάτι αφήνοντας κρέμα και προφυλακτικό. «Καλά», πλησίασα και του λόγου μου, απ' την άλλη πλευρά. «Μπράβο».
Αφού ξαπλώσαμε —εκείνη στο πλευρό της δίπλα μου, αρκετά κοντά στο πρόσωπό μου (καπνίστρια), εγώ ανάσκελα με το χέρι μου ν' αγκαλιάζει την πλάτη της— ξεκίνησε να μου παίζει το πουλί. «'Ετσι, σου αρέσει;», με κοίταξε χαμογελώντας. «Δεν μου λες... Μου αρέσει έτσι, ναι! Εδώ (έδειξα το στήθος μου) κανένα φιλάκι δίνεις;». «'Οχι». «Δεν πειράζει». «'Εχω κάτι, τα "μαλλιά" δεν μου αρέσει»,δικαιολογήθηκε. «Εδώ που δεν έχει "μαλλιά";», της έδειξα τον λαιμό μου. «Αα, δεν κάνω! Δεν ξέρω, στη δουλειά μου δεν κάνω φιλάκια», είπε ήρεμα. «Καλά».
Και με 'κείνα τα λόγια μετακινήθηκε, «κρακ κρακ κρακ...», ανάμεσα στα πόδια μου συμπληρώνοντας, «έχω κρυώσει, γάμησέ τα...». 'Ηταν προφανές πως δεν ήταν κρυωμένη˙ απλώς το είπε με σκοπό να μου κόψει τη διάθεση να επιμείνω.
Τέλος πάντων η επόμενη κίνησή της ήταν ν' ανοίξει το προφυλακτικό. Απ' την προηγούμενη επαφή μας και λόγω του ό,τι μου άρεσε εμφανισιακά, είχα ψιλοκαυλώσει. Της το ζήτησα. Μου το έδωσε κι αφού το φόρεσα σωστά, ξεκίνησε να πιπώνει μέτρια.
Κάποια στιγμή μου ζήτησε να σηκωθώ στα γόνατα ενώ εκείνη, ξαπλωμένη στο πλευρό, συνέχισε να με πιπώνει έτσι. Δεν ήταν άσχημα... 'Εγειρα πίσω, στηριζόμενος στα χέρια μου και κοιτώντας μια το ταβάνι και μια εκείνη συνέχιζα να καυλώνω.
«Χάι, σα νταμ ιν πίσντα!» ('Αντε, να δώσουμε στο μουνί ['Αντε, να γαμήσεις το μουνί μου]), μου είπε, όταν τα σαγόνια της θα κουράστηκαν και παίρνοντας θέση για πισωκολλητο γονατιστό —ωραία κωλάρα!— χώθηκα μέσα της —καλή αίσθηση του κόλπου— αρχίζοντας να μπαινοβγαίνω, «πλαφ πλαφ πλαφ!...». Στη συνέχεια ξάπλωσε ανάσκελα και απάγοντας τα πόδια με δέχτηκε ξανά μέσα της. Στην αρχή τη γάμαγα γονατιστός έχοντας γραπώσει τις πατούσες της, στη συνέχεια έγειρα μπροστά, με τα χέρια μου στα σημεία πίσω απ' τα γόνατά της και στο τέλος ξάπλωσα πάνω της, στηριζόμενος στ' αντιβράχιά μου, chic to chic, για να ολοκληρώσω εν μέσω πνιχτών βόγγων.
Τελικά κάθισε δεκατέσσερα λεπτά στο δωμάτιο. Στο δωδεκάλεπτο χτύπησε την πόρτα η υπηρεσία.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 12, 2015
Όνομα κοπέλας
Πάολα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
8.0
Παρασκευή, ώρα 14:03
«Γεια σας παιντιά! Δύο κοπέλες έχουμε, δύο Ρωσίδες! Ιεύα (Εύα)...». Απ' το κουζινάκι εμφανίστηκε μία χαμογελαστή λυγερόκορμη μιλφ, με συμπαθητικό πρόσωπο, καστανό σπαστό μαλλί πιασμένο πίσω (μπορεί να ήταν και κοντό), μικρό στήθος, ψιλοάκωλη, η οποία φορούσε κιλοτάκι, κορμάκι και ψηλές γυναικείες κάλτσες. «...και Φωτεινούλα! Δύο πολύ καλές κοπέλες, να περάσετε όμορφα παιντιά!... Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, αυταρχικό, παρτουζίτσα με δύο κοπέλες (sic). Δύο κοπέλες μαζί είκοσι ευρώ, κάθε μία κοπέλα δέκα ευρώ!...», ολοκλήρωσε την ενημέρωση η συμπαθητική ξανθιά μεσήλικη υπηρεσία, συμπληρώνοντας πως, «δεύτερη κοπέλα ακόμα στο δωμάτιο παιντιά, καθίστε!».
Τότε ένας νεαρός, χωρίς να σηκωθεί, πρότεινε το χέρι —κρατούσε ένα δεκάρικο— στην τσατσά η οποία και τον προώθησε στα ενδότερα. 'Οταν επέστρεψε την πλησίασα. «Εε, θα περάσω κι εγώ, με τις δύο μαζί». «Με τις... περίμενε!... Μήπως να περιμέ–», κοίταξε προς τον διάδρομο αβέβαια. «Δύσκολο, ε;». «'Οχι! Μήπως να περι– Πάμε να δεις ντωμάτιο, έλα!», αποφάσισε αμέσως. «Πόσα δωμάτια έχουν πριν από μένα;», ρώτησα δίνοντάς της το εικοσάρικο. «Ιένα, ιένα ντωμάτιο μόνο!», απάντησε δείχνοντάς μου το ένα απ' τα δύο κελιά στη μια πλευρά του διαδρόμου. «Η Φωτεινή είναι ήδη στο δωμάτιο και τώρα θα μπει και η κοπέλα που είδα...». «Ναι». «Εντάξει εντάξει... Οπότε, σε περίπου ένα δεκάλεπτο θά 'ρθουν». «Ναι!». «Εντάξει εντάξει εντάξει...».
Πράγματι ύστερα από περίπου δέκα λεπτά άκουσα βήματα και γυναικείες φωνές να πλησιάζουν. Πρώτη μπήκε η πασίγνωστη σιτεμένη Φωτεινή, με σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μετριότατο πρόσωπο με μικρά μάτια και λεπτά χείλη, μεγαλούτσικο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, καλοθρεμμένο σώμα με κωλάρα και μποτιλοπόδαρα. «Ω, γεια σας!», μου ευχήθηκε συνεχίζοντας με κάποια από τ' ακαταλαβίστικα που συνηθίζει, «ωραίο, ω, τι ωραίο!». «Χε χε χε...», έκανα ανοίγοντας τα χέρια μου για να τη δεχτώ στην αγκαλιά μου. Με το που με καπάκωσε άρχισε να με γλείφει στη μούρη. Χούφτωνα και του λόγου μου όπου έβρισκα. «Ενοχλώ εγώ;», άκουσα την έτερη εταίρα δίπλα μου. «'Οχι...», της αποκρίθηκα. Εκείνη τη στιγμή η Φωτεινή μεταφερόταν ανάμεσα στα σκέλια μου κάνοντας χώρο στην συναδέλφισσά της έτσι ώστε να με καπακώσει για ν' αρχίσει με τη σειρά της το δικό της γλείψιμο και τα δικά της φιλιά.
Εντωμεταξύ η Φωτεινή είχε αρχίσει να με πιπώνει ακάποτα... και όχι μόνο αυτό, ξαφνικά ένιωσα κάτι να προσπαθεί να μου παραβιάσει τον πρωκτό... «Φωτεινή... Αχ αχ αχ, περίμενε βρε... 'Οχι κωλοδάχτυλο!». «Α!», έκανε και τραβώντας το χέρι είδα πως την καπότα τη φορούσε στον δείκτη και στον μέσο... «Γλείψε τ' αρχίδια!», της είπα. «Αα, ναι... Αα, ναι!», συμφώνησε με τον χαρακτηριστικό δικό της τρόπο και σκύβοντας έπραξε εκείνο που της είχα ζητήσει.
«Μμμ... ματς-μουτς....».
Στο μεταξύ η άλλη κοκότα συνέχιζε το ικανοποιητικό της γλείψιμο στα γνωστά σημεία (θηλές, λαιμό, μάγουλα, αυτιά), αλλά και κατά μήκος των βραχιονίων... όταν ξαφνικά ένιωσα να μου δαγκώνει τη ρώγα... «Αχ, σιγά!», "βέλαξα". «Αχ, σιγά! Πιο σιγά... Πολύ ευαίσθητο παιδί, ε;», έκανε και την πλάκα της απευθυνόμενη τόσο σε μένα όσο και στη Φωτεινή.
«Μμμ, ματς-μουτς...».
«Φιλί στο στόμα δίνεις;», τη ρώτησα όταν έπειτα από κάποιες προσπάθειές μου διαπίστωσα πως απέφευγε τα χείλη μου. «'Ο-ό...» (αρνητικό), ήταν η απάντησή της ανάμεσα στα «ματς-μουτς». 'Εδωσε όμως η Φωτεινή, λίγο αργότερα, κλείνοντας τα μάτια ως συνήθως, όταν η άλλη είχε αναλάβει το τσιμπούκωμά μου, τ' οποίο σταμάτησε αφού άρχισα να εκσπερματώνω, συνεχίζοντας όμως να παλινδρομεί τη χούφτα κατά μήκος της σπαργώσας ψωλής μου...
Τα λίγα δευτερόλεπτα που διήρκεσε η εκσπερμάτωσή μου εκείνες βογγούσαν πιο έντονα, ενώ με το που είπα, «εντάξει, έχυσα...», η μεν λεπτοφυής πόρνη έφυγε σφαίρα στον νιπτήρα για να πλύνει το γεμάτο σπέρμα χέρι της η δε Φωτεινή με ρώταγε επίμονα, «Πολύ; (χύσι έβγαλες)... Πολύ;», για να της επιβεβαιώσω, «Πολύ, πολύ!».
Η δεύτερη αποχώρησε σχεδόν αμέσως.
«Η Εύα είσαι εσύ, ε;», ρώτησα απ' το κρεβάτι όπου συνέχιζα να βρίσκομαι ξαπλωμένος. Μου απάντησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, καθώς έσιαχνε τις κάλτσες της. «'Ησουνα κι αλλού, σε άλλα μπουρδέλα ή όχι, μόνο εδώ;», συνέχισα τις ερωτήσεις. «'Εχει τόση σημασία;», μου χαμογέλασε. «Ναι, γιατί πάω σε πολλά και μπορεί να σε ξέρω κι απ' αλλού». «Ααα... αλλά σημασία έχει εάν πέρασες εσύ–». «Καλά πέρασα», παραδέχτηκα. «Χαιρόμαστε ιδιαίτερα... χε χε», φόρεσε και το κορμάκι της. «Λοιπόν, θα χαρούμε...», είπε αφού πια ήταν έτοιμη. «Να 'σαι καλά!». «... να σε ξαναδούμε». «Να 'σαι καλά, γεια!». «Καλή μέρα». «Καλημέρα». «Ευχαριστώ».
«Γεια σας παιντιά! Δύο κοπέλες έχουμε, δύο Ρωσίδες! Ιεύα (Εύα)...». Απ' το κουζινάκι εμφανίστηκε μία χαμογελαστή λυγερόκορμη μιλφ, με συμπαθητικό πρόσωπο, καστανό σπαστό μαλλί πιασμένο πίσω (μπορεί να ήταν και κοντό), μικρό στήθος, ψιλοάκωλη, η οποία φορούσε κιλοτάκι, κορμάκι και ψηλές γυναικείες κάλτσες. «...και Φωτεινούλα! Δύο πολύ καλές κοπέλες, να περάσετε όμορφα παιντιά!... Ελεύθερα πιασίματα, ελεύθερο στοματικό, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, ισπανικό, αυταρχικό, παρτουζίτσα με δύο κοπέλες (sic). Δύο κοπέλες μαζί είκοσι ευρώ, κάθε μία κοπέλα δέκα ευρώ!...», ολοκλήρωσε την ενημέρωση η συμπαθητική ξανθιά μεσήλικη υπηρεσία, συμπληρώνοντας πως, «δεύτερη κοπέλα ακόμα στο δωμάτιο παιντιά, καθίστε!».
Τότε ένας νεαρός, χωρίς να σηκωθεί, πρότεινε το χέρι —κρατούσε ένα δεκάρικο— στην τσατσά η οποία και τον προώθησε στα ενδότερα. 'Οταν επέστρεψε την πλησίασα. «Εε, θα περάσω κι εγώ, με τις δύο μαζί». «Με τις... περίμενε!... Μήπως να περιμέ–», κοίταξε προς τον διάδρομο αβέβαια. «Δύσκολο, ε;». «'Οχι! Μήπως να περι– Πάμε να δεις ντωμάτιο, έλα!», αποφάσισε αμέσως. «Πόσα δωμάτια έχουν πριν από μένα;», ρώτησα δίνοντάς της το εικοσάρικο. «Ιένα, ιένα ντωμάτιο μόνο!», απάντησε δείχνοντάς μου το ένα απ' τα δύο κελιά στη μια πλευρά του διαδρόμου. «Η Φωτεινή είναι ήδη στο δωμάτιο και τώρα θα μπει και η κοπέλα που είδα...». «Ναι». «Εντάξει εντάξει... Οπότε, σε περίπου ένα δεκάλεπτο θά 'ρθουν». «Ναι!». «Εντάξει εντάξει εντάξει...».
Πράγματι ύστερα από περίπου δέκα λεπτά άκουσα βήματα και γυναικείες φωνές να πλησιάζουν. Πρώτη μπήκε η πασίγνωστη σιτεμένη Φωτεινή, με σκούρο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μετριότατο πρόσωπο με μικρά μάτια και λεπτά χείλη, μεγαλούτσικο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, καλοθρεμμένο σώμα με κωλάρα και μποτιλοπόδαρα. «Ω, γεια σας!», μου ευχήθηκε συνεχίζοντας με κάποια από τ' ακαταλαβίστικα που συνηθίζει, «ωραίο, ω, τι ωραίο!». «Χε χε χε...», έκανα ανοίγοντας τα χέρια μου για να τη δεχτώ στην αγκαλιά μου. Με το που με καπάκωσε άρχισε να με γλείφει στη μούρη. Χούφτωνα και του λόγου μου όπου έβρισκα. «Ενοχλώ εγώ;», άκουσα την έτερη εταίρα δίπλα μου. «'Οχι...», της αποκρίθηκα. Εκείνη τη στιγμή η Φωτεινή μεταφερόταν ανάμεσα στα σκέλια μου κάνοντας χώρο στην συναδέλφισσά της έτσι ώστε να με καπακώσει για ν' αρχίσει με τη σειρά της το δικό της γλείψιμο και τα δικά της φιλιά.
Εντωμεταξύ η Φωτεινή είχε αρχίσει να με πιπώνει ακάποτα... και όχι μόνο αυτό, ξαφνικά ένιωσα κάτι να προσπαθεί να μου παραβιάσει τον πρωκτό... «Φωτεινή... Αχ αχ αχ, περίμενε βρε... 'Οχι κωλοδάχτυλο!». «Α!», έκανε και τραβώντας το χέρι είδα πως την καπότα τη φορούσε στον δείκτη και στον μέσο... «Γλείψε τ' αρχίδια!», της είπα. «Αα, ναι... Αα, ναι!», συμφώνησε με τον χαρακτηριστικό δικό της τρόπο και σκύβοντας έπραξε εκείνο που της είχα ζητήσει.
«Μμμ... ματς-μουτς....».
Στο μεταξύ η άλλη κοκότα συνέχιζε το ικανοποιητικό της γλείψιμο στα γνωστά σημεία (θηλές, λαιμό, μάγουλα, αυτιά), αλλά και κατά μήκος των βραχιονίων... όταν ξαφνικά ένιωσα να μου δαγκώνει τη ρώγα... «Αχ, σιγά!», "βέλαξα". «Αχ, σιγά! Πιο σιγά... Πολύ ευαίσθητο παιδί, ε;», έκανε και την πλάκα της απευθυνόμενη τόσο σε μένα όσο και στη Φωτεινή.
«Μμμ, ματς-μουτς...».
«Φιλί στο στόμα δίνεις;», τη ρώτησα όταν έπειτα από κάποιες προσπάθειές μου διαπίστωσα πως απέφευγε τα χείλη μου. «'Ο-ό...» (αρνητικό), ήταν η απάντησή της ανάμεσα στα «ματς-μουτς». 'Εδωσε όμως η Φωτεινή, λίγο αργότερα, κλείνοντας τα μάτια ως συνήθως, όταν η άλλη είχε αναλάβει το τσιμπούκωμά μου, τ' οποίο σταμάτησε αφού άρχισα να εκσπερματώνω, συνεχίζοντας όμως να παλινδρομεί τη χούφτα κατά μήκος της σπαργώσας ψωλής μου...
Τα λίγα δευτερόλεπτα που διήρκεσε η εκσπερμάτωσή μου εκείνες βογγούσαν πιο έντονα, ενώ με το που είπα, «εντάξει, έχυσα...», η μεν λεπτοφυής πόρνη έφυγε σφαίρα στον νιπτήρα για να πλύνει το γεμάτο σπέρμα χέρι της η δε Φωτεινή με ρώταγε επίμονα, «Πολύ; (χύσι έβγαλες)... Πολύ;», για να της επιβεβαιώσω, «Πολύ, πολύ!».
Η δεύτερη αποχώρησε σχεδόν αμέσως.
«Η Εύα είσαι εσύ, ε;», ρώτησα απ' το κρεβάτι όπου συνέχιζα να βρίσκομαι ξαπλωμένος. Μου απάντησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, καθώς έσιαχνε τις κάλτσες της. «'Ησουνα κι αλλού, σε άλλα μπουρδέλα ή όχι, μόνο εδώ;», συνέχισα τις ερωτήσεις. «'Εχει τόση σημασία;», μου χαμογέλασε. «Ναι, γιατί πάω σε πολλά και μπορεί να σε ξέρω κι απ' αλλού». «Ααα... αλλά σημασία έχει εάν πέρασες εσύ–». «Καλά πέρασα», παραδέχτηκα. «Χαιρόμαστε ιδιαίτερα... χε χε», φόρεσε και το κορμάκι της. «Λοιπόν, θα χαρούμε...», είπε αφού πια ήταν έτοιμη. «Να 'σαι καλά!». «... να σε ξαναδούμε». «Να 'σαι καλά, γεια!». «Καλή μέρα». «Καλημέρα». «Ευχαριστώ».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 09, 2015
Όνομα κοπέλας
Φωτεινή
Όνομα 2ης κοπέλας σε περίπτωση DUO
Εύα
Υπηρεσίες
- Ελεύθερο στοματικό
- Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 18:12
Στο σαλονάκι περίμεναν ήδη δύο συναγωνιστές˙ ένας μεσήλικας και ένας αρκετά νεότερος. 'Υστερα από λίγο εμφανίστηκε η υπηρεσία για να μας ενημερώσει πως: «περιμένουμε τα κορίτσια. Είναι Βερόνικα και Καρολίνα».
Εδώ ήμουν... Μιας και για την Καρολίνα είχα έρθει. Την κοπέλα που είχα δει στην απογευματινή τσάρκα του περασμένου Σαββάτου.
Η αναμονή συνεχίστηκε για κάνα-δυο λεπτά ακόμα, μέχρι που: «Το καινούργιο μας κορίτσι, η Καρολίνα!», ξαναβγήκε για να ενημερώσει η τσατσά. Ακολουθούσε η περί ης ο λόγος, μια αψηλή πάνω στα πορνοτάκουνα, νέα στην ηλικία καστανόξανθη, με το ίσιο μαλλί κομμένο λίγο πάνω απ' τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, αρκετά μεγάλο κρεμασμένο στήθος, καλοταϊσμένο κορμί, με ανάλογο κώλο το ίδιο και πόδια (όχι πολύ χοντρή), η οποία φορούσε εσωφόρι.
«Σήμερα είναι η μέρα που κάνουν και η μία και η άλλη φουλ πρόγραμμα και μιας και δυσκολεύομαι να τα πω όλα, σας λέω πως εκτός κωλαράκι τα υπόλοιπα είναι μια χαρά!».
Αφού οι συναγωνιστές δεν έκαναν κάποια κίνηση την πλησίασα δίνοντάς της το δεκάρικο. «Ελάτε, ελάτε, ελάτε...», μου έδειξε προς τα ενδότερα. «Περάστε...». Το δωματιάκι ήταν εντάξει, η ένταση της μουσικής όμως, απ' το ηχείο στο ταβάνι, ενοχλητική...
Η πόρτα άνοιξε ύστερα από τρία-τέσσερα λεπτά.
«Γεια σου, τι κάνεις;», μου χαμογέλασε η κοκότα. «Καλά, εσύ;». «Καλά», απάντησε αφήνοντας κρέμα, συσκευασία με μαντιλάκια και καπότα στο κρεβάτι. «Η Καρολίνα είσαι;», ρώτησα ενώ εκείνη γονάτιζε πλάι μου. «Ναι». «Δούλευες καθόλου Διδύμου;...». «Μμ;». «Διδύμου. Δεν δούλευες;...». «Εγώ δεν ξέρω ελληνικά...». "Do you speak english?". «Τσου». "Where are you from?". «Καρολίνα». "No no...". «Ρωσία!», διόρθωσε.
Ξεκινησε με φιλάκια και γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, αυτιά, χαϊδεύοντάς μου και τον πούτσο, ενώ όταν, μετά από λίγο, ξεχώρισε ένα υγρό μαντιλάκι τής είπα/έδειξα πως δεν επιθυμούσα ελεύθερο στοματικό. «Ναι μωρό μου, εντάξει...», ήταν η απάντησή της συνεχίζοντας τα φιλάκια και το γλείψιμο. «Εδώ (της έδειξα το στόμα μου) φιλάς καθόλου;». «Ναι!». Πράγματι ανταλλάξαμε κάποια συγκρατημένα, απ' τη μεριά της, γλωσσόφιλα.
Διαπιστώνοντας πως είχα καυλώσει έκανε έτσι κι έπιασε την καπότα. Επειδή(ς) επέμενε να μου τη φορέσει εκείνη —«εγώ ξέρω»— την αφήσα, τονίζοντάς της όμως να μην το κάνει απότομα.
Η πίπα της συμπεριλάμβανε εξωτερικούς γλωττισμούς και «ποπ». Στην αρχή πίπωνε γονατιστή πλάι μου, στη συνέχεια όμως μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου.
Πριν της ζητήσω να ξαπλώσει ανάσκελα, για να προχωρήσω στο γαμήσι, της χάιδεψα το αιδοίο τ' οποίο όμως ήταν μες την κρέμα, όπως και το εσωτερικό των μηρών... 'Οταν τραβώντας πίσω το χέρι μου διαπίστωνα, «πολύ κρέμα...», την επόμενη στιγμή εκείνη σκούπιζε σχολαστικά την επίμαχη περιοχή με το υγρό μαντιλάκι που δεν είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως. Στη συνέχεια πήρε θέση, με δέχτηκε στην αγκαλιά της και με άφησε να τη σφυροκοπήσω (καλή αίσθηση του κόλπου) μέχρι τη σεξουαλική εκτόνωσή μου.
Στο σαλονάκι περίμεναν ήδη δύο συναγωνιστές˙ ένας μεσήλικας και ένας αρκετά νεότερος. 'Υστερα από λίγο εμφανίστηκε η υπηρεσία για να μας ενημερώσει πως: «περιμένουμε τα κορίτσια. Είναι Βερόνικα και Καρολίνα».
Εδώ ήμουν... Μιας και για την Καρολίνα είχα έρθει. Την κοπέλα που είχα δει στην απογευματινή τσάρκα του περασμένου Σαββάτου.
Η αναμονή συνεχίστηκε για κάνα-δυο λεπτά ακόμα, μέχρι που: «Το καινούργιο μας κορίτσι, η Καρολίνα!», ξαναβγήκε για να ενημερώσει η τσατσά. Ακολουθούσε η περί ης ο λόγος, μια αψηλή πάνω στα πορνοτάκουνα, νέα στην ηλικία καστανόξανθη, με το ίσιο μαλλί κομμένο λίγο πάνω απ' τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, αρκετά μεγάλο κρεμασμένο στήθος, καλοταϊσμένο κορμί, με ανάλογο κώλο το ίδιο και πόδια (όχι πολύ χοντρή), η οποία φορούσε εσωφόρι.
«Σήμερα είναι η μέρα που κάνουν και η μία και η άλλη φουλ πρόγραμμα και μιας και δυσκολεύομαι να τα πω όλα, σας λέω πως εκτός κωλαράκι τα υπόλοιπα είναι μια χαρά!».
Αφού οι συναγωνιστές δεν έκαναν κάποια κίνηση την πλησίασα δίνοντάς της το δεκάρικο. «Ελάτε, ελάτε, ελάτε...», μου έδειξε προς τα ενδότερα. «Περάστε...». Το δωματιάκι ήταν εντάξει, η ένταση της μουσικής όμως, απ' το ηχείο στο ταβάνι, ενοχλητική...
Η πόρτα άνοιξε ύστερα από τρία-τέσσερα λεπτά.
«Γεια σου, τι κάνεις;», μου χαμογέλασε η κοκότα. «Καλά, εσύ;». «Καλά», απάντησε αφήνοντας κρέμα, συσκευασία με μαντιλάκια και καπότα στο κρεβάτι. «Η Καρολίνα είσαι;», ρώτησα ενώ εκείνη γονάτιζε πλάι μου. «Ναι». «Δούλευες καθόλου Διδύμου;...». «Μμ;». «Διδύμου. Δεν δούλευες;...». «Εγώ δεν ξέρω ελληνικά...». "Do you speak english?". «Τσου». "Where are you from?". «Καρολίνα». "No no...". «Ρωσία!», διόρθωσε.
Ξεκινησε με φιλάκια και γλειψιματάκια σε θηλές, λαιμό, αυτιά, χαϊδεύοντάς μου και τον πούτσο, ενώ όταν, μετά από λίγο, ξεχώρισε ένα υγρό μαντιλάκι τής είπα/έδειξα πως δεν επιθυμούσα ελεύθερο στοματικό. «Ναι μωρό μου, εντάξει...», ήταν η απάντησή της συνεχίζοντας τα φιλάκια και το γλείψιμο. «Εδώ (της έδειξα το στόμα μου) φιλάς καθόλου;». «Ναι!». Πράγματι ανταλλάξαμε κάποια συγκρατημένα, απ' τη μεριά της, γλωσσόφιλα.
Διαπιστώνοντας πως είχα καυλώσει έκανε έτσι κι έπιασε την καπότα. Επειδή(ς) επέμενε να μου τη φορέσει εκείνη —«εγώ ξέρω»— την αφήσα, τονίζοντάς της όμως να μην το κάνει απότομα.
Η πίπα της συμπεριλάμβανε εξωτερικούς γλωττισμούς και «ποπ». Στην αρχή πίπωνε γονατιστή πλάι μου, στη συνέχεια όμως μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου.
Πριν της ζητήσω να ξαπλώσει ανάσκελα, για να προχωρήσω στο γαμήσι, της χάιδεψα το αιδοίο τ' οποίο όμως ήταν μες την κρέμα, όπως και το εσωτερικό των μηρών... 'Οταν τραβώντας πίσω το χέρι μου διαπίστωνα, «πολύ κρέμα...», την επόμενη στιγμή εκείνη σκούπιζε σχολαστικά την επίμαχη περιοχή με το υγρό μαντιλάκι που δεν είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως. Στη συνέχεια πήρε θέση, με δέχτηκε στην αγκαλιά της και με άφησε να τη σφυροκοπήσω (καλή αίσθηση του κόλπου) μέχρι τη σεξουαλική εκτόνωσή μου.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 08, 2015
Όνομα κοπέλας
Καρολίνα
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.9
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:16
Στην απογευματινή μου τσάρκα του περασμένου Σαββάτου η πόρνη του συγκεκριμένου μπουρδέλου στεκόταν στην είσοδο και σε όποιον τραβούσε την προσοχή τον καλούσε να περάσει.
Επρόκειτο για μια νέα στην ηλικία γυναίκα, με καστανόξανθο μαλλί πιασμένο πίσω, έτσι κι έτσι πρόσωπο, μικρό στήθος, μέτριο ανάστημα, ψιλογεροδεμένο σώμα — φορούσε μεσοφόρι. Πλησίασα. «Γεια σου». «Γεια σου, μωρό μου!». «Πώς σε λένε;». «Σάρρα!». «Και τι πρόγραμμα έχεις;». «Φουλ πρόγραμμα». «Δηλαδή κώλο». "Si!". «Οκέι, εντάξει Σάρρα, ευχαριστώ πολύ!».
Τέσσερις μέρες μετά βρισκόμουν πάλι εκεί.
«'Ελα μωρό μου να σε δει το παλικάρι!», άκουσα, καθώς έμπαινα, την υπηρεσία να καλεί την πόρνη για να τη δει ένας αλλοδαπός, ενώ την επόμενη στιγμή μού ευχόταν υγεία. «Χαίρετε!», ευχήθηκα κι εγώ και στάθηκα παραπέρα. 'Υστερα από λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε η... «Σάρρα! Ελεύθερο στοματικό, εξήντα εννιά, κώλο, με δέκα ευρώ!». «Γεια σας!», μας χαμογέλασε η περί ης ο λόγος. Ο αλλοδαπός έγινε μπουχός. «Είναι καλό και περιποιητικό!», συμπλήρωσε η τσατσά στρέφοντας την προσοχή της σε μένα. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Στο βάθος, ελάτε!», μου έδειξε προς τα ενδότερα.
Με πήγε στο δωμάτιο που πριν δύο βδομάδες είχα συνευρεθεί με την Αλεξάνδρα. «'Οπα, λίγο χαρτάκι να βάλω μόνο, ένα λεπτάκι να κλείσω και το ερ κοντίσιον γιατί θα ξυλιάσετε!», ενδιαφέρθηκε να κάνει, ενώ πριν με αφήσει μόνο μ' ενημέρωσε πως, «η κοπέλα έχει δωμάτιο, θα έρθει αμέσως μετά».
Η κοπέλα ήρθε έπειτα από εννέα λεπτά.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. «Γεια σου». «Τι κάνεις;». «Καλά». "Where are you from?". Με κοίταξε με απορία, κατσουφιασμένη. Επανέλαβα στα ελληνικά. «Αλβανία».
Αφού γδύθηκε —κοιλίτσα— κάθισε στο κρεβάτι, «κρακ κρακ κρακ!». Στα χέρια της έπαιζε ένα υγρό μαντιλάκι. Δεν έκανε κίνηση, περιμένοντας να δει εάν θα της έλεγα να μου σκουπίσει τον πούτσο. Εντωμεταξύ έδειχνε βαριεστημένη.
«'Εχεις κάτι;», τη ρώτησα. «'Οχι», ψιθύρισε κοιτάζοντας το μαντιλάκι, για να το αφήσει στη συνέχεια στο πλάι και να πιάσει το πουλί μου με τα τρία γνωστά δάχτυλα (αντίχειρας, δείκτης, μέσος).
Ξεκίνησε να με μαλακίζει.
«Δεν μου λες, καθόλου φιλάκια στο στήθος δίνεις κι εδώ˙ στον λαιμό;», τη ρώτησα. «Μμ;», με κοίταξε με απορία. Της έδειξα τις εν λόγω περιοχές μου, μετά έδειξα προς το στόμα της και ξανά τις περιοχές. «Τι;», συνέχιζε να μην καταλαβαίνει. «Εσύ, εδώ (στήθος) και εδώ (λαιμό)!... Εσύ! Δίνεις (φιλάκια);». Τελικά κούνησε αργά, αλλά καταφατικά το κεφάλι. «Ωραία, δώσε!», χαμογέλασα και ξάπλωσα καλύτερα.
Επικεντρώθηκε στη δεξιά μου ρώγα, φροντίζοντας με επιμέλεια ν' απομακρύνει τις λιγοστές πέριξ τρίχες πιέζοντάς τες στο πλάι. Εγώ την επιβράβευα με «μπράβο Σάρρα... μμμ... μπράβο Σάρρα...». Βλέποντας όμως πως δεν γινόταν δουλειά τής ζήτησα να μου δώσει το προφυλακτικό. Εκεί μ' εξέπληξε ευχάριστα όταν αρνήθηκε μ' ένα «όχι» —συνεχίζοντας να λέει κάτι στ' αλβανικά—, δίνοντάς μου να καταλάβω πως δεν είχε πρόβλημα να συνεχίσει το γλείψιμο για να καυλώσω καλά. Πράγμα το οποίο κι έκανε.
«Μπράβο ρε Σάρρα... Μπράβο ρε Σάρρα...», της είπα τότε ευχαριστημένος, ζητώντας της στη συνέχεια ν' ασχοληθεί και με τον λαιμό μου «που δεν έχει και τρίχες (ξυρισμένος)». Πάλι όμως δεν κατάλαβε...
«Εσύ... εδώ!», της έδειξα.
Με φίλησε – έγλειψε ψιλοϊκανοποιητικά για λίγο. «Ααα, μπράβο...». «Ματς-μουτς, ματς-μουτς...». «Σηκώθηκε λίγο, ε;», είπα κοιτάζοντάς την. Η ψωλή μου όντως είχε ψιλοκαυλώσει. «Δώσε το προφυλακτικό». Τελικά το ξετυλίξαμε μαζί κατά μήκος του ημικαυλωμένου μορίου μου και προχώρησε σε μια μέτρια πίπα.
Τη γάμησα πισωκολλητά γονατιστά, για περισσότερη ώρα απ' ό,τι υπολόγιζα —μιας και λόγω λίπανσης δεν ένιωθα ικανοποιητικά την πρόστριψη—, αλλά τελικά, με λίγη περισσότερη προσπάθεια και κάποια συγκέντρωση, κατάφερα να ολοκληρώσω.
Στην απογευματινή μου τσάρκα του περασμένου Σαββάτου η πόρνη του συγκεκριμένου μπουρδέλου στεκόταν στην είσοδο και σε όποιον τραβούσε την προσοχή τον καλούσε να περάσει.
Επρόκειτο για μια νέα στην ηλικία γυναίκα, με καστανόξανθο μαλλί πιασμένο πίσω, έτσι κι έτσι πρόσωπο, μικρό στήθος, μέτριο ανάστημα, ψιλογεροδεμένο σώμα — φορούσε μεσοφόρι. Πλησίασα. «Γεια σου». «Γεια σου, μωρό μου!». «Πώς σε λένε;». «Σάρρα!». «Και τι πρόγραμμα έχεις;». «Φουλ πρόγραμμα». «Δηλαδή κώλο». "Si!". «Οκέι, εντάξει Σάρρα, ευχαριστώ πολύ!».
Τέσσερις μέρες μετά βρισκόμουν πάλι εκεί.
«'Ελα μωρό μου να σε δει το παλικάρι!», άκουσα, καθώς έμπαινα, την υπηρεσία να καλεί την πόρνη για να τη δει ένας αλλοδαπός, ενώ την επόμενη στιγμή μού ευχόταν υγεία. «Χαίρετε!», ευχήθηκα κι εγώ και στάθηκα παραπέρα. 'Υστερα από λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε η... «Σάρρα! Ελεύθερο στοματικό, εξήντα εννιά, κώλο, με δέκα ευρώ!». «Γεια σας!», μας χαμογέλασε η περί ης ο λόγος. Ο αλλοδαπός έγινε μπουχός. «Είναι καλό και περιποιητικό!», συμπλήρωσε η τσατσά στρέφοντας την προσοχή της σε μένα. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Στο βάθος, ελάτε!», μου έδειξε προς τα ενδότερα.
Με πήγε στο δωμάτιο που πριν δύο βδομάδες είχα συνευρεθεί με την Αλεξάνδρα. «'Οπα, λίγο χαρτάκι να βάλω μόνο, ένα λεπτάκι να κλείσω και το ερ κοντίσιον γιατί θα ξυλιάσετε!», ενδιαφέρθηκε να κάνει, ενώ πριν με αφήσει μόνο μ' ενημέρωσε πως, «η κοπέλα έχει δωμάτιο, θα έρθει αμέσως μετά».
Η κοπέλα ήρθε έπειτα από εννέα λεπτά.
«Γεια σου!», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. «Γεια σου». «Τι κάνεις;». «Καλά». "Where are you from?". Με κοίταξε με απορία, κατσουφιασμένη. Επανέλαβα στα ελληνικά. «Αλβανία».
Αφού γδύθηκε —κοιλίτσα— κάθισε στο κρεβάτι, «κρακ κρακ κρακ!». Στα χέρια της έπαιζε ένα υγρό μαντιλάκι. Δεν έκανε κίνηση, περιμένοντας να δει εάν θα της έλεγα να μου σκουπίσει τον πούτσο. Εντωμεταξύ έδειχνε βαριεστημένη.
«'Εχεις κάτι;», τη ρώτησα. «'Οχι», ψιθύρισε κοιτάζοντας το μαντιλάκι, για να το αφήσει στη συνέχεια στο πλάι και να πιάσει το πουλί μου με τα τρία γνωστά δάχτυλα (αντίχειρας, δείκτης, μέσος).
Ξεκίνησε να με μαλακίζει.
«Δεν μου λες, καθόλου φιλάκια στο στήθος δίνεις κι εδώ˙ στον λαιμό;», τη ρώτησα. «Μμ;», με κοίταξε με απορία. Της έδειξα τις εν λόγω περιοχές μου, μετά έδειξα προς το στόμα της και ξανά τις περιοχές. «Τι;», συνέχιζε να μην καταλαβαίνει. «Εσύ, εδώ (στήθος) και εδώ (λαιμό)!... Εσύ! Δίνεις (φιλάκια);». Τελικά κούνησε αργά, αλλά καταφατικά το κεφάλι. «Ωραία, δώσε!», χαμογέλασα και ξάπλωσα καλύτερα.
Επικεντρώθηκε στη δεξιά μου ρώγα, φροντίζοντας με επιμέλεια ν' απομακρύνει τις λιγοστές πέριξ τρίχες πιέζοντάς τες στο πλάι. Εγώ την επιβράβευα με «μπράβο Σάρρα... μμμ... μπράβο Σάρρα...». Βλέποντας όμως πως δεν γινόταν δουλειά τής ζήτησα να μου δώσει το προφυλακτικό. Εκεί μ' εξέπληξε ευχάριστα όταν αρνήθηκε μ' ένα «όχι» —συνεχίζοντας να λέει κάτι στ' αλβανικά—, δίνοντάς μου να καταλάβω πως δεν είχε πρόβλημα να συνεχίσει το γλείψιμο για να καυλώσω καλά. Πράγμα το οποίο κι έκανε.
«Μπράβο ρε Σάρρα... Μπράβο ρε Σάρρα...», της είπα τότε ευχαριστημένος, ζητώντας της στη συνέχεια ν' ασχοληθεί και με τον λαιμό μου «που δεν έχει και τρίχες (ξυρισμένος)». Πάλι όμως δεν κατάλαβε...
«Εσύ... εδώ!», της έδειξα.
Με φίλησε – έγλειψε ψιλοϊκανοποιητικά για λίγο. «Ααα, μπράβο...». «Ματς-μουτς, ματς-μουτς...». «Σηκώθηκε λίγο, ε;», είπα κοιτάζοντάς την. Η ψωλή μου όντως είχε ψιλοκαυλώσει. «Δώσε το προφυλακτικό». Τελικά το ξετυλίξαμε μαζί κατά μήκος του ημικαυλωμένου μορίου μου και προχώρησε σε μια μέτρια πίπα.
Τη γάμησα πισωκολλητά γονατιστά, για περισσότερη ώρα απ' ό,τι υπολόγιζα —μιας και λόγω λίπανσης δεν ένιωθα ικανοποιητικά την πρόστριψη—, αλλά τελικά, με λίγη περισσότερη προσπάθεια και κάποια συγκέντρωση, κατάφερα να ολοκληρώσω.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 07, 2015
Όνομα κοπέλας
Σάρρα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:01
«Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, εξήντα εννιά, όλες τις στάσεις˙ κάνει η Μίνα... και η Μαρίνα... τσιμπουκάκι, μουνάκι, κωλαράκι, εξήντα εννιά. Φουλ πρόγραμμα!». Αυτά είχε αναφέρει η υπηρεσία στην απογευματινή τσάρκα του περασμένου Σαββάτου.
'Εχοντας το λοιπόν αυτές τις πληροφορίες σήμερα πήγα με στόχο τη Μίνα (πρώην Μίλα, απ' τον όροφο της Βέργας 3) την οποία διέκρινα, πίσω απ' το υφασμάτινο διαχωριστικό, να κάθεται στο κουζινάκι. Με το που έγινε αντιληπτή η παρουσία μου σηκώθηκε και βγήκε έξω στο σαλόνι μαζί με την τσατσά.
«Γεια σουουου! Τι κάνεις;», μου χαμογέλασε. Επρόκειτο για μια νέα στην ηλικία νταρντανοουκρανή, με ίσιο καστανό μαλλί μέχρι τους ώμους, γλυκό πρόσωπο, μικρό (για τον όγκο της) στήθος, εκτεταμένο έγκαυμα πέριξ του αριστερού αγκώνα. «Καλά, εσύ;». «Καλά!». «Θα περάσω λοιπόν...», είπα —αφού περίμενα πρώτα δυο-τρία δευτερόλεπτα μπας και έλεγαν το πρόγραμμα— δίνοντας στην υπηρεσία το ακριβές αντίτιμο. «Ελάτε!», μου έδειξε εκείνη τη μια απ' τις δύο κάμαρες του οίκου.
Η επιλεχθείσα πόρνη ήρθε ύστερα από τρία λεπτά.
«Γεια σου αγόρι μουουου!», μου ξαναχαμογέλασε. «Τι κάνεις;», ξαναρώτησα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Καλά, εσύ;», κάθισε πλάι μου. «Καλά... Η Μίλα δεν είσαι;». «Ναι», απάντησε αφήνοντας κρέμα και προφυλακτικό στο κομοδίνο. «Που δούλευες Βέργας», συμπλήρωσα. «Ναι, πριν έξι μήνα... 'Εξι μήνα!». «Πριν έξι μήνες;». «Ναι».
Γονατίζοντας πλάι μου και σκύβοντας από πάνω μου, ξαφνικά μου τσίμπησε τη ρώγα... «Αχ, σιγά βρε!», της χαμογέλασα μορφάζοντας απ' τον πόνο — εντάξει, δεν πόνεσα και πολύ, χε χε χε.
«Μμμ...», άρχισε να με φιλάει και να με γλείφει στις θηλές —χωρίς να έχει βγάλει το μεσοφόρι της—, συνεχίζοντας σε λαιμό, μάγουλα, αυτιά, χαϊδεύοντας λίγο και τ' αρχίδια, με μένα να μουρμουρίζω, «μπράβο, έτσι...», θωπεύοντας τον γυμνό κώλο της.
Κάποια στιγμή και ενώ το στόμα της βρισκόταν πολύ κοντά στο δικό μου έκανα κίνηση για στοματόφιλο αλλά επειδή την ένιωσα να τραβιέται ρώτησα, "kiss on mouth?". «Μμ;». Επανέλαβα. «Δεν κατάλαβα;». «Φιλάκι εδώ;», της έδειξα το στόμα μου. «'Οχι». «Οκέι».
Μετά από δυο-τρία λεπτά —και αφού είχε βγάλει το εσωφόρι— σταμάτησε για να πιάσει την καπότα. Της ζήτησα να τη δώσει σε μένα. Την ξετύλιξα κατά μήκος του καυλιού μου και προχώρησε σε μια καλούτσικη πίπα με «ποπ», «μμμ» και «αχ».
'Επειτα από άλλα δυο λεπτά ξανασταμάτησε για να με ρωτήσει, «πίπα, σέξι;... Ε;». «Πως;... Να συνεχίζουμε την πίπα ή να κάνουμε σεξ, αυτό με ρωτάς;». «Ναι».
Της ζήτησα να στηθεί στα τέσσερα και τη γάμησα σε 'κείνη τη στάση μέχρι που έχυσα.
«Στο Βέργας έκανες άλλο πρόγραμμα (ελεύθερο στοματικό τελειωτικό, γλωσσόφιλα, ορχεολειχία)», της είπα καθώς ετοιμαζόμασταν. «Χα χα, Βέργας είκοσι ευρώ!», μου υπενθύμισε. «Σωστά». «Εντώ δέκα ευρώ. Συγγνώμη...», με κοίταξε με νόημα. «Αν δηλαδή κάποιος δώσει είκοσι, κάνεις το ίδιο πρόγραμμα;», τη ρώτησα. «Εσύ, εγώ δέκα ευρώ... (εσύ θα δώσεις σε μένα τη διαφορά)», απάντησε. «Οκέι». «Κατάλαβες;». «Κατάλαβα». «Εδώ πολλοί... Μπανγκλαντές, Πακιστάν, κατάλαβες, ε;». «Κατάλαβα, κατάλαβα». «Γεια σου αγόρι μου, σ' ευχαριστώ!».
«Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, εξήντα εννιά, όλες τις στάσεις˙ κάνει η Μίνα... και η Μαρίνα... τσιμπουκάκι, μουνάκι, κωλαράκι, εξήντα εννιά. Φουλ πρόγραμμα!». Αυτά είχε αναφέρει η υπηρεσία στην απογευματινή τσάρκα του περασμένου Σαββάτου.
'Εχοντας το λοιπόν αυτές τις πληροφορίες σήμερα πήγα με στόχο τη Μίνα (πρώην Μίλα, απ' τον όροφο της Βέργας 3) την οποία διέκρινα, πίσω απ' το υφασμάτινο διαχωριστικό, να κάθεται στο κουζινάκι. Με το που έγινε αντιληπτή η παρουσία μου σηκώθηκε και βγήκε έξω στο σαλόνι μαζί με την τσατσά.
«Γεια σουουου! Τι κάνεις;», μου χαμογέλασε. Επρόκειτο για μια νέα στην ηλικία νταρντανοουκρανή, με ίσιο καστανό μαλλί μέχρι τους ώμους, γλυκό πρόσωπο, μικρό (για τον όγκο της) στήθος, εκτεταμένο έγκαυμα πέριξ του αριστερού αγκώνα. «Καλά, εσύ;». «Καλά!». «Θα περάσω λοιπόν...», είπα —αφού περίμενα πρώτα δυο-τρία δευτερόλεπτα μπας και έλεγαν το πρόγραμμα— δίνοντας στην υπηρεσία το ακριβές αντίτιμο. «Ελάτε!», μου έδειξε εκείνη τη μια απ' τις δύο κάμαρες του οίκου.
Η επιλεχθείσα πόρνη ήρθε ύστερα από τρία λεπτά.
«Γεια σου αγόρι μουουου!», μου ξαναχαμογέλασε. «Τι κάνεις;», ξαναρώτησα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Καλά, εσύ;», κάθισε πλάι μου. «Καλά... Η Μίλα δεν είσαι;». «Ναι», απάντησε αφήνοντας κρέμα και προφυλακτικό στο κομοδίνο. «Που δούλευες Βέργας», συμπλήρωσα. «Ναι, πριν έξι μήνα... 'Εξι μήνα!». «Πριν έξι μήνες;». «Ναι».
Γονατίζοντας πλάι μου και σκύβοντας από πάνω μου, ξαφνικά μου τσίμπησε τη ρώγα... «Αχ, σιγά βρε!», της χαμογέλασα μορφάζοντας απ' τον πόνο — εντάξει, δεν πόνεσα και πολύ, χε χε χε.
«Μμμ...», άρχισε να με φιλάει και να με γλείφει στις θηλές —χωρίς να έχει βγάλει το μεσοφόρι της—, συνεχίζοντας σε λαιμό, μάγουλα, αυτιά, χαϊδεύοντας λίγο και τ' αρχίδια, με μένα να μουρμουρίζω, «μπράβο, έτσι...», θωπεύοντας τον γυμνό κώλο της.
Κάποια στιγμή και ενώ το στόμα της βρισκόταν πολύ κοντά στο δικό μου έκανα κίνηση για στοματόφιλο αλλά επειδή την ένιωσα να τραβιέται ρώτησα, "kiss on mouth?". «Μμ;». Επανέλαβα. «Δεν κατάλαβα;». «Φιλάκι εδώ;», της έδειξα το στόμα μου. «'Οχι». «Οκέι».
Μετά από δυο-τρία λεπτά —και αφού είχε βγάλει το εσωφόρι— σταμάτησε για να πιάσει την καπότα. Της ζήτησα να τη δώσει σε μένα. Την ξετύλιξα κατά μήκος του καυλιού μου και προχώρησε σε μια καλούτσικη πίπα με «ποπ», «μμμ» και «αχ».
'Επειτα από άλλα δυο λεπτά ξανασταμάτησε για να με ρωτήσει, «πίπα, σέξι;... Ε;». «Πως;... Να συνεχίζουμε την πίπα ή να κάνουμε σεξ, αυτό με ρωτάς;». «Ναι».
Της ζήτησα να στηθεί στα τέσσερα και τη γάμησα σε 'κείνη τη στάση μέχρι που έχυσα.
«Στο Βέργας έκανες άλλο πρόγραμμα (ελεύθερο στοματικό τελειωτικό, γλωσσόφιλα, ορχεολειχία)», της είπα καθώς ετοιμαζόμασταν. «Χα χα, Βέργας είκοσι ευρώ!», μου υπενθύμισε. «Σωστά». «Εντώ δέκα ευρώ. Συγγνώμη...», με κοίταξε με νόημα. «Αν δηλαδή κάποιος δώσει είκοσι, κάνεις το ίδιο πρόγραμμα;», τη ρώτησα. «Εσύ, εγώ δέκα ευρώ... (εσύ θα δώσεις σε μένα τη διαφορά)», απάντησε. «Οκέι». «Κατάλαβες;». «Κατάλαβα». «Εδώ πολλοί... Μπανγκλαντές, Πακιστάν, κατάλαβες, ε;». «Κατάλαβα, κατάλαβα». «Γεια σου αγόρι μου, σ' ευχαριστώ!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 06, 2015
Όνομα κοπέλας
Μίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.2
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
5.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, ώρα 13:59
Στο μισοφωτισμένο σαλόνι του ορόφου η αλλοδαπή υπηρεσία συζητούσε με ημεδαπό συναγωνιστή. Στάθηκα λίγο παραπέρα.
«Γεια σου! 'Εχω νέα κοπέλα, Ντάνα τήνε λένε...», στράφηκε προς το μέρος μου εκείνη. «Είναι δωμάτιο τώρα;», ρώτησα. «'Οχι, είναι έξω τώρα». «Α... οκέι». «Τακ-τουκ, τακ-τουκ...», παρουσιάστηκε η κοπέλα που είχα δει στην απογευματινή μου τσάρκα πριν δύο μέρες. «Από δω είναι η Ντάνα, υπέροχο πλάσμα...».
Επρόκειτο για μια εικοσιεφτάχρονη Ρωσίδα με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, συμπαθητικό πρόσωπο, μεγαλούτσικο στήθος, νταρντάνα. Της ευχήθηκα υγεία και 'κείνη μειδιώντας, έπιασε την μπάρα για να κάνει έναν γύρο προτού αποχωρήσει.
«Με δέκα ευρώ θα περάσεις πολύ καλά», υποσχέθηκε η τσατσά.
'Ομως σαν να μου είχε φανεί γνωστή η κοκότα...
«Πιο παλιά, δεν δούλευε εδώ η Ντάνα;», ρώτησα. «Πιο παλιά, πότε;», ζήτησε να της διευκρινίσω. «Πριν δυο-τρεις μήνες», είπα στην τύχη. «'Οχι, αυτή είναι έναν μήνα εδώ, σ' αυτό το μαγαζί–». «Καλώς, θα περάσω!», τη διέκοψα προτείνοντάς της το χαρτονόμισμα. «Ωραία, περίμενε να σου ετοιμάσω το δωμάτιο!». «Περιμένω».
Δεν άργησε να με καλέσει να την ακολουθήσω στα ενδότερα. Με οδήγησε σε μια καλούτσικη κάμαρα. «Μπαίνεις εδώ και περιμένεις».
Εκεί μέσα περίμενα 6 λεπτά μέχρι νά 'ρθει η περί ης ο λόγος.
«Γεια σου». «Γεια σουου!», μου ευχήθηκε — φαινόταν σε καλή διάθεση. "Where are you from?", ενδιαφέρθηκα να μάθω ενώ ακουμπούσε τη λιπαντική γέλη και το συσκευασμένο προφυλακτικό στο κρεβάτι, πλάι μου. «Ρωσία». «Αα, Ρωσία... Do you speak greek?". "No greek, only english".
Μένοντας ολόγυμνη —λίγο πριν με καπακώσει—, θέλησε κι εκείνη να μάθει, "you are Greek?". "Yes".
Ξεκίνησε με ακρογλώσσιο γλείψιμο και απαλά φιλάκια σε θηλές, λαιμό, αυτιά εκπέμποντας χαμηλής έντασης «μμμ». Παράλληλα μου απαλοχάιδευε τ' αχαμνά και τον πούτσο ενώ του λόγου μου θώπευα την κωλάρα, τον εύρωστο κορμό, τα σφιχτά βραχιόνια, τους αφράτους μαστούς, μην παραλείποντας να τους φιλάω – γλείφω, όπως και τον λαιμό, τα μάγουλα, "kiss on mouth?". "No...". "Ok!", τους λοβούς των αυτιώνε...
Δεν άργησε να τραβηχτεί για να πιάσει την καπότα. Ζήτησα να μου τη δώσει. "You put?", με κοίταξε. "Yes" "Now you 'll put or after?". "Now".
Της εξήγησα πως τελευταία προτιμώ να τοποθετώ εγώ το προφυλακτικό γιατί κάποιες το βάζουν άγαρμπα. Μου είπε πως από 'κείνη δεν είχα λόγο να φοβάμαι κάτι τέτοιο μιας και το ακουμπάει – ξετυλίγει με το στόμα...
Η πίπα της πάντως ήταν μέτρια, με ψιλοχάιδεμα των αρχιδιών και του περινέου μου.
"Let's try...", της έδειξα να πάρει θέση στα τέσσερα, «κρακ κρακ κρακ!...», καθώς σηκωνόμουν. "What?", απόρησε. "Doggy style!", διευκρίνισα. "Doggy style?". "Yes".
Λόγω σωματότυπου αντέχει σε δυνατό σφυροκόπι, ενώ και ο κόλπος της μου φάνηκε ελαστικός — πριν αρχίσω άλειψε την περιοχή μ' ελάχιστη λιπαντική γέλη.
«Πλαφ πλαφ πλαφ!...»
'Ενα σιγανό, γρήγορο χτύπημα στην πόρτα —με τις άκρες των δαχτύλων—, ακούστηκε ύστερα από λίγο. Κοίταξα το ρολόι μου. Δεν έπρεπε να είχαν συμπληρωθεί έξι λεπτά απ' τη στιγμή που η Ντάνα είχε ανοίξει τη συγκεκριμένη πόρτα...
Τέλος πάντων δεν έδωσε και δεν έδωσα σημασία οπότε συνέχισα τη γάμευση μέχρι την ολοκλήρωσή της έπειτα από ένα-δυο λεπτά.
'Οταν, καθώς ετοιμαζόμασταν, προσπάθησα να στρώσω λιγάκι το σεντόνι (έτσι ώστε να ήταν έτοιμο, αμέσως μόλις έφευγε, να έπαιρνα μερικές έξτρα φωτογραφίες) εκείνη δεν με άφησε λέγοντας, "leave it leave it, she came, she clean, don't worry!".
«Κανένα καλό μουνάκι, έχει;», με ρώτησε ένας νεαρός συναγωνιστής κάτω, στην κεντρική εξώπορτα. «Η επάνω, είναι νταρντάνα!», του απάντησα. «Οπ, ωραίος!», συμπλήρωσε εύθυμα ο επίσης νεαρός φίλος του.
Μερικά λεπτά αργότερα, αφού είχα μπει στο αυτοκίνητο κι ετοιμαζόμουν να βάλω μπρος, τους είδα να στρίβουν τη γωνία Ιάσονος-Κεραμεικού με κατεύθυνση την οδό Κολωνού.
Στο μισοφωτισμένο σαλόνι του ορόφου η αλλοδαπή υπηρεσία συζητούσε με ημεδαπό συναγωνιστή. Στάθηκα λίγο παραπέρα.
«Γεια σου! 'Εχω νέα κοπέλα, Ντάνα τήνε λένε...», στράφηκε προς το μέρος μου εκείνη. «Είναι δωμάτιο τώρα;», ρώτησα. «'Οχι, είναι έξω τώρα». «Α... οκέι». «Τακ-τουκ, τακ-τουκ...», παρουσιάστηκε η κοπέλα που είχα δει στην απογευματινή μου τσάρκα πριν δύο μέρες. «Από δω είναι η Ντάνα, υπέροχο πλάσμα...».
Επρόκειτο για μια εικοσιεφτάχρονη Ρωσίδα με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, συμπαθητικό πρόσωπο, μεγαλούτσικο στήθος, νταρντάνα. Της ευχήθηκα υγεία και 'κείνη μειδιώντας, έπιασε την μπάρα για να κάνει έναν γύρο προτού αποχωρήσει.
«Με δέκα ευρώ θα περάσεις πολύ καλά», υποσχέθηκε η τσατσά.
'Ομως σαν να μου είχε φανεί γνωστή η κοκότα...
«Πιο παλιά, δεν δούλευε εδώ η Ντάνα;», ρώτησα. «Πιο παλιά, πότε;», ζήτησε να της διευκρινίσω. «Πριν δυο-τρεις μήνες», είπα στην τύχη. «'Οχι, αυτή είναι έναν μήνα εδώ, σ' αυτό το μαγαζί–». «Καλώς, θα περάσω!», τη διέκοψα προτείνοντάς της το χαρτονόμισμα. «Ωραία, περίμενε να σου ετοιμάσω το δωμάτιο!». «Περιμένω».
Δεν άργησε να με καλέσει να την ακολουθήσω στα ενδότερα. Με οδήγησε σε μια καλούτσικη κάμαρα. «Μπαίνεις εδώ και περιμένεις».
Εκεί μέσα περίμενα 6 λεπτά μέχρι νά 'ρθει η περί ης ο λόγος.
«Γεια σου». «Γεια σουου!», μου ευχήθηκε — φαινόταν σε καλή διάθεση. "Where are you from?", ενδιαφέρθηκα να μάθω ενώ ακουμπούσε τη λιπαντική γέλη και το συσκευασμένο προφυλακτικό στο κρεβάτι, πλάι μου. «Ρωσία». «Αα, Ρωσία... Do you speak greek?". "No greek, only english".
Μένοντας ολόγυμνη —λίγο πριν με καπακώσει—, θέλησε κι εκείνη να μάθει, "you are Greek?". "Yes".
Ξεκίνησε με ακρογλώσσιο γλείψιμο και απαλά φιλάκια σε θηλές, λαιμό, αυτιά εκπέμποντας χαμηλής έντασης «μμμ». Παράλληλα μου απαλοχάιδευε τ' αχαμνά και τον πούτσο ενώ του λόγου μου θώπευα την κωλάρα, τον εύρωστο κορμό, τα σφιχτά βραχιόνια, τους αφράτους μαστούς, μην παραλείποντας να τους φιλάω – γλείφω, όπως και τον λαιμό, τα μάγουλα, "kiss on mouth?". "No...". "Ok!", τους λοβούς των αυτιώνε...
Δεν άργησε να τραβηχτεί για να πιάσει την καπότα. Ζήτησα να μου τη δώσει. "You put?", με κοίταξε. "Yes" "Now you 'll put or after?". "Now".
Της εξήγησα πως τελευταία προτιμώ να τοποθετώ εγώ το προφυλακτικό γιατί κάποιες το βάζουν άγαρμπα. Μου είπε πως από 'κείνη δεν είχα λόγο να φοβάμαι κάτι τέτοιο μιας και το ακουμπάει – ξετυλίγει με το στόμα...
Η πίπα της πάντως ήταν μέτρια, με ψιλοχάιδεμα των αρχιδιών και του περινέου μου.
"Let's try...", της έδειξα να πάρει θέση στα τέσσερα, «κρακ κρακ κρακ!...», καθώς σηκωνόμουν. "What?", απόρησε. "Doggy style!", διευκρίνισα. "Doggy style?". "Yes".
Λόγω σωματότυπου αντέχει σε δυνατό σφυροκόπι, ενώ και ο κόλπος της μου φάνηκε ελαστικός — πριν αρχίσω άλειψε την περιοχή μ' ελάχιστη λιπαντική γέλη.
«Πλαφ πλαφ πλαφ!...»
'Ενα σιγανό, γρήγορο χτύπημα στην πόρτα —με τις άκρες των δαχτύλων—, ακούστηκε ύστερα από λίγο. Κοίταξα το ρολόι μου. Δεν έπρεπε να είχαν συμπληρωθεί έξι λεπτά απ' τη στιγμή που η Ντάνα είχε ανοίξει τη συγκεκριμένη πόρτα...
Τέλος πάντων δεν έδωσε και δεν έδωσα σημασία οπότε συνέχισα τη γάμευση μέχρι την ολοκλήρωσή της έπειτα από ένα-δυο λεπτά.
'Οταν, καθώς ετοιμαζόμασταν, προσπάθησα να στρώσω λιγάκι το σεντόνι (έτσι ώστε να ήταν έτοιμο, αμέσως μόλις έφευγε, να έπαιρνα μερικές έξτρα φωτογραφίες) εκείνη δεν με άφησε λέγοντας, "leave it leave it, she came, she clean, don't worry!".
«Κανένα καλό μουνάκι, έχει;», με ρώτησε ένας νεαρός συναγωνιστής κάτω, στην κεντρική εξώπορτα. «Η επάνω, είναι νταρντάνα!», του απάντησα. «Οπ, ωραίος!», συμπλήρωσε εύθυμα ο επίσης νεαρός φίλος του.
Μερικά λεπτά αργότερα, αφού είχα μπει στο αυτοκίνητο κι ετοιμαζόμουν να βάλω μπρος, τους είδα να στρίβουν τη γωνία Ιάσονος-Κεραμεικού με κατεύθυνση την οδό Κολωνού.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Οκτωβρίου 05, 2015
Όνομα κοπέλας
Ντάνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:27
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε η μικρόστηθη πόρνη Μπιάνκα, διασχίζοντας το σαλόνι με κατεύθυνση το δωμάτιο στο βάθος, συμπληρώνοντας πως «είναι κι άλλη κοπελίτσα, περίμενε!».
«Γεια σας! Δύο κοπέλες έχουμε, δύο καυλίαρες, δέκα ευρώ. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, καλό σεξ, σιγά σιγά, να περάσετε πάρα πολύ ωραία!...», εμφανίστηκε και η υπηρεσία. «Νάτη και η άλλη κοπέλα!». Το υφασμάτινο διαχωριστικό παραμερίστηκε από μία εικοσάχρονη Ρουμάνα με μαύρο μαλλί μαζεμένο πίσω κι ένα ροζ πλαστικό λουλούδι στο πλάι, μετριογλυκούτσικο πρόσωπο, μικρό στήθος, χαμηλό ανάστημα, αφρατούτσικο κώλο χωρίς κυτταρίτιδα, γεματούτσικα μπούτια. «Γεια σας!». «Εδώ κορίτσι μας, κοριτσάρα, καυλιάρα, δέκα ευρώ! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, καλό σεξ, σιγά σιγά, να περάσετε καλά!», επανέλαβε η τσατσά.
Η νεαρή —που την είχα ξανασυναντήσει σε πρόσφατη πρωινή τσάρκα στο συγκεκριμένο μπουρδέλο— μας χαμογέλασε με νόημα και γυρίζοντας κούνησε προκλητικά τον κώλο πέρα-δώθε.
«Αστέρι το κορίτσι, καλή στο δωμάτιο!... Ποιος θέλει δωμάτιο;...». Τρεις νοματαίοι στεκόμασταν όρθιοι απέναντι απ' τις δύο γυναίκες. «Εσείς τι θα κάνετε;», απευθύνθηκε σε μένα η τσατσά. «Θα περάσω!», απάντησα. «'Ελα, δωμάτιο εδώ...», μου έδειξε εκείνο που πριν την ανακαίνιση είχε τους πολλούς μικρούς καθρέφτες και στ' οποίο είχα μπει την προπερασμένη βδομάδα. «Θα μπω, εκεί!», έδειξα το διπλανό. «Εδώ, εκεί, όπου θέλετε!», δεν έφερε αντίρρηση. «Πώς τη λένε;», ρώτησα καθώς την πλήρωνα. «Εεε, Γκαμπριέλα!».
'Οταν η γυμνόστηθη Γκαμπριέλα άνοιξε την πόρτα, ύστερα από 8 λεπτά, με βρήκε ξαπλωμένο.
«Γεια σου». «Γεια σου!», μου χαμογέλασε. «Τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Καλά».
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«'Αλλαξε αυτό το σπίτι, ήτανε αλλιώς», σχολίασα. «Το πήρε κάποιος άλλος και το έφτιαξε», πρόσθεσε εύθυμα και με το προφυλακτικό στο χέρι μού ζήτησε να της κάνω χώρο.
Ξετυλίγοντας —όσο γινόταν— το ελαστικό στο σε ηρεμία μόριό μου έκανε να ξεκινήσει την πίπα.
«Δεν μου λες. Κανένα φιλάκι στο στήθος δίνεις;», την πρόλαβα. «Ναι!». «Ας ξεκινήσουμε έτσι καλύτερα», της χαμογέλασα. «Αφού δεν μου είπες τίποτα, εγώ δεν μπορώ ν' αρχίσω μόνη μου», δικαιολογήθηκε κοιτώντας με παιχνιδιάρικα.
Τα φιλιά της ήταν επιφανειακά, σε γρήγορο ρυθμό, θορυβώδη˙ έπειτα από ένα σύντομο «μμμ» ακολουθούσε το «ματς!» κι έπειτα από ένα άλλο σύντομο «μμμ» ακολουθούσε το «μουτς!», ενώ με αραιά «μμ;» (καλά το κάνω;), ζητούσε την επιβεβαίωσή μου.
Φιλιά της πλάκας δηλαδίς...
«'Ηθελες φιλάκια, να!», μου χαμογέλασε πλατιά —της έλειπε ένα απ' τα πάνω πλαϊνά δόντια— συνεχίζοντας, «σ' αρέσει μωρό μου;». «Χε χε χε...», γέλασα αντί γι' απάντηση. «Ε;», επέμεινε. «'Οχι! Χε χε χε», την "κούφανα"... «Γιατί όχι;», ψιλογούρλωσε τα μάτια. «Το ωραίο το φιλί είναι έτσι...», είπα κι άρχισα να τη φιλάω – γλείφω στον λαιμό, στα μάγουλα, στ' αυτιά, ενώ και το στήθος της βρέθηκε βαθιά μέσα στη στοματική κοιλότητά μου. «Είδες;», τη ρώτησα κάποια στιγμή. «Χα χα, εγώ πάντως έτσι φιλάω!... Και το αγόρι μου πάλι έτσι το φιλάω!», αντέδρασε. «Μάλιστα...». «Δεν το φιλάω αλλιώς!».
Τέλος πάντων κάπως έτσι συνεχίσαμε τα προκαταρκτικά μέχρι που νιώθοντας τη στύση μου ικανή της ζήτησα να προχωρήσουμε στο φίκι φίκι.
«Πώς θες να πάμε;». «Τέσσερα!». «Τέσσερα!», επανέλαβε και πρόθυμα πήρε θέση "σπάζοντας" καλά τη μέση και τουρλώνοντας τον κώλο — ευμεγέθη μουνόχειλα. Το γαμήσι που ακολούθησε το παρακολουθούσε απ' τον πλαϊνό επίτοιχο καθρέφτη αναστενάζοντας ευλογοφανώς. Δεν άργησα να εκσπερματώσω.
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε η μικρόστηθη πόρνη Μπιάνκα, διασχίζοντας το σαλόνι με κατεύθυνση το δωμάτιο στο βάθος, συμπληρώνοντας πως «είναι κι άλλη κοπελίτσα, περίμενε!».
«Γεια σας! Δύο κοπέλες έχουμε, δύο καυλίαρες, δέκα ευρώ. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, καλό σεξ, σιγά σιγά, να περάσετε πάρα πολύ ωραία!...», εμφανίστηκε και η υπηρεσία. «Νάτη και η άλλη κοπέλα!». Το υφασμάτινο διαχωριστικό παραμερίστηκε από μία εικοσάχρονη Ρουμάνα με μαύρο μαλλί μαζεμένο πίσω κι ένα ροζ πλαστικό λουλούδι στο πλάι, μετριογλυκούτσικο πρόσωπο, μικρό στήθος, χαμηλό ανάστημα, αφρατούτσικο κώλο χωρίς κυτταρίτιδα, γεματούτσικα μπούτια. «Γεια σας!». «Εδώ κορίτσι μας, κοριτσάρα, καυλιάρα, δέκα ευρώ! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, καλό σεξ, σιγά σιγά, να περάσετε καλά!», επανέλαβε η τσατσά.
Η νεαρή —που την είχα ξανασυναντήσει σε πρόσφατη πρωινή τσάρκα στο συγκεκριμένο μπουρδέλο— μας χαμογέλασε με νόημα και γυρίζοντας κούνησε προκλητικά τον κώλο πέρα-δώθε.
«Αστέρι το κορίτσι, καλή στο δωμάτιο!... Ποιος θέλει δωμάτιο;...». Τρεις νοματαίοι στεκόμασταν όρθιοι απέναντι απ' τις δύο γυναίκες. «Εσείς τι θα κάνετε;», απευθύνθηκε σε μένα η τσατσά. «Θα περάσω!», απάντησα. «'Ελα, δωμάτιο εδώ...», μου έδειξε εκείνο που πριν την ανακαίνιση είχε τους πολλούς μικρούς καθρέφτες και στ' οποίο είχα μπει την προπερασμένη βδομάδα. «Θα μπω, εκεί!», έδειξα το διπλανό. «Εδώ, εκεί, όπου θέλετε!», δεν έφερε αντίρρηση. «Πώς τη λένε;», ρώτησα καθώς την πλήρωνα. «Εεε, Γκαμπριέλα!».
'Οταν η γυμνόστηθη Γκαμπριέλα άνοιξε την πόρτα, ύστερα από 8 λεπτά, με βρήκε ξαπλωμένο.
«Γεια σου». «Γεια σου!», μου χαμογέλασε. «Τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Καλά».
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«'Αλλαξε αυτό το σπίτι, ήτανε αλλιώς», σχολίασα. «Το πήρε κάποιος άλλος και το έφτιαξε», πρόσθεσε εύθυμα και με το προφυλακτικό στο χέρι μού ζήτησε να της κάνω χώρο.
Ξετυλίγοντας —όσο γινόταν— το ελαστικό στο σε ηρεμία μόριό μου έκανε να ξεκινήσει την πίπα.
«Δεν μου λες. Κανένα φιλάκι στο στήθος δίνεις;», την πρόλαβα. «Ναι!». «Ας ξεκινήσουμε έτσι καλύτερα», της χαμογέλασα. «Αφού δεν μου είπες τίποτα, εγώ δεν μπορώ ν' αρχίσω μόνη μου», δικαιολογήθηκε κοιτώντας με παιχνιδιάρικα.
Τα φιλιά της ήταν επιφανειακά, σε γρήγορο ρυθμό, θορυβώδη˙ έπειτα από ένα σύντομο «μμμ» ακολουθούσε το «ματς!» κι έπειτα από ένα άλλο σύντομο «μμμ» ακολουθούσε το «μουτς!», ενώ με αραιά «μμ;» (καλά το κάνω;), ζητούσε την επιβεβαίωσή μου.
Φιλιά της πλάκας δηλαδίς...
«'Ηθελες φιλάκια, να!», μου χαμογέλασε πλατιά —της έλειπε ένα απ' τα πάνω πλαϊνά δόντια— συνεχίζοντας, «σ' αρέσει μωρό μου;». «Χε χε χε...», γέλασα αντί γι' απάντηση. «Ε;», επέμεινε. «'Οχι! Χε χε χε», την "κούφανα"... «Γιατί όχι;», ψιλογούρλωσε τα μάτια. «Το ωραίο το φιλί είναι έτσι...», είπα κι άρχισα να τη φιλάω – γλείφω στον λαιμό, στα μάγουλα, στ' αυτιά, ενώ και το στήθος της βρέθηκε βαθιά μέσα στη στοματική κοιλότητά μου. «Είδες;», τη ρώτησα κάποια στιγμή. «Χα χα, εγώ πάντως έτσι φιλάω!... Και το αγόρι μου πάλι έτσι το φιλάω!», αντέδρασε. «Μάλιστα...». «Δεν το φιλάω αλλιώς!».
Τέλος πάντων κάπως έτσι συνεχίσαμε τα προκαταρκτικά μέχρι που νιώθοντας τη στύση μου ικανή της ζήτησα να προχωρήσουμε στο φίκι φίκι.
«Πώς θες να πάμε;». «Τέσσερα!». «Τέσσερα!», επανέλαβε και πρόθυμα πήρε θέση "σπάζοντας" καλά τη μέση και τουρλώνοντας τον κώλο — ευμεγέθη μουνόχειλα. Το γαμήσι που ακολούθησε το παρακολουθούσε απ' τον πλαϊνό επίτοιχο καθρέφτη αναστενάζοντας ευλογοφανώς. Δεν άργησα να εκσπερματώσω.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Σεπτεμβρίου 30, 2015
Όνομα κοπέλας
Γκαμπριέλα