Οξαποδω
Ανώτατος
- Εγγρ.
- 19 Αυγ 2009
- Μηνύματα
- 3.980
- Κριτικές
- 27
- Like
- 12.804
- Πόντοι
- 15.845
σκεμπές ο [skembés] Ο13 : (λαϊκότρ.) η κοιλιά και το στομάχι, κυρίως όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι είναι πλαδαρά και προτεταμένα: Έκανε σκεμπέ από το πολύ φαΐ. || στομάχι σφαγμένου ζώου από το οποίο παρασκευάζεται πατσάς. [τουρκ. işkembe -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]Τι εννοεις σκεμπε;