Όλες οι κριτικές για την Λάουρα - Κατεχάκη 5

1 κριτικές

Γενική βαθμολογία 
 
8.7
Εμφάνιση κοπέλας 
 
8.0  (1)
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας 
 
9.0  (1)
Σχέση αξίας/κόστους 
 
9.0  (1)
1 αποτελέσματα - εμφανίζονται 1 - 1
Διάταξη
10 Φεβρουαρίου, 2012
Γενική βαθμολογία
 
8.4
Εμφάνιση κοπέλας
 
8.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
 
9.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
 
8.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
 
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
 
9.0
Sex Studio

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η παρούσα κριτική απευθύνεται εις όσους εξ υμών διαθέτουν φιλολόγιαν διάθεσιν. Όσοι δεν την διαθέτουν ή ενδιαφέρονται αμιγώς δια τις επιδόσεις της κορασίδος, ας περάσουν κατευθείαν στο Β΄μέρος.


Α΄ Αι εμμοναί

Ο ορίζων είχε συσκοτασθεί ήδη πριν δύσει ο ήλιος, και ουρανός μολύβδινος, στυγνός και αφεγγής, εκρέματο ύπερθεν του τοπίου ως θόλος σκοτεινός. Σφοδρότατος Γρέγος* είχεν αρχίσει να φυσά απο της πρωΐας, συρίζων λυσσωδώς εις θαλάσσιαν και ηπείρωτικήν χώραν, συσφίγγων και περιελίσσων εγγύθεν τα διάσπαρτα του άστεως απορρίματα, εμβάλλων δίνας και στροβιλισμούς εις την πόλιν. Τέλος οι καταρράκται του ουρανού ηνοίγησαν και έγινε βροχή, θάλασσα, καταποντισμός. Ορισμένα εκ των κατωγείων των οικιών είχον πλημμυρήσει. Το καπηλείον του Δαμίγου είχε γεμίσει νερόν ως δύο πήχεις. Οι βρόχινοι ποταμοί που τάχιστα εσχηματίσθησαν, παρέσυραν παντός είδους ρυπαρά αντικείμενα, τα οποία καθιστούσαν δυσχερήν την διέλευσην εποχούμενων και μή διαβατών. Εφαίνετο την εσπέραν εκείνην ότι το υγρόν στοιχείον εκυνήγει άπαντας κατά πόδα, τους διεξεδίκει ως ιδικούς του. Άπαντες ήσαν βιαστικοί. Ελάχιστοι έμεναν αμέτοχοι της γενικής εκγρήγορσης. Μεταξύ αυτών και ο γέρο Templar. Ο άνδρας αυτός ίστατο την στιγμή εκείνην επί της γέφυρας της οδού Κατεχάκη και με την κόμην ανάστατον από τον άνεμον και την βροχήν, παρετήρει μελαγχολικός και σύννους τον μακρινόν ορίζοντα. Ωρισμέναι σκέψεις έμμονοι και πεπυρακτωμέναι του εφλόγιζαν τον νουν και μιά οπτασία συνετάραζε την σφαδάζουσα συναισθηματικότητά του. Οι λογισμοί του ίπταντο προς το παρελθόν και εις την Αιώνιον Πόλιν, όπου επί πολλά έτη έζησε, σπουδάζων και μετέπειτα εργαζόμενος. Τότε, που η οπτασία έφερεν υπόστασιν και όνομα και το όνομα τούτο ήτο Gaia. Ο Templar είχε αγαπήσει εμμανώς την Gaia. Ομοίως και η Gaia, ηγάπα περιπαθώς τον νεαρόν τότε Templar. Πλήν όμως τον εγκατέλειψε. Ο Templar, τρωθείς βαθύτατα εις την καρδίαν, απεφάσισε να εγκαταλείψει την Αιώνιον Πόλιν και να αναζητήσει εις Βενετίαν μίαν λήθη που εφαίνετο προβληματική, διότι το πάθος του δια την ωραίαν και σεμνήν Ρωμαία ήτο μέγα και η θλίψης που προεκάλεσε εις αυτόν ο χωρισμός, αβυσσαλέα. Ο γέρων πλέον Templar, όστις, άν και δεν ήθελε να το ομολογήσει, επόνει περισσότερον δίοτι ήτο αυτός ο ίδιος που έφερε ακεραία την του χωρισμού ευθύνην. Καίτοι δεσμευμένος μετά της καλλίπυγου κόρης, ησχολείτο πέραν του δέοντος με τας απολάυσεις της ζωής και ιδίως με τας ηδονάς του έρωτος, επιδιώκων να έλθη εις άμεσους και ιδιαιτέρως στενάς επαφάς με πολλάς ωραίας νεανίδας και κυρίας. Ήτο μία εκ των μελαχροινών εκείνων και περιπαθών φύσεων, εις των ερωτύλων εκείνων νέων, οίτινες δεν θέλουσι να ακούσωσει άλλο τι παρά το πάθος των και μόνον, πράγμα το οποίον η κόρη δεν εδύνατο να ανεχθεί πλέον. Ούτω, και κατά την παρούσαν στιγμήν, συλλογιζόμενος δια πολλοστήν φοράν τα γεγονότα της εν Ιταλικής χερσονήσου διαμονής του, επέρασε εμπρός από τα όμματα του την χείρα του, ωσάν να ήθελε να εκκδιώξει τας Ερινύας** που τον κατέτρυχον και εβάδησεν το υπόλοιπον μήκος της γέφυρος. Αφού εβάδισε επ΄ολίγα ακόμα λεπτά, διασχίζων κατά πλάτος την οδόν Κατεχάκη, είδεν καταντίκρυ του, φωτεινήν πινακίδαν σημειούσα πορνείον. Η επίσκεψίς του εις τον οικίσκον τούτον δεν ήτο εκ συγκυρίας, αλλά εκ προμελέτης συνέπεια και κατά το σύνηθες, προκειμένου να αντιδράσει λυσιτελώς, διαρριγνύοντας τα δεσμά της στυγνής μελαγχολίας που κατά καιρούς τον εταλαιπώρει. Ανέβη σκυθρωπός την ελικοειδήν κλίμακα και ιστάμενος εις το πλατύσκαλον της εξώθυρας αφού εστράγγιξε προχείρως τα ενδύματά του, έκρουσε τον κώδωνα. Η επιστάτης που του ήνοιξε ήτο νέα, λίαν βραχύσωμος, κομπορρήμων και φλύαρος. Ο γέρων, μη έχων διάθεσιν για διάλογον, απαντούσε μονολεκτικώς εις τα όσα του απηύθηνε. Τέλος, η επιστάτης αντελήφθη ότι εχάνετο εις ξένας και ανούσιας δια τον σκοπόν της επισκέψεώς του, υποθέσεις, του είπε :

-Σήμερα έχει βάρδια η Λάουρα η Τσέχα. Την ξέρετε;

Ο γέρων αποκρίθει, δια νεύματος, αρνητικά. Ακολούθως η επιστάτης εκέκραξε :

-Έλα λίγο κοριτσάκι μου.



Β' Η συνάντησις

Η Λάουρα ήτον ωραία μελαχροινή, ισχνή και υψηλόσωμη, με γλυκείς μελανοκάστανους οφθαλμούς και με εκφραστικόν πρόσωπον. Θα ήτο έως εικοσιτριών ετών. Το βάδισμά της ήτο υπερήφανον, μετά τινός επιτηδεύσεως, οιωνεί συρτόν. Η νεανίς επλησίασε με βραδύ βήμα, και έρριψε μακρόν ηδυμιγές βλέμμα εις τον γέροντα. Τον χαιρέτησε μειδίώντας και ευθύς μετά την καλησπέραν, στρέψασα τα νώτα, κατευθύνετο λικνίζουσα την μικράν της περιφέρειαν, είς τα ενδότερα. Οι οφθαλμοί του γέροντος εμαγνητίσθησαν. Έβλεπε την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος των φανών. Έβλεπε την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός. Εμάντευε το μικρόν αλαβάστρινον στήθος της, το ροδαλόν και χυμώδες αιδοίον της, την θερμή, σφικτή και σκοτεινή οπή του του απευθυσμένου της . Την έβλεπε ως το αντίδοτον είς το δηλητήριον που τον κατέθλιπτε, ήτον δι αυτόν η πνοή της ζωής που εκείνην την αποφράδαν ώραν διακαώς αναζητούσε.

Οι λογισμοί του διεκόπησαν αποτόμως, από την φωνή της επιστάτου.

-Θα περάσετε;

Ο γέρων, αντί προφορικής απαντήσεως, της επέδειξε πενηντάευρον.

Η επιστάτης έσπευσε ταχεώς να το παραλάβει. Είτα, τον οδήγησε εις την κρεβατοκάμαρη. Ο γέρων βρήκε την κραβατοκάμαρη της αρεσκείας του. Ήτο λίαν καθαρή, αρκούντως εξοπλισμένη και με συμπαθή διάκοσμον. Εξεδύθηκε των βρεγμένων του ενδυμάτων και εισήλθε εις τον λουτήρα κλωβό που διέθετε η κάμαρη, ίνα λάβει το λουτρό του. Εντοσούτω, αι Ερινύαι που τον κατέτρυχον επανέρχοντω δριμύτεραι. Τις ήκουε να καγχάζουσι, μυκτηρίζοντες και υβρίζοντες αυτόν. Ήκουε τον ακατάληπτο ορυμαγδό των λέξεων που εξεστόμιζαν και που συνωθούμεναι ένυκταν πλήρη την συσκοτισμένην του υπόστασιν. Ενόσω σφογγιζόταν, η θύρα της κάμαρης ήνοιξε και ενεφανίσθει ευδιάθετος η κορασίς. Άμα τη εμφανίση της, αι Ερινύαι επέβαλαν μιαν νέαν φαντασίωσιν εις τον νουν του γέροντος Templar. Εις την φαντασίωσιν τυαύτην, ωσάν να ήθελε να εκδικηθεί την νεανίδα της Αιωνίου Πόλεως, ο γέρων έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Ρωμαίον Πατρίκιον να μαστιγώνει την Λάουρα, την οποία έβλεπε γονυπετή, με την κεφαλή της εγγίζουσαν το δάπεδον, με τα λιγοστά ιμάτιά της διαρρυγμένα, με τον κώλον της γυμνόν και τουρλωμένον, ενώ οι ακάλυπτοι γλουτοί της να καθίστανται ρόδινοι και εν τέλει πορφυροί, υπό τα δηκτικά και συρίζοντα πλήγματα του καμτσικίου του, έως που από την ερυθράν πλέον σφαιρική επιφάνειαν των φλεγομένων οπισθίων της, ήρχιζε να αναβλύζει το αίμα. Ο γέρων προς στιγμήν ερρίγησε. Τώρα έβλεπε τον εαυτόν του να ανατρέπει την εύμορφη κορασίδα επί του δαπέδου, και ενώ εκείνη εκραύγαζε, αναζητούσα βοήθειαν ματαίως, να ανέρχεται επ΄αυτής και με πριαπικήν θηριώδη φρενίτιδα να την βιάζει.

Η φαντασίωσης διεκόπη από την εύηχον φωνή της κορασίδος .

-Ωωω! Τα ρούχα σας στάζουν στο πάτωμα. Είναι πολύ βρεγμένα. Έχω ένα πιστολάκι για τα μαλλιά. Άν θέλετε, πάρτε τα προσωπικά σας αντικείμενα από τις τσέπες σας και δώστε μου τα, για να τα δώσω στην κυρία να τα στεγνώσει λιγάκι, όσο θα κάνουμε παρέα.

Το αίμα στις φλέβες του γέροντος επάγωσεν. Το γεγονός ότι εστάθει δυνατόν να δοκιμάσει τοιαύτα συναισθήματα, και η διαπίστωσις ότι, έστω και εν τη φαντασία του, είχε τηρήσει τόσο ανοικτήρμονα και αγρίαν στάσιν, έναντι του ευγενικού πλάσματος που είχεν καταντίκρυ του, τον έτρεψε εις μετάνοιαν. Τότε, απεφάσισε να της συμπεριφερθεί ευγενώς και στοργικώς. Να τηρήσει συμπεριφοράν που ουδέποτε είχεν επιδείξει ενόσω σχετιζόταν με την δύσμοιρη Ρωμαίαν. Την υπάκουσε και της παρέδωσε τα ιμάτιά του. Όταν αυτή ένανήλθε εις την κάμαρη, την εναγγάλισε και την ασπάστηκε εις το μέτωπον. Οι χείρες του ήρχισαν να διατρέχουν το ισχνόν καλλίγραμον κορμί της, διέτρεχον την πλούσιαν αμαυράν κόμην της, διέτρεχον τους λευκότατους ώμους της, διέτρεχον τα εύμορφα, μικρά στήθη της και εκείνος ησθάνετο δια των ακροδάκτυλων του, την βελούδινον, σχεδόν βρεφικήν, υφήν της επιδερμίδος της και εθαύμαζε. Αίφνης, την ανασήκωσε ως οι νυμφίοι ανασηκώνουν τις νυμφίες των και την εξήπλωσε επί της κλίνης. Εκεί, ήρχισε να λείχει δαγκάνωντας ελαφρώς τα ώτα της, τον λαιμόν της, της θηλές της, να ασπάζεται και να θωπεύει την κοιλία της, την βουβωνικήν της χώραν, τους γλουτούς της, τας κνήμας της. Δεν χόρταινε να εγγίζει την τρυφερότατην επιδερμίδα της, ενόσω οι ρώθωνες του γέμιζαν από το διακριτικό της μύρο. Η οσμή καθαρότητος που ανέδιδε η ήβη της, τον σαγήνευε, οι πνιχτοί ήχοι που αναπηδώντες εγκατέλειπον το στόμα της τον εξερέθιζαν τα μάλα. Η κόρη, έκλεισε τους οθφαλμούς της, καθιστώντας αυτοβούλως εαυτόν, έρμαιο εις τας λάγνας ορέξεις του. Ομοίαζε να απολαμβάνει την φροντίδα του, η ανάσα της εγένετο ολόνεν βαρυτέρα και το σώμα της εκλονίζετο υπ΄αμυδρών σπασμών. Ο Templar, ένοιωθε το πέος του να κυριεύεται από μιάν άγριαν στύσιν. Στύσιν τεραστία, που όμοια της είχε να νιώσει από των χρόνων που ήτο νεαρός ανήρ. Η κόρη ήνοιξε τους οθαλμούς της και με χάριν έλαβε γονυπετή θέσιν πλησίον του. Ήρχισε να του ανταποδίδει μανιωδώς ασπασμούς και λειχίες. Τα χείλη της διέτρεχαν το στήθος του, οι όνυχες της ένυκταν ελαφρώς την βουβωνικήν του χώραν. Η ζεστή της χείρ έσφιξε την σιδηράν στύσιν του και ήρχισε να την θωπεύει με γλυκύτητα. Ανέλαβε την προφύλαξιν, την εναπόθεσε διά στόματος είς το μόριον του ηρχίζωντας μίαν περιπαθήν λειχείαν. Ο στοματικός της έρως ήτο αργός και βασανιστικός, ωσάν να είχε μαντέψει τις πρότερες κακεντρεχείς σκέψεις του γέροντος και να ήθελε να τον εκδικηθεί. Αυτός ησθάνετο το πέος του να συνταράσεται σπαράζωντας εντός της καυτής στοματικής κοιλότητος της κορασίδος. Η αίσθησις που του προσέφερε ήτο εξαίσια. Την ανέτρεψε. Ήθελε να εισέλθει μέσα της ίνα λάβει την θαλπωρή του ροδαλού της κόλπου. Να αισθανθεί τους χυμούς της να κατακλύζουν την φύσιν του. Η κόρη τον υποδέχθηκε εις τις αγγάλες της και ένα ηδύ μειδίαμα εσχηματίσθει εις τα αλικόχρωα της χείλη. Ο γέρων προσεπάθει να διεισδύσει βραδέως. Ήθελε όπως απολαύσει σπιθαμή προς σπιθαμή την είσοδο του εις το άνθος της. Η κόρη ανέλαβε την κεφαλήν του και την οδηγούσε μεθ' ορμής πρώτα στον κύκνειο λαιμό της, είτα στούς πάλευκους ώμους της, είτα στα εύοσμα στήθη της και τούμπαλιν, βιάζωντάς τον να τα ασπασθεί, ενόσω το άνθος της συσπάτω συφίγγων την στύσιν του. Εντοσούτω η καταιγίς ενδυνάμωνε και οι σταγόνες του βρόχινου ύδατος ράπιζαν βιαίως την στέγην. Κι ενώ η φύσις εφρίκια από τους κρότους των κεραυνών, και τα πέριξ οικήματα αντιλαλούσαν τας τρομεράς των οιμωγάς, η Λάουρα, μειδιώσα, εφαίνετο να ηδονίζεται ολόνεν περισσότερον, και ούτως, οι πέριξ του νοώς του γέροντος ιστάμεναι Ερινύαι, περίλυποι, σιωπούσαν, ηρχίζοντας επιτέλους να τον εγκαταλείπουν. Αυτός, λυτρωμένος πλέον από το μαρτύριον του, και μη ημπορόντας πλέον να βαστάξει την έξαψη της φλογός που τον κατελάμβανε, ρωθώνιζε ως ρωθωνίζουν ταύροι μαινώμενοι, ιστάμενοι έμπροσθεν του πορφυρού των ταυρομάχων ράκους. Το τέλος κατέφθασε αμείλικτον. Η κόρη τον σύσφιγγε σθεναρώς, αμμύσωντας δια των ονύχων της την ράχην του, ωσάν να ήθελε να αποστραγγίσει μέχρι τελευταίας ρανίδος τα ζέοντα υγρά που εκτόξευε η φύσις του. Ο γέρων , εκλονήθει εσαρρίσθει, έκλινε και έπεσεν εις το πλάϊν της, ως πίπτουν επί της αρένας οι ταύροι, οι από του ξίφους του ταυρομάχου θανατούμενοι. Έμειναν ώρα εκεί κοιταζόμενοι ασκαρδαμυκτί, χωρίς να αρθρώσουν λέξη. Την σιωπήν έσπασε η κορασίδα.

-Σε ευχαριστώ που ήσουν τόσο τρυφερός και ευγενικός μαζί μου.

Ο γέρων αποκρίθει:

-Σε ευχαριστώ και εγώ γι΄αυτά που μου έδωσες, αλλά πολύ περισσότερο γιατί βοήθησες στο να σωπάσουν οι Ερινύες.

Εις το πρόσωπον της κόρης εσχηματίσθει έκφρασις πλήρους απορίας. Πάρα ταύτα δεν σχολίασε την δήλωση του και παρέμεινε επί της κλίνης, ψηλαφώντας την κόμην του.



Γ΄ Το συμπέρασμα

Η καταιγίς είχεν επιτέλους κοπάσει. Ο γέρων επορευόταν οίκαδε με ζωηρόν βηματισμόν και τα υποδήματα του, ίσως εκτάκτως την νύκτα εκείνην, έκαμνον μέγα παφλασμόν επί του βρόχινου ύδατος που είχε λιμνάσει εις το έδαφος. Εβημάτιζε λίαν εύθυμος, μυρμιρίζων παλαιόν ιταλικόν άσμα. Ητο πασιφανές, ότι η συνεύρεσις του με την Λάουρα τον είχε αναζωογονήσει. Πάρα ταύτα, μία ερώτηση στροβιλίζετο διαρκώς εις το πνεύμα του. Η ερώτησις που τον απασχόλει ήτον, το "άν έπιασε τόπο" το αντίτιμον που επέδωκε ίνα λάβει την παροχή των υπηρεσιών της νεανίδος. Αίφνης εστύλωσε τα πόδια και κάποιοι διαβάτες τον ήκουσαν να μονολογεί :

-Πενήντα Ευρώ για να διώξεις -έστω και για λίγο- τις πουτάνες τις Ερινύες; Και το συζητάς ρε μαλάκα Templar; Και λίγο σου κόστισε.... με τις μαλακίες που έχεις κάνει...!!


Σημειώσεις
*Ο βορειοανατολικός άνεμος.
**Μυθικές χθόνιες θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων.

Πληροφορίες Επίσκεψης

Ημερομηνία επίσκεψης
Φεβρουαρίου 06, 2012
The Saint*
Τιμημένος
Εγγραφή:
28 Ιουλ 2010
Μηνύματα:
Κριτικές:
90
Likes:
32.123
Πόντοι:
24.700
review reaction 1 iuakoya, Jim25jim, ZeroTolerance και 1 ακόμα μέλος
Σχόλια (6)
1 αποτελέσματα - εμφανίζονται 1 - 1