Το εκδοτικό προνόμιο των εμπορικών τραπεζών
Το κυριαρχικό δικαίωμα των κρατών, όσον αφορά τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά μέσω της παροχής δανείων, καθώς επίσης την είσπραξη του κέρδους από τη συγκεκριμένη διαδικασία, έχει εκχωρηθεί στον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα – ο οποίος θεωρείται ως ο κυρίαρχος του σύμπαντος.
.
Ανάλυση
Στο απώτερο παρελθόν μπορούσε ένας ηγεμόνας να εκδώσει/τυπώσει νομίσματα για τους υπηκόους του, με κάποιο κέρδος για τον εαυτό του – το οποίο πήγαζε από τη διαφορά μεταξύ της αγοραστικής αξίας αυτών των νομισμάτων, καθώς επίσης του κόστους που είχε ο ίδιος για την παραγωγή τους. Επειδή τώρα μόνο ένας ηγεμόνας είχε τη δυνατότητα να τυπώνει νομίσματα, ένας κυρίαρχος άρχοντας ή Seigneur στα γαλλικά, έκτοτε ονομάζεται το κέρδος από τη δημιουργία χρημάτων «Seignorage» – στα ελληνικά «κυριαρχικό δικαίωμα».
Στις σύγχρονες οικονομίες βέβαια τα νομίσματα έχουν έναν υποδεέστερο ρόλο – κάτι που ισχύει επίσης για το κέρδος (Seignorage), το οποίο αποκομίζει κανείς από αυτά. Σύμφωνα τώρα με όσα πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι, οι κεντρικές τράπεζες είναι αυτές που δημιουργούν τα χρήματα – οπότε θα έπρεπε να εισπράττουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών από την άσκηση του συγκεκριμένου κυριαρχικού τους δικαιώματος.
Εν τούτοις η εντύπωση αυτή είναι εντελώς εσφαλμένη, όπως έχουμε αναφέρει σε πολλές αναλύσεις μας, τεκμηριώνοντας πως η μερίδα του λέοντος από την έκδοση χρημάτων (Seignorage) εισπράττεται από τις εμπορικές τράπεζες – γεγονός που επιβεβαιώνεται από μία καινούργια μελέτη της σχολής διοικήσεως επιχειρήσεων της Κοπεγχάγης (πηγή), σύμφωνα με την οποία τα εξής:
Το εκδοτικό δικαίωμα
Το μοντέρνο χρηματοπιστωτικό σύστημα προσφέρει στις εμπορικές τράπεζες ένα είδος κρατικής επιδότησης, παρόμοιο με αυτό που έχουν εξασφαλίσει οι «πολύ μεγάλες τράπεζες για να χρεοκοπήσουν» (too big to fail) – με την έννοια πως όταν κινδυνεύουν να πτωχεύσουν διασώζονται υποχρεωτικά από τα κράτη, άρα από τους φορολογουμένους Πολίτες τους, οπότε έχουν αποκτήσει το προνόμιο να ιδιωτικοποιούν τα κέρδη τους, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες.
Η «επιδότηση» αυτή είναι τα κέρδη που αποκομίζουν από το δικαίωμα τους να εκδίδουν χρήματα από το πουθενά, μέσω της παροχής δανείων – υπενθυμίζοντας πως οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν χρήματα από το πουθενά μόνο από τα νομίσματα που εκδίδουν, καθώς επίσης από τις ρεζέρβες που διαθέτουν οι εμπορικές τράπεζες στους λογαριασμούς που διατηρούν στις εκάστοτε κεντρικές. Τα νομίσματα έχουν βέβαια ένα κόστος παραγωγής, ενώ οι ρεζέρβες δημιουργούνται χωρίς κόστος με το πάτημα ενός κουμπιού στον υπολογιστή – έναντι των εγγυήσεων που καταθέτουν οι εμπορικές τράπεζες στις κεντρικές.
Εν τούτοις, τα χρήματα που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες, σε σύγκριση με την ποσότητα των χρημάτων που κυκλοφορούν σε μία οικονομία (Μ3), είναι ουσιαστικά αμελητέα – υπολογιζόμενα σε φυσιολογικές εποχές, κάτω από το 10% των συνολικών. Η σημερινή εποχή βέβαια δεν είναι φυσιολογική, λόγω των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης των κεντρικών τραπεζών – όπως στο παράδειγμα της ΕΚΤ στο γράφημα που ακολουθεί.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της ποσότητας χρήματος Μ3 στην Ευρωζώνη (γαλάζια καμπύλη, αριστερή κάθετος), σε σχέση με τον όγκο του ισολογισμού της ΕΚΤ (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
.
Σύμφωνα με το γράφημα η δημιουργία χρημάτων από την ΕΚΤ έχει εκτοξευθεί στα ύψη μετά την κρίση του 2008 – κάτι που συναντάται σε πολλές άλλες χώρες σήμερα, όπως στην Ελβετία, όπου από τα 995,5 δις φράγκα των χρημάτων που κυκλοφορούν (Μ3), τα 542 δις αφορούν την κεντρική της τράπεζα (54% του συνόλου), στην οποία οι καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών έχουν φτάσει στα 465,5 δις φράγμα!
Το 2007 το μερίδιο της κεντρικής τράπεζας (SNB) ήταν μόλις 7%, ενώ οι καταθέσεις των εμπορικών σε αυτήν ήταν κάτω από 5 δις, έναντι 465,5 δις σήμερα – γεγονός που τεκμηριώνει τη θεαματική διαστρέβλωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην προσπάθεια να καταπολεμηθεί η κρίση του 2008. Στο γράφημα φαίνεται η εξέλιξη του μεριδίου της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας σε σχέση με το σύνολο των χρημάτων που κυκλοφορούν στη χώρα – η οποία είναι τρομακτική.
Συνεχίζοντας, σε κανονικές εποχές το 90% των χρημάτων που κυκλοφορούν, τα οποία είναι «λογιστικά», δημιουργούνται από τις εμπορικές τράπεζες με την παροχή δανείων – τα οποία κατευθύνονται στους λογαριασμούς των πελατών τους είτε έμμεσα, μέσω αυτών που λαμβάνουν το δάνειο (για παράδειγμα σε μία εταιρεία πώλησης αυτοκινήτων από έναν πελάτη της που πήρε δάνειο), είτε άμεσα μέσω των δαπανών που πληρώνει ο πελάτης-δανειολήπτης τους.
Εξαίρεση αποτελούν τα μετρητά χρήματα, τα οποία έχει το δικαίωμα να δημιουργεί μόνο η κεντρική τράπεζα, ενώ είναι τα μοναδικά πραγματικά – γεγονός που επεξηγεί τις προσπάθειες κατάργησης τους, αφενός μεν για να εισπράττουν ακόμη περισσότερα «κυριαρχικά δικαιώματα» (Segniorage) οι εμπορικές τράπεζες, αφετέρου για να μην κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν από τραπεζικές επιθέσεις.
Όσον αφορά δε την εντύπωση των περισσοτέρων ανθρώπων, σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες δανείζουν τις καταθέσεις τους, πρόκειται για μία ακόμη πλάνη – την οποία έχουμε αναλύσει στο κείμενο μας «Η τραπεζική παγίδα».
Ο υπολογισμός του εκδοτικού κέρδους των τραπεζών
Περαιτέρω, ο υπολογισμός του κέρδους των τραπεζών από την έκδοση χρημάτων (Segniorage) είναι μεν πιο πολύπλοκος από αυτόν της εποχής των ηγεμόνων, αλλά το βασικό του αξίωμα είναι το ίδιο. Δηλαδή, συγκρίνει κανείς την αγοραστική δύναμη των χρημάτων που δημιουργούνται, με το κόστος δημιουργίας τους – υπενθυμίζοντας πως τα χρήματα που δημιουργούνται από τις κεντρικές τράπεζες είναι εκείνες οι καταθέσεις των πελατών τους στους λογαριασμούς τους που προέρχονται από τα δάνεια που έχουν λάβει.
Εν προκειμένω, εάν οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν με αυτόν τον τρόπο καταθέσεις των πελατών τους, τότε θα έπρεπε να δανειστούν οι ίδιες χρήματα από τις αγορές, για να τα δανείσουν στους πελάτες τους. Ως εκ τούτου, το κέρδος τους (Segniorage) υπολογίζεται από τη διαφορά μεταξύ των (υψηλότερων) επιτοκίων που θα έπρεπε να πληρώσουν οι τράπεζες για να δανειστούν, με το (χαμηλότερο) κόστος που οι ίδιες έχουν, ως δημιουργοί χρημάτων – όπου ο κόστος αυτό είναι το επιτόκιο, με το οποίο χρεώνουν τους αποταμιευτές/καταθέτες τους.
Από αυτά αφαιρούνται επί πλέον τα κόστη των τραπεζών για τη διατήρηση των μετρητών χρημάτων στα ταμεία τους, καθώς επίσης τα κόστη της ρεζέρβας που έχουν στις κεντρικές – ενώ αφαιρούνται οι τόκοι που λαμβάνουν από τις κεντρικές, οι οποίοι όμως προστίθενται όταν τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών είναι αρνητικά.
Πρόκειται βέβαια για ένα δυνητικό κόστος, επειδή τα συγκεκριμένα χρήματα που δημιουργούν μέσω των δανείων δεν μπορούν να τα καταθέσουν σε κάποια άλλη τράπεζα έντοκα. Ο μαθηματικός τύπος υπολογισμού του εκδοτικού κέρδους των τραπεζών τώρα είναι ο εξής:
Επεξήγηση: S = Εκδοτικό κέρδος των εμπορικών τραπεζών, Μ = Καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών, Imb = Επιτόκιο δανεισμού των τραπεζών Id = Επιτόκιο των καταθετών τους, Mcb = Ρεζέρβες στην κεντρική τράπεζα συν μετρητά, Ibr = Βασικό επιτόκιο των κεντρικών, Mr = Ρεζέρβες κεντρικής τράπεζας.
.
Συνεχίζοντας, στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται το εκδοτικό κέρδος των εμπορικών τραπεζών σε ορισμένες χώρες – όπου στο παράδειγμα της Ελβετίας υπολογίσθηκε στα 34,8 δις φράγκα από το 2007 έως το 2015, με ανώτατο ετήσιο τα 5,5 δις φράγκα το 2008.
Επεξήγηση γραφήματος: Χώρα (Βρετανία, Δανία, Ελβετία, Ισλανδία), Χρονική περίοδος, Μέσο ετήσιο εκδοτικό κέρδος των εμπορικών τραπεζών, Ποσοστό του εκδοτικού κέρδους ως προς το ΑΕΠ της κάθε χώρας, Συνολικό εκδοτικό κέρδος των εμπορικών τραπεζών για ολόκληρη τη χρονική περίοδο.
.
Μετά το 2014 τώρα στην Ελβετία, όπου αφού προηγουμένως οι ρεζέρβες των εμπορικών τραπεζών στην κεντρική αυξήθηκαν από 5 δις στα 465,5 δις € επιβλήθηκαν αρνητικά επιτόκια, το κέρδος τους μετατράπηκε σε ζημίες – γεγονός που φαίνεται στο επόμενο γράφημα.
Επεξήγηση γραφήματος: Εκδοτικό κέρδος των εμπορικών τραπεζών στην Ελβετία από το 2007 έως το 2016 – χαμηλότερο όριο (γαλάζια καμπύλη), υψηλότερο όριο (κόκκινη), με κριτήριο τα διαφορετικά επιτόκια στις αγορές χρήματος.
.
Ολοκληρώνοντας, τεκμηριώνεται πως από το προνόμιο της έκδοσης χρημάτων οι εμπορικές τράπεζες κερδίζουν αρκετά χρήματα, εις βάρος των κρατών – τα οποία υπολογίζονται κατά μέσον όρο στο 1% του ΑΕΠ της εκάστοτε χώρας. Στα πλαίσια αυτά έχουν δημιουργηθεί πολλά κινήματα Πολιτών, τα οποία απαιτούν το σταμάτημα της δημιουργίας χρημάτων από τις τράπεζες μέσω της παροχής δανείων (πλήρες χρήμα), με το προνόμιο να ανήκει μόνο στις κεντρικές – οι οποίες όμως δεν θα έπρεπε να είναι ιδιωτικές, όπως δυστυχώς η FED, η Τράπεζα της Ελλάδας κοκ.
Άλλου είδους κινήματα κατηγορούν τις τράπεζες για απάτη (ανάλυση) – αφού το γεγονός ότι, υπολογίζουν το επιτόκιο στο συνολικό ποσόν του δανείου και όχι στα χρήματα που πραγματικά διαθέτουν οι ίδιες, τις καθιστά αυτόματα τοκογλύφους, αφού χρεώνουν επιτόκια της τάξης του 500% ετησίως.
Επίλογος
Η παραπάνω μικρή ανάλυση τεκμηριώνει πως οι τράπεζες δεν είναι συνηθισμένες επιχειρήσεις, επειδή δεν συγκρίνονται με όλες τις υπόλοιπες – ενώ διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο για το νομισματικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα μίας χώρας.
Εκτός αυτού, κατανοεί κανείς πολύ καλύτερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σε περιόδους κρίσης – καθώς επίσης το ότι, πρέπει να ελέγχονται αυστηρά από τα κράτη σε εποχές ανάπτυξης, όπου προσπαθούν να δανείσουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούν για να κερδίζουν από τα εκδοτικά δικαιώματα και όχι μόνο, αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα (εγγυήσεις των δανειοληπτών, προβλέψεις για την οικονομία κοκ.). Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα πως τα εναλλακτικά νομισματικά συστήματα είναι καλύτερα – αφού το κάθε ένα από αυτά έχει τα δικά του προβλήματα.
Τέλος, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα όπου, η μη ύπαρξη αξιόχρεων δανειοληπτών μετά την έκρηξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεν επιτρέπει την έκδοση χρημάτων από τις εμπορικές τράπεζες, στραγγαλίζοντας τόσο την οικονομία, όσο και τις ίδιες, κατανοεί κανείς πως δεν αρκεί μόνο η ονομαστική διαγραφή του δημοσίου χρέους – αλλά απαιτείται επίσης μία αντίστοιχη του ιδιωτικού.