Ήμουν μόλις είκοσι χρονών όταν γνώρισα τη Νανά. Ένα κορίτσι λεπτό, γεμάτο νεανική ζωντάνια και μια ομορφιά διακριτική, όχι κραυγαλέα — σαν εκείνα τα λουλούδια που ανθίζουν μόνο για λίγο, αλλά μένουν στη μνήμη για πάντα. Ήταν αυθόρμητη, ειλικρινής, και η σχέση μας είχε εκείνη την απλότητα και την ένταση που μόνο τα πρώτα χρόνια της ζωής γνωρίζουν.
Πέρασαν δεκαετίες από τότε. Τώρα, έχοντας φτάσει στη δική μου έκτη δεκαετία, έτυχε να τη δω ξανά — όχι από κοντά, μα μέσα από φωτογραφίες. Ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια του, όπως κάνει σε όλους, κι όμως κάτι από εκείνη την παλιά σπίθα φάνηκε να παραμένει. Ένιωσα ένα περίεργο μείγμα τρυφερότητας και απόστασης· μια ήρεμη αποδοχή πως κάθε εποχή της ζωής μας έχει τους δικούς της ανθρώπους, τα δικά της πρόσωπα και τους δικούς της ρυθμούς.
Σήμερα, κοιτάζοντας πίσω, δεν έχω καμιά διάθεση για σύγκριση — μονάχα ευγνωμοσύνη. Για εκείνη τη σύντομη νεανική συνάντηση που, με τον τρόπο της, με συνόδευσε ως εδώ.