στέλεχος(το) ουσ. [αρχ. στέλεχος] βλαστός ή κορμός φυτού//ξύλινη ή μεταλλική ράβδος ως λαβή εργαλείου ή μοχλός μηχανής//το κύριο σώμα διπλότυπου βιβλίου για αποδείξεις πληρωμών, εισιτήρια, λαχεία κτλ, που μένει στον εκδότη// (μτφ.)ηγετικό, σημαίνον μέλος πολιτικού κόμματος, οργανώσεως, υπηρεσίας κτλ.// (στρατ.) αξιωματικός ή υπαξιωματικός.