ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΚΟΛΟΣ
Μέγας
- Εγγρ.
- 26 Μαρ 2012
- Μηνύματα
- 11.512
- Like
- 13.476
- Πόντοι
- 3.656
...............Ο Μπόκολος ήταν πολύ χαρούμενος. Έφευγε από την Πυροβολαρχία Διοίκησης της Κω, για να περάσει τις 10 τελευταίες μέρες της άδειας που είχε. Όταν γύρναγε, θα υπηρετούσε μια βδομάδα, θα παρέδιδε, θα έπαιρνε το Απολυτήριο και θα ήταν πια ελεύθερος.
Το μέλλον φάνταζε ρόδινο και σπαρμένο με προοπτικές. Μαζί του έφευγαν και άλλοι τρεις Συνάδελφοι. Ο Ένας αποδείχτηκε πιο πονηρός, και είχε μαζί του ένα μπουκάλι Βότκα. Κοιτάχτε Μαλάκες, μας ξεκαθάρισε πριν μπούμε καν στο πλοίο, θα βρούμε μια απλωσιά σε καναπέδες αλλά δεν θα κάτσουμε δίπλα ο ένας στον άλλο. Θα αφήσουμε μια θέση ανάμεσά μας. Αν έρθουν γκόμενες τις καλούμε να κάτσουν, και η βότκα θα ζεστάνει το κλίμα. Αυτονόητο ότι συμφωνήσαμε, ήταν φανερό ότι είχε εμπειρία, κανένας μας δεν θα σκεφτόταν κάτι παρόμοιο.
...............Η Θεά Τύχη φάνηκε σπλαχνική μαζί μας, και ύστερα από λίγο φάνηκαν 4 ξανθές Αλλοδαπές να ψάχνουν θέση. Η Πρόσκληση έγινε, αντάλλαξαν λίγες κουβέντες στη γλώσσα τους κι έκατσαν η κάθε μια δίπλα σε αυτόν που διάλεξαν.
...............Ανταλλάχτηκαν οι πρώτες αναγνωριστικές ερωτήσεις, στυλ από που είστε κλπ, από την Ελβετία είχαν περάσει καλά στην Κω και γύρναγαν στη Χώρα τους. Το παράξενο ήταν ότι κανένα από τα 8 άτομα δεν ρώτησε τα ονόματα των άλλων, εκείνη τη στιγμή δεν το σκέφτηκα, ίσως να σήμαινε κάτι, ίσως όχι, αυτή η απορία μου δημιουργήθηκε πολύ αργότερα.
...............Η Βότκα άρχισε να σερβίρεται ύστερα από λίγο στα πλαστικά ποτηράκια και άρχισαν να σκάνε κάποια χαμόγελα, ο θεός Διόνυσος άρχισε το έργο του. Ύστερα από καμιά ώρα συζητήσεων περί Ανέμων και Υδάτων, ήταν φανερό ότι χαβαλές γινόταν και δεν θα προχωρούσαμε σε κάτι περισσότερο, δεν βαριέσαι σκεφτήκαμε, από το να ήμασταν απλά τέσσερα μπακούρια που στο κάτω - κάτω είχαμε συζητήσει τα πάντα μεταξύ μας, καλύτερα να καβλαντίζουμε με γυναίκες.
...............Και ξαφνικά αυτή που ήταν δίπλα του τον κοίταξε με ένα βλέμμα το οποίο δεν μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει και του είπε ..Βαρέθηκα, πάμε να περπατήσουμε στο πλοίο;.... Αυτονόητο ότι συγκατένευσε, βγήκαν στο Κατάστρωμα, την αγκάλιασε αυθόρμητα κι αυτή σφίχτηκε πάνω του, δίνοντας έγκριση με τον τρόπο αυτό.
...............Ελάχιστα άτομα κυκλοφορούσαν έξω, αλλά αυτό δεν φάνηκε να επηρρεάζει αρνητικά την Κατάσταση. Οι γενικόλογες συζητήσεις συνεχίστηκαν, η βραδιά ήταν πολύ καλή, κι απολάμβαναν ο ένας την παρέα του άλλου, χωρίς κάποια παραπάνω κίνηση από τη μεριά τους. Κάποια στιγμή λίγο πριν ξημερώσει έκατσαν σε ένα παγκάκι, περπάταγαν πολλές ώρες, και μια δροσερή πνοή ανέμου την έσπρωξε πιο κοντά του. Αυθόρμητα έβγαλε το καλοκαιρινό μπουφάν και τη σκέπασε. Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να μιλήσει κανείς, ο Μπόκολος κοιτούσε το σκοτάδι αφηρημένος, η κοπέλα ακουμπισμένη στο στήθος του με τα μάτια κλειστά. Και ξαφνικά, έσκασε το πρώτο ροδόχρωμα της Αυγής. Η Κοπέλλα άνοιξε τα μάτια της, χαμογέλασε και του είπε
....Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που σήμερα το πρωί φεύγω κατευθείαν για την Πατρίδα μου
....Γιατί; ρώτησε έκπληκτος ο Μπόκολος
....Επειδή αν έμενα άλλες λίγες ώρες μαζί σου, δεν θα μπορούσα να επιστρέψω
Τέτοια ροπαλιά δεν την περίμενε. Ποτέ δεν είχε επηρεάσει καμία από όλες όσες είχε γνωρίσει γυρνώντας όλα τα Ελληνικά Νησιά με τέτοιο τρόπο, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
...............Μια τρελή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Να της έλεγε να μη φύγει, να μείνει μαζί του. Πλην όμως, πως θα το έκανε; πως θα την κουβαλούσε στους γονείς του υποχρεώνοντάς τους να τη βάλουν στο σπίτι τους, λέγοντάς τους να τον περιμένουν να αποστρατευτεί; θα το δεχόταν στο κάω - κάτω η κοπέλα;
...............Κι έτσι, δεν είπε κάτι, δεν προσπάθησε καν να τη φιλήσει, ο αποχωρισμός θα ήταν λιγότερο δυσάρεστος με τον τρόπο αυτό, προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε.
............... Οι υπόλοιπες μέρες πέρασαν αρκετά γρήγορα, χωρίς να ξανασκεφτεί εκείνη τη βραδιά, έτσι τουλάχιστον Νόμιζε. Γύρισε πίσω, και μια βραδυά στη σκοπιά στο Γερμανικό νούμερο, ενώ κοίταζε τον Πολικό Αστέρα που του έκανε συντροφιά, ένας Γκιώνης άρχισε το τραγούδι του. Θυμήθηκε ότι ένας Βοσκός σύμφωνα με το Μύθο είχε σκοτώσει τον αδελφό του άδικα, επειδή νόμισε ότι είχε χάσει ένα πρόοβατο, και ο θεός τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε Πουλί, ο οποίος κάθε βράδυ θρηνεί τον αδερφό του τον Γκιώνη.
...............Κι αυθόρμητα του ήρθε το πιο κάτω ποίημα, φαίνεται ότι το παραγωγικό τμήμα του Εγκεφάλου του δούλευε όλες αυτές τις μέρες στα κρυφά.
Ίσα στα μάτια μου μπροστά, το Πολικό Αστέρι
Και λίγο πιο Αριστερά, η Μεγάλη Άρκτος και η Μικρή
το ξέρω πως η ανάμνηση που ο Γκιώνης θα μου φέρει
θρηνώντας το αδέρφι του, θα 'ναι σκληρή, πικρή
Τριγύρω μου η κατάμαυρη νύχτα,
τα μάτια της φεγγάρια λαμπρά
την φώτισαν κι έφυγαν, περαστικά
καλό ήταν το διάλειμμα στη μοναξιά,
κέρδισα κι έχασα, πάρα πολλά
Θυμάμαι σαν σε όνειρο, σ' εκείνο το καράβι
τα λόγια που μου είπε, τα εξομοληγητικά
γέννησαν, κι αμέσως σκότωσαν, χίλιες προσδοκίες
κι η νύχτα εξαφανίστηκε, τότε προσωρινά
όταν ανέτειλε ο ήλιος όμως, έχασα ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ
...............Πέρασαν σχεδόν 4 δεκαετίες από εκείνη τη νύχτα. Κάθε Καλοκαίρι, μα κάθε Καλοκαίρι τον βασανίζει αυτή η σκέψη. Πως θα είχε εξελιχθεί η ζωή του, αν οι συνθήκες του είχαν επιτρέψει να την κρατήσει μαζί του. Θα ήταν η τέλεια σχέση; θα είχε ξεφτίσει πολύ γρήγορα; Μερικές ερωτήσεις δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν
Το μέλλον φάνταζε ρόδινο και σπαρμένο με προοπτικές. Μαζί του έφευγαν και άλλοι τρεις Συνάδελφοι. Ο Ένας αποδείχτηκε πιο πονηρός, και είχε μαζί του ένα μπουκάλι Βότκα. Κοιτάχτε Μαλάκες, μας ξεκαθάρισε πριν μπούμε καν στο πλοίο, θα βρούμε μια απλωσιά σε καναπέδες αλλά δεν θα κάτσουμε δίπλα ο ένας στον άλλο. Θα αφήσουμε μια θέση ανάμεσά μας. Αν έρθουν γκόμενες τις καλούμε να κάτσουν, και η βότκα θα ζεστάνει το κλίμα. Αυτονόητο ότι συμφωνήσαμε, ήταν φανερό ότι είχε εμπειρία, κανένας μας δεν θα σκεφτόταν κάτι παρόμοιο.
...............Η Θεά Τύχη φάνηκε σπλαχνική μαζί μας, και ύστερα από λίγο φάνηκαν 4 ξανθές Αλλοδαπές να ψάχνουν θέση. Η Πρόσκληση έγινε, αντάλλαξαν λίγες κουβέντες στη γλώσσα τους κι έκατσαν η κάθε μια δίπλα σε αυτόν που διάλεξαν.
...............Ανταλλάχτηκαν οι πρώτες αναγνωριστικές ερωτήσεις, στυλ από που είστε κλπ, από την Ελβετία είχαν περάσει καλά στην Κω και γύρναγαν στη Χώρα τους. Το παράξενο ήταν ότι κανένα από τα 8 άτομα δεν ρώτησε τα ονόματα των άλλων, εκείνη τη στιγμή δεν το σκέφτηκα, ίσως να σήμαινε κάτι, ίσως όχι, αυτή η απορία μου δημιουργήθηκε πολύ αργότερα.
...............Η Βότκα άρχισε να σερβίρεται ύστερα από λίγο στα πλαστικά ποτηράκια και άρχισαν να σκάνε κάποια χαμόγελα, ο θεός Διόνυσος άρχισε το έργο του. Ύστερα από καμιά ώρα συζητήσεων περί Ανέμων και Υδάτων, ήταν φανερό ότι χαβαλές γινόταν και δεν θα προχωρούσαμε σε κάτι περισσότερο, δεν βαριέσαι σκεφτήκαμε, από το να ήμασταν απλά τέσσερα μπακούρια που στο κάτω - κάτω είχαμε συζητήσει τα πάντα μεταξύ μας, καλύτερα να καβλαντίζουμε με γυναίκες.
...............Και ξαφνικά αυτή που ήταν δίπλα του τον κοίταξε με ένα βλέμμα το οποίο δεν μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει και του είπε ..Βαρέθηκα, πάμε να περπατήσουμε στο πλοίο;.... Αυτονόητο ότι συγκατένευσε, βγήκαν στο Κατάστρωμα, την αγκάλιασε αυθόρμητα κι αυτή σφίχτηκε πάνω του, δίνοντας έγκριση με τον τρόπο αυτό.
...............Ελάχιστα άτομα κυκλοφορούσαν έξω, αλλά αυτό δεν φάνηκε να επηρρεάζει αρνητικά την Κατάσταση. Οι γενικόλογες συζητήσεις συνεχίστηκαν, η βραδιά ήταν πολύ καλή, κι απολάμβαναν ο ένας την παρέα του άλλου, χωρίς κάποια παραπάνω κίνηση από τη μεριά τους. Κάποια στιγμή λίγο πριν ξημερώσει έκατσαν σε ένα παγκάκι, περπάταγαν πολλές ώρες, και μια δροσερή πνοή ανέμου την έσπρωξε πιο κοντά του. Αυθόρμητα έβγαλε το καλοκαιρινό μπουφάν και τη σκέπασε. Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να μιλήσει κανείς, ο Μπόκολος κοιτούσε το σκοτάδι αφηρημένος, η κοπέλα ακουμπισμένη στο στήθος του με τα μάτια κλειστά. Και ξαφνικά, έσκασε το πρώτο ροδόχρωμα της Αυγής. Η Κοπέλλα άνοιξε τα μάτια της, χαμογέλασε και του είπε
....Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που σήμερα το πρωί φεύγω κατευθείαν για την Πατρίδα μου
....Γιατί; ρώτησε έκπληκτος ο Μπόκολος
....Επειδή αν έμενα άλλες λίγες ώρες μαζί σου, δεν θα μπορούσα να επιστρέψω
Τέτοια ροπαλιά δεν την περίμενε. Ποτέ δεν είχε επηρεάσει καμία από όλες όσες είχε γνωρίσει γυρνώντας όλα τα Ελληνικά Νησιά με τέτοιο τρόπο, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
...............Μια τρελή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Να της έλεγε να μη φύγει, να μείνει μαζί του. Πλην όμως, πως θα το έκανε; πως θα την κουβαλούσε στους γονείς του υποχρεώνοντάς τους να τη βάλουν στο σπίτι τους, λέγοντάς τους να τον περιμένουν να αποστρατευτεί; θα το δεχόταν στο κάω - κάτω η κοπέλα;
...............Κι έτσι, δεν είπε κάτι, δεν προσπάθησε καν να τη φιλήσει, ο αποχωρισμός θα ήταν λιγότερο δυσάρεστος με τον τρόπο αυτό, προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε.
............... Οι υπόλοιπες μέρες πέρασαν αρκετά γρήγορα, χωρίς να ξανασκεφτεί εκείνη τη βραδιά, έτσι τουλάχιστον Νόμιζε. Γύρισε πίσω, και μια βραδυά στη σκοπιά στο Γερμανικό νούμερο, ενώ κοίταζε τον Πολικό Αστέρα που του έκανε συντροφιά, ένας Γκιώνης άρχισε το τραγούδι του. Θυμήθηκε ότι ένας Βοσκός σύμφωνα με το Μύθο είχε σκοτώσει τον αδελφό του άδικα, επειδή νόμισε ότι είχε χάσει ένα πρόοβατο, και ο θεός τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε Πουλί, ο οποίος κάθε βράδυ θρηνεί τον αδερφό του τον Γκιώνη.
...............Κι αυθόρμητα του ήρθε το πιο κάτω ποίημα, φαίνεται ότι το παραγωγικό τμήμα του Εγκεφάλου του δούλευε όλες αυτές τις μέρες στα κρυφά.
Ίσα στα μάτια μου μπροστά, το Πολικό Αστέρι
Και λίγο πιο Αριστερά, η Μεγάλη Άρκτος και η Μικρή
το ξέρω πως η ανάμνηση που ο Γκιώνης θα μου φέρει
θρηνώντας το αδέρφι του, θα 'ναι σκληρή, πικρή
Τριγύρω μου η κατάμαυρη νύχτα,
τα μάτια της φεγγάρια λαμπρά
την φώτισαν κι έφυγαν, περαστικά
καλό ήταν το διάλειμμα στη μοναξιά,
κέρδισα κι έχασα, πάρα πολλά
Θυμάμαι σαν σε όνειρο, σ' εκείνο το καράβι
τα λόγια που μου είπε, τα εξομοληγητικά
γέννησαν, κι αμέσως σκότωσαν, χίλιες προσδοκίες
κι η νύχτα εξαφανίστηκε, τότε προσωρινά
όταν ανέτειλε ο ήλιος όμως, έχασα ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ
...............Πέρασαν σχεδόν 4 δεκαετίες από εκείνη τη νύχτα. Κάθε Καλοκαίρι, μα κάθε Καλοκαίρι τον βασανίζει αυτή η σκέψη. Πως θα είχε εξελιχθεί η ζωή του, αν οι συνθήκες του είχαν επιτρέψει να την κρατήσει μαζί του. Θα ήταν η τέλεια σχέση; θα είχε ξεφτίσει πολύ γρήγορα; Μερικές ερωτήσεις δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν