τι γράφει ο ραφαηλιδης : (οι δύο πρώτες σελίδες του κεφαλαίου για τους αλβανούς από το βιβλίο του "οι λαοί των Βαλκανίων")
Το όνομα Αλβανία είναι εφεύρεση των βυζαντινών λογίων του 11ου αιώνα. Οι Αλβανοί ουδέποτε ονόμασαν τους εαυτούς τους έτσι. Προτιμούν το όνομα Σκιπετάρ, που στη γλώσσα τους σημαίνει ορεινός. Οταν, λοιπόν, λέμε Αλβανοί εννοούμε κυρίως τους κατοίκους των Αλβανικών Αλπεων, που είναι ένα από τα πιο όμορφα τοπία σ’ ολόκληρη τη γη και όχι μόνο στην Ευρώπη.
Κυρίως Αλβανοί, συνεπώς, είναι μόνο οι βόρειοι Γκέκηδες, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, αν υποθέσουμε πως θα ήταν δυνατό να υπάρξουν απόγονοι τόσο μακρινών προγόνων. Εν πάση περιπτώσει, οι βόρειοι Αλβανοί, οι Γκέκηδες, ποιητική και μυθολογική αδεία θα μπορούσαν να πουν πως είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, με την ίδια έννοια που και μεις, εθνομυθολογούντες, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.
Πάντως, οι νότιοι Αλβανοί, οι Τόσκηδες, απ’ τους οποίους κατάγονται και οι Έλληνες Αρβανίτες, είναι μια πανσπερμία λαών, ανάμεσα στους οποίους ασφαλώς υπάρχουν και «γνήσιοι» απόγονοι αρχαίων Ελλήνων. Διότι απογόνους άφησαν, βέβαια, και οι Έλληνες που κατοικούσαν στις ελληνικές αποικίες της Ιλλυρίας. Μόνο που είναι εντελώς ανόητο να μιλάει κανείς σήμερα για απογόνους αρχαίων λαών, ύστερα από αιώνες επιμειξιών παντού στον κόσμο και κυρίως στο μεγαλύτερο χωνευτήρι λαών της υφηλίου, που είναι πάντα η Μεσόγειος.
Αρχαιοελληνικά ίχνη στη σημερινή Αλβανία υπάρχουν μόνο στα τοπωνύμια της περιοχής της Χειμάρρας. Ενώ οι Έλληνες της Αλβανίας (οι Βορειοηπειρώτες) μετανάστευσαν εκεί από νοτιότερα μετά τον 13ο αιώνα, περίπου την ίδια εποχή που κινήθηκαν προς νότον οι Τόσκηδες της νοτίου Αλβανίας, οι πρόγονοι των Ελλήνων Αρβανιτών της Αττικής, των νησιών του Αργοσαρωνικού, της Εύβοιας και της Κορινθίας.
Το ότι οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου δεν έχουν καμιά σχέση με τους αρχαίους Έλληνες της Ιλλυρίας, το μαρτυράει η πλήρης ανυπαρξία ιχνών αρχαιοελληνικής γλώσσας στην περιοχή, όπως στη γλώσσα των Ποντίων για παράδειγμα. Και τα ερείπια των ελληνικών αποικιών της Απολλωνίας και της Επιδαύρου (στην Ιλλυρία) δεν έχουν μεγαλύτερη εθνολογική αξία απ’ αυτά που έχουν όλα τα διάσπαρτα στη Μεσόγειο κατάλοιπα των ελληνικών αποικιών.
Το εθνολογικό μπέρδεμα της Αλβανίας, όπου μπορεί να βρει κανείς «γνήσιους» Αλβανούς μόνο στη γνήσια παραλλαγή της αλβανικής σοβινιστικής κουταμάρας, ανακλάται κατά κύριο λόγο στη γλώσσα. Στις 5.000 αλβανικές λέξεις, οι 1.400 περίπου έχουν λατινική ρίζα, οι 1.200 τουρκική, οι 850 νεοελληνική, και οι 400 γερμανική. Απομένουν περίπου 750 λέξεις αγνώστου ετυμολογίας που εικάζεται πως είναι κατάλοιπα της αρχαίας Ιλλυρικής, που είχε μια σχέση με την αρχαία ελληνική στο μέτρο που ήταν παρακλάδι της θρακικής, η οποία επηρέασε ουσιαστικότατα και την αρχαία ελληνική.
Η κυριαρχία της λατινικής και της τουρκικής στην αλβανική είναι σαφέστατη. Αλλά το «πάντρεμα» αυτών των δύο εντελώς άσχετων μεταξύ τους γλωσσών δεν είναι το μεγαλύτερο μυστήριο σ’ αυτή τη μυστήρια χώρα που είναι η Αλβανία. Το μεγαλύτερο μυστήριο είναι η συνύπαρξη τριών θρησκειών επί πληθυσμού τριών εκατομμυρίων. Το 67% των Αλβανών είναι μωαμεθανοί, το 21% ορθόδοξοι, στους οποίους, βεβαίως, δεν ανήκουν μόνο οι Έλληνες, και το 12% καθολικοί. Τους Αλβανούς μωαμεθανούς κάποιοι εδώ σε μας τους ονόμασαν κάποτε τουρκαλβανούς, βάσει της διπλής και διπλά ηλιθίας εξισώσεως σύμφωνα με την οποία, πας μωαμεθανός Τούρκος και πας ορθόδοξος Έλλην, που τόσες συμφορές προκάλεσε στον ελληνισμό, έτσι που χάρισε όλους τους μουσουλμάνους στους Τούρκους.
Και το μεγαλύτερο όλων των παραδόξων: Αυτή η πανσπερμία λαώνμέχει μια απίθανα αναπτυγμένη εθνική (αλβανική) συνείδηση. Η δύσκολη ζωή πάνω στα κατσάβραχα δημιούργησε, μέσα στους αιώνες, μια ενιαία εθνότητα, χωρίς ξεκάθαρη εθνολογική ρίζα. Που έτσι κι αλλιώς είναι άχρηστη για όλους τους λαούς που κατοικούν σ’ έναν πλανήτη που διαφοροποιεί αδιάκοπα τα εθνολογικά μείγματα. Και επειδή το αλβανικό κράτος είναι κράτος «τεχνητό» που το δημιούργησαν οι μεγάλες δυνάμεις, οι μεθοριακές διαφορές ανάμεσα στα δυο όμορα κράτη, την Ελλάδα και την Αλβανία, δεν οξύνθηκαν ποτέ μέχρι ρήξεως άλλης, πλην αυτής που προκάλεσε το κομμουνιστικό καθεστώς. Η τεχνητή εχθρότητα και τα παιδαριώδη θούρια του τύπου «έχω μια αδερφή, νυφούλα αληθινή τη λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ» έχουν τη ρίζα τους στον αντικομμουνισμό μάλλον παρά στον ανύπαρχτο αντιαλβανισμό ημών των Νεοελλήνων.
Για να συνειδητοποιήσετε τη συγγένεια ανάμεσα στους δυο λαούς φέρτε μόνο στο νου σας πως η ελληνική εθνική στολή, η φουστανέλα, είναι η αλβανική λαϊκή φορεσιά. Τη φορούν και σήμερα οι παππούδες στα αλβανικά χωριά. Όχι πάντως και στα ελληνικά της Βορείου Ηπείρου, όπου σχεδόν κανείς δε φοράει πια φουστανέλα. Που, ως εθνική στολή, μας ξέμεινε απ’ την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Η οποία κατ’ ουσίαν ήταν ελληνοαλβανική.