"Ένα πλοίο φαίνεται στον ορίζοντα", σημαίνει κάτι άλλο από το "ένα πλοίο διακρίνεται στον ορίζοντα";
Το "είμαι ορατός", που λέει, γιατί το φάγατε;
Είμαι ορατός δε σημαίνει φαίνομαι;
Μάθετε τι σημαίνει ΠΡΟΘΕΣΗ πρώτα και μετά σχολιάστε για το ποιός ξέρει ελληνικά.
Καλή μελέτη.
el.wikipedia.org
Επειδή
διακρίνω πως εμμένετε στην πλάνη σας θα μπω στη βάσανο να σας εξηγήσω τη διαφορά.
Διακρίνω σημαίνει : Αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο, το-τον αναγνωρίζω ως διαφορετικό, δεν το-τον συγχέω με κάποιον ή με κάτι άλλο, εν ολίγοις: Ξεχωρίζω.
Χρησιμοποιείται δε όχι για την όψη - σχήμα, αλλά για κάποια ιδιότητα - γνώρισμα -κατάσταση που έχει - βρίσκεται κάποιος ή κάτι και χρησιμοποιείται κατά κόρον
για πράγματα που αντιλαμβάνομαστε δια μέσου και των πέντε αισθήσεών μας, τα οποία είναι τόσο ξεχωριστά ή ξεκάθαρα, ώστε να τα αναγνωρίζουμε ανάμεσα σε άλλους ή σε άλλα:
Όραση : Τον διέκρινα από μακριά να έρχεται χάρις στο ύψος του . Καθώς πλησιάζει στο λιμάνι αρχίζει να διακρίνεται ότι το καράβι που έρχεται είναι το τάδε.
Γεύση: Διακρίνω ότι το λευκό είναι καλύτερο κρασί από το κόκκινο.
Όσφρηση: Το άρωμα αυτό - η μυρωδιά αυτή, είναι τόσο διακριτικό--ή ώστε θα το ξεχώριζα ανάμεσα σε δεκάδες άλλα-ες.
Αφή: Είναι πολύ εύκολο να διακρίνεις το ζεστό από το κρύο.
Ακοή: Ένα εκπαιδευμένο αυτί, ξεχωρίζει τον ήχο του μαντολίνου από της κιθάρας.
Επίσης χρησιμοποιείται για κάποιες καταστάσεις που κάτι χωρίς να είναι έντονο γίνεται γίνεται αντιληπτό διαμέσου της γενικής παρατήρησης της συμπεριφοράς ενός ατόμου: Διέκρινα μια ειρωνεία στα λόγια του - μια θλίψη στο βλέμμα του. Στη συμπεριφορά του διακρίνεις μια εμπάθεια.
Τέλος χρησιμοποιείται για κάποιο ξεκάθαρα αποδεδειγμένο στοιχείο χαρακτήρα: Τον -την διακρίνει η ειλικρίνεια / η γενναιότητα κλπ.
Το
φαίνεται, αντιθέτως με το διακρίνεται, αφορά όψη - σχήμα, και όχι κάποια ιδιότητα γνώρισμα ή κατάσταση που έχει κάποιος ή κάτι και, έχει τις εξής σημασίες:
Γίνομαι ορατός, φανερώνομαι, διακρίνομαι ΩΣ ΟΨΗ - ΣΧΗΜΑ: Στο βάθος φαίνεται ένα καράβι.
Εμφανίζομαι - παρουσιάζομαι: Άφαντος έχεις γίνει. Που ήσουν;
Εκδηλώνομαι - παρέχω ενδείξεις: Τώρα που εκδηλώθηκε πλήρως η ασθένεια φάνηκε πόσο επικίνδυνη είναι.
Επίσης το φαίνομαι χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει :
Κάτι που δεν είναι καθαρά διακριτό (όπως αντιθέτως υποδηλώνει το "διακρίνομαι"), αλλά αφήνει-δημιουργεί γενικευμένη εντύπωση-αίσθηση: Πως σου φάνηκε το ταξίδι; Φοβάμαι ότι θα καταλάβει ότι του λέω ψέματα. Μου φάνηκε ότι άκουσα κάποιον να φωνάζει.
Κάτι που εικάζεται ή πιθανολογείται (και όχι κάτι βέβαιο όπως στην περίπτωση του "διακρίνομαι") : Φαίνεται να το πάει για βροχή. Φαίνεται πως την πατήσαμε την μπανανόφλουδα.
Κάτι που νιώθουμε γενικευμένα χωρίς να το προσδιορίζουμε ακριβώς: Αυτή η μέρα μου φάνηκε ατελείωτη.