Λεπτομέρειες αξιολόγησης
5.0 1 10
Call-Girls
5137
Γενική βαθμολογία
5.0
Εμφάνιση (πρόσωπο)
7.0
Εμφάνιση (σώμα)
8.0
Γενική συμπεριφορά
5.0
Επικοινωνία
5.0
Διάθεση στο σεξ/συμμετοχή
3.0
Σχέση αξίας/κόστους
2.0
Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα μικρό χαριτωμένο σπιτάκι μιας όμορφης καταπράσινης κωμόπολης της Τσεχίας, ζούσαν ένας καλοκάγαθος καπνοδοχοκαθαριστής και μία όμορφη πλύστρα. Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο και είχε όλα τα καλά του κόσμου. Το μόνο που τους έλλειπε και που επιθυμούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν, ήταν ένα ένα παιδί. Ο καιρός πέρναγε και πέρναγε, αλλά το παιδί δεν ερχόταν. Κάποια μέρα λοιπόν, και αφού είχε περάσει πάρα πολύς καιρός, η πλύστρα, όπως έκανε κάθε μέρα, κατέβηκε στην λίμνη για να πάρει νερό για την πλύση. Ενώ καθόταν στην άκρη της λίμνης και έσκυβε για να γεμίσει τους κουβάδες με νερό, ένας βάτραχος την πλησίασε και της είπε: “Η επιθυμία σου για παιδί θα γίνει πραγματικότητα. Πριν περάσει ένας χρόνος θα αποκτήσεις μία κόρη.” “Και που το ξέρεις εσύ αυτό βάτραχε;” ρώτησε η πλύστρα. “Είναι απλό. Ο Γιάροσλαβ ο βαρκάρης που χαλβαδιάζει κάθε μέρα την τουρλωμένη κωλάρα σου κρυφά μέσα από το λεμβοστάσιο, στέκεται σήμερα μισό μέτρο πίσω σου με την ψωλή του ήδη σηκωμένη ,” και πριν προλάβει η πλύστρα να αντιδράσει ο βαρκάρης που βρισκόταν πια μερικά εκατοστά πίσω της, την γράπωσε και την ξέσκισε στον πούτσο.
Πράγματι πριν περάσει ένας χρόνος η πλύστρα γέννησε ένα πανέμορφο κορίτσι. Ο καλοκάγαθος καπνοδοχοκαθαριστής λοιπόν, αποφάσισε να διοργανώσει μια μεγάλη γιορτή για να γιορτάσει την γέννηση της κόρης του. Κάλεσε τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς, αλλά και κάποιες γυναίκες, που τις ονόμαζαν σοφές, και οι οποίες θα προίκιζαν το παιδί με όλες τις χάρες και τις αρετές του κόσμου. Στην κωμόπολη υπήρχαν δεκατρείς σοφές γυναίκες, αλλά στο σπίτι υπήρχαν μόνο δώδεκα ασημένια σερβίτσια και έτσι αποφασίστηκε να μη καλέσουν την μία.
Η γιορτή τελέστηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια, και στο τέλος οι σοφές γυναίκες σηκώνονταν η μία μετά την άλλη και δώριζαν στο κορίτσι τις θαυματουργές τους χάρες: Η μία την ομορφιά, η άλλη την πουτανιά, η τρίτη την ξεπέτα κ.ο.κ., και αφού ολοκληρώθηκαν οι ευχές το παιδί είχε ότι μπορούσε να ευχηθεί κανείς σε αυτό τον κόσμο. Όταν είχε εκφράσει την χάρη της η ενδέκατη σοφή, μπήκε ξαφνικά στον χώρο της γιορτής η δέκατη-τρίτη. Ήρθε για να εκδικηθεί που δεν την κάλεσαν και χωρίς να χαιρετήσει ή να κοιτάξει κανέναν, φώναξε: “Όταν η κόρη θα γίνει εικοσιτριών ετών, θα αγγίξει μια κορδωμένη πούτσα θα μουδιάσει το χέρι της και θα πέσει σε κώμα.” Και χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε και έφυγε την αίθουσα.
Όλοι τρόμαξαν και έμειναν άφωνοι από το κακό που βρήκε την αγαπημένη οικογένεια. Αίφνης όμως ξεπρόβαλε η δωδέκατη σοφή, η οποία ακόμη δεν είχε δώσει το δώρο της, και καθώς δεν μπορούσε να ακυρώσει την κακιά ευχή, παρά μόνο να την ελαφρύνει, είπε:“Δεν θα είναι όμως κανονικό κώμα, θα είναι άγρυπνο. Θα φαίνεται δηλαδή σαν να είναι ξύπνια αλλά αυτή θα κοιμάται. Θα συνέρχεται μόνο αν κάποιος της προσφέρει χρήματα, και αυτό θα της συμβαίνει για τρία τέρμινα. Μετά θα ελευθερωθεί.”
Το κορίτσι μεγάλωνε και είχε πάρει όλες τις χάρες που του χάρισαν οι σοφές γυναίκες. Ήταν τόσο πρόστυχο τσουλάκι, που κούναγε σε όλα τα αρσενικά της κωμόπολης τον κώλο της, και δεν δεν υπήρχε άνδρας που να μην θέλει να το κουτουπώσει. Κανείς δεν το έκανε όμως γιατί όλοι ήξεραν για την κατάρα. Είδε και απόειδε λοιπόν η κόρη πως δεν την πήδαγε κανείς στον τόπο της, και άρχισε τα ταξίδια σε τόπους μακρινούς, ώστε κανείς άνδρας να μην γνωρίζει για την κατάρα.
Την ημέρα που το κορίτσι έγινε εικοσιτριών ετών βρισκόταν στην Αθήνα για μια σειρά από επαγγελματικά ραντεβού. Ένα από τα ραντεβού της ήταν σε ένα παλιό αρχοντικό στα βόρεια προάστια. Η κοπέλα κατέβηκε από την άμαξα, και αφού πέρασε την ανοιχτή σιδερένια καγκελόπορτα και διέσχισε τον αφημένο στην τύχη του κήπο κήπο, στάθηκε στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο και χτύπησε το περίτεχνο ρόπτρο της βαριάς ξύλινης εξώπορτας. Η βαριά πόρτα άνοιξε με ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο και πίσω της ξεπρόβαλε μια αποστεωμένη χλωμή γραία που φορούσε ένα ξεθωριασμένο μαύρο φόρεμα με λευκό κολάρο που είχε αρχίσει να κιτρινίζει από τον καιρό, και μια ξεφτισμένη από την χρήση λευκή κεντητή ποδιά. “Αργήσατε μισή ώρα” της είπε η γραία επικριτικά με τρεμάμενη φωνή. “Να... Ξέρετε, το ένα από τα δυο άλογα της άμαξας έπαθε μαγουλάδες και έτσι καθυστερήσαμε” αποκρίθηκε η κοπέλα. “Ελάτε μαζί μου” είπε η γραία, “Θα σας οδηγήσω στον χώρο της πισίνας.” Βαδίζοντας αργά, άφησαν πίσω τους τον μισοερειπωμένο προθάλαμο, διέσχισαν τον μακρύ διάδρομο με τις πεσμένες μπογιές στο ταβάνι και τα μαρκαρίσματα στους τοίχους από του πίνακες που αφαιρέθηκαν, και έφτασαν στο αίθριο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού και που κάποτε είχε περάσει σίγουρα καλύτερες μέρες. Εκεί η γραία αφού άνοιξε με δυσκολία την ξεχαρβαλωμένη πόρτα που οδηγούσε στον χώρο της πισίνας της έκανε νεύμα να περάσει και της είπε: “Μπορείτε να περάσετε. Στα δεξιά σας υπάρχει μικρός μπουφές για να σερβιριστείτε. Πάνω στον μπουφέ υπάρχει και ένας φάκελλος που περιέχει το “δωράκι” σας. Επίσης μπορείτε να κάνετε και χρήση της πισίνας αν το επιθυμείτε. Ο Κύριος θα καταφθάσει οσονούπω. Καλή σας διασκέδαση” ευχήθηκε η γραία και αποχώρησε.
Παρόλο που ήταν αργά το απόγευμα, το φως του ηλίου ήταν ακόμα αρκετό, και έτσι η κοπέλα παρατηρούσε τον περιβάλλοντα χώρο. Η βλάστηση ήταν οργιώδης. Οπωροφόρα δέντρα που είχαν μείνει για χρόνια απεριποίητα μπλέκονταν με τριανταφυλλιές και αγριόχορτα, και μερικοί γέρικοι φοίνικες έριχναν την σκιά τους σε μια μεγάλη παλιά πισίνα με φθαρμένα πλακάκια που στην μέση της κολυμπούσε ένας νεροχελώνος. “Άραγε το νερό της πισίνας είναι καθαρό;” σκέφτηκε η κοπέλα. Κι ο νεροχελώνος, σαν να άκουσε την σκέψη της, της είπε: “Καθαρό είναι. Χέζω και κατουράω έξω. Μόνο κάνα δυο κλανιές έχω ρίξει μέσα.” “Έξοχα! Ας κολυμπήσω λίγο” είπε η κοπέλα , και άρχισε να βγάζει ένα – ένα τα ρούχα της λικνίζοντας με χάρη την μικρή αλλά θελκτική της περιφέρεια. Αφού ξεγυμνώθηκε εντελώς, βούτηξε στην πισίνα και άρχισε να πλατσουρίζει χαρούμενη. Ξαφνικά όμως, ένας δυνατός άνεμος φύσηξε και παρέσυρε τα ρούχα της σε έναν παρακείμενο θάμνο. Έντρομη η κόρη βγήκε γρήγορα και κατευθύνθηκε προς τον θάμνο, προκειμένου να τα μαζέψει. Καθώς τον πλησίαζε όμως, άκουσε μουγκρητά. “Ποιος είναι εκεί;” φώναξε, και ξάφνου το κεφάλι ενός κοντοστούπη καραφλού ξεδοντιάρη κακάσχημου ζαρωμένου γέρου, ξεπρόβαλε από τον θάμνο. “Ά! Ένας νάνος!” αναφώνησε η κοπέλα τρίβοντας λάγνα τις θηλές των βυζιών της. “Είσαι μόνος σου, ή κρύβονται εδώ γύρω και οι υπόλοιποι έξι;” ρώτησε με παιχνιδιάρικη φωνή. “Τι λες μωρή ηλίθια!” φώναξε ο νεροχελώνος, “αυτό είναι από άλλο παραμύθι! Συγκεντρώσου λίγο! Ο πελάτης σου είναι.” “Α... Καλά...” απάντησε συγκαταβατικά το κορίτσι. “Και τι κάνει κρυμμένος πίσω από τον θάμνο;” ρώτησε. “Σε παίρνει μάτι για να του σηκωθεί. Είναι βλέπεις και βιτζιόζος ο σκατοπορνόγερος, τρομάρα του..” είπε ο νεροχελώνος απαξιωτικά. “Ε τότε να τον βοηθήσω!” απάντησε με χαρά η κοπέλα, και πηδώντας απάνω στο γέρο, τον έβαλε κάτω, γύρισε απότομα φέρνοντάς τον κώλο της στα μούτρα του μοστράροντας του την εντελώς άτριχη μουνοτρυπά της, και τον πλάκωσε στο τσιμπούκι. “Μμμ... Ωραίο τσιμπούκι και κυρίως χωρίς χέρι! Θα γαμήσω καλά!” σκέφτηκε ο γέρος, καθώς η γλώσσα και τα χείλη της κόρης διέτρεχαν όλο το μήκος της γέρικης μαραμένης μαλαπέρδας του, και τα σάλια της μούσκευαν τα ζαρωμένα του αρχίδια. Κάποια στιγμή μετά από ώρα, ο γέρος χορτασμένος πια από το εξαιρετικό τσιμπούκι της, της είπε: “Φτάνει. Στήσου τώρα να σε πηδήξω”. “Μισό να περάσω σκουφάκι στον φιλαράκο μας”, είπε η κοπέλα, και γυρνώντας έπιασε την γέρικη αηδιαστική ψωλή του για να της περάσει την καπότα. Μόλις όμως την άγγιξε, ενεργοποιήθηκε η μαγική ευχή και μούδιασε το χέρι της. Με το που αισθάνθηκε το μούδιασμα έπεσε σαν κεραυνοβολημένη ανάσκελα και με τα πόδια ανοιχτά πάνω στο φουσκωτό στρώμα θαλάσσης που βρισκόταν στην άκρη της πισίνας, και τα μάτια της ορθάνοιχτα ατένιζαν το υπερπέραν. Τι κι αν ο γέρος λυσσομανούσε ώρα επάνω της, αυτή δεν έβγαλε ούτε κιχ. Βρε τι της μίλαγε, τι την φίλαγε, τι την χάιδευε, αυτή δεν έσπαγε ούτε χαμόγελο λες κι ήταν καμωμένη πλέον από μάρμαρο. “Και τώρα πώς θα χύσω μωρή;” αναφώνησε ο γέρος φανερά εκνευρισμένος. “Δώσε της εξτραδάκι για cim” τον συμβούλεψε ο νεροχελώνος. “Τι λε ρε μαλάκα; 140 της ακούμπησα! Να της δώσω κι άλλα;” φώναξε εξαγριωμένος πλέον ο γέρος. “Μωρέ δώσε της εσύ λεφτά και θα δεις” επέμεινε ο νεροχελώνος. Τι να κάνει λοιπόν κι ο γέρος. Προκειμένου να καταφέρει να χύσει αξιοπρεπώς, πήρε ένα εικοσάευρο από το πορτοφόλι του, πλησίασε την μαρμαρωμένη κόρη και της το έβαλε στο χέρι. Με το που την πλήρωσε, ενεργοποιήθηκε η άλλη ευχή. Η κοπέλα ξύπνησε απότομα από το άγρυπνο κώμα και άρχισε να τον τσιμπουκώνει μανιωδώς, μέχρι που τα φλόκια του γέρου της πλημμύρισαν το στόμα και άρχισαν να τρέχουν στο πηγούνι της. Κατόπιν, και με τα φλόκια του γέρου σχεδόν ακόμα στο στόμα της, μάζεψε βιαστικά τα ρούχα της, ντύθηκε γρήγορα, και έφυγε τρέχοντας.
Ηθικόν δίδαγμα του παραμυθιού: Αν δεν περάσουν τα τρία τέρμινα και δεν είστε ο Πρίγκηπας που θα την “ξυπνήσει”, θα σας συμβούλευα να μην το επιχειρήσετε.
Πράγματι πριν περάσει ένας χρόνος η πλύστρα γέννησε ένα πανέμορφο κορίτσι. Ο καλοκάγαθος καπνοδοχοκαθαριστής λοιπόν, αποφάσισε να διοργανώσει μια μεγάλη γιορτή για να γιορτάσει την γέννηση της κόρης του. Κάλεσε τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς, αλλά και κάποιες γυναίκες, που τις ονόμαζαν σοφές, και οι οποίες θα προίκιζαν το παιδί με όλες τις χάρες και τις αρετές του κόσμου. Στην κωμόπολη υπήρχαν δεκατρείς σοφές γυναίκες, αλλά στο σπίτι υπήρχαν μόνο δώδεκα ασημένια σερβίτσια και έτσι αποφασίστηκε να μη καλέσουν την μία.
Η γιορτή τελέστηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια, και στο τέλος οι σοφές γυναίκες σηκώνονταν η μία μετά την άλλη και δώριζαν στο κορίτσι τις θαυματουργές τους χάρες: Η μία την ομορφιά, η άλλη την πουτανιά, η τρίτη την ξεπέτα κ.ο.κ., και αφού ολοκληρώθηκαν οι ευχές το παιδί είχε ότι μπορούσε να ευχηθεί κανείς σε αυτό τον κόσμο. Όταν είχε εκφράσει την χάρη της η ενδέκατη σοφή, μπήκε ξαφνικά στον χώρο της γιορτής η δέκατη-τρίτη. Ήρθε για να εκδικηθεί που δεν την κάλεσαν και χωρίς να χαιρετήσει ή να κοιτάξει κανέναν, φώναξε: “Όταν η κόρη θα γίνει εικοσιτριών ετών, θα αγγίξει μια κορδωμένη πούτσα θα μουδιάσει το χέρι της και θα πέσει σε κώμα.” Και χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε και έφυγε την αίθουσα.
Όλοι τρόμαξαν και έμειναν άφωνοι από το κακό που βρήκε την αγαπημένη οικογένεια. Αίφνης όμως ξεπρόβαλε η δωδέκατη σοφή, η οποία ακόμη δεν είχε δώσει το δώρο της, και καθώς δεν μπορούσε να ακυρώσει την κακιά ευχή, παρά μόνο να την ελαφρύνει, είπε:“Δεν θα είναι όμως κανονικό κώμα, θα είναι άγρυπνο. Θα φαίνεται δηλαδή σαν να είναι ξύπνια αλλά αυτή θα κοιμάται. Θα συνέρχεται μόνο αν κάποιος της προσφέρει χρήματα, και αυτό θα της συμβαίνει για τρία τέρμινα. Μετά θα ελευθερωθεί.”
Το κορίτσι μεγάλωνε και είχε πάρει όλες τις χάρες που του χάρισαν οι σοφές γυναίκες. Ήταν τόσο πρόστυχο τσουλάκι, που κούναγε σε όλα τα αρσενικά της κωμόπολης τον κώλο της, και δεν δεν υπήρχε άνδρας που να μην θέλει να το κουτουπώσει. Κανείς δεν το έκανε όμως γιατί όλοι ήξεραν για την κατάρα. Είδε και απόειδε λοιπόν η κόρη πως δεν την πήδαγε κανείς στον τόπο της, και άρχισε τα ταξίδια σε τόπους μακρινούς, ώστε κανείς άνδρας να μην γνωρίζει για την κατάρα.
Την ημέρα που το κορίτσι έγινε εικοσιτριών ετών βρισκόταν στην Αθήνα για μια σειρά από επαγγελματικά ραντεβού. Ένα από τα ραντεβού της ήταν σε ένα παλιό αρχοντικό στα βόρεια προάστια. Η κοπέλα κατέβηκε από την άμαξα, και αφού πέρασε την ανοιχτή σιδερένια καγκελόπορτα και διέσχισε τον αφημένο στην τύχη του κήπο κήπο, στάθηκε στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο και χτύπησε το περίτεχνο ρόπτρο της βαριάς ξύλινης εξώπορτας. Η βαριά πόρτα άνοιξε με ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο και πίσω της ξεπρόβαλε μια αποστεωμένη χλωμή γραία που φορούσε ένα ξεθωριασμένο μαύρο φόρεμα με λευκό κολάρο που είχε αρχίσει να κιτρινίζει από τον καιρό, και μια ξεφτισμένη από την χρήση λευκή κεντητή ποδιά. “Αργήσατε μισή ώρα” της είπε η γραία επικριτικά με τρεμάμενη φωνή. “Να... Ξέρετε, το ένα από τα δυο άλογα της άμαξας έπαθε μαγουλάδες και έτσι καθυστερήσαμε” αποκρίθηκε η κοπέλα. “Ελάτε μαζί μου” είπε η γραία, “Θα σας οδηγήσω στον χώρο της πισίνας.” Βαδίζοντας αργά, άφησαν πίσω τους τον μισοερειπωμένο προθάλαμο, διέσχισαν τον μακρύ διάδρομο με τις πεσμένες μπογιές στο ταβάνι και τα μαρκαρίσματα στους τοίχους από του πίνακες που αφαιρέθηκαν, και έφτασαν στο αίθριο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού και που κάποτε είχε περάσει σίγουρα καλύτερες μέρες. Εκεί η γραία αφού άνοιξε με δυσκολία την ξεχαρβαλωμένη πόρτα που οδηγούσε στον χώρο της πισίνας της έκανε νεύμα να περάσει και της είπε: “Μπορείτε να περάσετε. Στα δεξιά σας υπάρχει μικρός μπουφές για να σερβιριστείτε. Πάνω στον μπουφέ υπάρχει και ένας φάκελλος που περιέχει το “δωράκι” σας. Επίσης μπορείτε να κάνετε και χρήση της πισίνας αν το επιθυμείτε. Ο Κύριος θα καταφθάσει οσονούπω. Καλή σας διασκέδαση” ευχήθηκε η γραία και αποχώρησε.
Παρόλο που ήταν αργά το απόγευμα, το φως του ηλίου ήταν ακόμα αρκετό, και έτσι η κοπέλα παρατηρούσε τον περιβάλλοντα χώρο. Η βλάστηση ήταν οργιώδης. Οπωροφόρα δέντρα που είχαν μείνει για χρόνια απεριποίητα μπλέκονταν με τριανταφυλλιές και αγριόχορτα, και μερικοί γέρικοι φοίνικες έριχναν την σκιά τους σε μια μεγάλη παλιά πισίνα με φθαρμένα πλακάκια που στην μέση της κολυμπούσε ένας νεροχελώνος. “Άραγε το νερό της πισίνας είναι καθαρό;” σκέφτηκε η κοπέλα. Κι ο νεροχελώνος, σαν να άκουσε την σκέψη της, της είπε: “Καθαρό είναι. Χέζω και κατουράω έξω. Μόνο κάνα δυο κλανιές έχω ρίξει μέσα.” “Έξοχα! Ας κολυμπήσω λίγο” είπε η κοπέλα , και άρχισε να βγάζει ένα – ένα τα ρούχα της λικνίζοντας με χάρη την μικρή αλλά θελκτική της περιφέρεια. Αφού ξεγυμνώθηκε εντελώς, βούτηξε στην πισίνα και άρχισε να πλατσουρίζει χαρούμενη. Ξαφνικά όμως, ένας δυνατός άνεμος φύσηξε και παρέσυρε τα ρούχα της σε έναν παρακείμενο θάμνο. Έντρομη η κόρη βγήκε γρήγορα και κατευθύνθηκε προς τον θάμνο, προκειμένου να τα μαζέψει. Καθώς τον πλησίαζε όμως, άκουσε μουγκρητά. “Ποιος είναι εκεί;” φώναξε, και ξάφνου το κεφάλι ενός κοντοστούπη καραφλού ξεδοντιάρη κακάσχημου ζαρωμένου γέρου, ξεπρόβαλε από τον θάμνο. “Ά! Ένας νάνος!” αναφώνησε η κοπέλα τρίβοντας λάγνα τις θηλές των βυζιών της. “Είσαι μόνος σου, ή κρύβονται εδώ γύρω και οι υπόλοιποι έξι;” ρώτησε με παιχνιδιάρικη φωνή. “Τι λες μωρή ηλίθια!” φώναξε ο νεροχελώνος, “αυτό είναι από άλλο παραμύθι! Συγκεντρώσου λίγο! Ο πελάτης σου είναι.” “Α... Καλά...” απάντησε συγκαταβατικά το κορίτσι. “Και τι κάνει κρυμμένος πίσω από τον θάμνο;” ρώτησε. “Σε παίρνει μάτι για να του σηκωθεί. Είναι βλέπεις και βιτζιόζος ο σκατοπορνόγερος, τρομάρα του..” είπε ο νεροχελώνος απαξιωτικά. “Ε τότε να τον βοηθήσω!” απάντησε με χαρά η κοπέλα, και πηδώντας απάνω στο γέρο, τον έβαλε κάτω, γύρισε απότομα φέρνοντάς τον κώλο της στα μούτρα του μοστράροντας του την εντελώς άτριχη μουνοτρυπά της, και τον πλάκωσε στο τσιμπούκι. “Μμμ... Ωραίο τσιμπούκι και κυρίως χωρίς χέρι! Θα γαμήσω καλά!” σκέφτηκε ο γέρος, καθώς η γλώσσα και τα χείλη της κόρης διέτρεχαν όλο το μήκος της γέρικης μαραμένης μαλαπέρδας του, και τα σάλια της μούσκευαν τα ζαρωμένα του αρχίδια. Κάποια στιγμή μετά από ώρα, ο γέρος χορτασμένος πια από το εξαιρετικό τσιμπούκι της, της είπε: “Φτάνει. Στήσου τώρα να σε πηδήξω”. “Μισό να περάσω σκουφάκι στον φιλαράκο μας”, είπε η κοπέλα, και γυρνώντας έπιασε την γέρικη αηδιαστική ψωλή του για να της περάσει την καπότα. Μόλις όμως την άγγιξε, ενεργοποιήθηκε η μαγική ευχή και μούδιασε το χέρι της. Με το που αισθάνθηκε το μούδιασμα έπεσε σαν κεραυνοβολημένη ανάσκελα και με τα πόδια ανοιχτά πάνω στο φουσκωτό στρώμα θαλάσσης που βρισκόταν στην άκρη της πισίνας, και τα μάτια της ορθάνοιχτα ατένιζαν το υπερπέραν. Τι κι αν ο γέρος λυσσομανούσε ώρα επάνω της, αυτή δεν έβγαλε ούτε κιχ. Βρε τι της μίλαγε, τι την φίλαγε, τι την χάιδευε, αυτή δεν έσπαγε ούτε χαμόγελο λες κι ήταν καμωμένη πλέον από μάρμαρο. “Και τώρα πώς θα χύσω μωρή;” αναφώνησε ο γέρος φανερά εκνευρισμένος. “Δώσε της εξτραδάκι για cim” τον συμβούλεψε ο νεροχελώνος. “Τι λε ρε μαλάκα; 140 της ακούμπησα! Να της δώσω κι άλλα;” φώναξε εξαγριωμένος πλέον ο γέρος. “Μωρέ δώσε της εσύ λεφτά και θα δεις” επέμεινε ο νεροχελώνος. Τι να κάνει λοιπόν κι ο γέρος. Προκειμένου να καταφέρει να χύσει αξιοπρεπώς, πήρε ένα εικοσάευρο από το πορτοφόλι του, πλησίασε την μαρμαρωμένη κόρη και της το έβαλε στο χέρι. Με το που την πλήρωσε, ενεργοποιήθηκε η άλλη ευχή. Η κοπέλα ξύπνησε απότομα από το άγρυπνο κώμα και άρχισε να τον τσιμπουκώνει μανιωδώς, μέχρι που τα φλόκια του γέρου της πλημμύρισαν το στόμα και άρχισαν να τρέχουν στο πηγούνι της. Κατόπιν, και με τα φλόκια του γέρου σχεδόν ακόμα στο στόμα της, μάζεψε βιαστικά τα ρούχα της, ντύθηκε γρήγορα, και έφυγε τρέχοντας.
Ηθικόν δίδαγμα του παραμυθιού: Αν δεν περάσουν τα τρία τέρμινα και δεν είστε ο Πρίγκηπας που θα την “ξυπνήσει”, θα σας συμβούλευα να μην το επιχειρήσετε.
Πληροφορίες Συνάντησης
Διάρκεια
1 ώρα
Τήρηση υπηρεσιών
Τηρήθηκε ό,τι είχε συμφωνηθεί από πριν
Οι φωτογραφίες σε σχέση με την κοπέλα ήταν:
Ελαφρώς επεξεργασμένες αλλά ακριβείς
Θα την ξανασυναντούσες;
Όχι
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού
Τέλεια κριτική!!!
Ταπεινά εκφράζω τον Σεβασμό μου σε σας αλλά και στον νεροχελωνο.