Κριτικές από Φανούρης Τζούρας
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.5
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
«Καλώς τόνε!». «Γεια σας», ευχήθηκα στην υπηρεσία που μόλις με είχε καλωσορίσει. «Κάτσε», μου πρότεινε. Αν και δεν είχα σκοπό το έκανα —νιώθουν καλύτερα έτσι, οπότε απαντούν πιο εύκολα στις ερωτήσεις, αυτό έχω καταλάβει. «Νά 'ρθουν τα κορίτσια;». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «'Ελα αγάπες!». Πρώτη εμφανίστηκε η Μελίνα —στο τέλος της τέταρτης με πολύ αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της—, με μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, συμπαθητικό πρόσωπο, μικρό στήθος —μπορεί και μικρομεσαίο—, φαρδουλό κώλο, γεμάτα μπούτια με ίχνη κυτταρίτιδας. Η οποία φορούσε ένα τζιν σορτσάκι και στηθόδεσμο. «Γεια σου αγάπη μου, τι κάνεις; Καλά είσαι;», μου χαμογέλασε. «Γεια σου». Ακολουθούσε μία —μάλλον νεότερη— καστανή, με καλό πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, νορμάλ κορμί. Με χαιρέτησε κι εκείνη. «Βλέπεις δυο κούκλες που σου 'φερα;». «Οκέι...», ψιθύρισα, ενώ με τα δόντια μου έκοβα (επιτέλους!) ένα πετσάκι απ' το κάτω χείλος μου. «Ποια σ' αρέσει από τις δύο;». «Θα περάσω με τη Μελίνα». «Την ξέρεις τη Μελίνα, έλα Μελίνα βάλε το παιδί—». «Την άλλη κοπέλα πώς τη λένε;». «Ελένη!», απάντησε η τσατσά. «Ελένη...», επανέλαβα. «Κι έχει και παρτούζα, θες παρτουζίτσα;», δεν έχασε την ευκαιρία. «'Οχι, χε χε...», αρνήθηκα. «'Οχι αγάπη μου, εντάξει!», συμφώνησε. Η Μελίνα μου έδειξε τα ευρύχωρα δωμάτια. Καλά δωμάτια, αλλά κι ο θόρυβος της Λιοσίων ενοχλητικός. Εάν ήταν ξενοδοχείο θα ζητούσα να μ' έβαζαν απ' την πίσω μεριά...
'Ηρθε ύστερα από τρία λεπτά. «Εντάξει μωρό μου;», χαμογέλασε. «Κρικ κρικ...», μετακινήθηκα πάνω στο κρεβάτι για να της κάνω χώρο, ενώ ταυτόχρονα τη ρωτούσα: «Μέχρι ποια ώρα είσαι;». «Μέχρι πέντε πρωί». Στη συνέχεια έμεινε ολόγυμνη και σκύβοντας πάνω απ' τον πούτσο μου ρώτησε: «Η πίπα έτσι;». «'Οχι όχι, με προφυλακτικό». Πήρε να ετοιμάσει την καπότα. «Αλλά ξέρεις τι; Πριν την πίπα, εδώ (έδειξα το σώμα μου) καθόλου φιλάς;». «Ναι!», έκανε κρύβοντας το μικρό φακελάκι στη χούφτα της. «Α, μπράβο!», βολεύτηκα καλύτερα: «Κρικ κρικ κρικ». Ξεκίνησε με θορυβώδη, επιφανειακά φιλάκια στο στήθος, στον λαιμό (τα τελευταία, έπειτα από παράκλησή δική μου —εντωμεταξύ το στόμα της μύριζε φαγητίλα), ενώ μ' έγλειψε-ρούφηξε στις θηλές. «Α, μπράβο, έτσι...», μουρμούριζα, αν και τα φιλιά όπως και το γλείψιμο-ρούφηγμά της δεν με ικανοποίησαν αρκετά, αλλά εντάξει, για ένα εικοσάρι που πλήρωσα δεν ήταν άσχημα...
Διαπιστώνοντας την έναρξη της στύσης άνοιξε την καπότα. «Από Βουλγαρία είσαι;», ρώτησα —αν και ήξερα την απάντηση— καθώς εκείνη ξετύλιγε το ελαστικό κατά μήκος της ημικαυλωμένης ψωλής μου. «Ναι», χαμογέλασε. Η πίπα της ήταν βαθιά, ενώ ψιλοχάιδευε και τ' αρχίδια μου. Σύντομα της ζήτησα να με καβαλήσει. «ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ, ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ, ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...», τη γάμησα και με "γάμησε" (ικανοποιητικά —κουνιόταν καλά, ενώ μου φάνηκε και "στενή") για κάμποσα δευτερόλεπτα. Για τη συνέχεια της είπα να ξαπλώσει ανάσκελα. «Στο στόμα φιλάς καθόλου;», ρώτησα πριν συνεχίσω. «'Οχι...». «ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...». Τελικά δεν βολεύτηκα σε 'κείνη τη στάση, οπότε... «Για έλα και λίγο στα τέσσερα!». Αμέσως πήρε θέση σωστή, ενώ του λόγου μου γονάτιζα πίσω της. Το μουνογαμήσι ολοκληρώθηκε επιτυχώς ύστερα από λίγο. «Ααα!...». «Οκέι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Οκέι, οκέι...», επιβεβαίωσα.
Φεύγοντας χαιρέτησα αλλά δεν πήρα απάντηση απ' το κουζινάκι. Βγαίνοντας απ' την αυλόπορτα διέσχισα κάθετα τη Λιοσίων με κατεύθυνση το απέναντι στουντέλο. Η νύχτα προβλεπόταν μακρά...
'Ηρθε ύστερα από τρία λεπτά. «Εντάξει μωρό μου;», χαμογέλασε. «Κρικ κρικ...», μετακινήθηκα πάνω στο κρεβάτι για να της κάνω χώρο, ενώ ταυτόχρονα τη ρωτούσα: «Μέχρι ποια ώρα είσαι;». «Μέχρι πέντε πρωί». Στη συνέχεια έμεινε ολόγυμνη και σκύβοντας πάνω απ' τον πούτσο μου ρώτησε: «Η πίπα έτσι;». «'Οχι όχι, με προφυλακτικό». Πήρε να ετοιμάσει την καπότα. «Αλλά ξέρεις τι; Πριν την πίπα, εδώ (έδειξα το σώμα μου) καθόλου φιλάς;». «Ναι!», έκανε κρύβοντας το μικρό φακελάκι στη χούφτα της. «Α, μπράβο!», βολεύτηκα καλύτερα: «Κρικ κρικ κρικ». Ξεκίνησε με θορυβώδη, επιφανειακά φιλάκια στο στήθος, στον λαιμό (τα τελευταία, έπειτα από παράκλησή δική μου —εντωμεταξύ το στόμα της μύριζε φαγητίλα), ενώ μ' έγλειψε-ρούφηξε στις θηλές. «Α, μπράβο, έτσι...», μουρμούριζα, αν και τα φιλιά όπως και το γλείψιμο-ρούφηγμά της δεν με ικανοποίησαν αρκετά, αλλά εντάξει, για ένα εικοσάρι που πλήρωσα δεν ήταν άσχημα...
Διαπιστώνοντας την έναρξη της στύσης άνοιξε την καπότα. «Από Βουλγαρία είσαι;», ρώτησα —αν και ήξερα την απάντηση— καθώς εκείνη ξετύλιγε το ελαστικό κατά μήκος της ημικαυλωμένης ψωλής μου. «Ναι», χαμογέλασε. Η πίπα της ήταν βαθιά, ενώ ψιλοχάιδευε και τ' αρχίδια μου. Σύντομα της ζήτησα να με καβαλήσει. «ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ, ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ, ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...», τη γάμησα και με "γάμησε" (ικανοποιητικά —κουνιόταν καλά, ενώ μου φάνηκε και "στενή") για κάμποσα δευτερόλεπτα. Για τη συνέχεια της είπα να ξαπλώσει ανάσκελα. «Στο στόμα φιλάς καθόλου;», ρώτησα πριν συνεχίσω. «'Οχι...». «ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...». Τελικά δεν βολεύτηκα σε 'κείνη τη στάση, οπότε... «Για έλα και λίγο στα τέσσερα!». Αμέσως πήρε θέση σωστή, ενώ του λόγου μου γονάτιζα πίσω της. Το μουνογαμήσι ολοκληρώθηκε επιτυχώς ύστερα από λίγο. «Ααα!...». «Οκέι;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Οκέι, οκέι...», επιβεβαίωσα.
Φεύγοντας χαιρέτησα αλλά δεν πήρα απάντηση απ' το κουζινάκι. Βγαίνοντας απ' την αυλόπορτα διέσχισα κάθετα τη Λιοσίων με κατεύθυνση το απέναντι στουντέλο. Η νύχτα προβλεπόταν μακρά...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 20, 2015
Όνομα κοπέλας
Μελίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
3.9
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
1.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
1.0
Πέμπτη, ώρα 7:15 π.μ
Στον πρώτο όροφο δούλευε η γνωστή ρουμάνα 'Αννα —από μερικούς επονομαζόμενη και τσαμπουκαλού. «Χάνεις!», άκουσα την υπηρεσία να λέει καθώς αποχωρούσα, ενώ δεν παρέλειψε να μ' ενημερώσει πως: «είναι κι απάνω μαγαζί!».
Στο επάνω μαγαζί, η εκεί τσατσά με πληροφόρησε πως είχε «δύο κοπέλες» που πρόσφεραν «τσιμπουκάκι, πάνω-κάτω, πισωκολλητό», οι οποίες «δεν βιάζονται» και πως με δέκα ευρώ θα μπορούσα να περάσω καλά. Εμφανίστηκαν: μία νεαρή με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, καλογραμμένο πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, ομορφοσχηματισμένο κορμί και μία επίσης νεαρή, με καστανό ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μετριοκαλό πρόσωπο, πιο γεροδεμένη. «Πώς σε λένε;», έδειξα την πρώτη, κρατώντας —έτσι ώστε ν' αχνοφαίνονται— δύο τάλληρα. «'Αννα», απάντησε ανόρεχτα. «Κι εσένα;», έδειξα την άλλη. «Ντιάνα», απάντησε κι εκείνη το ίδιο ανόρεχτα. «Με την 'Αννα!», είπα στην υπηρεσία και διάλεξα δωμάτιο.
Η κοκότα έσκασε μύτη ύστερα από λίγα λεπτά. Με βρήκε ξαπλωμένο στο διπλό κρεβάτι. «'Ολα καλά;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. "No greek, λίγκο", μου έκανε γνωστό. «Τι πράγμα;». «Ρωσία είμαι». «Α, Ρωσία, οκέι!». Κατέβηκε απ' τα παπούτσια της και γυμνόστηθη γονάτισε ανάμεσα στα πόδια μου. Εκεί πήρε να μου φορέσει την καπότα. Δυσκολευόταν όμως μιας και δεν υπήρχε καθόλου στύση. "So, you do not understand greek", σχολίασα. "No english, no greek", επιβεβαίωσε. Η καπότα δεν έστρωνε καλά. 'Αρχισε να δυσανασχετεί. "You must to do something" (κανένα προκαταρκτικό), την "κούρντισα". Ξεκίνησε να με μαλακίζει άγαρμπα. «Σιγά!», τη σταμάτησα. Τότε έσκυψε κι άρχισε να ρουφάει. Μετά από δυο-τρία ρουφήγματα, με νοήματα, μου έδωσε να καταλάβω πως την ενοχλούσαν οι πέριξ τρίχες. «'Οχι, οκέι, άστο, δεν θέλω να συνεχίσουμε!», της είπα έχοντας πάρει το σοβαρό μου ύφος. Αμέσως τραβήχτηκε και πήρε να ντύνεται. «Εσύ δεν έχεις σκοπό να κάνεις δουλειά!», πρόσθεσα χωρίς να την κοιτάζω, ενώ συμπλήρωσα χαμηλόφωνα: «Μαλακισμένη!», καθώς εκείνη έκλεινε πίσω της την πόρτα —δεν έπρεπε να μ' άκουσε, αλλά κι αν μ' άκουσε... Να!
Βγαίνοντας —ντυμένος— δεν είδα κάποια από δαύτες στο σαλόνι. «'Ερχεστε λίγο;», φώναξα —σιγά μην έφευγα χωρίς να ζητήσω πίσω τα λεφτά μου. Αμέσως εμφανίστηκε η ψιλοσυμπαθητική υπηρεσία με τα δυο μου τάλληρα στο χέρι. «Ορίστε», μου τα έδωσε και κάνοντας μεταβολή χάθηκε πίσω απ' το υφασμάτινο διαχωριστικό παραβάν.
Στον πρώτο όροφο δούλευε η γνωστή ρουμάνα 'Αννα —από μερικούς επονομαζόμενη και τσαμπουκαλού. «Χάνεις!», άκουσα την υπηρεσία να λέει καθώς αποχωρούσα, ενώ δεν παρέλειψε να μ' ενημερώσει πως: «είναι κι απάνω μαγαζί!».
Στο επάνω μαγαζί, η εκεί τσατσά με πληροφόρησε πως είχε «δύο κοπέλες» που πρόσφεραν «τσιμπουκάκι, πάνω-κάτω, πισωκολλητό», οι οποίες «δεν βιάζονται» και πως με δέκα ευρώ θα μπορούσα να περάσω καλά. Εμφανίστηκαν: μία νεαρή με ίσιο ξανθωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, καλογραμμένο πρόσωπο, μικρομεσαίο στήθος, ομορφοσχηματισμένο κορμί και μία επίσης νεαρή, με καστανό ίσιο μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, μετριοκαλό πρόσωπο, πιο γεροδεμένη. «Πώς σε λένε;», έδειξα την πρώτη, κρατώντας —έτσι ώστε ν' αχνοφαίνονται— δύο τάλληρα. «'Αννα», απάντησε ανόρεχτα. «Κι εσένα;», έδειξα την άλλη. «Ντιάνα», απάντησε κι εκείνη το ίδιο ανόρεχτα. «Με την 'Αννα!», είπα στην υπηρεσία και διάλεξα δωμάτιο.
Η κοκότα έσκασε μύτη ύστερα από λίγα λεπτά. Με βρήκε ξαπλωμένο στο διπλό κρεβάτι. «'Ολα καλά;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. "No greek, λίγκο", μου έκανε γνωστό. «Τι πράγμα;». «Ρωσία είμαι». «Α, Ρωσία, οκέι!». Κατέβηκε απ' τα παπούτσια της και γυμνόστηθη γονάτισε ανάμεσα στα πόδια μου. Εκεί πήρε να μου φορέσει την καπότα. Δυσκολευόταν όμως μιας και δεν υπήρχε καθόλου στύση. "So, you do not understand greek", σχολίασα. "No english, no greek", επιβεβαίωσε. Η καπότα δεν έστρωνε καλά. 'Αρχισε να δυσανασχετεί. "You must to do something" (κανένα προκαταρκτικό), την "κούρντισα". Ξεκίνησε να με μαλακίζει άγαρμπα. «Σιγά!», τη σταμάτησα. Τότε έσκυψε κι άρχισε να ρουφάει. Μετά από δυο-τρία ρουφήγματα, με νοήματα, μου έδωσε να καταλάβω πως την ενοχλούσαν οι πέριξ τρίχες. «'Οχι, οκέι, άστο, δεν θέλω να συνεχίσουμε!», της είπα έχοντας πάρει το σοβαρό μου ύφος. Αμέσως τραβήχτηκε και πήρε να ντύνεται. «Εσύ δεν έχεις σκοπό να κάνεις δουλειά!», πρόσθεσα χωρίς να την κοιτάζω, ενώ συμπλήρωσα χαμηλόφωνα: «Μαλακισμένη!», καθώς εκείνη έκλεινε πίσω της την πόρτα —δεν έπρεπε να μ' άκουσε, αλλά κι αν μ' άκουσε... Να!
Βγαίνοντας —ντυμένος— δεν είδα κάποια από δαύτες στο σαλόνι. «'Ερχεστε λίγο;», φώναξα —σιγά μην έφευγα χωρίς να ζητήσω πίσω τα λεφτά μου. Αμέσως εμφανίστηκε η ψιλοσυμπαθητική υπηρεσία με τα δυο μου τάλληρα στο χέρι. «Ορίστε», μου τα έδωσε και κάνοντας μεταβολή χάθηκε πίσω απ' το υφασμάτινο διαχωριστικό παραβάν.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 18, 2015
Όνομα κοπέλας
Άννα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.3
Εμφάνιση κοπέλας
4.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 7:46 π.μ
Μια χαμογελαστή υπηρεσία ανέβαινε τις σκάλες κουβαλώντας ένα μικρό κιβώτιο, ενώ ταυτόχρονα ευχόταν σε μένα και σ' άλλον έναν που ερχόμασταν πίσω της: «Καλημέρα, καλημέρα! Καλημέρα, όλη μέρα!».
Στο σαλόνι, αφού πρώτα απίθωσε το δέμα χάμου, μας υποδέχτηκε κανονικά: «Περάστε παρακαλώ! 'Ενα λεπτάκι, καλημέρα, καθίστε!». Καλώντας την πόρνη της βάρδιας: «Βικτώρια!». Και κάνοντάς μας γνωστό πως: «άλλη σήμερα! Καινούργια έχω, άλλη, άλλη, άλλη! Χα χα... Ρωσίδα όμως και αυτή, πάρα πολύ καλή!».
«Χαίρετε!», μας ευχήθηκε μια σιτεμένη ξανθιά, με ίσιο μαλλί μέχρι τους ώμους, "σπασμένο" άσχημο πρόσωπο, μικρό στήθος με προπετείς και ευμεγέθεις θηλές, κανονικό σώμα, μέτριο ύψος.
«Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ωραίο μασαζάκι ερωτικό, ελεύθερο στοματικό, να περάσετε πάρα πολύ όμορφα!... Αγκαλίτσες, φιλάκια–», ενημέρωνε η τσατσά. Τη διέκοψα δίνοντάς της τα δέκα ευρώ. «Αυτός είσαι! Αυτό μ' αρέσει!», χαμογέλασε.
Το δωμάτιο ήταν ικανοποιητικό, αλλά λόγω του κλιματιστικού επικρατούσε ψύχρα. Η κοκότα ήρθε ύστερα από ένα λεπτό. Με βρήκε να γδύνομαι. «Εντάξει ματάκια μου;». «Ναι ναι!», την κάλεσα να περάσει. «Τέλεις να πάω να κάνω το άλλο παιντί και μετά εσύ, και εσύ να ετοιμάζεσαι; Τέλεις έτσι;», ρώτησε. «Πήγαινε!», συμφώνησα —να ετοιμαζόμουν και με την ησυχία μου. «Τέλεις ελεύθερο στοματικό;», ενδιαφέρθηκε να μάθει πριν φύγει. «'Οχι». «Α, εντάξει˙ ετοιμάσου, ξάπλωσε–». «Κι έλα εσύ μετά!». «Ναι ναι ματάκια μου, οκέι!».
Ξανάρθε έπειτα από ένα δεκάλεπτο. «Εντάξει ματάκια μου, ξεκουράστηκες;». 'Εγνεψα καταφατικά. «Οκέι, ήτανε και καλό παιδί μπροστά σου, και αυτό μου λέει: "Ααα, ήρθες πιο νωρίς!". Λέω: "Nαι, ο άλλος κύριος μου είπε ότι μπορώ!"». 'Αφησε τα σέα της στο κομοδίνο. «Ξάπλωσες και ωραία, μπράβο ματάκια μου!», μ' επαίνεσε. «Λοιπόν! Ε, κάνουμε ελεύθερο, ε;». «'Οχι ελεύθερο!», τη διόρθωσα. «Οκέι, λοιπόν, τα σου κάνω τότε ένα πολύ καλό ερωτικό μασαζάκι, για να σε προκαλώ (με την έννοια ότι: θα στο κάνω έτσι ώστε να σε διεγείρω σεξουαλικά...). Εντάξει;». Συμφώνησα. «Να σε "βρω"... να σε "βρω"! Εντάξει;», διευκρίνισε. «Ντύο λεπτά ντεν μιλάμε, σε αγγίζω, να καταλάβω πως λειτουργεί το σώμα σου, εντάξει;». «Ναι», ξανασυμφώνησα. «Μην ανησυχείς κατόλου, χαλαρά! Τέλο να είσαι χαλαρός, λίγο. Να το απολαύσεις...». Αφού έτριψε τα χέρια της μ' ένα υγρό μαντιλάκι (προφανώς για λίπανση), άρχισε να με χαϊδεύει στον κορμό, να μου τσιμπάει τις θηλές (στην αρχή επώδυνα [«'Αουτς!». «Τέλεις λίγο πιο τρυφερά, έτσι;». «Εμ!». «Κατάλαβα, το υπονοούμενο πιάνω! Πιάνω, πιάνω!»]), να μου πασπατεύει τ' αρχίδια, ενώ μου έβαλε στιγμιαία το δάχτυλο στον αφαλό (!), στ' αυτιά (!), στον... 'Οχι, εκεί δεν επιχείρησε να το βάλει!... Χε χε χε... Αυτό ήταν το μασάζ της, ενώ όταν ανασηκώθηκα για να πάρω στο αδηφάγο στόμα μου τις μεγάλες ρώγες της, μετά τον "θηλασμό" μου, έσκυψε κι εκείνη για να φιλήσει-γλείψει-ρουφήξει τις δικές μου, αλλά και να με απαλοφιλήσει-γλείψει στον λαιμό, κυρίως...
«Λοιπόν, κάτομαι εξήντα εννιά...», είπε και πήρε θέση, ξετυλίγοντας την καπότα κατά μήκος της καυλωμένης ψωλής μου. Της χάιδευα τον κώλο, όση ώρα (λίγη) εκείνη μου έπαιρνε (μέτρια) πίπα, απαλοφυσώντας κατά διαστήματα τον πούτσο μου. «Να το βάλουμε;», ρώτησε κάποια στιγμή. « Ναι, έλα!», συμφώνησα. «Τέλεις να κάτσω πάνω σου ή εσύ από πάνω μου; Πώς τέλεις παιδάκι μου;». «Εσύ από πάνω!». «'Ετσι (πρόσωπο σε σένα), για αντίθετα;». «'Ετσι! 'Ετσι!» (πρόσωπο σε μένα). Κατά τη διάρκεια της γάμευσης έτριβε τις ρώγες της κι έχοντας πάρει ένα αστείο/καυλωτικό ύφος ψιθύριζε ερωτικά, ενώ είχαμε και στιχομυθίες του τύπου: Αυτή: «Καυλώνεις;». «Ναι». «Μπράβο μωρό μου! Αφού σ' αρέσει... 'Ετσι!... 'Ετσι!...». «Κάτσε να δοκιμάσω και λίγο από πίσω!», ζήτησα. «'Ελα!», συμφώνησε πρόθυμα παίρνοντας θέση. Τον έχωσα και συνέχισα να γαμάω. «Μμμ!... Αυτό είναι!», "καύλωνε". «Πιο χαμηλά...», της ζήτησα μετά από μερικές ψωλιές. «Πιο χαμηλά», επανέλαβε κι έφερε τα πόδια της ανάμεσα στα δικά μου. Τώρα ήταν καλύτερα. «ΑΑΑ! 'Ετσι μωρό μου, έτσι, έτσι!», συνέχισε να "καυλώνει". Κάπου εκεί γύρω —λίγο αργότερα—, ολοκλήρωσα κι εγώ: «Α, έχυσα!». «Μπράβο ματάκια μου!».
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε: «Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ, εκτός από 'δω;», έκανα την ερώτηση. «Παλιά, ναι, στο Ντιντίμου, τώρα έχω σταματήσει». «Διδύμου, σε ποιο;». «Από το 2008, ντεν τυμάμαι τώρα αριθμό...». Στα εφτάρια, στα οκτάρια;». «'Οχι όχι!». «Στο δεκαέξι, στα δεκαοκτώ;». «Δεκαέξι νομίζω, που είναι κάτω». «Και τότε σαν Βικτώρια εμφανιζόσουν;». «Ναι! Παλιά σαν Βικτώρια ήμουνα. Αλλά ντεν ντούλευα καιρό˙ ντούλευα μόνο 10 μήνες και μετά ξανάφευγα. Γεια σου ματάκια μου!». «Εδώ, τώρα είσαι από βράδυ ή πρωινή;», ρώτησα πριν με αφήσει. «Να ρωτάς να σου λένε (άλλο είχε καταλάβει...), εγώ τώρα είμαι στο Κολωνού, εδώ πιο πάνω. Πρωινή, έξι, μέχρι ντόντεκα, δεν ξέρω αριθμός, δεύτερο όροφος». «Κολωνού στο 30;». «'Οχι, σαράντα εφτά νομίζω... Ναι, σαράντα εφτά, είναι στον δεύτερο, πάνω!». «Οκέι». «Εντάξει; Αλλά πρωί: 6-12!».
Μια χαμογελαστή υπηρεσία ανέβαινε τις σκάλες κουβαλώντας ένα μικρό κιβώτιο, ενώ ταυτόχρονα ευχόταν σε μένα και σ' άλλον έναν που ερχόμασταν πίσω της: «Καλημέρα, καλημέρα! Καλημέρα, όλη μέρα!».
Στο σαλόνι, αφού πρώτα απίθωσε το δέμα χάμου, μας υποδέχτηκε κανονικά: «Περάστε παρακαλώ! 'Ενα λεπτάκι, καλημέρα, καθίστε!». Καλώντας την πόρνη της βάρδιας: «Βικτώρια!». Και κάνοντάς μας γνωστό πως: «άλλη σήμερα! Καινούργια έχω, άλλη, άλλη, άλλη! Χα χα... Ρωσίδα όμως και αυτή, πάρα πολύ καλή!».
«Χαίρετε!», μας ευχήθηκε μια σιτεμένη ξανθιά, με ίσιο μαλλί μέχρι τους ώμους, "σπασμένο" άσχημο πρόσωπο, μικρό στήθος με προπετείς και ευμεγέθεις θηλές, κανονικό σώμα, μέτριο ύψος.
«Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ωραίο μασαζάκι ερωτικό, ελεύθερο στοματικό, να περάσετε πάρα πολύ όμορφα!... Αγκαλίτσες, φιλάκια–», ενημέρωνε η τσατσά. Τη διέκοψα δίνοντάς της τα δέκα ευρώ. «Αυτός είσαι! Αυτό μ' αρέσει!», χαμογέλασε.
Το δωμάτιο ήταν ικανοποιητικό, αλλά λόγω του κλιματιστικού επικρατούσε ψύχρα. Η κοκότα ήρθε ύστερα από ένα λεπτό. Με βρήκε να γδύνομαι. «Εντάξει ματάκια μου;». «Ναι ναι!», την κάλεσα να περάσει. «Τέλεις να πάω να κάνω το άλλο παιντί και μετά εσύ, και εσύ να ετοιμάζεσαι; Τέλεις έτσι;», ρώτησε. «Πήγαινε!», συμφώνησα —να ετοιμαζόμουν και με την ησυχία μου. «Τέλεις ελεύθερο στοματικό;», ενδιαφέρθηκε να μάθει πριν φύγει. «'Οχι». «Α, εντάξει˙ ετοιμάσου, ξάπλωσε–». «Κι έλα εσύ μετά!». «Ναι ναι ματάκια μου, οκέι!».
Ξανάρθε έπειτα από ένα δεκάλεπτο. «Εντάξει ματάκια μου, ξεκουράστηκες;». 'Εγνεψα καταφατικά. «Οκέι, ήτανε και καλό παιδί μπροστά σου, και αυτό μου λέει: "Ααα, ήρθες πιο νωρίς!". Λέω: "Nαι, ο άλλος κύριος μου είπε ότι μπορώ!"». 'Αφησε τα σέα της στο κομοδίνο. «Ξάπλωσες και ωραία, μπράβο ματάκια μου!», μ' επαίνεσε. «Λοιπόν! Ε, κάνουμε ελεύθερο, ε;». «'Οχι ελεύθερο!», τη διόρθωσα. «Οκέι, λοιπόν, τα σου κάνω τότε ένα πολύ καλό ερωτικό μασαζάκι, για να σε προκαλώ (με την έννοια ότι: θα στο κάνω έτσι ώστε να σε διεγείρω σεξουαλικά...). Εντάξει;». Συμφώνησα. «Να σε "βρω"... να σε "βρω"! Εντάξει;», διευκρίνισε. «Ντύο λεπτά ντεν μιλάμε, σε αγγίζω, να καταλάβω πως λειτουργεί το σώμα σου, εντάξει;». «Ναι», ξανασυμφώνησα. «Μην ανησυχείς κατόλου, χαλαρά! Τέλο να είσαι χαλαρός, λίγο. Να το απολαύσεις...». Αφού έτριψε τα χέρια της μ' ένα υγρό μαντιλάκι (προφανώς για λίπανση), άρχισε να με χαϊδεύει στον κορμό, να μου τσιμπάει τις θηλές (στην αρχή επώδυνα [«'Αουτς!». «Τέλεις λίγο πιο τρυφερά, έτσι;». «Εμ!». «Κατάλαβα, το υπονοούμενο πιάνω! Πιάνω, πιάνω!»]), να μου πασπατεύει τ' αρχίδια, ενώ μου έβαλε στιγμιαία το δάχτυλο στον αφαλό (!), στ' αυτιά (!), στον... 'Οχι, εκεί δεν επιχείρησε να το βάλει!... Χε χε χε... Αυτό ήταν το μασάζ της, ενώ όταν ανασηκώθηκα για να πάρω στο αδηφάγο στόμα μου τις μεγάλες ρώγες της, μετά τον "θηλασμό" μου, έσκυψε κι εκείνη για να φιλήσει-γλείψει-ρουφήξει τις δικές μου, αλλά και να με απαλοφιλήσει-γλείψει στον λαιμό, κυρίως...
«Λοιπόν, κάτομαι εξήντα εννιά...», είπε και πήρε θέση, ξετυλίγοντας την καπότα κατά μήκος της καυλωμένης ψωλής μου. Της χάιδευα τον κώλο, όση ώρα (λίγη) εκείνη μου έπαιρνε (μέτρια) πίπα, απαλοφυσώντας κατά διαστήματα τον πούτσο μου. «Να το βάλουμε;», ρώτησε κάποια στιγμή. « Ναι, έλα!», συμφώνησα. «Τέλεις να κάτσω πάνω σου ή εσύ από πάνω μου; Πώς τέλεις παιδάκι μου;». «Εσύ από πάνω!». «'Ετσι (πρόσωπο σε σένα), για αντίθετα;». «'Ετσι! 'Ετσι!» (πρόσωπο σε μένα). Κατά τη διάρκεια της γάμευσης έτριβε τις ρώγες της κι έχοντας πάρει ένα αστείο/καυλωτικό ύφος ψιθύριζε ερωτικά, ενώ είχαμε και στιχομυθίες του τύπου: Αυτή: «Καυλώνεις;». «Ναι». «Μπράβο μωρό μου! Αφού σ' αρέσει... 'Ετσι!... 'Ετσι!...». «Κάτσε να δοκιμάσω και λίγο από πίσω!», ζήτησα. «'Ελα!», συμφώνησε πρόθυμα παίρνοντας θέση. Τον έχωσα και συνέχισα να γαμάω. «Μμμ!... Αυτό είναι!», "καύλωνε". «Πιο χαμηλά...», της ζήτησα μετά από μερικές ψωλιές. «Πιο χαμηλά», επανέλαβε κι έφερε τα πόδια της ανάμεσα στα δικά μου. Τώρα ήταν καλύτερα. «ΑΑΑ! 'Ετσι μωρό μου, έτσι, έτσι!», συνέχισε να "καυλώνει". Κάπου εκεί γύρω —λίγο αργότερα—, ολοκλήρωσα κι εγώ: «Α, έχυσα!». «Μπράβο ματάκια μου!».
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε: «Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ, εκτός από 'δω;», έκανα την ερώτηση. «Παλιά, ναι, στο Ντιντίμου, τώρα έχω σταματήσει». «Διδύμου, σε ποιο;». «Από το 2008, ντεν τυμάμαι τώρα αριθμό...». Στα εφτάρια, στα οκτάρια;». «'Οχι όχι!». «Στο δεκαέξι, στα δεκαοκτώ;». «Δεκαέξι νομίζω, που είναι κάτω». «Και τότε σαν Βικτώρια εμφανιζόσουν;». «Ναι! Παλιά σαν Βικτώρια ήμουνα. Αλλά ντεν ντούλευα καιρό˙ ντούλευα μόνο 10 μήνες και μετά ξανάφευγα. Γεια σου ματάκια μου!». «Εδώ, τώρα είσαι από βράδυ ή πρωινή;», ρώτησα πριν με αφήσει. «Να ρωτάς να σου λένε (άλλο είχε καταλάβει...), εγώ τώρα είμαι στο Κολωνού, εδώ πιο πάνω. Πρωινή, έξι, μέχρι ντόντεκα, δεν ξέρω αριθμός, δεύτερο όροφος». «Κολωνού στο 30;». «'Οχι, σαράντα εφτά νομίζω... Ναι, σαράντα εφτά, είναι στον δεύτερο, πάνω!». «Οκέι». «Εντάξει; Αλλά πρωί: 6-12!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 17, 2015
Όνομα κοπέλας
Βικτώρια
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.0
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
5.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
2.0
Σχέση αξίας/κόστους
5.0
Τρίτη, ώρα 6:49 π.μ
Δεν είχα λαθέψει. Η πουτάνα λογόφερνε μ' έναν —αλλοδαπός έπρεπε να ήταν. Ταυτόχρονα άκουγα την καποτούλα-χωρίς, να ενημερώνει: «'Εχει ωραίο τσιμπουκάκι —καποτούλα χωρίς—, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις, εξήντα εννιά, δέκα ευρώ!». Γινόταν πολύ φασαρία... Αποφάσισα να μη σπρώξω την εξώπορτα και κάνοντας μεταβολή κατέβηκα τις σκάλες. Μπήκα στο διπλανό ισόγειο. Η κοπέλα —μια νέα, ψιλοεμφανίσιμη κι αδύνατη, με μαλλί μέχρι τους ώμους— σαλόναρε ντυμένη, μιας κι ήταν έτοιμη να σχολάσει. Ο τσάτσος με πληροφόρησε πως έκανε «ελεύθερο τσιμπουκάκι». Εξαιτίας της ώρας που τους πέτυχα, προτίμησα να μη δοκιμάσω.
Επέστρεψα στον όροφο, όπου η λογομαχία συνεχιζόταν στην κουζίνα —αυτή τη φορά πέρασα στο δροσερό και άοσμο σαλόνι. Περίμενα λίγο και ξανάφυγα. Πήγα μέχρι το 46, όπου βρήκα τη Μαρία με τα προβληματικά δόντια και το γυμνασμένο σώμα —ως συνήθως σε φουλ. Επέστεψα για τρίτη φορά στον όροφο —ακολουθούσε ηλικιωμένος κύριος. «Καλημέρα, δυο κοπέλες, κάνουνε: μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό κι εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια, δέκα ευρώ!... Και παρτουζάκι, είκοσι ευρώ!... Σιγά σιγά τα κοριτσάκια», ενημέρωσε μία άλλη τσατσά. Παρουσιάστηκαν —με τη σειρά— μια κοντοφάρδουλη ξανθιά νεαρή αθιγγανίδα, με ίσιο ψιλοφουντωτό μαλλί μέχρι την πλάτη, ενδιαφέρον πρόσωπο με ανάγλυφα χείλη, πλούσια μπομπόνια, και η "γυρολόγος" Νίνα, η οποία αποχωρώντας σχολίασε για τον ηλικιωμένο συναγωνιστή (ή το σχόλιό της πήγαινε σε μένα;...): «Ο κύριος δεν γαμάει...».
«Μ' εσένα!», είπα στην ξανθιά εμφανίζοντας το ακριβές αντίτιμο. «Εκεί αγάπη μου», μου έδειξε το ένα απ' τα δύο ψιλοάθλια δωμάτια του σαλονιού.
«Κρακ κρακ κρακ!...», ξάπλωνα όταν εκείνη άνοιγε την πόρτα˙ ύστερα από πέντε λεπτά. «Γεια σου». «Γεια σου», μου χαμογέλασε. «Πώς σε λένε;». «Τάνια», απάντησε αφήνοντας το σουτιέν της στο κρεβάτι, ενώ γονατίζοντας πλάι μου ρώτησε: «Ελεύθερο, με καπότα;». «Με καπότα». 'Επιασε το συσκευασμένο προφυλακτικό. «Δεν μου λες Τάνια, πριν κάνεις την καπότα, εδώ (έδειξα το στήθος μου), κανένα φιλάκι δίνεις;». «Ναι, γιατί (όχι);», ήταν η απάντησή της. «Ααα, να καυλώσω λίγο!...», έκανα ευχαριστημένος και τεντώθηκα. «Ματς (στη μία ρώγα) μουτς (στην άλλη ρώγα)...», και μετά, ορθώνοντας το κορμί, πήρε να σκίσει τη συσκευασία. «Μόνο δύο;...», την κοίταξα απογοητευμένος. Μου ξαναχαμογέλασε κι άρχισε μια μέτρια, καλυμμένη πίπα. «Λίγο πιο αργά... Μπράβο, έτσι!», την ψιλοβελτίωσε... Κάποια στιγμή της ζήτησα να μου "προσφέρει" τα βυζιά της. Το έκανε πρόθυμα, γνωρίζοντας πως ήταν ένα απ' τα δυνατά της σημεία. "Θήλασα" για λίγο ζουπώντας τα ενώ δεν παρέλειψα να της βάλω και λίγο μουνοδάχτυλο —επιφανειακά, όχι εν τω βάθει. Τη φίλησα-έγλειψα στον λαιμό και στα μάγουλα, χωρίς εκείνη ν' ανταποδώσει. «Εδώ πέρα (έδειξα τον λαιμό μου) φιλάς;». «Ναι». «'Αντε, φίλησέ με λίγο». Με απαλοφίλησε και μ' έγλειψε με την άκρη της γλώσσας της, παρ' όλο που παραδέχτηκε πως ήμουν καθαρός —κι εκείνη καθαρή φαινόταν. «Από πού είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω χαϊδεύοντας τον κώλο και τα βυζά της (έτσι, χωρίς γιώτα). «Μπουλγκάρα». «Γιατί φώναζε ο προηγούμενος;». Ταυτόχρονα της έκανα μια γλειψιά στον λαιμό. «Εσύ ήσουν εδώ;». «Ναι. Σε σένα φώναζε;», την κοίταξα. «'Οχι». «Α, στην άλλη». Πήρα να "θηλάζω" τα μεμέ της. «Είναι τρελός!». «Συμβαίνουν αυτά στο επάγγελμα», είπα σοβαρά. «'Οχι, αυτός παίρνει κόκα!». «Εσύ από βράδυ είσαι;», ψηλάφισα την ημικαυλωμένη ψωλή μου. «'Οχι μωρό μου, τώρα ήρθα». Της ζήτησα να στηθεί στα τέσσερα. «Κρακ κρακ κρακ!...», πραγματοποίησε την επιθυμία μου. Τότε παρατήρησα το τατουάζ ανάμεσα απ' τις ωμοπλάτες και τη μικρή διάστιξη στο δεξιό αντιβράχιο. Την έχωσα (την ψωλή) στη μουνότρυπά της κι άρχισα να τη γαμάω. «ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...». Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά, απ' την είσοδο της πόρνης (ας είναι καλά το ρολόι μου) κι η καποτούλα-χωρίς (την είχα ακούσει πριν λίγο να ενημερώνει) χτύπησε την πόρτα!... «Τι βαράς την πόρτα;», της φώναξα. «Τρελή είναι...», συμπλήρωσε η κοκότα ανάμεσα στα «ΚΡΑΚ». «'Ωρα να φύγει», ακούστηκε η λάμια απ' όξω. «Τι χτυπάς από τώρα;», ξαναφώναξα, για να συμπληρώσω —πιο σιγά, έτσι ώστε να με ακούει μόνο η πόρνη: «Αυτή συνέχεια το ίδιο κάνει!». «Αυτή έχει χαρτιά από τρελοκομείο και γι' αυτό τα κάνει αυτά!», υπερθεμάτισε. «Ελληνίδα είναι;». «Ναι». Της είπα να με καβαλήσει. «Κρακ κρακ κρακ!...». Μπήγοντας το καυλί μου στον κόλπο της ξεκίνησε κάνοντας βαθιά καθίσματα —κι όταν κουράστηκε, συνέχισα το γαμήσι εγώ. «ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...».
«'Ελα κοπέλα μου!», ξανακούστηκε η καποτούλα-χωρίς. «Τώρα! Παναγία μου, αυτή τρελάθηκε!», σχολίασε η Τάνια λίγο πριν ανοίξει την πόρτα. «Τρελοκομείο!», συμπλήρωσα και του λόγου μου. Ευτυχώς είχα καταφέρει να χύσω πριν τη δεύτερη προειδοποίηση...
«Να πάτε στο καλό, ευχαριστώ! Και να ερχόσαστε!», μου χαμογέλασε η ημίτρελη καθώς έφευγα!...
«Τώρα τι να σου πω;...», σκέφτηκα. 'Εδωσα τόπο στην οργή...
Δεν είχα λαθέψει. Η πουτάνα λογόφερνε μ' έναν —αλλοδαπός έπρεπε να ήταν. Ταυτόχρονα άκουγα την καποτούλα-χωρίς, να ενημερώνει: «'Εχει ωραίο τσιμπουκάκι —καποτούλα χωρίς—, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις, εξήντα εννιά, δέκα ευρώ!». Γινόταν πολύ φασαρία... Αποφάσισα να μη σπρώξω την εξώπορτα και κάνοντας μεταβολή κατέβηκα τις σκάλες. Μπήκα στο διπλανό ισόγειο. Η κοπέλα —μια νέα, ψιλοεμφανίσιμη κι αδύνατη, με μαλλί μέχρι τους ώμους— σαλόναρε ντυμένη, μιας κι ήταν έτοιμη να σχολάσει. Ο τσάτσος με πληροφόρησε πως έκανε «ελεύθερο τσιμπουκάκι». Εξαιτίας της ώρας που τους πέτυχα, προτίμησα να μη δοκιμάσω.
Επέστρεψα στον όροφο, όπου η λογομαχία συνεχιζόταν στην κουζίνα —αυτή τη φορά πέρασα στο δροσερό και άοσμο σαλόνι. Περίμενα λίγο και ξανάφυγα. Πήγα μέχρι το 46, όπου βρήκα τη Μαρία με τα προβληματικά δόντια και το γυμνασμένο σώμα —ως συνήθως σε φουλ. Επέστεψα για τρίτη φορά στον όροφο —ακολουθούσε ηλικιωμένος κύριος. «Καλημέρα, δυο κοπέλες, κάνουνε: μουνάκι, τσιμπουκάκι, πισωκολλητό κι εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια, δέκα ευρώ!... Και παρτουζάκι, είκοσι ευρώ!... Σιγά σιγά τα κοριτσάκια», ενημέρωσε μία άλλη τσατσά. Παρουσιάστηκαν —με τη σειρά— μια κοντοφάρδουλη ξανθιά νεαρή αθιγγανίδα, με ίσιο ψιλοφουντωτό μαλλί μέχρι την πλάτη, ενδιαφέρον πρόσωπο με ανάγλυφα χείλη, πλούσια μπομπόνια, και η "γυρολόγος" Νίνα, η οποία αποχωρώντας σχολίασε για τον ηλικιωμένο συναγωνιστή (ή το σχόλιό της πήγαινε σε μένα;...): «Ο κύριος δεν γαμάει...».
«Μ' εσένα!», είπα στην ξανθιά εμφανίζοντας το ακριβές αντίτιμο. «Εκεί αγάπη μου», μου έδειξε το ένα απ' τα δύο ψιλοάθλια δωμάτια του σαλονιού.
«Κρακ κρακ κρακ!...», ξάπλωνα όταν εκείνη άνοιγε την πόρτα˙ ύστερα από πέντε λεπτά. «Γεια σου». «Γεια σου», μου χαμογέλασε. «Πώς σε λένε;». «Τάνια», απάντησε αφήνοντας το σουτιέν της στο κρεβάτι, ενώ γονατίζοντας πλάι μου ρώτησε: «Ελεύθερο, με καπότα;». «Με καπότα». 'Επιασε το συσκευασμένο προφυλακτικό. «Δεν μου λες Τάνια, πριν κάνεις την καπότα, εδώ (έδειξα το στήθος μου), κανένα φιλάκι δίνεις;». «Ναι, γιατί (όχι);», ήταν η απάντησή της. «Ααα, να καυλώσω λίγο!...», έκανα ευχαριστημένος και τεντώθηκα. «Ματς (στη μία ρώγα) μουτς (στην άλλη ρώγα)...», και μετά, ορθώνοντας το κορμί, πήρε να σκίσει τη συσκευασία. «Μόνο δύο;...», την κοίταξα απογοητευμένος. Μου ξαναχαμογέλασε κι άρχισε μια μέτρια, καλυμμένη πίπα. «Λίγο πιο αργά... Μπράβο, έτσι!», την ψιλοβελτίωσε... Κάποια στιγμή της ζήτησα να μου "προσφέρει" τα βυζιά της. Το έκανε πρόθυμα, γνωρίζοντας πως ήταν ένα απ' τα δυνατά της σημεία. "Θήλασα" για λίγο ζουπώντας τα ενώ δεν παρέλειψα να της βάλω και λίγο μουνοδάχτυλο —επιφανειακά, όχι εν τω βάθει. Τη φίλησα-έγλειψα στον λαιμό και στα μάγουλα, χωρίς εκείνη ν' ανταποδώσει. «Εδώ πέρα (έδειξα τον λαιμό μου) φιλάς;». «Ναι». «'Αντε, φίλησέ με λίγο». Με απαλοφίλησε και μ' έγλειψε με την άκρη της γλώσσας της, παρ' όλο που παραδέχτηκε πως ήμουν καθαρός —κι εκείνη καθαρή φαινόταν. «Από πού είσαι;», ενδιαφέρθηκα να μάθω χαϊδεύοντας τον κώλο και τα βυζά της (έτσι, χωρίς γιώτα). «Μπουλγκάρα». «Γιατί φώναζε ο προηγούμενος;». Ταυτόχρονα της έκανα μια γλειψιά στον λαιμό. «Εσύ ήσουν εδώ;». «Ναι. Σε σένα φώναζε;», την κοίταξα. «'Οχι». «Α, στην άλλη». Πήρα να "θηλάζω" τα μεμέ της. «Είναι τρελός!». «Συμβαίνουν αυτά στο επάγγελμα», είπα σοβαρά. «'Οχι, αυτός παίρνει κόκα!». «Εσύ από βράδυ είσαι;», ψηλάφισα την ημικαυλωμένη ψωλή μου. «'Οχι μωρό μου, τώρα ήρθα». Της ζήτησα να στηθεί στα τέσσερα. «Κρακ κρακ κρακ!...», πραγματοποίησε την επιθυμία μου. Τότε παρατήρησα το τατουάζ ανάμεσα απ' τις ωμοπλάτες και τη μικρή διάστιξη στο δεξιό αντιβράχιο. Την έχωσα (την ψωλή) στη μουνότρυπά της κι άρχισα να τη γαμάω. «ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...». Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά, απ' την είσοδο της πόρνης (ας είναι καλά το ρολόι μου) κι η καποτούλα-χωρίς (την είχα ακούσει πριν λίγο να ενημερώνει) χτύπησε την πόρτα!... «Τι βαράς την πόρτα;», της φώναξα. «Τρελή είναι...», συμπλήρωσε η κοκότα ανάμεσα στα «ΚΡΑΚ». «'Ωρα να φύγει», ακούστηκε η λάμια απ' όξω. «Τι χτυπάς από τώρα;», ξαναφώναξα, για να συμπληρώσω —πιο σιγά, έτσι ώστε να με ακούει μόνο η πόρνη: «Αυτή συνέχεια το ίδιο κάνει!». «Αυτή έχει χαρτιά από τρελοκομείο και γι' αυτό τα κάνει αυτά!», υπερθεμάτισε. «Ελληνίδα είναι;». «Ναι». Της είπα να με καβαλήσει. «Κρακ κρακ κρακ!...». Μπήγοντας το καυλί μου στον κόλπο της ξεκίνησε κάνοντας βαθιά καθίσματα —κι όταν κουράστηκε, συνέχισα το γαμήσι εγώ. «ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ ΚΡΑΚ!...».
«'Ελα κοπέλα μου!», ξανακούστηκε η καποτούλα-χωρίς. «Τώρα! Παναγία μου, αυτή τρελάθηκε!», σχολίασε η Τάνια λίγο πριν ανοίξει την πόρτα. «Τρελοκομείο!», συμπλήρωσα και του λόγου μου. Ευτυχώς είχα καταφέρει να χύσω πριν τη δεύτερη προειδοποίηση...
«Να πάτε στο καλό, ευχαριστώ! Και να ερχόσαστε!», μου χαμογέλασε η ημίτρελη καθώς έφευγα!...
«Τώρα τι να σου πω;...», σκέφτηκα. 'Εδωσα τόπο στην οργή...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 16, 2015
Όνομα κοπέλας
Τάνια
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
«Γεια σου, κούκλε!», με υποδέχτηκε η υπηρεσία του ισόγειου μπουρδέλου. «Γεια σας!», της ευχήθηκα στον πληθυντικό. «Τι κάνετε;», ενδιαφέρθηκε να μάθει ρωτώντας στον πληθυντικό επίσης. Δεν απάντησα. «Καλά;», επέμεινε. «Καλά». «Να γίνεις ποιο καλύτερος;», επανήλθε στον ενικό —φαίνεται ένιωθε καλύτερα έτσι. «'Εχω ντύο καπέλες να διαλέξεις και να περάσεις πάρα πολύ καλά και ωραία! Και τα δύο Ρωσίδες! Ποια Ρωσίδα δεν γαμιέται καλά! Με αρκετά έκπληξη, με αρκετά πιασίματα, με αρκετά έξτρα! Είναι Ελένη —παρουσιάστηκε η γνωστή σιτεμένη πόρνη, από Διδύμου 27 (εκεί δούλευε ως κοκότα) και Ιουλιανού 71 (εκεί δούλευε ως τσατσά), με ίσιο κοντό (αγορέ) ξανθωπό μαλλί, μετριότατο πρόσωπο με σχιστά μάτια και μικρό στόμα, μεσαίο ωραίο στήθος, καλοφτιαγμένο χοντροκόκαλο σώμα, σχετικά αψηλή— και Ειρήνη» —μια επίσης σιτεμένη, αλλά μελαχρινή και χοντρή, η οποία φορούσε μεσοφόρι.
«Ποια γουστάρεις από τις δύο να περάσεις καλά και όμορφα;», με ρώτησε —εντωμεταξύ η χοντρή είχε αποχωρήσει και είχε απομείνει μόνο η γυμνόστηθη Ελένη να μου χαμογελάει. «Τι πρόγραμμα κάνουνε;». «Τι τες εσύ;... Να μου πεις και εγώ θα σου πω εάν κάνουνε!», με κοίταξε πονηρά. «Εντάξει, θα περάσω», είπα και δίνοντας το εικοσάρικο προχώρησα προς το παλιό δωματιάκι. «Ποια γουστάρεις μωρό μου;», την άκουσα πίσω μου. «Α, την Ελένη!», απάντησα γυρνώντας προς το μέρος της —ένα μυαλό είναι κι αυτό... «'Εγινε μωρό μου, ό,τι τέλει το πελάτη, καλά να περάσεις!».
«Μπουμπούκα μου, τι κάνεις;», άνοιξε την πόρτα ύστερα από έξι λεπτά η επιλεχθείσα ιερόδουλη. «Γεια σου». «Γεια σου μωρό μου όμορφο, να σε φάω ζουζούνι!», με "απείλησε" («'Οσι, όσι, μη με φαθ καλέ κυλία, εγώ το τλώω το φαί μου, το τλώω!» ΧΑ ΧΑ ΧΑ!...) γονατίζοντας πλάι μου. Με τις χούφτες μου "ζύγισα" τα μαστάρια της. «Πώς σε λένε;», θέλησε να μάθει χαϊδεύοντάς με με τις άκρες των δαχτύλων. «Τάδε». «Ταδεάκι, χάρηκα!». Ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια-ρουφηγματάκια στις θηλές και φιλάκια-γλειψιματάκια στον λαιμό, στο πρόσωπο, λίγο στους λοβούς των αυτιών. 'Εκανα κίνηση να τη φιλήσω στο στόμα και τραβήχτηκε... «Στο στόμα δεν φιλάς;». «'Οχι...», χαμογέλασε. Τότε της έγλειψα-φίλησα-ρούφηξα τα μπομπόνια, ενώ όταν μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου, πλησιάζοντας "επικίνδυνα" την περιοχή, την ενημέρωσα —για καλό και για κακό— πως την πίπα την ήθελα με καπότα. «Βεβαίως, οπωσδήποτε!», με κοίταξε στα μάτια σοβαρά, αλλά ταυτόχρονα, χαμογελώντας, ένιωσε την ανάγκη να εξηγήσει: «Είμαι καθαρή, είμαι και παντρεμένη, αλλά δεν ξέρουν που δουλεύω εγώ, ξέρουν ότι καφενείο δουλεύω, χα χα... Δεν μπορώ να πω τίποτα και γι' αυτό προσέχω δικό μου υγεία!».
Η πεολειχία της ήταν βαθιά και ρυθμική. «Αρχίδια καθόλου γλείφεις;», τη ρώτησα. Δεν απάντησε αμέσως˙ το σκέφτηκε για λίγο. «Είσαι καθαρός να το γλείφω!», αποφάσισε τελικά και το έκανε ακρογλώσσια —κι όχι μόνο— για κάμποσα δευτερόλεπτα. Επίσης πήγε να μου σηκώσει τη λεκάνη για να γλείψει παρακάτω. «'Οχι όχι!... 'Οχι εκεί, όχι εκεί!», την εμπόδισα. Θα είχε κι εκείνη μια σκασίλα!... Χα χα χα.
Τελικά κατάφερα να τη γλωσσοφιλήσω (άλλο ένα εκ των υστέρων, «μπιαχ!»...) κατά τη διάρκεια της ιεραποστολικής γάμευσης (μουνί όχι και τόσο "πηγάδι", αλλά όπως και να το κάνουμε "άνετο") και όταν ήταν από πάνω, όπου σκύβοντας, με άφησε να της πιπιλίσω τη γλώσσα (διπλό «μπλιαχ!») για κάμποσα δευτερόλεπτα πριν αρχίσω να εκσπερματώνω εντός της ελαστικής θηλής.
«Και σε περιμένω ξανά, ταδεάκι...», μου είπε καθώς ετοιμαζόμασταν. «Εσένα στη Διδύμου σε θυμάμαι», της έκανα γνωστό. «Ναι! Διδύμου 27... Λοιπόν, τάδε, σε περιμένω, τώρα εδώ συνέχεια δουλεύω νυχτερινά, κάθε μέρα». «Μέχρι ποια ώρα;». «Νύχτα δουλεύω, ξεκινάω από 23:00 μέχρι πρωί, 5:00. Απλώς Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα και απόγευμα δουλεύω —από 17:00 μέχρι πρωί 5:00. Εδώ, μονό εδώ μαγαζί, δεν πάω Διδύμου». «Εντάξει Ελένη, εντάξει, θα σ' έχω κατά νου!». «Σ' ευχαριστώ πολύ αγάπη μου, καλή συνέχεια, καλό Σαββατοκύριακο να περάσεις!». «Επίσης επίσης!». «Και υγεία σου να έχεις και σε περιμένω όποτε μπορείς αγάπη μου». «Βεβαίως». «Σ' ευχαριστώ πολύ αγάπη μου!». «Να ΄σαι καλά, γεια σου...». «Γεια σου!».
«Ποια γουστάρεις από τις δύο να περάσεις καλά και όμορφα;», με ρώτησε —εντωμεταξύ η χοντρή είχε αποχωρήσει και είχε απομείνει μόνο η γυμνόστηθη Ελένη να μου χαμογελάει. «Τι πρόγραμμα κάνουνε;». «Τι τες εσύ;... Να μου πεις και εγώ θα σου πω εάν κάνουνε!», με κοίταξε πονηρά. «Εντάξει, θα περάσω», είπα και δίνοντας το εικοσάρικο προχώρησα προς το παλιό δωματιάκι. «Ποια γουστάρεις μωρό μου;», την άκουσα πίσω μου. «Α, την Ελένη!», απάντησα γυρνώντας προς το μέρος της —ένα μυαλό είναι κι αυτό... «'Εγινε μωρό μου, ό,τι τέλει το πελάτη, καλά να περάσεις!».
«Μπουμπούκα μου, τι κάνεις;», άνοιξε την πόρτα ύστερα από έξι λεπτά η επιλεχθείσα ιερόδουλη. «Γεια σου». «Γεια σου μωρό μου όμορφο, να σε φάω ζουζούνι!», με "απείλησε" («'Οσι, όσι, μη με φαθ καλέ κυλία, εγώ το τλώω το φαί μου, το τλώω!» ΧΑ ΧΑ ΧΑ!...) γονατίζοντας πλάι μου. Με τις χούφτες μου "ζύγισα" τα μαστάρια της. «Πώς σε λένε;», θέλησε να μάθει χαϊδεύοντάς με με τις άκρες των δαχτύλων. «Τάδε». «Ταδεάκι, χάρηκα!». Ξεκίνησε με φιλάκια και γλειψιματάκια-ρουφηγματάκια στις θηλές και φιλάκια-γλειψιματάκια στον λαιμό, στο πρόσωπο, λίγο στους λοβούς των αυτιών. 'Εκανα κίνηση να τη φιλήσω στο στόμα και τραβήχτηκε... «Στο στόμα δεν φιλάς;». «'Οχι...», χαμογέλασε. Τότε της έγλειψα-φίλησα-ρούφηξα τα μπομπόνια, ενώ όταν μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου, πλησιάζοντας "επικίνδυνα" την περιοχή, την ενημέρωσα —για καλό και για κακό— πως την πίπα την ήθελα με καπότα. «Βεβαίως, οπωσδήποτε!», με κοίταξε στα μάτια σοβαρά, αλλά ταυτόχρονα, χαμογελώντας, ένιωσε την ανάγκη να εξηγήσει: «Είμαι καθαρή, είμαι και παντρεμένη, αλλά δεν ξέρουν που δουλεύω εγώ, ξέρουν ότι καφενείο δουλεύω, χα χα... Δεν μπορώ να πω τίποτα και γι' αυτό προσέχω δικό μου υγεία!».
Η πεολειχία της ήταν βαθιά και ρυθμική. «Αρχίδια καθόλου γλείφεις;», τη ρώτησα. Δεν απάντησε αμέσως˙ το σκέφτηκε για λίγο. «Είσαι καθαρός να το γλείφω!», αποφάσισε τελικά και το έκανε ακρογλώσσια —κι όχι μόνο— για κάμποσα δευτερόλεπτα. Επίσης πήγε να μου σηκώσει τη λεκάνη για να γλείψει παρακάτω. «'Οχι όχι!... 'Οχι εκεί, όχι εκεί!», την εμπόδισα. Θα είχε κι εκείνη μια σκασίλα!... Χα χα χα.
Τελικά κατάφερα να τη γλωσσοφιλήσω (άλλο ένα εκ των υστέρων, «μπιαχ!»...) κατά τη διάρκεια της ιεραποστολικής γάμευσης (μουνί όχι και τόσο "πηγάδι", αλλά όπως και να το κάνουμε "άνετο") και όταν ήταν από πάνω, όπου σκύβοντας, με άφησε να της πιπιλίσω τη γλώσσα (διπλό «μπλιαχ!») για κάμποσα δευτερόλεπτα πριν αρχίσω να εκσπερματώνω εντός της ελαστικής θηλής.
«Και σε περιμένω ξανά, ταδεάκι...», μου είπε καθώς ετοιμαζόμασταν. «Εσένα στη Διδύμου σε θυμάμαι», της έκανα γνωστό. «Ναι! Διδύμου 27... Λοιπόν, τάδε, σε περιμένω, τώρα εδώ συνέχεια δουλεύω νυχτερινά, κάθε μέρα». «Μέχρι ποια ώρα;». «Νύχτα δουλεύω, ξεκινάω από 23:00 μέχρι πρωί, 5:00. Απλώς Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα και απόγευμα δουλεύω —από 17:00 μέχρι πρωί 5:00. Εδώ, μονό εδώ μαγαζί, δεν πάω Διδύμου». «Εντάξει Ελένη, εντάξει, θα σ' έχω κατά νου!». «Σ' ευχαριστώ πολύ αγάπη μου, καλή συνέχεια, καλό Σαββατοκύριακο να περάσεις!». «Επίσης επίσης!». «Και υγεία σου να έχεις και σε περιμένω όποτε μπορείς αγάπη μου». «Βεβαίως». «Σ' ευχαριστώ πολύ αγάπη μου!». «Να ΄σαι καλά, γεια σου...». «Γεια σου!».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 12, 2015
Όνομα κοπέλας
Ελένη
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.9
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
8.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 18:11
Αρκετός κόσμος περίμενε στον διάδρομο/σαλόνι, με τη διοπτροφόρο μεσήλικη υπηρεσία να κάθεται στον καναπέ στο βάθος. Βλέποντάς με να πλησιάζω σηκώθηκε παραχωρώντας μου τη θέση της —αν και υπήρχε χώρος να καθίσω πλάι της. «Περάστε, τώρα σε λιγάκι βγαίνει η κοπελίτσα», μ' ενημέρωσε. Στάθηκα όρθιος. «'Ελα αγαπούλα μου, σιγά σιγά!», φώναξε. «Καθίστε», γύρισε προς το μέρος μου δείχνοντας τον διθέσιο καναπέ. «Εντάξει», της χαμογέλασα παραμένοντας όρθιος. 'Υστερα από λίγο μία πόρτα άνοιξε και μια αψηλούτσικη, γυμνόστηθη, καλλίκορμη νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, γλυκό πρόσωπο, μεσαίο κρεμαστό στήθος, ξεπρόβαλε και προχώρησε ανάμεσα απ' τους καθήμενους. «Κοιτάξτε πόσο πολύ ωραίο κορίτσι είναι η κουκλίτσα!... Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια, όλες οι στάσεις, ελεύθερα πιασίματα!», ακούστηκε η τσατσά. Ο κόσμος άρχισε ν' αποχωρεί. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Περάστε», μου έδειξε μια ανοιχτή πόρτα.
'Επειτα από 3-4 λεπτά άκουσα τα τακούνια της πόρνης να πλησιάζουν. «Γεια σου!», μου ευχήθηκε με τη λεπτή φωνή της, μπαίνοντας. «Γεια σου, τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Πολύ καλά». Πλησίασε προς το κρεβάτι, όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος κι αφήνοντας τη λιπανική γέλη, γονάτισε κρατώντας μονάχα το προφυλακτικό. «Πώς σε λένε;», θέλησα να μάθω. «Γκαμπριέλλα», ήταν η απόκρισή της. «Από Ρουμανία είσαι, σίγουρα!», μάντεψα. «Ναι, χα χα», απάντησε απαλά και σκύβοντας από πάνω μου πήρε να περιφέρει τα βυζιά της στο στήθος μου. Κάποια στιγμή τη μάγκωσα —ακινητοποιώντας την— για να γλείψω-φιλήσω-ρουφήξω εκείνα τα μαστάρια! Διαπιστώνοντας πως η πούτσα μου είχε αρχίσει να σηκώνεται, μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου ξεκινώντας μια μέτρια καλυμμένη πίπα, χαϊδεύοντάς με παράλληλα στ' αρχίδια. Τότε της ζήτησα να πάρει τέτοια θέση ώστε να μπορώ να πιάνω κι εγώ τίποτις. 'Εφερε τα καπούλια πλάι στην κεφαλή μου και συνέχισε να πιπώνει. Το ταυτόχρονο χούφτωμα του κώλου, του αιδοίου και των βυζιών της με "σήκωσε" για τα καλά. Πριν ξεκινήσω το γαμήσι —στα τέσσερα— τη ρώτησα: «Δούλευες και σε άλλο μπουρδέλο εκτός από δω;». «Ναι». «Πού;». «Στο 37». «Κάτω ή πάνω;». «Κάτω». «Α, μάλιστα». Στη συνέχεια τον έχωσα και παλινδρόμησα στον λιπασμένο κόλπο της κάμποσες φορές. Είχε "σπάσει" όμορφα τη μέση και τουρλώσει προκλητικά τον κώλο. Ο απέναντι καθρέφτης μού πρόσφερε πανοραμική θέα της πράξης. Ολοκλήρωσα χωρίς να χρειαστεί ν' αλλάξω στάση, ταλαιπωρώντας την... Μου χαμογέλασε, βρακώθηκε, ανέβηκε στα παπούτσια της και με τα σέα στο χέρι, αποχώρησε.
Αρκετός κόσμος περίμενε στον διάδρομο/σαλόνι, με τη διοπτροφόρο μεσήλικη υπηρεσία να κάθεται στον καναπέ στο βάθος. Βλέποντάς με να πλησιάζω σηκώθηκε παραχωρώντας μου τη θέση της —αν και υπήρχε χώρος να καθίσω πλάι της. «Περάστε, τώρα σε λιγάκι βγαίνει η κοπελίτσα», μ' ενημέρωσε. Στάθηκα όρθιος. «'Ελα αγαπούλα μου, σιγά σιγά!», φώναξε. «Καθίστε», γύρισε προς το μέρος μου δείχνοντας τον διθέσιο καναπέ. «Εντάξει», της χαμογέλασα παραμένοντας όρθιος. 'Υστερα από λίγο μία πόρτα άνοιξε και μια αψηλούτσικη, γυμνόστηθη, καλλίκορμη νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, γλυκό πρόσωπο, μεσαίο κρεμαστό στήθος, ξεπρόβαλε και προχώρησε ανάμεσα απ' τους καθήμενους. «Κοιτάξτε πόσο πολύ ωραίο κορίτσι είναι η κουκλίτσα!... Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια, όλες οι στάσεις, ελεύθερα πιασίματα!», ακούστηκε η τσατσά. Ο κόσμος άρχισε ν' αποχωρεί. 'Εβγαλα το δεκάρικο. «Περάστε», μου έδειξε μια ανοιχτή πόρτα.
'Επειτα από 3-4 λεπτά άκουσα τα τακούνια της πόρνης να πλησιάζουν. «Γεια σου!», μου ευχήθηκε με τη λεπτή φωνή της, μπαίνοντας. «Γεια σου, τι κάνεις;». «Καλά, εσύ;». «Πολύ καλά». Πλησίασε προς το κρεβάτι, όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος κι αφήνοντας τη λιπανική γέλη, γονάτισε κρατώντας μονάχα το προφυλακτικό. «Πώς σε λένε;», θέλησα να μάθω. «Γκαμπριέλλα», ήταν η απόκρισή της. «Από Ρουμανία είσαι, σίγουρα!», μάντεψα. «Ναι, χα χα», απάντησε απαλά και σκύβοντας από πάνω μου πήρε να περιφέρει τα βυζιά της στο στήθος μου. Κάποια στιγμή τη μάγκωσα —ακινητοποιώντας την— για να γλείψω-φιλήσω-ρουφήξω εκείνα τα μαστάρια! Διαπιστώνοντας πως η πούτσα μου είχε αρχίσει να σηκώνεται, μετακινήθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου ξεκινώντας μια μέτρια καλυμμένη πίπα, χαϊδεύοντάς με παράλληλα στ' αρχίδια. Τότε της ζήτησα να πάρει τέτοια θέση ώστε να μπορώ να πιάνω κι εγώ τίποτις. 'Εφερε τα καπούλια πλάι στην κεφαλή μου και συνέχισε να πιπώνει. Το ταυτόχρονο χούφτωμα του κώλου, του αιδοίου και των βυζιών της με "σήκωσε" για τα καλά. Πριν ξεκινήσω το γαμήσι —στα τέσσερα— τη ρώτησα: «Δούλευες και σε άλλο μπουρδέλο εκτός από δω;». «Ναι». «Πού;». «Στο 37». «Κάτω ή πάνω;». «Κάτω». «Α, μάλιστα». Στη συνέχεια τον έχωσα και παλινδρόμησα στον λιπασμένο κόλπο της κάμποσες φορές. Είχε "σπάσει" όμορφα τη μέση και τουρλώσει προκλητικά τον κώλο. Ο απέναντι καθρέφτης μού πρόσφερε πανοραμική θέα της πράξης. Ολοκλήρωσα χωρίς να χρειαστεί ν' αλλάξω στάση, ταλαιπωρώντας την... Μου χαμογέλασε, βρακώθηκε, ανέβηκε στα παπούτσια της και με τα σέα στο χέρι, αποχώρησε.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 11, 2015
Όνομα κοπέλας
Γκαμπριέλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 18:17
«'Εχει τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, από πάνω, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια. Δέκα ευρώ». Εκείνη η οποία τα «είχε» όλα αυτά και τα έδινε για δέκα ευρώ, ήταν μια εικοσιτετράχρονη τσιγγάνα απ' την Ρουμανία, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, ενδιαφέρον πρόσωπο, μεσαίο κρεμασμένο στήθος, μέτριο ανάστημα, καλοσχηματισμένο κορμί, φαρδουλή λεκάνη.
«Πώς τη λένε;». «Μανταλένα». Πλήρωσα κι η υπηρεσία μ' έστειλε στο 1 —ένα νορμάλ δωμάτιο.
'Επειτα από κάνα τρίλεπτο άκουσα το ασανσέρ ν' ανεβαίνει. Η Μανταλένα εισήλθε μ' ένα αχνό χαμόγελο. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Καλά. Χικ!». «Λόξιγκα έχεις;», ρώτησα ύστερα από μερικά ηχηρά «χικ». «Α;». «Λόξιγκα;», επανέλαβα. «Κρύο!», απάντησε. «'Οχι, αυτό το "χικ", "χικ", που κάνεις, είναι ο λόξιγκας», εξήγησα τι εννοούσα. Δεν είπε κάτι. «'Οντως, κρύο έχει εδώ μέσα», συμφώνησα. Τα «χικ» συνεχίζονταν, ενώ είχε μείνει τσίτσιδη έχοντας γονατίσει πλάι μου. Αστειεύτηκα κάνοντας κι εγώ «χικ» έπειτα από 'κείνη —για δυο-τρεις φορές. Το πλατύστομο γέλιο της δόνησε την ατμόσφαιρα. «Από πού είσαι;». «Ρουμανία». 'Αρχισε να μου πασπατεύει το πουλί, μ' εμένα να της χαϊδεύω τον μηρό. «Πώς λέτε τον λόξιγκα στη Ρουμανία;». «Ε;». «Το χικ χικ, πώς το λέτε;». Δεν θυμόμουν κι εγώ... «Sughiț» (σουγκίτς). «Μπράβο, αυτό έχεις!». «Χα χα χα», ξαναγέλασε. Αλλά ο λόξιγκας, λόξιγκας! «Κράτα την αναπνοή σου!», τη συμβούλεψα. «Ναι!... χα χα». «Ναι, άμα την κρατήσεις, θα περάσει!», επέμεινα.
Στη συνέχεια ανασηκώθηκα για να της γλείψω-ρουφήξω τους μαστούς και να της δώσω κάποια φιλάκια-γλειψιματάκια στους ώμους, στον λαιμό, λίγο στα μάγουλα —δεν μύριζε αλκοόλ, αλλά είχε μία ελαφριά οσμή ιδρωτίλας. Τότε —βλέποντας πως δεν ανταπέδιδε τις περιποιήσεις μου— τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά. Δεν απάντησε, συνέχισε όμως να παίζει το πουλί μου και να μου απαλοτσιμπάει τις θηλές. Την ξαναρώτησα. «Νο ελληνικά!», χαμογέλασε. «Α, έτσι είσαι; Τώρα θα σε φτιάξω!...», σκέφτηκα. «Εγώ μιλάω λίγα Ρουμάνικα, ξέρεις», κι επανέλαβα ό,τι την είχα ρωτήσει, πριν λίγο, στη γλώσσα της. Εξεπλάγη —συγκρατημένα. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Πάντως μ' έγλειψε-φίλησε ικανοποιητικά στις θηλές, στο στέρνο, στο στήθος, στον λαιμό, στα μάγουλα —αυτιά δεν πλησίασε. Πλησίασα όμως εγώ˙ τους λοβούς. Εντωμεταξύ ο λόξιγκας συνέχιζε αμείωτος.
Ακολούθησε μια μέτρια καλυμμένη πίπα, την οποία διέκοψα σύντομα ζητώντας απ' τη Μανταλένα να ξαπλώσει ανάσκελα. Πήρε θέση με τα μπούτια σε απαγωγή και τις κνήμες σε κάμψη. Πριν τον χώσω —έτσι όπως ήμουν γονατιστός μπρος της— ένιωσα να με πιάνει κράμπα ψηλά στον μηρό... Ευτυχώς δεν χειροτέρεψε και μετά από λίγο ήμουν εντάξει, οπότε "χώθηκα", έγειρα πάνω της και ξεκίνησα να μπαινοβγαίνω νιώθοντας καλά "εντός". 'Οχι όμως τόσο καλά ώστε να ολοκληρώσω... 'Οταν της είπα να στηθεί στα τέσσερα —βλέποντας την κωλάρα, το περικλανίδιο και το ξυρισμένο αιδοίο της φάτσα κάρτα— καύλωσα περισσότερο. Συνέχισα έτσι το γαμήσι χύνοντας λίγο αργότερα. Είχαν συμπληρωθεί 12 λεπτά απ' όταν είχε έρθει. Η τσατσά την είχε φωνάξει στο δεκάλεπτο. Στην Ελλάδα μού είπε πως ήταν «doar» (μόνο) 2 βδομάδες. Ο λόξιγκας πια είχε σταματήσει.
«'Εχει τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, από πάνω, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια. Δέκα ευρώ». Εκείνη η οποία τα «είχε» όλα αυτά και τα έδινε για δέκα ευρώ, ήταν μια εικοσιτετράχρονη τσιγγάνα απ' την Ρουμανία, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, ενδιαφέρον πρόσωπο, μεσαίο κρεμασμένο στήθος, μέτριο ανάστημα, καλοσχηματισμένο κορμί, φαρδουλή λεκάνη.
«Πώς τη λένε;». «Μανταλένα». Πλήρωσα κι η υπηρεσία μ' έστειλε στο 1 —ένα νορμάλ δωμάτιο.
'Επειτα από κάνα τρίλεπτο άκουσα το ασανσέρ ν' ανεβαίνει. Η Μανταλένα εισήλθε μ' ένα αχνό χαμόγελο. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Καλά. Χικ!». «Λόξιγκα έχεις;», ρώτησα ύστερα από μερικά ηχηρά «χικ». «Α;». «Λόξιγκα;», επανέλαβα. «Κρύο!», απάντησε. «'Οχι, αυτό το "χικ", "χικ", που κάνεις, είναι ο λόξιγκας», εξήγησα τι εννοούσα. Δεν είπε κάτι. «'Οντως, κρύο έχει εδώ μέσα», συμφώνησα. Τα «χικ» συνεχίζονταν, ενώ είχε μείνει τσίτσιδη έχοντας γονατίσει πλάι μου. Αστειεύτηκα κάνοντας κι εγώ «χικ» έπειτα από 'κείνη —για δυο-τρεις φορές. Το πλατύστομο γέλιο της δόνησε την ατμόσφαιρα. «Από πού είσαι;». «Ρουμανία». 'Αρχισε να μου πασπατεύει το πουλί, μ' εμένα να της χαϊδεύω τον μηρό. «Πώς λέτε τον λόξιγκα στη Ρουμανία;». «Ε;». «Το χικ χικ, πώς το λέτε;». Δεν θυμόμουν κι εγώ... «Sughiț» (σουγκίτς). «Μπράβο, αυτό έχεις!». «Χα χα χα», ξαναγέλασε. Αλλά ο λόξιγκας, λόξιγκας! «Κράτα την αναπνοή σου!», τη συμβούλεψα. «Ναι!... χα χα». «Ναι, άμα την κρατήσεις, θα περάσει!», επέμεινα.
Στη συνέχεια ανασηκώθηκα για να της γλείψω-ρουφήξω τους μαστούς και να της δώσω κάποια φιλάκια-γλειψιματάκια στους ώμους, στον λαιμό, λίγο στα μάγουλα —δεν μύριζε αλκοόλ, αλλά είχε μία ελαφριά οσμή ιδρωτίλας. Τότε —βλέποντας πως δεν ανταπέδιδε τις περιποιήσεις μου— τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά. Δεν απάντησε, συνέχισε όμως να παίζει το πουλί μου και να μου απαλοτσιμπάει τις θηλές. Την ξαναρώτησα. «Νο ελληνικά!», χαμογέλασε. «Α, έτσι είσαι; Τώρα θα σε φτιάξω!...», σκέφτηκα. «Εγώ μιλάω λίγα Ρουμάνικα, ξέρεις», κι επανέλαβα ό,τι την είχα ρωτήσει, πριν λίγο, στη γλώσσα της. Εξεπλάγη —συγκρατημένα. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Πάντως μ' έγλειψε-φίλησε ικανοποιητικά στις θηλές, στο στέρνο, στο στήθος, στον λαιμό, στα μάγουλα —αυτιά δεν πλησίασε. Πλησίασα όμως εγώ˙ τους λοβούς. Εντωμεταξύ ο λόξιγκας συνέχιζε αμείωτος.
Ακολούθησε μια μέτρια καλυμμένη πίπα, την οποία διέκοψα σύντομα ζητώντας απ' τη Μανταλένα να ξαπλώσει ανάσκελα. Πήρε θέση με τα μπούτια σε απαγωγή και τις κνήμες σε κάμψη. Πριν τον χώσω —έτσι όπως ήμουν γονατιστός μπρος της— ένιωσα να με πιάνει κράμπα ψηλά στον μηρό... Ευτυχώς δεν χειροτέρεψε και μετά από λίγο ήμουν εντάξει, οπότε "χώθηκα", έγειρα πάνω της και ξεκίνησα να μπαινοβγαίνω νιώθοντας καλά "εντός". 'Οχι όμως τόσο καλά ώστε να ολοκληρώσω... 'Οταν της είπα να στηθεί στα τέσσερα —βλέποντας την κωλάρα, το περικλανίδιο και το ξυρισμένο αιδοίο της φάτσα κάρτα— καύλωσα περισσότερο. Συνέχισα έτσι το γαμήσι χύνοντας λίγο αργότερα. Είχαν συμπληρωθεί 12 λεπτά απ' όταν είχε έρθει. Η τσατσά την είχε φωνάξει στο δεκάλεπτο. Στην Ελλάδα μού είπε πως ήταν «doar» (μόνο) 2 βδομάδες. Ο λόξιγκας πια είχε σταματήσει.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 10, 2015
Όνομα κοπέλας
Μανταλένα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
5.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:04
Την ώρα που έμπαινα στο σαλονάκι έφευγε η τσατσά Μαρία —πρόσφατα ήταν πόρνη. «Γεια σου Μαρία μου, ευχαριστώ», την αποχαιρετούσε η αντικαταστάτριά της —μια συμπαθητική υπηρεσία. «Η κοπελίτσα μου βγαίνει˙ δέκα ευρώ είναι. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, κώλο. Φουλ πρόγραμμα, όλες τις στάσεις. Να τη δούμε τώρα να βγει... Να περάσετε πάρα πολύ καλά», μ΄ενημέρωσε αμέσως. «Γεια σας!... Τι κάνεις;». Η περί ης ο λόγος ήταν μια κοντόχοντρη εικοσιεφτάχρονη, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη, έκφυλο πρόσωπο μ' ανάγλυφα χείλη, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, η οποία φορούσε μπικίνι. «Αυτή εδώ είναι η Τζοάννα! Πάμε να περάσετε καλά μαζί της;». Της έδωσα το δεκάρικο. Μ' ευχαρίστησε και μ' έστειλε στο βάθος δεξιά. 'Ολα τα δωμάτια ήταν άδεια.
Η Τζοάννα μού ξαναευχήθηκε υγεία και ξαναενδιαφέρθηκε να μάθει τι κάνω ύστερα από 6-7 λεπτά. «Γεια σου, μια χαρά». «Καλά είσαι;», επανέλαβε. «Πώς είναι τ' όνομά σου είπαμε;». «Κρυστάλλω-Ιωάννα». «Κρυστάλλω-Ιωάννα;», ζάρωσα το μέτωπό μου. «Ναι, έχω δύο ονόματα». «Κρυστάλλω...». «Αρχαίο ελληνικό όνομα» (!), πρόσθεσε. «Από πού είσαι εσύ;». «Από τα Σφακιά». «Κρητικιά είσαι;», έκανα έκπληκτος. «Ναι». Χωρίς να έχει βγάλει το μπικίνι της μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου ετοιμάζοντας την καπότα. «Ν' ακούσω και τα χρόνια πολλά μου —έχω γενέθλια», αποκάλυψε. «Πόσα κλείνεις; Χρόνια πολλά!», χαμογέλασα. «Είκοσι εφτά». «Μπράβο, άντε, να τα εκατοστίσεις!» και μετά τις ευχές άρχισε να πιπώνει —καλυμμένα. «Ποπ!... 'Ελα να μου δώσεις το δώρο των γενεθλίων μου! Χα χα χα...», διέκοψε ξαφνικά προτείνοντάς μου το μάγουλό της. «Ματς!», το φίλησα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!...», συνέχισε την πεολειχία με το απαραίτητο άι κόντακτ και κάτι «ουίνκ, ουίνκ», που πετούσε συχνά πυκνά ανάμεσα στα «ποπ», αστεϊζόμενη. Κάποια στιγμή της χάιδεψα το κεφάλι. «Α, δεν είναι δικά σου μαλλάκια αυτά;», ρώτησα, ψηλαφώντας τις ανωμαλίες στο "καύκαλό" της. «'Εχω βάλει τρέσα», απάντησε. «Τα πραγματικά μαλλιά σου μέχρι πού φτάνουν;». «Μέχρι εδώ», έδειξε πάνω απ' τους ώμους. «'Εφαγα πολλές πούτσες και μακρύναν μωρό μου!». «Α, μάλιστα...». «Χι χι χι...». «Δεν σε ζεσταίνουν αυτά;». «Τσου! Είναι φυσική τρίχα και πανάκριβα! Κολλημένα πάνω στο δικό μου το μαλλί. Χωρίς όμως να καταστραφεί το μαλλί. Χωρίς να υπάρχουν χημικά. Είναι καλύτερο από φυσικό μαλλί!», μου έκανε μια μίνι διάλεξη περί τριχών... Την ίδια στιγμή με είχε καβαλήσει και προσπαθούσε να βάλει τη μισοσηκωμένη πούτσα μου μέσα της. «Δεν νομίζω να μπορέσεις, δεν έχω καυλώσει αρκετά», την ενημέρωσα. «Θα τον φτιάξουμε, τι αγχώνεσαι;», μου χαμογέλασε συνεχίζοντας την προσπάθεια. Τελικά, όπως της είχα προβλέψει, δεν τα κατάφερε. Ξεπέζεψε. «Εγώ θα το σηκώσω, δεν υπάρχει περίπτωση!», πείσμωσε. «'Ο,τι μπει, θα μπει! Σαλάμι να 'ναι κι ό,τι να 'ναι! Κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει!», συνέχισε, ενώ ταυτόχρονα μου έπαιζε μαλακία και μου χάιδευε τ' αρχίδια. «Και το βούτυρο δικό σου θα 'ναι στο τέλος!», θυμήθηκα τη στιχομυθία από την παλιά ελληνική τσόντα, συμπληρώνοντας την τελευταία φράση της. «Μμμ!...», συμφώνησε —είχε αρχίσει ξανά το τσιμπούκι, κατά τη διάρκεια του οποίου πότε πήγαινε βαθιά, και πότε έγλειφε-ρουφούσε τη βάλανο παίζοντας μου μαλακία και κοιτώντας με προκλητικά. Κάποια στιγμή της ζήτησα να ξεβυζωθεί για ν' ασχοληθώ και με το στήθος της κομματάκι —καλούτσικο στήθος, αφράτο... Τη φίλησα-έγλειψα και στον λαιμό, στα μάγουλα, στους λοβούς των αυτιών της, ενώ κι εκείνη δεν αρνήθηκε να με φιλήσει-γλείψει —μέτρια— στα αυτά σημεία: « Ναι, δεν έχω πρόβλημα! Τι θα πάθω καλέ;». Μάλιστα μου έδωσε και λίγα πεταχτά φιλάκια στο στόμα. Είχα πια καυλώσει. «Λοιπόν, ξέρεις πώς θα τη φάω;», με κοίταξε πονηρά. «Για λέγε...». «Στα τέσσερα!». «Μπράβο, άντε!». «Κρικ κρικ κρικ...», πήρε θέση —τότε πρόσεξα και το τρίμπαλ που είχε στην οσφύ. Της άνοιξα τα πόδια και γονάτισα ανάμεσα. Το αιδοίο της ήταν όμως χαμηλά και δυσκολευόμουν να τον βάλω. «Δεν με βολεύει το ύψος...», παραπονέθηκα. «Κοίτα, εγώ δεν κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια τελείως», είπε και τα έκλεισε, περνώντας, εγώ, τα δικά μου απ' έξω. «Α, μάλιστα, έτσι κερδίζουμε σε ύψος...», παρατήρησα. «Ακριβώς!». Τελικά τον έχωσα. «Μπήκε τ' άτιμο, μπήκε!», φώναξε θριαμβευτικά. 'Αρχισα να γαμάω έχοντας μέτρια αίσθηση του κόλπου της. Εκείνη με παρότρυνε και βογγούσε ευλογοφανώς: «Αχ, μπράβο, έτσι!...». 'Εχοντάς την γραπώσει απ' τους ώμους μπαινόβγαινα με αυξομειούμενη ένταση, αναζητώντας την όσο το δυνατόν καλύτερη πρόστριψη. Ανέβηκε κι από πάνου (έτσι, με "ου"), όπου πραγματοποιώντας βαθιά καθίσματα —στηριζόμενη στην κοιλιά μου— με "γάμησε" μέχρι ν' αρχίσω να εκσπερματώνω...
«Εσένα τ' ονοματάκι σου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει —έχοντας μόλις ξεκολλήσει. Της είπα. «'Ελα αγάπη μου σιγά σιγά!...», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το σαλονάκι —στ' οκτάλεπτο. «'Ερχομαι!». Επίσης έμαθα πως δουλεύει: «από τις 12 το μεσημέρι, μέχρι τις 12 βράδυ».
Την ώρα που έμπαινα στο σαλονάκι έφευγε η τσατσά Μαρία —πρόσφατα ήταν πόρνη. «Γεια σου Μαρία μου, ευχαριστώ», την αποχαιρετούσε η αντικαταστάτριά της —μια συμπαθητική υπηρεσία. «Η κοπελίτσα μου βγαίνει˙ δέκα ευρώ είναι. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, κώλο. Φουλ πρόγραμμα, όλες τις στάσεις. Να τη δούμε τώρα να βγει... Να περάσετε πάρα πολύ καλά», μ΄ενημέρωσε αμέσως. «Γεια σας!... Τι κάνεις;». Η περί ης ο λόγος ήταν μια κοντόχοντρη εικοσιεφτάχρονη, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη, έκφυλο πρόσωπο μ' ανάγλυφα χείλη, μεσαίο προς μεγάλο στήθος, η οποία φορούσε μπικίνι. «Αυτή εδώ είναι η Τζοάννα! Πάμε να περάσετε καλά μαζί της;». Της έδωσα το δεκάρικο. Μ' ευχαρίστησε και μ' έστειλε στο βάθος δεξιά. 'Ολα τα δωμάτια ήταν άδεια.
Η Τζοάννα μού ξαναευχήθηκε υγεία και ξαναενδιαφέρθηκε να μάθει τι κάνω ύστερα από 6-7 λεπτά. «Γεια σου, μια χαρά». «Καλά είσαι;», επανέλαβε. «Πώς είναι τ' όνομά σου είπαμε;». «Κρυστάλλω-Ιωάννα». «Κρυστάλλω-Ιωάννα;», ζάρωσα το μέτωπό μου. «Ναι, έχω δύο ονόματα». «Κρυστάλλω...». «Αρχαίο ελληνικό όνομα» (!), πρόσθεσε. «Από πού είσαι εσύ;». «Από τα Σφακιά». «Κρητικιά είσαι;», έκανα έκπληκτος. «Ναι». Χωρίς να έχει βγάλει το μπικίνι της μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου ετοιμάζοντας την καπότα. «Ν' ακούσω και τα χρόνια πολλά μου —έχω γενέθλια», αποκάλυψε. «Πόσα κλείνεις; Χρόνια πολλά!», χαμογέλασα. «Είκοσι εφτά». «Μπράβο, άντε, να τα εκατοστίσεις!» και μετά τις ευχές άρχισε να πιπώνει —καλυμμένα. «Ποπ!... 'Ελα να μου δώσεις το δώρο των γενεθλίων μου! Χα χα χα...», διέκοψε ξαφνικά προτείνοντάς μου το μάγουλό της. «Ματς!», το φίλησα. «Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!... Σλουρπ σλουρπ σλουρπ! Ποπ!...», συνέχισε την πεολειχία με το απαραίτητο άι κόντακτ και κάτι «ουίνκ, ουίνκ», που πετούσε συχνά πυκνά ανάμεσα στα «ποπ», αστεϊζόμενη. Κάποια στιγμή της χάιδεψα το κεφάλι. «Α, δεν είναι δικά σου μαλλάκια αυτά;», ρώτησα, ψηλαφώντας τις ανωμαλίες στο "καύκαλό" της. «'Εχω βάλει τρέσα», απάντησε. «Τα πραγματικά μαλλιά σου μέχρι πού φτάνουν;». «Μέχρι εδώ», έδειξε πάνω απ' τους ώμους. «'Εφαγα πολλές πούτσες και μακρύναν μωρό μου!». «Α, μάλιστα...». «Χι χι χι...». «Δεν σε ζεσταίνουν αυτά;». «Τσου! Είναι φυσική τρίχα και πανάκριβα! Κολλημένα πάνω στο δικό μου το μαλλί. Χωρίς όμως να καταστραφεί το μαλλί. Χωρίς να υπάρχουν χημικά. Είναι καλύτερο από φυσικό μαλλί!», μου έκανε μια μίνι διάλεξη περί τριχών... Την ίδια στιγμή με είχε καβαλήσει και προσπαθούσε να βάλει τη μισοσηκωμένη πούτσα μου μέσα της. «Δεν νομίζω να μπορέσεις, δεν έχω καυλώσει αρκετά», την ενημέρωσα. «Θα τον φτιάξουμε, τι αγχώνεσαι;», μου χαμογέλασε συνεχίζοντας την προσπάθεια. Τελικά, όπως της είχα προβλέψει, δεν τα κατάφερε. Ξεπέζεψε. «Εγώ θα το σηκώσω, δεν υπάρχει περίπτωση!», πείσμωσε. «'Ο,τι μπει, θα μπει! Σαλάμι να 'ναι κι ό,τι να 'ναι! Κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει!», συνέχισε, ενώ ταυτόχρονα μου έπαιζε μαλακία και μου χάιδευε τ' αρχίδια. «Και το βούτυρο δικό σου θα 'ναι στο τέλος!», θυμήθηκα τη στιχομυθία από την παλιά ελληνική τσόντα, συμπληρώνοντας την τελευταία φράση της. «Μμμ!...», συμφώνησε —είχε αρχίσει ξανά το τσιμπούκι, κατά τη διάρκεια του οποίου πότε πήγαινε βαθιά, και πότε έγλειφε-ρουφούσε τη βάλανο παίζοντας μου μαλακία και κοιτώντας με προκλητικά. Κάποια στιγμή της ζήτησα να ξεβυζωθεί για ν' ασχοληθώ και με το στήθος της κομματάκι —καλούτσικο στήθος, αφράτο... Τη φίλησα-έγλειψα και στον λαιμό, στα μάγουλα, στους λοβούς των αυτιών της, ενώ κι εκείνη δεν αρνήθηκε να με φιλήσει-γλείψει —μέτρια— στα αυτά σημεία: « Ναι, δεν έχω πρόβλημα! Τι θα πάθω καλέ;». Μάλιστα μου έδωσε και λίγα πεταχτά φιλάκια στο στόμα. Είχα πια καυλώσει. «Λοιπόν, ξέρεις πώς θα τη φάω;», με κοίταξε πονηρά. «Για λέγε...». «Στα τέσσερα!». «Μπράβο, άντε!». «Κρικ κρικ κρικ...», πήρε θέση —τότε πρόσεξα και το τρίμπαλ που είχε στην οσφύ. Της άνοιξα τα πόδια και γονάτισα ανάμεσα. Το αιδοίο της ήταν όμως χαμηλά και δυσκολευόμουν να τον βάλω. «Δεν με βολεύει το ύψος...», παραπονέθηκα. «Κοίτα, εγώ δεν κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια τελείως», είπε και τα έκλεισε, περνώντας, εγώ, τα δικά μου απ' έξω. «Α, μάλιστα, έτσι κερδίζουμε σε ύψος...», παρατήρησα. «Ακριβώς!». Τελικά τον έχωσα. «Μπήκε τ' άτιμο, μπήκε!», φώναξε θριαμβευτικά. 'Αρχισα να γαμάω έχοντας μέτρια αίσθηση του κόλπου της. Εκείνη με παρότρυνε και βογγούσε ευλογοφανώς: «Αχ, μπράβο, έτσι!...». 'Εχοντάς την γραπώσει απ' τους ώμους μπαινόβγαινα με αυξομειούμενη ένταση, αναζητώντας την όσο το δυνατόν καλύτερη πρόστριψη. Ανέβηκε κι από πάνου (έτσι, με "ου"), όπου πραγματοποιώντας βαθιά καθίσματα —στηριζόμενη στην κοιλιά μου— με "γάμησε" μέχρι ν' αρχίσω να εκσπερματώνω...
«Εσένα τ' ονοματάκι σου;», ενδιαφέρθηκε να μάθει —έχοντας μόλις ξεκολλήσει. Της είπα. «'Ελα αγάπη μου σιγά σιγά!...», ακούστηκε η υπηρεσία απ' το σαλονάκι —στ' οκτάλεπτο. «'Ερχομαι!». Επίσης έμαθα πως δουλεύει: «από τις 12 το μεσημέρι, μέχρι τις 12 βράδυ».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 09, 2015
Όνομα κοπέλας
Ιωάννα
Ανάφερε αυτήν την κριτική
Σχόλια (0)
|
Paliotsarkadoros, fouxter, hellas666
μέλη τους άρεσε αυτή η κριτική.
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.8
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Δευτέρα, ώρα 20:42, όροφος
«Καλησπέρα!», μου ευχήθηκε η χαμηλού αναστήματος υπηρεσία. «Γεια σας», αντευχήθηκα σιγανά. «Τι κάνεις, καλά;». «Καλά». «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια, εξήντα εννιά. Δέκα είναι η κουκλίτσα, καινούργια έχω!». Η «κουκλίτσα» πέρασε από μπροστά μου κι ανοίγοντας την πόρτα μπήκε σ' ένα απ' τα δύο φροντισμένα δωμάτια του σαλονιού. Επρόκειτο για μια μπικινοφορούσα μειδιούσα νεαρή, με ίσιο καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σ' αλογοουρά, γλυκό προσωπάκι, μικρό στήθος, αδύνατο καλοσχηματισμένο κορμάκι. «Τι θα κάνεις;», βιαζόταν να μάθει η τσατσά. «Πώς τη λένε;», ρώτησα. Ψιλοστράβωσε. «'Αλι», απάντησε τελικά. «'Αλι!», επανέλαβα —περισσότερο για να μου επιβεβαιώσει ή όχι αυτό που άκουσα. «Ρωσίδα είναι, ναι». «Θα περάσω». «'Ελα από δω», μου έδειξε την απέναντι κάμαρα. «Μετά έρχεται σε μένα, ε;», θέλησα να μου πει καθώς την πλήρωνα. «Σε σένα, δεν υπάρχει άλλος», μου έκανε γνωστό. «Πώς την είπες, 'Αλι;» —κάτι δεν μου πήγαινε καλά με τ' όνομα. «'Αλι, είναι Ρωσίδα, δεν καταλαβαίνει πολύ». «Δεν πειράζει». «Αφού ξέρεις (πως δεν καταλαβαίνει), θα συνεννοηθείτε». «Εντάξει εντάξει...».
Τα τακούνια της κοκότας τ' άκουσα να πλησιάζουν ύστερα από 11 λεπτά. Εισήλθε χωρίς να πει κάτι. Απλώς χαμογελούσε. «Γεια σου», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. Το χαμόγελο της έγινε πλατύτερο. "Do you speak English?". Απάντησε κάτι που δεν κατάλαβα —κατεβαίνοντας την ίδια στιγμή απ' τα πορνοπάπουτσα. "So, you are from Russia!". Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. "Greek? Do you speak greek? Ha ha ha...", αστειεύτηκα κομματάκι. "Ha ha...", γέλασε κι εκείνη σιγανά, ετοιμάζοντας την καπότα. "Οkei... How old are you?". "Mm?". Επανέλαβα την ερώτηση. «Μοσκόβα», άκουσα ν' απαντάει. "From Moscow?". «Φαίνεται κατάλαβε πως τη ρώτησα από ποια πόλη της Ρωσίας είναι», σκέφτηκα. "Moldova", επανέλαβε πιο καθαρά αυτή τη φορά. "Α, Μoldova!". «Ναι». "Deci, cîţi ani ai?" (Οπότε, πόσων χρονών είσαι;). Επιτέλους, να συνεννοηθούμε βρε παιδάκι μου!... "Douăzeci" (Είκοσι), απάντησε συγκρατημένα έκπληκτη. Από 'κει και πέρα μιλούσαμε στη γλώσσα της —οι Μολδαβοί μιλάνε ρουμάνικα, ενώ η ίδια παρέμενε λιγομίλητη. Γονατίζοντας πλάι μου άρχισε μια μέτρια καλυμμένη πίπα σε πεσμένο πούτσο, μ' εμένα να τη χαϊδεύω γενικώς —δεν έχει βγάλει το μπικίνι. Πριν την "καπακώσω" ζήτησα να μου πει τ' όνομά της: "Pop!... Ala", ήταν η απάντησή της. «'Αλα» είχα διαβάσει κι εγώ στην ημερήσια ενημέρωση —από τον Dude007.
Πριν και κατά τη διάρκεια της πράξης, δεχόταν και πρόσφερε —έπειτα από προτροπή μου το δεύτερο— φιλάκια, γλειψιματάκια και ρουφηγματάκια, σε θηλές, στήθος, λαιμό, μάγουλα, αυτιά. Τα προκαταρκτικά που δέχτηκα με άφησαν ικανοποιημένο, χωρίς να ήταν κάτι το ιδιαίτερο. 'Εχοντας καυλώσει έστρωσα το ελαστικό και της ζήτησα να με καβαλήσει. Αρχίσαμε να τριβόμαστε˙ ένιωθα ευχάριστα μέσα στον λιπασμένο κόλπο της. Η υπηρεσία χτύπησε την πόρτα στο οκτάλεπτο. Η 'Αλα (της) μου πρότεινε να έρθω εγώ από πάνω. Θηκιάσαμε για δεύτερη φορά και συνέχισα τα μέσα-έξω. Κατάφερα να ολοκληρώσω ύστερα από λίγο. Ανεβαίνοντας στα πορνοπάπουτσα μου είπε πως στην Ελλάδα ήταν μόλις δύο μέρες.
«Καλησπέρα!», μου ευχήθηκε η χαμηλού αναστήματος υπηρεσία. «Γεια σας», αντευχήθηκα σιγανά. «Τι κάνεις, καλά;». «Καλά». «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια, εξήντα εννιά. Δέκα είναι η κουκλίτσα, καινούργια έχω!». Η «κουκλίτσα» πέρασε από μπροστά μου κι ανοίγοντας την πόρτα μπήκε σ' ένα απ' τα δύο φροντισμένα δωμάτια του σαλονιού. Επρόκειτο για μια μπικινοφορούσα μειδιούσα νεαρή, με ίσιο καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σ' αλογοουρά, γλυκό προσωπάκι, μικρό στήθος, αδύνατο καλοσχηματισμένο κορμάκι. «Τι θα κάνεις;», βιαζόταν να μάθει η τσατσά. «Πώς τη λένε;», ρώτησα. Ψιλοστράβωσε. «'Αλι», απάντησε τελικά. «'Αλι!», επανέλαβα —περισσότερο για να μου επιβεβαιώσει ή όχι αυτό που άκουσα. «Ρωσίδα είναι, ναι». «Θα περάσω». «'Ελα από δω», μου έδειξε την απέναντι κάμαρα. «Μετά έρχεται σε μένα, ε;», θέλησα να μου πει καθώς την πλήρωνα. «Σε σένα, δεν υπάρχει άλλος», μου έκανε γνωστό. «Πώς την είπες, 'Αλι;» —κάτι δεν μου πήγαινε καλά με τ' όνομα. «'Αλι, είναι Ρωσίδα, δεν καταλαβαίνει πολύ». «Δεν πειράζει». «Αφού ξέρεις (πως δεν καταλαβαίνει), θα συνεννοηθείτε». «Εντάξει εντάξει...».
Τα τακούνια της κοκότας τ' άκουσα να πλησιάζουν ύστερα από 11 λεπτά. Εισήλθε χωρίς να πει κάτι. Απλώς χαμογελούσε. «Γεια σου», της ευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. Το χαμόγελο της έγινε πλατύτερο. "Do you speak English?". Απάντησε κάτι που δεν κατάλαβα —κατεβαίνοντας την ίδια στιγμή απ' τα πορνοπάπουτσα. "So, you are from Russia!". Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. "Greek? Do you speak greek? Ha ha ha...", αστειεύτηκα κομματάκι. "Ha ha...", γέλασε κι εκείνη σιγανά, ετοιμάζοντας την καπότα. "Οkei... How old are you?". "Mm?". Επανέλαβα την ερώτηση. «Μοσκόβα», άκουσα ν' απαντάει. "From Moscow?". «Φαίνεται κατάλαβε πως τη ρώτησα από ποια πόλη της Ρωσίας είναι», σκέφτηκα. "Moldova", επανέλαβε πιο καθαρά αυτή τη φορά. "Α, Μoldova!". «Ναι». "Deci, cîţi ani ai?" (Οπότε, πόσων χρονών είσαι;). Επιτέλους, να συνεννοηθούμε βρε παιδάκι μου!... "Douăzeci" (Είκοσι), απάντησε συγκρατημένα έκπληκτη. Από 'κει και πέρα μιλούσαμε στη γλώσσα της —οι Μολδαβοί μιλάνε ρουμάνικα, ενώ η ίδια παρέμενε λιγομίλητη. Γονατίζοντας πλάι μου άρχισε μια μέτρια καλυμμένη πίπα σε πεσμένο πούτσο, μ' εμένα να τη χαϊδεύω γενικώς —δεν έχει βγάλει το μπικίνι. Πριν την "καπακώσω" ζήτησα να μου πει τ' όνομά της: "Pop!... Ala", ήταν η απάντησή της. «'Αλα» είχα διαβάσει κι εγώ στην ημερήσια ενημέρωση —από τον Dude007.
Πριν και κατά τη διάρκεια της πράξης, δεχόταν και πρόσφερε —έπειτα από προτροπή μου το δεύτερο— φιλάκια, γλειψιματάκια και ρουφηγματάκια, σε θηλές, στήθος, λαιμό, μάγουλα, αυτιά. Τα προκαταρκτικά που δέχτηκα με άφησαν ικανοποιημένο, χωρίς να ήταν κάτι το ιδιαίτερο. 'Εχοντας καυλώσει έστρωσα το ελαστικό και της ζήτησα να με καβαλήσει. Αρχίσαμε να τριβόμαστε˙ ένιωθα ευχάριστα μέσα στον λιπασμένο κόλπο της. Η υπηρεσία χτύπησε την πόρτα στο οκτάλεπτο. Η 'Αλα (της) μου πρότεινε να έρθω εγώ από πάνω. Θηκιάσαμε για δεύτερη φορά και συνέχισα τα μέσα-έξω. Κατάφερα να ολοκληρώσω ύστερα από λίγο. Ανεβαίνοντας στα πορνοπάπουτσα μου είπε πως στην Ελλάδα ήταν μόλις δύο μέρες.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 08, 2015
Όνομα κοπέλας
Άλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
7.1
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
8.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Φυσούσε χθες το πρωί. Στο πεζοδρόμιο, έξω απ' το μπουρδέλο, σκουπίδια κυνηγιόνταν με κυλιόμενα πλαστικά μπουκάλια. Μου άνοιξε η ίδια η πόρνη. Μια νεαρή με καστανό σκούρο μαλλί πιασμένο πίσω, ενδιαφέρον προσωπάκι, μικρομεσαίο στήθος, αψηλούτσικη με καμπυλωτό σωματάκι. «Γεια σου!», ευχήθηκε παιχνιδιάρικα. «Γεια σου!». «Τι κάαανεις;», συνέχισε το ίδιο ναζιάρικα. «Καλά». «Εγώ είμαι η Αλίνα και κάνω όλα!». «Δηλαδή;». «Μουνάκι, τσιμπουκάκι, κωλαράκι, εξήντα εννιά, ισπανικό, πισωκολλητό, με 20 ευρώ. Γλείφω αρχιδάκια, μασαζάκι, ό,τι θέλεις». «Μάλιστα...». «Θέλεις να περάσεις;». «Εντάξει, θα περάσω, θα περάσω»,αποφάσισα. «Εδώ!», μου έδειξε τη στενόχωρη κάμαρα του σαλονιού. «Δεν έχεις κανένα άλλο πιο μεγάλο δωμάτιο;», αντέδρασα ευγενικά. «Θέλεις; 'Ελα!», συμφώνησε. «Για να δω και κανένα άλλο», είπα καθώς την ακολουθούσα στα ενδότερα. «'Ελα από δω... Εδώ αγκάπη μου». Αυτό ήταν σαφώς καλύτερο!... Την πλήρωσα. «Ευχαριστώ», έκλεισε την πόρτα. Την ξανάνοιξε ύστερα από δύο λεπτά. «Είσαι εντάξει;», ρώτησε κι έκανε να μπει. «Δεν είμαι έτοιμος ακόμα. Θα σε φωνάξω εγώ», της χαμογέλασα. 'Επειτα από ένα-δυο λεπτά χτυπούσα σιγανά την πόρτα και ξάπλωνα ολόγυμνος. «Κρικ κρικ κρικ». «Αγκάπη μου, τώρα είσαι εντάξει!», διαπίστωνε μ' ένα πλατύστομο χαμόγελο μπαίνοντας και αφήνοντας τα σέα της στο κομοδίνο με ρωτούσε: «Θέλεις τσιμπούκι με καπότα ή χωρίς;». «Με καπότα, με καπότα!». Την είδα να πιάνει την περί ης ο λόγος. «Ναι, αλλά όχι αμέσως... Κάνεις κάποια παιχνιδάκια πριν, έτσι;». «Παιχνιδάκια;...», με κοίταξε ερωτηματικά. «Φιλάκια, χαϊδεματάκια, γλειψιματάκια, τέτοια». «Ναι αγκάπη μου, κάνω!». Κι αμέσως με καπάκωσε, ξεκινώντας να με φιλάει πεταχτά στα μάγουλα στον λαιμό και να με γλείφει με την άκρη της γλώσσας της στα αυτά σημεία, όπως και στ' αυτιά, στις θηλές, στο στήθος. «Μπράβο...», επιδοκίμασα, αν και δεν με πολυενθουσίαζε ο τρόπος που τα πρόσφερε. «Κάνω μωράκι μου...», επανέλαβε ανάμεσα στα «ματς-μουτς». «Ααα, μπράβο, έτσι...», συνέχισα να επιδοκιμάζω. Φιλούσε και στο στόμα, αλλά «χωρίς γλώσσα» όπως μου ξεκαθάρισε πάντα με χαμόγελο. Τέλος πάντων καύλωσα. Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε δεν ήταν άσχημη, ενώ συμπεριλάμβανε θωπείες των όρχεων και nonverbal communication, κοινώς: eye contact.
«Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!». «Αλίνα!». «Μμ, ποπ!», με κοίταξε. «'Ελα από πάνω». «Κρικ κρικ κρικ», υπάκουσε καβαλώντας με, ενώ πιάνοντας το καυλί μου το έχωσε στο μουνί της. 'Αρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!...». Ωραία ήταν... Φυσικά έδωσα κι εγώ κάμποσες ψωλιές, έχοντάς την γραπώσει απ' τα κωλομάγουλα. Κατά τη διάρκεια της γάμευσης μου έκανε και τριψίματα μπρος-πίσω κοιτώντας με προκλητικά, κάποια στριφογυριστά, ενώ υπήρχαν φορές που έσκυβε για να με φιλήσει-γλείψει στη μούρη. Συνέχισα για λίγο ακόμα και όταν πια δεν μπορούσα να κρατηθώ, τ' άφησα (τα χύσια) να γεμίσουν τη θηλή της καπότας ψιθυρίζοντας λάγνα: «Αχ, τελείωσα!».
Πριν φύγει θέλησα να μάθω πόσων χρονών ήταν. Μου απάντησε: είκοσι δύο.
«Σλουρπ σλουρπ σλουρπ!». «Αλίνα!». «Μμ, ποπ!», με κοίταξε. «'Ελα από πάνω». «Κρικ κρικ κρικ», υπάκουσε καβαλώντας με, ενώ πιάνοντας το καυλί μου το έχωσε στο μουνί της. 'Αρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει. «ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ ΚΡΙΚ!...». Ωραία ήταν... Φυσικά έδωσα κι εγώ κάμποσες ψωλιές, έχοντάς την γραπώσει απ' τα κωλομάγουλα. Κατά τη διάρκεια της γάμευσης μου έκανε και τριψίματα μπρος-πίσω κοιτώντας με προκλητικά, κάποια στριφογυριστά, ενώ υπήρχαν φορές που έσκυβε για να με φιλήσει-γλείψει στη μούρη. Συνέχισα για λίγο ακόμα και όταν πια δεν μπορούσα να κρατηθώ, τ' άφησα (τα χύσια) να γεμίσουν τη θηλή της καπότας ψιθυρίζοντας λάγνα: «Αχ, τελείωσα!».
Πριν φύγει θέλησα να μάθω πόσων χρονών ήταν. Μου απάντησε: είκοσι δύο.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 06, 2015
Όνομα κοπέλας
Αλίνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
4.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
8.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Πέμπτη, ώρα 18:04
«Καλησπέρα!», μου ευχήθηκε η υπηρεσία με το που εισήλθα στο μισοφωτισμένο σαλόνι. «Γεια σας», αντευχήθηκα. «Ρωσίδα έχουμε. Η κοπέλα κάνει όλες τις στάσεις, δεν βιάζεται, ελεύθερο στοματικό, ελεύθερα πιασίματα, φιλάκια παντού, τελειωτικό μόνο εδώ –έδειξε το στήθος της. «Γεια σου μωρό μου». Απ΄ το κουζινάκι παρουσιάστηκε η Αλίσα –η σιτεμένη πόρνη απ' το Αχαρνών 85 και το απέναντι 15–, με κοντό ξανθωπό μαλλί, πρόσωπο που πριν αρκετά χρόνια θα έπρεπε να ήταν ενδιαφέρον, μεσαίο ψιλοπεσμένο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, λίγη κοιλίτσα, ά-μεση, με λεπτά ποδάρια. «Γεια σου». «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά, η Αλίσα δεν είσαι;». «Ναι, η Αλίσα!», επιβεβαίωσε. «Θα περάσω», τους έκανα γνωστό και πλέρωσα ένα δεκάρικο. Το κελί που μ' έβαλαν ήταν ψιλοκαθαρό...
'Επειτα από ένα τετράλεπτο την άκουσα να χτυπάει τη μεταλλική πόρτα. «Μπορώ;». «Ναι ναι!», την κάλεσα να περάσει. «Γεια σου αγάπη μου», μου χαμογέλασε. Εγώ τακτοποιούσα τα ρούχα μου στον καλόγερο. «Πώς σε λένε εσένα;», με ρώτησε μένοντας τσίτσιδη. «Τάδε, εσένα;», μου ξέφυγε, ζητώντας να μου πει πάλι τ' όνομά της. «Αλίσα, τώρα. Γιάννα, δουλεύω 15. Γιάννα». «Στο Μ.Α 15 δούλευες σαν Γιάννα;». «Ναι!». «Και στο Αχαρνών 85;», μου ξαναξέφυγε. «Αχαρνών 85, Αλίσα! Εδώ, Αλίσα!». Πάντως είχε ένα θέμα με τα ελληνικά της.
Σύντομα με είχε καπακώσει και ξεκινούσε με φιλιά στο στόμα –που εξελίχθηκαν σε γλωσσόφιλα. Μπλιαχ!... Τώρα που το σκέφτομαι–, γλείψιμο στον λαιμό, στο στήθος, στις θηλές, στην κοιλιά. Συνεχίζοντας με ορχεολειχία, προσπάθεια για γυμνή πίπα –«Αλίσα...». «Ναι!». «Βάλε το προφυλακτικό». «Εντάξει!»–, ενώ με ρώτησε εάν επιθυμούσα να προχωρήσει και σε πρωκτολειχία –έτοιμα τα είχε τα υγρά μαντιλάκια. Δεν πήρα ούτε απ' αυτή... Μόνη της με καβάλησε χώνοντας το καυλί μου στη μουνοσήραγγά της. «Κρικ κρικ κρικ!...». "Με γάμησε" για σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι που: «Μμμαα... μμμαα, έχυσα!...». «Ευχαριστώ μωρό μου!», χαμογέλασε και με φίλησε δυνατά στα χείλη πριν ξεκαβαλήσει.
Ωραία θα ήταν τέτοιες υπηρεσίες –και όχι μόνο– να πρόσφεραν όλες οι ιερόδουλες, ε; Σ' έναν κόσμο χωρίς ΣΜΝ όμως...
«Καλησπέρα!», μου ευχήθηκε η υπηρεσία με το που εισήλθα στο μισοφωτισμένο σαλόνι. «Γεια σας», αντευχήθηκα. «Ρωσίδα έχουμε. Η κοπέλα κάνει όλες τις στάσεις, δεν βιάζεται, ελεύθερο στοματικό, ελεύθερα πιασίματα, φιλάκια παντού, τελειωτικό μόνο εδώ –έδειξε το στήθος της. «Γεια σου μωρό μου». Απ΄ το κουζινάκι παρουσιάστηκε η Αλίσα –η σιτεμένη πόρνη απ' το Αχαρνών 85 και το απέναντι 15–, με κοντό ξανθωπό μαλλί, πρόσωπο που πριν αρκετά χρόνια θα έπρεπε να ήταν ενδιαφέρον, μεσαίο ψιλοπεσμένο στήθος, χαμηλομέτριο ανάστημα, λίγη κοιλίτσα, ά-μεση, με λεπτά ποδάρια. «Γεια σου». «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει. «Καλά, η Αλίσα δεν είσαι;». «Ναι, η Αλίσα!», επιβεβαίωσε. «Θα περάσω», τους έκανα γνωστό και πλέρωσα ένα δεκάρικο. Το κελί που μ' έβαλαν ήταν ψιλοκαθαρό...
'Επειτα από ένα τετράλεπτο την άκουσα να χτυπάει τη μεταλλική πόρτα. «Μπορώ;». «Ναι ναι!», την κάλεσα να περάσει. «Γεια σου αγάπη μου», μου χαμογέλασε. Εγώ τακτοποιούσα τα ρούχα μου στον καλόγερο. «Πώς σε λένε εσένα;», με ρώτησε μένοντας τσίτσιδη. «Τάδε, εσένα;», μου ξέφυγε, ζητώντας να μου πει πάλι τ' όνομά της. «Αλίσα, τώρα. Γιάννα, δουλεύω 15. Γιάννα». «Στο Μ.Α 15 δούλευες σαν Γιάννα;». «Ναι!». «Και στο Αχαρνών 85;», μου ξαναξέφυγε. «Αχαρνών 85, Αλίσα! Εδώ, Αλίσα!». Πάντως είχε ένα θέμα με τα ελληνικά της.
Σύντομα με είχε καπακώσει και ξεκινούσε με φιλιά στο στόμα –που εξελίχθηκαν σε γλωσσόφιλα. Μπλιαχ!... Τώρα που το σκέφτομαι–, γλείψιμο στον λαιμό, στο στήθος, στις θηλές, στην κοιλιά. Συνεχίζοντας με ορχεολειχία, προσπάθεια για γυμνή πίπα –«Αλίσα...». «Ναι!». «Βάλε το προφυλακτικό». «Εντάξει!»–, ενώ με ρώτησε εάν επιθυμούσα να προχωρήσει και σε πρωκτολειχία –έτοιμα τα είχε τα υγρά μαντιλάκια. Δεν πήρα ούτε απ' αυτή... Μόνη της με καβάλησε χώνοντας το καυλί μου στη μουνοσήραγγά της. «Κρικ κρικ κρικ!...». "Με γάμησε" για σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι που: «Μμμαα... μμμαα, έχυσα!...». «Ευχαριστώ μωρό μου!», χαμογέλασε και με φίλησε δυνατά στα χείλη πριν ξεκαβαλήσει.
Ωραία θα ήταν τέτοιες υπηρεσίες –και όχι μόνο– να πρόσφεραν όλες οι ιερόδουλες, ε; Σ' έναν κόσμο χωρίς ΣΜΝ όμως...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 04, 2015
Όνομα κοπέλας
Αλίσα
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.0
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, ώρα 18:06
Αφού εισήλθα στο άδειο από κόσμο μεγάλο σαλόνι του δεξιού μπουρδέλου, περίμενα όρθιος για μερικά δευτερόλεπτα. «Γεια σας! Τι κάνετε;...», παρουσιάστηκε η υπηρεσία παραμερίζοντας το υφασμάτινο διαχωριστικό. «Περιμένετε λίγο...», μου ζήτησε, παραμένοντας κι εκείνη όρθια στην άκρη του διαδρόμου που οδηγούσε στα ενδότερα. «Γεια σου! Τι κάνεις;», εμφανίστηκε η Σάρρα –γι' αυτήν είχα έρθει–, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σε αλογοουρά... –εγώ απ' την περασμένη βδομάδα τη θυμόμουν με μαλλί πάνω απ' τους ώμους–, καλούτσικο προσωπάκι με λεπτά χείλη, μεγάλο στήθος, μέτριο ύψος, καλοθρεμμένη –χωρίς να είναι πολύ χοντρή– με κωλάρα, μπουτάρες και δύο τατουαζάκια: κινέζικα ιδεογράμματα στον αυχένα και μια διάστιξη στον δεξιό καρπό. «Δυο κουκλίτσες έχω, η Σάρρα και η Μαρία. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, φιλάκια στο κορμάκι τους, ισπανικό, δέκα ευρώ!». Σηκώθηκα για να πληρώσω. «Γεια σου!». «Γεια σου Μαρία!». 'Ηρθε και η έτερη ξανθιά γεροδεμένη εταίρα. «Θα περάσω με τη Σάρρα», έκανα γνωστό στην τσατσά. «Η Σάρρα δεν κάνει ισπανικό μόνο, έτσι;», μ' ενημέρωσε εκείνη. «Εντάξει, δεν με πειράζει», συμφώνησα και πέρασα στο ευρύχωρο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου.
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε έπειτα από λίγα λεπτά η πόρνη που είχα επιλέξει. «Γεια σου Σάρρα», αντευχήθηκα. «Τι κάνεις;», ρώτησε αφήνοντας τα σέα της στο κομοδίνο –εγώ σαπούνιζα τα χέρια μου στην άλλη άκρη του δωματίου. «Καλά Σάρρα». Μένοντας ολόγυμνη γονάτισε στο κρεβάτι και κοιτάζοντας το είδωλο της στον καθρέφτη χάιδευε την ξανθιά αλογοουρά της. «Από Ρουμανία είσαι;», ρώτησα πλησιάζοντας. «Ναι». Ξάπλωσα και εκείνη πήρε τη συσκευασμένη καπότα. «Καλά είσαι;», ξαναρώτησε. «Από τη δουλειά έρχομαι και είμαι λίγο κουρασμένος, αλλά καλά είμαι κατά τ' άλλα», αποκρίθηκα. «Μμμ», έκανε σκίζοντας τη συσκευασία. Επειδή έβλεπα που πήγαινε το πράγμα –δεν υπήρχε περίπτωση προκαταρκτικών απ' τη μεριά της– ανασηκώθηκα παίρνοντας τη θηλή του στήθους της στο στόμα και μετά την άλλη, γλείφοντάς τες εναλλάξ, χουφτώνοντας ταυτόχρονα τ' αφράτα κωλομέρια, χωρίς να παραλείπω να μουγκρίζω ευλογοφανώς. Τότε εκείνη –παρατώντας το προφυλακτικό– άρχισε να με χαϊδεύει στ' αχαμνά, παίζοντας μου και λίγο το πουλί, ενώ με το άλλο χέρι της μου κρατούσε το κεφάλι από πίσω. 'Εχοντας πια αποκτήσει κάποια στύση μου φόρεσε το ελαστικό και προχώρησε σε μία συμπαθητική πίπα –όχι τίποτε το ιδιαίτερο. «Ψεύτικα μαλλιά είναι αυτά;», ρώτησα, όταν χαϊδεύοντάς τα τα ένιωσα κάπως... «Μ-μ!» (καταφατικό). «Χε χε... Τα δικά σου είναι κοντά απ' ό,τι θυμάμαι», σχολίασα ευχαριστημένος που το "μυστήριο" είχε λυθεί. «Μ-μ!» (καταφατικό). «Ποπ!... Πάμε;». «'Αντε, πάμε...», συμφώνησα ζητώντας της να κάτσει στα τέσσερα. «Ωραίο κώλο έχεις...», έκανα λάγνα παίζοντας με το ένα χέρι το καυλί μου και ξεκινώντας να ψηλαφίζω με το άλλο το καλοσχηματισμένο αιδοίο. «'Οχι χέρι...», την άκουσα να λέει σιγανά –μόλις που ακούστηκε. «Ωραίο μουνί...», συμπλήρωσα και της τον έχωσα. «Πλαφ πλαφ πλαφ!» και ξανά «πλαφ πλαφ πλαφ» και μερικά «τσαφ!» στα χορταστικά καπούλια. 'Αρχισα να κουράζομαι... «Για κάτσε λίγο, να ξαπλώσω πάλι...», είπα διακόπτοντας το γαμήσι. «Πώς, έτσι;», δεν κατάλαβε και πήγε να πάρει θέση για πισωκωλομπρούμυτο. «'Οχι όχι, εγώ να ξαπλώσω!», τη διόρθωσα. «Α, εσύ!...». «Αλλά πάλι... Καλύτερα ξάπλωσε εσύ!», μετάνιωσα, εμποδίζοντάς τη να σηκωθεί. 'Ετσι, πλακώνοντάς τη συνέχισα με πισωκολομπρούμυτο, όπου νιώθοντας τ' αφράτα καπούλια της στις λαγόνες μου κατάφερα να χύσω εν μέσω ενός μακρόσυρτου βόγγου...
«Απόγευμα δουλεύεις ή και πρωί;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «'Ολη μέρα», απάντησε. «Και το βράδυ;». «Νύχτα;». 'Εγνεψα καταφατικά. «'Οχι δεν δουλεύω νύχτα. Μόνο μέχρι έντεκα και μετά θα φύγω». «Οκέι...». «Γεια!». «Γεια σου».
Αφού εισήλθα στο άδειο από κόσμο μεγάλο σαλόνι του δεξιού μπουρδέλου, περίμενα όρθιος για μερικά δευτερόλεπτα. «Γεια σας! Τι κάνετε;...», παρουσιάστηκε η υπηρεσία παραμερίζοντας το υφασμάτινο διαχωριστικό. «Περιμένετε λίγο...», μου ζήτησε, παραμένοντας κι εκείνη όρθια στην άκρη του διαδρόμου που οδηγούσε στα ενδότερα. «Γεια σου! Τι κάνεις;», εμφανίστηκε η Σάρρα –γι' αυτήν είχα έρθει–, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη πιασμένο σε αλογοουρά... –εγώ απ' την περασμένη βδομάδα τη θυμόμουν με μαλλί πάνω απ' τους ώμους–, καλούτσικο προσωπάκι με λεπτά χείλη, μεγάλο στήθος, μέτριο ύψος, καλοθρεμμένη –χωρίς να είναι πολύ χοντρή– με κωλάρα, μπουτάρες και δύο τατουαζάκια: κινέζικα ιδεογράμματα στον αυχένα και μια διάστιξη στον δεξιό καρπό. «Δυο κουκλίτσες έχω, η Σάρρα και η Μαρία. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, φιλάκια στο κορμάκι τους, ισπανικό, δέκα ευρώ!». Σηκώθηκα για να πληρώσω. «Γεια σου!». «Γεια σου Μαρία!». 'Ηρθε και η έτερη ξανθιά γεροδεμένη εταίρα. «Θα περάσω με τη Σάρρα», έκανα γνωστό στην τσατσά. «Η Σάρρα δεν κάνει ισπανικό μόνο, έτσι;», μ' ενημέρωσε εκείνη. «Εντάξει, δεν με πειράζει», συμφώνησα και πέρασα στο ευρύχωρο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου.
«Γεια σου!», μου ευχήθηκε έπειτα από λίγα λεπτά η πόρνη που είχα επιλέξει. «Γεια σου Σάρρα», αντευχήθηκα. «Τι κάνεις;», ρώτησε αφήνοντας τα σέα της στο κομοδίνο –εγώ σαπούνιζα τα χέρια μου στην άλλη άκρη του δωματίου. «Καλά Σάρρα». Μένοντας ολόγυμνη γονάτισε στο κρεβάτι και κοιτάζοντας το είδωλο της στον καθρέφτη χάιδευε την ξανθιά αλογοουρά της. «Από Ρουμανία είσαι;», ρώτησα πλησιάζοντας. «Ναι». Ξάπλωσα και εκείνη πήρε τη συσκευασμένη καπότα. «Καλά είσαι;», ξαναρώτησε. «Από τη δουλειά έρχομαι και είμαι λίγο κουρασμένος, αλλά καλά είμαι κατά τ' άλλα», αποκρίθηκα. «Μμμ», έκανε σκίζοντας τη συσκευασία. Επειδή έβλεπα που πήγαινε το πράγμα –δεν υπήρχε περίπτωση προκαταρκτικών απ' τη μεριά της– ανασηκώθηκα παίρνοντας τη θηλή του στήθους της στο στόμα και μετά την άλλη, γλείφοντάς τες εναλλάξ, χουφτώνοντας ταυτόχρονα τ' αφράτα κωλομέρια, χωρίς να παραλείπω να μουγκρίζω ευλογοφανώς. Τότε εκείνη –παρατώντας το προφυλακτικό– άρχισε να με χαϊδεύει στ' αχαμνά, παίζοντας μου και λίγο το πουλί, ενώ με το άλλο χέρι της μου κρατούσε το κεφάλι από πίσω. 'Εχοντας πια αποκτήσει κάποια στύση μου φόρεσε το ελαστικό και προχώρησε σε μία συμπαθητική πίπα –όχι τίποτε το ιδιαίτερο. «Ψεύτικα μαλλιά είναι αυτά;», ρώτησα, όταν χαϊδεύοντάς τα τα ένιωσα κάπως... «Μ-μ!» (καταφατικό). «Χε χε... Τα δικά σου είναι κοντά απ' ό,τι θυμάμαι», σχολίασα ευχαριστημένος που το "μυστήριο" είχε λυθεί. «Μ-μ!» (καταφατικό). «Ποπ!... Πάμε;». «'Αντε, πάμε...», συμφώνησα ζητώντας της να κάτσει στα τέσσερα. «Ωραίο κώλο έχεις...», έκανα λάγνα παίζοντας με το ένα χέρι το καυλί μου και ξεκινώντας να ψηλαφίζω με το άλλο το καλοσχηματισμένο αιδοίο. «'Οχι χέρι...», την άκουσα να λέει σιγανά –μόλις που ακούστηκε. «Ωραίο μουνί...», συμπλήρωσα και της τον έχωσα. «Πλαφ πλαφ πλαφ!» και ξανά «πλαφ πλαφ πλαφ» και μερικά «τσαφ!» στα χορταστικά καπούλια. 'Αρχισα να κουράζομαι... «Για κάτσε λίγο, να ξαπλώσω πάλι...», είπα διακόπτοντας το γαμήσι. «Πώς, έτσι;», δεν κατάλαβε και πήγε να πάρει θέση για πισωκωλομπρούμυτο. «'Οχι όχι, εγώ να ξαπλώσω!», τη διόρθωσα. «Α, εσύ!...». «Αλλά πάλι... Καλύτερα ξάπλωσε εσύ!», μετάνιωσα, εμποδίζοντάς τη να σηκωθεί. 'Ετσι, πλακώνοντάς τη συνέχισα με πισωκολομπρούμυτο, όπου νιώθοντας τ' αφράτα καπούλια της στις λαγόνες μου κατάφερα να χύσω εν μέσω ενός μακρόσυρτου βόγγου...
«Απόγευμα δουλεύεις ή και πρωί;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «'Ολη μέρα», απάντησε. «Και το βράδυ;». «Νύχτα;». 'Εγνεψα καταφατικά. «'Οχι δεν δουλεύω νύχτα. Μόνο μέχρι έντεκα και μετά θα φύγω». «Οκέι...». «Γεια!». «Γεια σου».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 03, 2015
Όνομα κοπέλας
Σάρρα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.1
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τρίτη, ώρα 18:27
«Δέκα ευρώ είναι, η κοπέλα κάνει: τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια, ελεύθερα πιασίματα... Είναι πολύ καλή στο δωμάτιο», μ' ενημέρωσε η συμπαθητική υπηρεσία.
Εμφανίστηκε η μπικινοφορούσα Αννούλα –μια χαμηλού αναστήματος γλυκιά κοπελίτσα, με καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη, μικρομεσαίο στήθος, συμπαθητικό κορμάκι μ' εμφάνιση κοιλίτσας κατά την κάμψη του κορμού–, η οποία έπρεπε να είχε βαρεθεί να με βλέπει να περνάω (απ' το μπουρδέλο) και να μην περνάω (στο δωμάτιο), χωρίς όμως ποτέ να έχει πει κάτι. «Θα περάσω», είπα βγάζοντας δυο τάλληρα. «Μάλιστα, περάστε», μου έδειξε προς τα ενδότερα η τσατσά. Και τα τρία δωμάτια ήταν άδεια.
'Υστερα από 4-5 λεπτά άνοιξε η πόρτα. «Γεια σου!», ευχήθηκα στη νεαρή πόρνη απ΄το κρεβάτι όπου καθόμουν με τις κνήμες σταυρωμένες. «Γεια σου, τι κάνεις;», χαμογέλασε πλησιάζοντας. «Εσύ είσαι η Αννούλα, ε;», θέλησα να επιβεβαιώσω. «Ναι», απάντησε μένοντας τσίτσιδη. Στη συνέχεια γονάτισα κι αγκαλιάζοντάς την πήρα να τη φιλάω-γλείφω στο στήθος, στον λαιμό, χουφτώνοντας παράλληλα τα κωλομέρια της. Με ψιλοθώπευσε κι εκείνη στην πλάτη –με το ένα χέρι– και στα γεννητικά μου όργανα –με τ' άλλο. Την ξάπλωσα ανάσκελα συνεχίζοντας τα φιλάκια-γλειψιματάκια μου, χωρίς να παραλείπω να ψαχουλεύω και το λιπασμένο αιδοίο της. «Δούλευες και πουθενά αλλού Αννούλα;», ρώτησα λίγο αργότερα, καθώς εκείνη ξετύλιγε την καπότα κατά μήκος του καυλιού μου. «Από Α, από Β», απάντησε. «'Αλφα, βήτα, πού;». «Από δω, άλλο δρόμο», έδειξε. «Α, στην Κολωνού;». «Ναι». «Πού στην Κολωνού, στο 11, στο 15;». «Δεκαπέντε!». «Α, στο δεκαπέντε... Και στα δύο δούλευες, εκεί;» (θυμήθηκα που την είχα δει στο δεξιό). «Ναι». «Οκέι Αννούλα», είπα και την άφησα να ξεκινήσει τη μέτρια πίπα της. «Σιγά, έπεσες πάνω μου όλη!», διαμαρτυρήθηκα γελώντας καθώς ένιωσα το βάρος της στην κοιλιά μου, διαμέσου του αγκώνα της. Αμέσως τραβήχτηκε αλλάζοντας θέση, ενώ ταυτόχρονα με ρωτούσε: «Εσύ από πού είσαι;». «'Ελληνας, εσύ;». «Εγώ είμαι Ρουμάνα». Σύντομα ήρθε και η ώρα τού φίκι φίκι. «Τι θέλεις;», ρώτησε βλέποντάς με να της κάνω νόημα. «Κάτσε στα τέσσερα». Μπροστά μου άνοιξε ένα σκουρόχρωμο ξυρισμένο αιδοίο, μ' έναν κόλπο υπέρ το δέον λιπασμένο, στον οποίο παλινδρόμησα το λαστιχοντυμένο πέος μου μέχρι που άρχισα να εκσπερματώνω.
«Εσύ απόγευμα δουλεύεις ή πρωί;», ενδιαφέρθηκα να μάθω λίγο πριν φύγει. «Απόγευμα-νύχτα δουλεύω τώρα. Τώρα ήρθα μόλις, πριν μισή ώρα».
«Δέκα ευρώ είναι, η κοπέλα κάνει: τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια, ελεύθερα πιασίματα... Είναι πολύ καλή στο δωμάτιο», μ' ενημέρωσε η συμπαθητική υπηρεσία.
Εμφανίστηκε η μπικινοφορούσα Αννούλα –μια χαμηλού αναστήματος γλυκιά κοπελίτσα, με καστανό μαλλί μέχρι την πλάτη, μικρομεσαίο στήθος, συμπαθητικό κορμάκι μ' εμφάνιση κοιλίτσας κατά την κάμψη του κορμού–, η οποία έπρεπε να είχε βαρεθεί να με βλέπει να περνάω (απ' το μπουρδέλο) και να μην περνάω (στο δωμάτιο), χωρίς όμως ποτέ να έχει πει κάτι. «Θα περάσω», είπα βγάζοντας δυο τάλληρα. «Μάλιστα, περάστε», μου έδειξε προς τα ενδότερα η τσατσά. Και τα τρία δωμάτια ήταν άδεια.
'Υστερα από 4-5 λεπτά άνοιξε η πόρτα. «Γεια σου!», ευχήθηκα στη νεαρή πόρνη απ΄το κρεβάτι όπου καθόμουν με τις κνήμες σταυρωμένες. «Γεια σου, τι κάνεις;», χαμογέλασε πλησιάζοντας. «Εσύ είσαι η Αννούλα, ε;», θέλησα να επιβεβαιώσω. «Ναι», απάντησε μένοντας τσίτσιδη. Στη συνέχεια γονάτισα κι αγκαλιάζοντάς την πήρα να τη φιλάω-γλείφω στο στήθος, στον λαιμό, χουφτώνοντας παράλληλα τα κωλομέρια της. Με ψιλοθώπευσε κι εκείνη στην πλάτη –με το ένα χέρι– και στα γεννητικά μου όργανα –με τ' άλλο. Την ξάπλωσα ανάσκελα συνεχίζοντας τα φιλάκια-γλειψιματάκια μου, χωρίς να παραλείπω να ψαχουλεύω και το λιπασμένο αιδοίο της. «Δούλευες και πουθενά αλλού Αννούλα;», ρώτησα λίγο αργότερα, καθώς εκείνη ξετύλιγε την καπότα κατά μήκος του καυλιού μου. «Από Α, από Β», απάντησε. «'Αλφα, βήτα, πού;». «Από δω, άλλο δρόμο», έδειξε. «Α, στην Κολωνού;». «Ναι». «Πού στην Κολωνού, στο 11, στο 15;». «Δεκαπέντε!». «Α, στο δεκαπέντε... Και στα δύο δούλευες, εκεί;» (θυμήθηκα που την είχα δει στο δεξιό). «Ναι». «Οκέι Αννούλα», είπα και την άφησα να ξεκινήσει τη μέτρια πίπα της. «Σιγά, έπεσες πάνω μου όλη!», διαμαρτυρήθηκα γελώντας καθώς ένιωσα το βάρος της στην κοιλιά μου, διαμέσου του αγκώνα της. Αμέσως τραβήχτηκε αλλάζοντας θέση, ενώ ταυτόχρονα με ρωτούσε: «Εσύ από πού είσαι;». «'Ελληνας, εσύ;». «Εγώ είμαι Ρουμάνα». Σύντομα ήρθε και η ώρα τού φίκι φίκι. «Τι θέλεις;», ρώτησε βλέποντάς με να της κάνω νόημα. «Κάτσε στα τέσσερα». Μπροστά μου άνοιξε ένα σκουρόχρωμο ξυρισμένο αιδοίο, μ' έναν κόλπο υπέρ το δέον λιπασμένο, στον οποίο παλινδρόμησα το λαστιχοντυμένο πέος μου μέχρι που άρχισα να εκσπερματώνω.
«Εσύ απόγευμα δουλεύεις ή πρωί;», ενδιαφέρθηκα να μάθω λίγο πριν φύγει. «Απόγευμα-νύχτα δουλεύω τώρα. Τώρα ήρθα μόλις, πριν μισή ώρα».
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 02, 2015
Όνομα κοπέλας
Άννα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Το μεγάλο σαλόνι του αριστερού μπουρδέλου –όπως μπαίνουμε απ' την αυλόπορτα– ήταν άδειο από κόσμο. «Γεια σας, καθίστε!», άκουσα την υπηρεσία απ' το κουζινάκι. Συμμορφώθηκα με την επιθυμία της. Μετά από λίγο εμφανίστηκε και πλησιάζοντας μ' ενημέρωσε πως: «θα δείτε τη Μαρία μας, ωραίο τσιμπουκάκι, ισπανικό στα βυζάκια, εξήντα εννιά, όλες οι στάσεις, κάτω-πάνω», προσθέτοντας ότι: «είναι πολύ δυνατή στο σεξ η Μαρία!». «Γεια σου». Αυτή που μόλις μου είχε ευχηθεί ήταν η περί ης ο λόγος. Επρόκειτο για μία Mother I'd Like (to) Fuck, με ίσο (έτσι, χωρίς γιώτα...) κατάξανθο μαλλί μέχρι τους ώμους, μέτριο πρόσωπο, μεγάλο στήθος, "δεμένο" κορμί –χωρίς να είναι χοντρή–, με κωλάρα και καλοθρεμμένες μπουτάρες. «Γεια σου Μαρία». «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει και προχώρησε προς τα δωμάτια. «'Ελα να περάσεις, που είναι πολύ καλή!», προσπάθησε να με δελεάσει η τσατσά. «'Ελα, θα σου κάνει ένα πολύ ωραίο τσιμπούκι και θα την πάρεις πισωκολλητά να ευχαριστηθείς!», πρότεινε. «Καλώς, μπορεί λίγο αργότερα, ευχαριστώ πολύ!», είπα και κίνησα να φύγω. «Εντάξει, σκέψου το κι έλα».
Επέστρεψα στο τέλος της τσάρκας. Η υπηρεσία ενημέρωνε συναγωνιστή: «...τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, πιασιματάκια ελεύθερα, ισπανικό–». «Θα περάσετε;», διέκοψε μόλις με πρόσεξε. «Ναι». «Ελάτε!... Ισπανικό στα βυζάκια, πάρα πολύ καλή!», ολοκλήρωσε βιαστικά και με οδήγησε στα ενδότερα. Πήγε να με βάλει στο πρώτο, αλλά... «Α, πάμε στο δίπλα, γιατί δεν το έχω φτιάξει αυτό!... 'Ελα, έφυγε τώρα πελάτης... Πέρασε...», μου έδειξε το μεσαίο. «Θα μπω εκεί, δεν με πειράζει», είπα δείχνοντας το πρώτο. «Α, ναι; Κάτσε να στο φτιάξω», συμφώνησε πρόθυμα. Τότε πρόσεξα το τρίτο. «Να μην μπω εδώ στο αριστερό, που είναι έτοιμο;». «Θες να πας στο τρίτο;... Πήγαινε, δεν έχει πάει κανείς».
Μπαίνοντας ένιωσα το ψύχος (κλιματιστικό σε υπερλειτουργία γαρ).
«Γεια σου Μαρία», της ευχήθηκα ύστερα από 5 λεπτά –για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο πρωινό. «Τι κάνεις αγάπη μου;... Κάνει κρύο, ε;», παρατήρησε. «Ναι, κι εγώ όταν μπήκα το ένιωσα», συμφώνησα. Στη συνέχεια ξάπλωσα κι εκείνη γονατίζοντας πλάι μου άρχισε να με πασπατεύει στο στήθος, στ' αρχίδια στο πουλί. Την πασπάτευα κι εγώ στα βυζιά, στον κώλο, στο μουνί (γέλη), στα μπούτια. «Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ;», ρώτησα έτσι όπως αλληλοπασπατευόμασταν. «Δούλευα, ναι». «Πού;». «Εδώ δούλευα πριν φύγω...». «Ναι...», έκανα παρακινώντας την να συνεχίσει. «Και στο Ιάσονος δούλευα... δεν ήμουνα εδώ, έχω–». «Ιάσονος, πού;», τη διέκοψα. «Στο 30, πάνω». «Α, Ιάσονος στο 30, πάνω...», επανέλαβα, για να συμπληρώσω: «Δεν σε θυμάμαι...» (καλά, αυτό δεν σημαίνει και κάτι... χε χε χε). «Μμμ, ναι, γιατί λείπω συνέχεια δεν είμαι εδώ». «Πού πας;». «'Ημουνα νησί». «Σε ποιο;». «Ε, παντού, εγώ γυρνάω, από δω από 'κει, Χίο, Σαντορίνη... Πιο καλά είναι επαρχία... Τώρα δυο μέρες έχω εδώ». «'Εχει πιο πολύ κόσμο, ε;». «Είναι πιο πολλά λεφτά μωρό μου. 'Αλλο να πας με 30-40 ευρώ, άλλο να πας με δέκα». «Μάλιστα...». «'Εχει διαφορά, μπορεί να κάτσεις και 5 λεπτά παραπάνω... Για λίγο καιρό πηγαίνω, δεν πηγαίνω για πολύ».
Στη συνέχεια –έτσι όπως ήταν πλάι μου– έσκυψε και βάζοντας τον ημικαυλωμένο πούτσο μου ανάμεσα στα μαστάρια της ξεκίνησε μια ισπανική. «'Ετσι, καθόλου φιλάκια στο στήθος δίνεις;», τη ρώτησα ύστερα από κάμποσο τρίψιμο. «Ναι», είπε και μου τα έφερε στη μούρη! Ρούφηξα-δάγκωσα για λίγο τις θηλές τους και στη συνέχεια διευκρίνισα: «Εσύ, δίνεις στο δικό μου στήθος φιλιά ή μόνο εγώ στο δικό σου;». «Ε, τώρα καλοκαιριάτικα, ιδρωμένος, δεν–», ξεκίνησε να λέει. «Πλυμένος όμως!», συμπλήρωσα. «Ε... έχω και κραγιόν τώρα...», επέμεινε. «Εντάξει εντάξει!...», την καθησύχασα. «Χι χι...», γέλασε καταλαβαίνοντας πως δεν είχα ενοχληθεί. «Οκέι...», επανέλαβα χαμογελώντας.
Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε ήταν μέτρια, αλλά όπως καύλωνα γινόταν βαθιά, ακουμπώντας, με κάθε κατέβασμα, τα χείλη στ' αρχίδια. «Πιάσε από κάτω όσο θες, δεν με πειράζει, δεν υπάρχει πρόβλημα!», με προέτρεψε. Της χάιδεψα κι εγώ πιο δυνατά το ψιλοαξύριστο αιδοίο. Τελικά με ψευτοφίλησε στο στήθος και στο σώμα για λίγο. «Για δες πως καυλώνεις!», με θαύμασε έπειτα από ένα ηχηρό «ποπ». Πραγματικά είχα αποκτήσει καλή στύση. «Για να δοκιμάσω στα τέσσερα...», της είπα κι έκανα να σηκωθώ. «Κάτσε λίγο...», μ' εμπόδισε ψηλαφώντας τη γεμάτη αέρα ελαστική θηλή. «Πήρε αέρα». «Ναι...», συμφώνησε προσπαθώντας να τον βγάλει. 'Ημουν έτοιμος να φέρω μια δικιά μου καπότα όταν την άκουσα να με ρωτάει: «Θες ν' αλλάξουμε προφυλακτικό;». «Εάν έχεις...». Με το καινούργιο ελαστικό φορεμένο σωστά στο καυλί μου πήρε θέση, αφήνοντας όμως ενωμένα τα πόδια. «Τα πόδια σου λίγο...», της ζήτησα. Τ' άνοιξε και περνώντας το χέρι ανάμεσά τους προσπάθησε να πιάσει την ψωλή μου για να την οδηγήσει στο μουνί της. Δεν πρόλαβε όμως γιατί το επόμενο δευτερόλεπτο την είχα χώσει στη λιπασμένη μουνοσήραγγά της, αρχίζοντας τα «πλαφ». Ολοκλήρωσα σε 'κείνη τη στάση.
Τελικά η συνεύρεση εξελίχθηκε σχεδόν όπως μου είχε πει η τσατσά...
Επέστρεψα στο τέλος της τσάρκας. Η υπηρεσία ενημέρωνε συναγωνιστή: «...τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, πιασιματάκια ελεύθερα, ισπανικό–». «Θα περάσετε;», διέκοψε μόλις με πρόσεξε. «Ναι». «Ελάτε!... Ισπανικό στα βυζάκια, πάρα πολύ καλή!», ολοκλήρωσε βιαστικά και με οδήγησε στα ενδότερα. Πήγε να με βάλει στο πρώτο, αλλά... «Α, πάμε στο δίπλα, γιατί δεν το έχω φτιάξει αυτό!... 'Ελα, έφυγε τώρα πελάτης... Πέρασε...», μου έδειξε το μεσαίο. «Θα μπω εκεί, δεν με πειράζει», είπα δείχνοντας το πρώτο. «Α, ναι; Κάτσε να στο φτιάξω», συμφώνησε πρόθυμα. Τότε πρόσεξα το τρίτο. «Να μην μπω εδώ στο αριστερό, που είναι έτοιμο;». «Θες να πας στο τρίτο;... Πήγαινε, δεν έχει πάει κανείς».
Μπαίνοντας ένιωσα το ψύχος (κλιματιστικό σε υπερλειτουργία γαρ).
«Γεια σου Μαρία», της ευχήθηκα ύστερα από 5 λεπτά –για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο πρωινό. «Τι κάνεις αγάπη μου;... Κάνει κρύο, ε;», παρατήρησε. «Ναι, κι εγώ όταν μπήκα το ένιωσα», συμφώνησα. Στη συνέχεια ξάπλωσα κι εκείνη γονατίζοντας πλάι μου άρχισε να με πασπατεύει στο στήθος, στ' αρχίδια στο πουλί. Την πασπάτευα κι εγώ στα βυζιά, στον κώλο, στο μουνί (γέλη), στα μπούτια. «Δούλευες και πουθενά αλλού εσύ;», ρώτησα έτσι όπως αλληλοπασπατευόμασταν. «Δούλευα, ναι». «Πού;». «Εδώ δούλευα πριν φύγω...». «Ναι...», έκανα παρακινώντας την να συνεχίσει. «Και στο Ιάσονος δούλευα... δεν ήμουνα εδώ, έχω–». «Ιάσονος, πού;», τη διέκοψα. «Στο 30, πάνω». «Α, Ιάσονος στο 30, πάνω...», επανέλαβα, για να συμπληρώσω: «Δεν σε θυμάμαι...» (καλά, αυτό δεν σημαίνει και κάτι... χε χε χε). «Μμμ, ναι, γιατί λείπω συνέχεια δεν είμαι εδώ». «Πού πας;». «'Ημουνα νησί». «Σε ποιο;». «Ε, παντού, εγώ γυρνάω, από δω από 'κει, Χίο, Σαντορίνη... Πιο καλά είναι επαρχία... Τώρα δυο μέρες έχω εδώ». «'Εχει πιο πολύ κόσμο, ε;». «Είναι πιο πολλά λεφτά μωρό μου. 'Αλλο να πας με 30-40 ευρώ, άλλο να πας με δέκα». «Μάλιστα...». «'Εχει διαφορά, μπορεί να κάτσεις και 5 λεπτά παραπάνω... Για λίγο καιρό πηγαίνω, δεν πηγαίνω για πολύ».
Στη συνέχεια –έτσι όπως ήταν πλάι μου– έσκυψε και βάζοντας τον ημικαυλωμένο πούτσο μου ανάμεσα στα μαστάρια της ξεκίνησε μια ισπανική. «'Ετσι, καθόλου φιλάκια στο στήθος δίνεις;», τη ρώτησα ύστερα από κάμποσο τρίψιμο. «Ναι», είπε και μου τα έφερε στη μούρη! Ρούφηξα-δάγκωσα για λίγο τις θηλές τους και στη συνέχεια διευκρίνισα: «Εσύ, δίνεις στο δικό μου στήθος φιλιά ή μόνο εγώ στο δικό σου;». «Ε, τώρα καλοκαιριάτικα, ιδρωμένος, δεν–», ξεκίνησε να λέει. «Πλυμένος όμως!», συμπλήρωσα. «Ε... έχω και κραγιόν τώρα...», επέμεινε. «Εντάξει εντάξει!...», την καθησύχασα. «Χι χι...», γέλασε καταλαβαίνοντας πως δεν είχα ενοχληθεί. «Οκέι...», επανέλαβα χαμογελώντας.
Η καλυμμένη πίπα που ακολούθησε ήταν μέτρια, αλλά όπως καύλωνα γινόταν βαθιά, ακουμπώντας, με κάθε κατέβασμα, τα χείλη στ' αρχίδια. «Πιάσε από κάτω όσο θες, δεν με πειράζει, δεν υπάρχει πρόβλημα!», με προέτρεψε. Της χάιδεψα κι εγώ πιο δυνατά το ψιλοαξύριστο αιδοίο. Τελικά με ψευτοφίλησε στο στήθος και στο σώμα για λίγο. «Για δες πως καυλώνεις!», με θαύμασε έπειτα από ένα ηχηρό «ποπ». Πραγματικά είχα αποκτήσει καλή στύση. «Για να δοκιμάσω στα τέσσερα...», της είπα κι έκανα να σηκωθώ. «Κάτσε λίγο...», μ' εμπόδισε ψηλαφώντας τη γεμάτη αέρα ελαστική θηλή. «Πήρε αέρα». «Ναι...», συμφώνησε προσπαθώντας να τον βγάλει. 'Ημουν έτοιμος να φέρω μια δικιά μου καπότα όταν την άκουσα να με ρωτάει: «Θες ν' αλλάξουμε προφυλακτικό;». «Εάν έχεις...». Με το καινούργιο ελαστικό φορεμένο σωστά στο καυλί μου πήρε θέση, αφήνοντας όμως ενωμένα τα πόδια. «Τα πόδια σου λίγο...», της ζήτησα. Τ' άνοιξε και περνώντας το χέρι ανάμεσά τους προσπάθησε να πιάσει την ψωλή μου για να την οδηγήσει στο μουνί της. Δεν πρόλαβε όμως γιατί το επόμενο δευτερόλεπτο την είχα χώσει στη λιπασμένη μουνοσήραγγά της, αρχίζοντας τα «πλαφ». Ολοκλήρωσα σε 'κείνη τη στάση.
Τελικά η συνεύρεση εξελίχθηκε σχεδόν όπως μου είχε πει η τσατσά...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 30, 2015
Όνομα κοπέλας
Μαρία
Υπηρεσίες
«Ισπανικό»
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.4
Εμφάνιση κοπέλας
6.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
7.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Τετάρτη, 18:15
Εκείνη την ώρα αρκετός κόσμος ανεβοκατέβαινε την υπαίθρια σκάλα. Στο χολάκι η μεσήλικη υπηρεσία, με την ανδρική φωνή, διαλαλούσε την "πραμάτεια" τής πόρνης της: «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, όλες τις στάσεις, no plastic τσιμπουκάκι, να περάσετε ωραία, ωραίο ισπανικό, εξήντα εννιά!». Πέρασα ανάμεσα απ' τα στριμωγμένα σώματα. Η μπικινοφορούσα ιερόδουλη ήταν μια νέα γυναίκα, χαμηλού αναστήματος και κανονικών κιλών, με κοκκινωπό θυσανωτό μαλλί πιασμένο πίσω, μέτριο πρόσωπο με σχετικά λεπτά χείλη, μικρό στήθος, η οποία φορούσε σαγιονάρες. «'Ελα να περάσεις αγάπη μου! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, όλες– », ξεκίνησε να επαναλαμβάνει η τσατσά βλέποντάς με να πλησιάζω. «Η Νικόλ είσαι;», κοίταξα την καστανοκοκκινομάλλα. «Ναι», απάντησαν κι οι δύο μαζί. «Οκέι, θα περάσω», έβγαλα ένα χαρτονόμισμα των δέκα. «Πέρασε αγόρι μου και 'μεις τώρα ήρθαμε, να ετοιμαστούμε λίγο». Η υπηρεσία μου έδειξε το δωματιάκι απέναντι απ' την εξώπορτα. «Οκέι», συμφώνησα και προχώρησα στο εσωτερικό. «Να σου φέρω χαρτάκι, γιατί δεν έχει βλέπω», είπε και με άφησε μόνο. Επέστεψε μ' ένα ρολό κωλόχαρτο. Την ευχαρίστησα καθώς το απίθωνε στο κομοδίνο. «Τώρα ήρθαμε κι εμείς», επανέλαβε. «Α, τώρα ήρθατε». «Τώρα, μόλις, γι' αυτό σου λέω». «Εντάξει».
Στα οκτώ λεπτά της αναμονής άκουγα τη Νικόλ να πηγαινοέρχεται για σαλόνια. Στο μεταξύ έπρεπε να είχε φορέσει ψηλοτάκουνα. «Γεια σου!», ευχήθηκε μπαίνοντας –όντως φορούσε ψηλοτάκουνα... «Γεια σου!», αντευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει αφήνοντας τα πράγματά της δίπλα μου. «Καλά», απάντησα κάνοντάς της χώρο. «Μπράβο», είπε μένοντας τσίτσιδη. «Από πού είσαι;», θέλησα να μάθω. «Μολδαβία», ικανοποίησε την περιέργειά μου, για να με καπακώσει αμέσως μετά. «Α, ωραία!... Εγώ είμαι 'Ελληνας», την ενημέρωσα με τη σειρά μου, καθώς εκείνη είχε ήδη αρχίσει να με φιλάει-γλείφει, αλλά και απαλοδαγκώνει (και όχι μόνο) στις θηλές, συνεχίζοντας στον λαιμό, στα μάγουλα, στ' αυτιά –χώνοντας την άκρη της γλώσσας της βαθιά στους έξω ακουστικούς μου πόρους. Εγώ εντωμεταξύ, της χάιδευα-ψηλάφιζα το ψιλοαξύριστο αιδοίο και την κωλοχαράδρα.
«Δεν θέλω γυμνό τσιμπούκι!», της έκανα γνωστό, βλέποντάς την να πλησιάζει –γλείφοντας την κοιλιά μου– στην περιοχή. «Εντάξει!», συμφώνησε. «Εκεί (στ' αρχίδια) να γλείψεις, δεν έχω πρόβλημα», πρόσθεσα. «Εντάξει», συμφώνησε ξανά και βγάζοντας ένα υγρό μαντιλάκι πήρε να με σκουπίζει σε μηροβουβωνικές πτυχές και όρχεις. Στη συνέχεια –έχοντας πια μεταφερθεί ανάμεσα στα σκέλια μου– άρχισε το γλείψιμο της αξύριστης περιοχής. Φυσικά η στύση μου ήταν εκεί, οπότε κι η εφαρμογή της καπότας φυσικό επακόλουθο. Η πίπα που ακολούθησε ήταν γρήγορη και μονότονη. Δεν την άφησα να τη συνεχίσει για πολύ. Της ζήτησα να ξαπλώσει ανάσκελα. «Κρικ κρικ κρικ...». Υπάκουσε κι άνοιξε τα σκέλια χωρίς να βάλει κρέμα. «'Ετσι μπράβο!... Ααα, ωραία! Αυτή είσαι!», έκανα. Στο ημίφως δεν μπορούσα να δω καλά. 'Εχω κι αυτή την πρεσβυωπία... Με μεγάλη προσοχή τον έχωσα κρατώντας τη βάση του. 'Αρχισα να μπαινοβγαίνω αργά, χωρίς να έχω ξαπλώσει πάνω της. Είχα καλή αίσθηση αλλά δεν συνέχισα. 'Ετσι όπως προσπαθούσα να τη γαμήσω δεν είχε νόημα. «'Αστο, δεν πειράζει...», της είπα κι έγειρα πίσω, κάνοντάς της χώρο. «Θα κάνω έτσι...», ανεβοκατέβασα τη γροθιά μου. «Λίγο πίπα, όχι;», ρώτησε γονατίζοντας κι εκείνη απέναντί μου. «'Οχι όχι...», της χαμογέλασα και ξάπλωσα ανάσκελα. «Στο στόμα, φιλάς;», ρώτησα. «Λίγο», απάντησε, έχοντας ήδη ξαπλώσει πλάι μου με το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου. Αρχίσαμε με ακρογλωσσόφιλα –που έγιναν γλωσσόφιλα στη συνέχεια–, ενώ εγώ απ' τη μεριά μου ξεκινούσα να την παίζω, με 'κείνη να μου χαϊδεύει τ' αρχίδια. «'Εχυσα!...», βόγγηξα ύστερα από λίγο.
ΥΓ: Στη συγκεκριμένη, πήγα έχοντας προηγουμένως διαβάσει την κριτική του Προφέσσορα: http://www.bourdela.com/sex/discussions/review/id:48763/
Εκείνη την ώρα αρκετός κόσμος ανεβοκατέβαινε την υπαίθρια σκάλα. Στο χολάκι η μεσήλικη υπηρεσία, με την ανδρική φωνή, διαλαλούσε την "πραμάτεια" τής πόρνης της: «Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, όλες τις στάσεις, no plastic τσιμπουκάκι, να περάσετε ωραία, ωραίο ισπανικό, εξήντα εννιά!». Πέρασα ανάμεσα απ' τα στριμωγμένα σώματα. Η μπικινοφορούσα ιερόδουλη ήταν μια νέα γυναίκα, χαμηλού αναστήματος και κανονικών κιλών, με κοκκινωπό θυσανωτό μαλλί πιασμένο πίσω, μέτριο πρόσωπο με σχετικά λεπτά χείλη, μικρό στήθος, η οποία φορούσε σαγιονάρες. «'Ελα να περάσεις αγάπη μου! Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, όλες– », ξεκίνησε να επαναλαμβάνει η τσατσά βλέποντάς με να πλησιάζω. «Η Νικόλ είσαι;», κοίταξα την καστανοκοκκινομάλλα. «Ναι», απάντησαν κι οι δύο μαζί. «Οκέι, θα περάσω», έβγαλα ένα χαρτονόμισμα των δέκα. «Πέρασε αγόρι μου και 'μεις τώρα ήρθαμε, να ετοιμαστούμε λίγο». Η υπηρεσία μου έδειξε το δωματιάκι απέναντι απ' την εξώπορτα. «Οκέι», συμφώνησα και προχώρησα στο εσωτερικό. «Να σου φέρω χαρτάκι, γιατί δεν έχει βλέπω», είπε και με άφησε μόνο. Επέστεψε μ' ένα ρολό κωλόχαρτο. Την ευχαρίστησα καθώς το απίθωνε στο κομοδίνο. «Τώρα ήρθαμε κι εμείς», επανέλαβε. «Α, τώρα ήρθατε». «Τώρα, μόλις, γι' αυτό σου λέω». «Εντάξει».
Στα οκτώ λεπτά της αναμονής άκουγα τη Νικόλ να πηγαινοέρχεται για σαλόνια. Στο μεταξύ έπρεπε να είχε φορέσει ψηλοτάκουνα. «Γεια σου!», ευχήθηκε μπαίνοντας –όντως φορούσε ψηλοτάκουνα... «Γεια σου!», αντευχήθηκα απ' το κρεβάτι όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκε να μάθει αφήνοντας τα πράγματά της δίπλα μου. «Καλά», απάντησα κάνοντάς της χώρο. «Μπράβο», είπε μένοντας τσίτσιδη. «Από πού είσαι;», θέλησα να μάθω. «Μολδαβία», ικανοποίησε την περιέργειά μου, για να με καπακώσει αμέσως μετά. «Α, ωραία!... Εγώ είμαι 'Ελληνας», την ενημέρωσα με τη σειρά μου, καθώς εκείνη είχε ήδη αρχίσει να με φιλάει-γλείφει, αλλά και απαλοδαγκώνει (και όχι μόνο) στις θηλές, συνεχίζοντας στον λαιμό, στα μάγουλα, στ' αυτιά –χώνοντας την άκρη της γλώσσας της βαθιά στους έξω ακουστικούς μου πόρους. Εγώ εντωμεταξύ, της χάιδευα-ψηλάφιζα το ψιλοαξύριστο αιδοίο και την κωλοχαράδρα.
«Δεν θέλω γυμνό τσιμπούκι!», της έκανα γνωστό, βλέποντάς την να πλησιάζει –γλείφοντας την κοιλιά μου– στην περιοχή. «Εντάξει!», συμφώνησε. «Εκεί (στ' αρχίδια) να γλείψεις, δεν έχω πρόβλημα», πρόσθεσα. «Εντάξει», συμφώνησε ξανά και βγάζοντας ένα υγρό μαντιλάκι πήρε να με σκουπίζει σε μηροβουβωνικές πτυχές και όρχεις. Στη συνέχεια –έχοντας πια μεταφερθεί ανάμεσα στα σκέλια μου– άρχισε το γλείψιμο της αξύριστης περιοχής. Φυσικά η στύση μου ήταν εκεί, οπότε κι η εφαρμογή της καπότας φυσικό επακόλουθο. Η πίπα που ακολούθησε ήταν γρήγορη και μονότονη. Δεν την άφησα να τη συνεχίσει για πολύ. Της ζήτησα να ξαπλώσει ανάσκελα. «Κρικ κρικ κρικ...». Υπάκουσε κι άνοιξε τα σκέλια χωρίς να βάλει κρέμα. «'Ετσι μπράβο!... Ααα, ωραία! Αυτή είσαι!», έκανα. Στο ημίφως δεν μπορούσα να δω καλά. 'Εχω κι αυτή την πρεσβυωπία... Με μεγάλη προσοχή τον έχωσα κρατώντας τη βάση του. 'Αρχισα να μπαινοβγαίνω αργά, χωρίς να έχω ξαπλώσει πάνω της. Είχα καλή αίσθηση αλλά δεν συνέχισα. 'Ετσι όπως προσπαθούσα να τη γαμήσω δεν είχε νόημα. «'Αστο, δεν πειράζει...», της είπα κι έγειρα πίσω, κάνοντάς της χώρο. «Θα κάνω έτσι...», ανεβοκατέβασα τη γροθιά μου. «Λίγο πίπα, όχι;», ρώτησε γονατίζοντας κι εκείνη απέναντί μου. «'Οχι όχι...», της χαμογέλασα και ξάπλωσα ανάσκελα. «Στο στόμα, φιλάς;», ρώτησα. «Λίγο», απάντησε, έχοντας ήδη ξαπλώσει πλάι μου με το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου. Αρχίσαμε με ακρογλωσσόφιλα –που έγιναν γλωσσόφιλα στη συνέχεια–, ενώ εγώ απ' τη μεριά μου ξεκινούσα να την παίζω, με 'κείνη να μου χαϊδεύει τ' αρχίδια. «'Εχυσα!...», βόγγηξα ύστερα από λίγο.
ΥΓ: Στη συγκεκριμένη, πήγα έχοντας προηγουμένως διαβάσει την κριτική του Προφέσσορα: http://www.bourdela.com/sex/discussions/review/id:48763/
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 27, 2015
Όνομα κοπέλας
Νικόλ
Υπηρεσίες
Γλωσσόφιλα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.8
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
7.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τρίτη, ώρα 18:40
«Γεια σας! Θα βγει η Ελένη από δωμάτιο να δείτε. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ισπανικό, 10 ευρώ. Καθίστε λιγάκι!», μου είπε η υπηρεσία και χάθηκε πίσω απ' το υφασμάτινο παραβάν. Τ' όνομα Ελένη δεν μου έλεγε κάτι. Την ακολούθησα στα ενδότερα. Είχε μπει σ' ένα μισοφωτισμένο δωματιάκι, ακριβώς από πίσω. «Μ' ακούτε;». «Ναι, σας ακούω», απάντησε από μέσα. «'Ελα!», βγήκε κοιτάζοντάς με. Της έδωσα ένα δεκάρικο. «Είδες κοπέλα;», ρώτησε παίρνοντάς το. «'Οχι, αλλά εντάξει, δεν πειράζει», απάντησα. «Ξέρεις!», προσπάθησε να μαντέψει. «Ούτε την ξέρω, όχι». «Δεν την ξέρεις;...», εξεπλάγη. «'Οχι». «Ουάου!», έκανε σαν τον Βαρουφάκη. «Στο καλύτερο μαγαζί έπεσες πουλάκι μου!», σχολίασε και παραμερίζοντας με άφησε να περάσω. «Να σου βάλω λίγο, θες;», ρώτησε δείχνοντάς μου τον ανεμιστήρα. «'Οχι όχι, θα βάλω εγώ εάν είναι!», αρνήθηκα. 'Ασε με χάμω καημένη, να με πλευριτώσεις θέλεις;... «Ωραία, άμα βάλεις, βάζεις εδώ, έχει χρονοδιακόπτη και κλείνει μόνο του, εντάξει;». «Ξέρω ξέρω, ευχαριστώ». «Να 'σαι καλά», ευχήθηκε κι έκλεισε την πόρτα. Δύο λεπτά αργότερα την άκουγα να κάνει μια τηλεφωνική παραγγελία: «Ιάσονος 27Α... καφέ μέτριο... μία μπουκαλάκια νερό». «Και τσιγάρα!», ακούστηκε μια νεανική γυναικεία φωνή –προφανώς της Ελένης. «Και ένα τσιγάρο... τώρα να σου πω... Assos, κόκκινο!».
Περίμενα άλλα 13 λεπτά –κατά τη διάρκεια των οποίων η υπηρεσία έκανε κάποιες ενημερώσεις–, μέχρι που ύστερα από ένα σαλόνι με αλλοδαπούς, η πόρτα άνοιξε δυνατά. Μία αψηλούτσικη, πάνω στα πορνοτάκουνα, νεαρή, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, φιλήδονο ομορφούτσικο πρόσωπο, μεσαίο πλούσιο στήθος, σώμα μ' ερωτικές καμπύλες, η οποία φορούσε ένα κορμάκι και από κάτω τίποτα, εισήλθε. Αμέσως την αναγνώρισα. 'Ηταν η Ελένη, που είχα πάρει πριν δυόμισι περίπου μήνες σ' εκείνον τον οίκο. Κατάλαβα πως με αναγνώρισε κι εκείνη. «Γεια σου», της ευχήθηκα. «Με τρελάνανε!», παραπονέθηκε. «Σε τρελάνανε, ε;». «Ναι», παραδέχτηκε σκίζοντας τη συσκευασία της καπότας. «Από τι ώρα δουλεύεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Τώρα ξεκίνησα και δεν έχω κάτσει!», μου έκανε γνωστό ξετυλίγοντας το ελαστικό κατά μήκος του σε ηρεμία πουλιού μου. Αφού έβγαλε το στήθος της απ' τον ενσωματωμένο στηθόδεσμο του μεσοφοριού, άρχισε μια μέτρια καλυμμένη πίπα, μ' εμένα να της θωπεύω τον κώλο. Μετά από λίγο, χωρίς να σταματήσει την πεολειχία, έπιασε το χέρι μου και το έφερε στον μαστό της. «Στο βυζί θέλεις να σε πιάνω;», της χαμογέλασα. «'Οπου θες, εσύ», μου απάντησε. «Οκέι», είπα και το επανέφερα στην πρoτέρα θέση. Τα επόμενα λεπτά την είχα τουμπάρει ανάσκελα και της πιπίλαγα τις ρώγες, χαϊδεύοντάς την ανάμεσα στους μηρούς –ψηλά. Ακολούθησε εκ νέου πίπα, μιας και δεν κατάφερνα να καυλώσω επαρκώς. «Ποπ!... Αχ, τι θα κάνουμε;», με κοίταξε θλιμμένα. «Συνέχισε», της ζήτησα. Υπάκουσε, αλλά έπειτα από κάμποσα «σλουρπ»... «Ποπ! Ποπ!... Ποπ!... Πιάστηκα!», παραπονέθηκε χαμογελώντας. «Αν ανέβεις από πάνω λες να γίνει τίποτα; Γιατί σαν να σκλήρυνε λίγο περισσότερο...», παρατήρησα. Με καβάλησε και πιάνοντας τη μελάτη πούτσα μου προσπάθησε να τη χώσει στο λιπασμένο της μουνί. «Εντάξει, μπήκε...», μ' ενημέρωσε, αλλά δεν χρειαζόταν γιατί το είχα νιώσει κι εγώ. 'Αρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω, κοιτάζοντάς με προκλητικά, να στριφογυρίζει, ενώ καθώς κέρδιζα σε στύση προχώρησε και σ' ανεβοκατεβάσματα. Ακολούθησαν αρκετές δικές μου ψωλιές, ξεκινώντας να εκσπερματώνω στην τελευταία απ' αυτές...
«Γεια σας! Θα βγει η Ελένη από δωμάτιο να δείτε. Τσιμπουκάκι, μουνάκι, ισπανικό, 10 ευρώ. Καθίστε λιγάκι!», μου είπε η υπηρεσία και χάθηκε πίσω απ' το υφασμάτινο παραβάν. Τ' όνομα Ελένη δεν μου έλεγε κάτι. Την ακολούθησα στα ενδότερα. Είχε μπει σ' ένα μισοφωτισμένο δωματιάκι, ακριβώς από πίσω. «Μ' ακούτε;». «Ναι, σας ακούω», απάντησε από μέσα. «'Ελα!», βγήκε κοιτάζοντάς με. Της έδωσα ένα δεκάρικο. «Είδες κοπέλα;», ρώτησε παίρνοντάς το. «'Οχι, αλλά εντάξει, δεν πειράζει», απάντησα. «Ξέρεις!», προσπάθησε να μαντέψει. «Ούτε την ξέρω, όχι». «Δεν την ξέρεις;...», εξεπλάγη. «'Οχι». «Ουάου!», έκανε σαν τον Βαρουφάκη. «Στο καλύτερο μαγαζί έπεσες πουλάκι μου!», σχολίασε και παραμερίζοντας με άφησε να περάσω. «Να σου βάλω λίγο, θες;», ρώτησε δείχνοντάς μου τον ανεμιστήρα. «'Οχι όχι, θα βάλω εγώ εάν είναι!», αρνήθηκα. 'Ασε με χάμω καημένη, να με πλευριτώσεις θέλεις;... «Ωραία, άμα βάλεις, βάζεις εδώ, έχει χρονοδιακόπτη και κλείνει μόνο του, εντάξει;». «Ξέρω ξέρω, ευχαριστώ». «Να 'σαι καλά», ευχήθηκε κι έκλεισε την πόρτα. Δύο λεπτά αργότερα την άκουγα να κάνει μια τηλεφωνική παραγγελία: «Ιάσονος 27Α... καφέ μέτριο... μία μπουκαλάκια νερό». «Και τσιγάρα!», ακούστηκε μια νεανική γυναικεία φωνή –προφανώς της Ελένης. «Και ένα τσιγάρο... τώρα να σου πω... Assos, κόκκινο!».
Περίμενα άλλα 13 λεπτά –κατά τη διάρκεια των οποίων η υπηρεσία έκανε κάποιες ενημερώσεις–, μέχρι που ύστερα από ένα σαλόνι με αλλοδαπούς, η πόρτα άνοιξε δυνατά. Μία αψηλούτσικη, πάνω στα πορνοτάκουνα, νεαρή, με ίσιο ξανθό μαλλί μέχρι την πλάτη ψηλά, φιλήδονο ομορφούτσικο πρόσωπο, μεσαίο πλούσιο στήθος, σώμα μ' ερωτικές καμπύλες, η οποία φορούσε ένα κορμάκι και από κάτω τίποτα, εισήλθε. Αμέσως την αναγνώρισα. 'Ηταν η Ελένη, που είχα πάρει πριν δυόμισι περίπου μήνες σ' εκείνον τον οίκο. Κατάλαβα πως με αναγνώρισε κι εκείνη. «Γεια σου», της ευχήθηκα. «Με τρελάνανε!», παραπονέθηκε. «Σε τρελάνανε, ε;». «Ναι», παραδέχτηκε σκίζοντας τη συσκευασία της καπότας. «Από τι ώρα δουλεύεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Τώρα ξεκίνησα και δεν έχω κάτσει!», μου έκανε γνωστό ξετυλίγοντας το ελαστικό κατά μήκος του σε ηρεμία πουλιού μου. Αφού έβγαλε το στήθος της απ' τον ενσωματωμένο στηθόδεσμο του μεσοφοριού, άρχισε μια μέτρια καλυμμένη πίπα, μ' εμένα να της θωπεύω τον κώλο. Μετά από λίγο, χωρίς να σταματήσει την πεολειχία, έπιασε το χέρι μου και το έφερε στον μαστό της. «Στο βυζί θέλεις να σε πιάνω;», της χαμογέλασα. «'Οπου θες, εσύ», μου απάντησε. «Οκέι», είπα και το επανέφερα στην πρoτέρα θέση. Τα επόμενα λεπτά την είχα τουμπάρει ανάσκελα και της πιπίλαγα τις ρώγες, χαϊδεύοντάς την ανάμεσα στους μηρούς –ψηλά. Ακολούθησε εκ νέου πίπα, μιας και δεν κατάφερνα να καυλώσω επαρκώς. «Ποπ!... Αχ, τι θα κάνουμε;», με κοίταξε θλιμμένα. «Συνέχισε», της ζήτησα. Υπάκουσε, αλλά έπειτα από κάμποσα «σλουρπ»... «Ποπ! Ποπ!... Ποπ!... Πιάστηκα!», παραπονέθηκε χαμογελώντας. «Αν ανέβεις από πάνω λες να γίνει τίποτα; Γιατί σαν να σκλήρυνε λίγο περισσότερο...», παρατήρησα. Με καβάλησε και πιάνοντας τη μελάτη πούτσα μου προσπάθησε να τη χώσει στο λιπασμένο της μουνί. «Εντάξει, μπήκε...», μ' ενημέρωσε, αλλά δεν χρειαζόταν γιατί το είχα νιώσει κι εγώ. 'Αρχισε να τρίβεται μπρος-πίσω, κοιτάζοντάς με προκλητικά, να στριφογυρίζει, ενώ καθώς κέρδιζα σε στύση προχώρησε και σ' ανεβοκατεβάσματα. Ακολούθησαν αρκετές δικές μου ψωλιές, ξεκινώντας να εκσπερματώνω στην τελευταία απ' αυτές...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 26, 2015
Όνομα κοπέλας
Ελένη
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
5.2
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
5.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
4.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
6.0
Σχέση αξίας/κόστους
4.0
'Ενας αθίγγανος μ' ένα κλαρίνο στα χέρια, έβγαινε απ' την αυλόπορτα τραγουδώντας: «Χαμίι, χαμπίιι χαμπίιι...». Είχε βγει κι από άλλα μπουρδέλα με τον ίδιο τρόπο. Προχώρησα προς το ισόγειο. Στο σαλόνι η υπηρεσία είχε ξεκινήσει να λέει το πρόγραμμα με την μπικινοφορούσα πόρνη να στέκεται πλάι της: «...τσιμπουκάκι, μουνάκι, ανεβαίνει κι από πάνω, από κάτω, πισωκολλητό, φιλάκια στα βυζάκια κι ελεύθερα πιασίματα κι εξήντα εννιά κάνει η κοπελίτσα. Δεν βιάζεται στο δωμάτιο, δέκα ευρώ! Καλή, καθαρή, καλό σεξ, καλό τσιμπουκάκι, σούπερ σούπερ κοπελίτσα εδώ, ελάτε!». Επρόκειτο για την Ντιάνα, μια νεαρή Ρουμάνα με ίσιο σκουροκάστανο μαλλί μέχρι την πλάτη, γλυκό πρόσωπο, μικρομεσαίο φυσικό στήθος, μετριοχαμηλό ανάστημα, καλοσχηματισμένο κορμάκι. «Ευχαριστώ πολύ!», είπα κι ακολούθησα τους συναγωνιστές που αποχωρούσαν. «Ελάτε, θα περάστε πάρα πολύ καλά!», προσπάθησε μάταια να μας πείσει η τσατσά.
Επέστρεψα μετά το τέλος της τσάρκας. Στο σαλόνι περίμεναν, συζητώντας μεγαλόφωνα, αλλοδαποί, οι φωνές των οποίων συμφύρονταν με τη δυνατή μουσική. Πήγα κατευθείαν στο κουζινάκι. «Ποια κοπελίτσα είναι;». «Ντιάνα. Εσύ έχεις δει, ήρθες πρωί», είπε η διοπτροφόρος υπέρβαρη υπηρεσία. Της έδωσα το δεκάρικο που κρατούσα. «Πέρασε...», χαμογέλασε, δείχνοντάς μου μία ανοιχτή πόρτα. «Θα περάσω εδώ, ναι!», συμφώνησα και μπήκα σ' ένα ψιλοάθλιο δωμάτιο με λερωμένο κατωσέντονο (αργότερα το διαπίστωσα, όταν είδα τη φωτογραφία...).
Η κοπέλα ήρθε ύστερα από 4-5 λεπτά. «Γεια σου!», ευχήθηκε. «Γεια», αντευχήθηκα ενώ την ίδια στιγμή τακτοποιούσα τα ρούχα μου στην κρεμάστρα. «Τι κάνεις;», ρώτησε καθώς καθόταν στο κρεβάτι. «Καλά», απάντησα και πήρα να πλύνω στα χέρια μου. Εκείνη έφτιαχνε τα μαλλιά της κοιτάζοντας το είδωλό της στον επίτοιχο καθρέφτη. «Μέχρι τι ώρα δουλεύεις εσύ εδώ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Πέντε» (απόγευμα). «'Εχει δουλειά;». «'Ετσι κι έτσι», μου χαμογέλασε μέσα απ' τον καθρέφτη. «'Ετσι κι έτσι...μάλιστα. Είναι και στο δεκάρικο. Φαντάσου δηλαδή να ήταν στο εικοσάρικο τι θα γινόταν!», σχολίασα. «Μμμ», έκανε αφηρημένα. Ξάπλωσα κι εκείνη γονατίζοντας πήρε το προφυλακτικό. «Πώς σε...ε», την άκουσα να λέει. «Τι είπες;». «Πώς σε λένε;». «Τάδε». Επανέλαβε τ' όνομά μου. «Εσύ από πού είσαι;», θέλησα να μάθω με τη σειρά μου. «Από Ρουμανία». «Α, ωραία...». Εντωμεταξύ είχε ξετυλίξει το προφυλακτικό κατά μήκος του flaccid πουλιού μου και προσπαθούσε να το εφαρμόσει κάπως καλύτερα προξενώντας μου όμως ενόχληση. «'Ασε να το φτιάξω εγώ», της είπα. 'Αρχισε να πιπώνει. Έπειτα από προτροπή μου με φίλησε-έγλειψε για λίγο στις θηλές πριν ξαναγυρίσει στην πίπα, χαϊδεύοντάς μου ταυτόχρονα (άγαρμπα) τ' αρχίδια και τσιμπώντας μου (επώδυνα) τις θηλές. Τη χάιδευα παράλληλα κι εγώ, όταν θωπεύοντας το κωλομέρι της ένιωσα κάτι πλατύ κι ανάγλυφο. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, όμως το χέρι μου παρέμενε εκεί.
«Μήπως μπορείτε μία βοήθεια;», ακούστηκε κάποιος απ' έξω. «Δεν έχουμε ψιλά...», του απάντησε η τσατσά με συμπάθεια. «Τι να κάνω κυρία;...», ρώτησε με απόγνωση. «Δεν έχουμε ψιλά...», επανέλαβε εκείνη. «Η κοπέλα;», επέμεινε εκείνος. «Ουόχι...», ξεκαθάρισε η υπηρεσία.
Εντωμεταξύ είχα ψιλοκαυλώσει. «Πισωκολλητό θέλεις;», την άκουσα να με ρωτάει. «Για να δούμε...», είπα και γονάτισα. Πήρε θέση, λυγίζοντας ωραία τη μέση και τρουρλώνοντας το κωλαράκι, κοιτάζοντάς με απ΄ τον πλαϊνό καθρέφτη. Μπροστά μου απλωνόταν ένα ωραίο θέαμα, όταν... «Τι έχεις εδώ;». Στις κορυφές των κωλομερίων της διαγράφονταν δύο επηρμένες πλατιές βλάβες (από μία σε κάθε κωλομέρι). «Α, αλλεργία!», ήταν η απάντησή της. «Αλλεργία ή κάτι άλλο;», προσπάθησα να διακρίνω καλύτερα. «'Οχι αλλεργία, από κρέμα!», επέμεινε. «Από κρέμα;». «Ναι, από άλλο (απ΄ αυτήν που έχω τώρα) κρέμα». Είχα πια χάσει την όρεξή μου –και μέρος της στύσης μου. «Α, καλά καλά, άστο, δεν θέλω!», είπα και πήρα να ντύνομαι. «Αυτό να το κοιτάξεις, μπορεί να είναι κάτι άλλο», τη συμβούλεψα. «'Οχι δεν είναι. Πάω ντοκτόρ και ντοκτόρ είπε είναι από κρέμα». «Πήγες σε γιατρό σίγουρα;». «Ναι! Μου έδωσε και αλοιφή και μου είπε σε πέντε μέρες να ξαναπάω». Τότε (στα 8 λεπτά) η τσατσά χτύπησε την πόρτα. «Τώρα!», απάντησε η Ντιάνα. «Περνάς από γιατρούς;». «Κάθε μήνα».
Λάθος μου που δεν ρώτησα εάν είχε βιβλιάριο υγείας...
Επέστρεψα μετά το τέλος της τσάρκας. Στο σαλόνι περίμεναν, συζητώντας μεγαλόφωνα, αλλοδαποί, οι φωνές των οποίων συμφύρονταν με τη δυνατή μουσική. Πήγα κατευθείαν στο κουζινάκι. «Ποια κοπελίτσα είναι;». «Ντιάνα. Εσύ έχεις δει, ήρθες πρωί», είπε η διοπτροφόρος υπέρβαρη υπηρεσία. Της έδωσα το δεκάρικο που κρατούσα. «Πέρασε...», χαμογέλασε, δείχνοντάς μου μία ανοιχτή πόρτα. «Θα περάσω εδώ, ναι!», συμφώνησα και μπήκα σ' ένα ψιλοάθλιο δωμάτιο με λερωμένο κατωσέντονο (αργότερα το διαπίστωσα, όταν είδα τη φωτογραφία...).
Η κοπέλα ήρθε ύστερα από 4-5 λεπτά. «Γεια σου!», ευχήθηκε. «Γεια», αντευχήθηκα ενώ την ίδια στιγμή τακτοποιούσα τα ρούχα μου στην κρεμάστρα. «Τι κάνεις;», ρώτησε καθώς καθόταν στο κρεβάτι. «Καλά», απάντησα και πήρα να πλύνω στα χέρια μου. Εκείνη έφτιαχνε τα μαλλιά της κοιτάζοντας το είδωλό της στον επίτοιχο καθρέφτη. «Μέχρι τι ώρα δουλεύεις εσύ εδώ;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Πέντε» (απόγευμα). «'Εχει δουλειά;». «'Ετσι κι έτσι», μου χαμογέλασε μέσα απ' τον καθρέφτη. «'Ετσι κι έτσι...μάλιστα. Είναι και στο δεκάρικο. Φαντάσου δηλαδή να ήταν στο εικοσάρικο τι θα γινόταν!», σχολίασα. «Μμμ», έκανε αφηρημένα. Ξάπλωσα κι εκείνη γονατίζοντας πήρε το προφυλακτικό. «Πώς σε...ε», την άκουσα να λέει. «Τι είπες;». «Πώς σε λένε;». «Τάδε». Επανέλαβε τ' όνομά μου. «Εσύ από πού είσαι;», θέλησα να μάθω με τη σειρά μου. «Από Ρουμανία». «Α, ωραία...». Εντωμεταξύ είχε ξετυλίξει το προφυλακτικό κατά μήκος του flaccid πουλιού μου και προσπαθούσε να το εφαρμόσει κάπως καλύτερα προξενώντας μου όμως ενόχληση. «'Ασε να το φτιάξω εγώ», της είπα. 'Αρχισε να πιπώνει. Έπειτα από προτροπή μου με φίλησε-έγλειψε για λίγο στις θηλές πριν ξαναγυρίσει στην πίπα, χαϊδεύοντάς μου ταυτόχρονα (άγαρμπα) τ' αρχίδια και τσιμπώντας μου (επώδυνα) τις θηλές. Τη χάιδευα παράλληλα κι εγώ, όταν θωπεύοντας το κωλομέρι της ένιωσα κάτι πλατύ κι ανάγλυφο. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, όμως το χέρι μου παρέμενε εκεί.
«Μήπως μπορείτε μία βοήθεια;», ακούστηκε κάποιος απ' έξω. «Δεν έχουμε ψιλά...», του απάντησε η τσατσά με συμπάθεια. «Τι να κάνω κυρία;...», ρώτησε με απόγνωση. «Δεν έχουμε ψιλά...», επανέλαβε εκείνη. «Η κοπέλα;», επέμεινε εκείνος. «Ουόχι...», ξεκαθάρισε η υπηρεσία.
Εντωμεταξύ είχα ψιλοκαυλώσει. «Πισωκολλητό θέλεις;», την άκουσα να με ρωτάει. «Για να δούμε...», είπα και γονάτισα. Πήρε θέση, λυγίζοντας ωραία τη μέση και τρουρλώνοντας το κωλαράκι, κοιτάζοντάς με απ΄ τον πλαϊνό καθρέφτη. Μπροστά μου απλωνόταν ένα ωραίο θέαμα, όταν... «Τι έχεις εδώ;». Στις κορυφές των κωλομερίων της διαγράφονταν δύο επηρμένες πλατιές βλάβες (από μία σε κάθε κωλομέρι). «Α, αλλεργία!», ήταν η απάντησή της. «Αλλεργία ή κάτι άλλο;», προσπάθησα να διακρίνω καλύτερα. «'Οχι αλλεργία, από κρέμα!», επέμεινε. «Από κρέμα;». «Ναι, από άλλο (απ΄ αυτήν που έχω τώρα) κρέμα». Είχα πια χάσει την όρεξή μου –και μέρος της στύσης μου. «Α, καλά καλά, άστο, δεν θέλω!», είπα και πήρα να ντύνομαι. «Αυτό να το κοιτάξεις, μπορεί να είναι κάτι άλλο», τη συμβούλεψα. «'Οχι δεν είναι. Πάω ντοκτόρ και ντοκτόρ είπε είναι από κρέμα». «Πήγες σε γιατρό σίγουρα;». «Ναι! Μου έδωσε και αλοιφή και μου είπε σε πέντε μέρες να ξαναπάω». Τότε (στα 8 λεπτά) η τσατσά χτύπησε την πόρτα. «Τώρα!», απάντησε η Ντιάνα. «Περνάς από γιατρούς;». «Κάθε μήνα».
Λάθος μου που δεν ρώτησα εάν είχε βιβλιάριο υγείας...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 23, 2015
Όνομα κοπέλας
Ντιάνα
Μπουρδέλα
Γενική βαθμολογία
6.2
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
5.0
Σχέση αξίας/κόστους
6.0
Πέμπτη, ώρα 18:35
Περπατούσα στο ύψος του καφενείου όταν είδα έναν νέο ημεδαπό συναγωνιστή με αλογοουρά να εισέρχεται στο μπουρδέλο. Μπαίνοντας τον βρήκα καθισμένο κοντά στην είσοδο. Στάθηκα όρθιος δίπλα του. Εμφανίστηκε η γνωστή διοπτροφόρος ξανθιά υπηρεσία (η αλήθεια ήταν πως περίμενα να εργαζόταν λίγο παραπέρα, στο ημιυπόγειο 23), η οποία απαξιώνοντάς με γι' άλλη μια φορά, χα χα χα... και στρέφοντας την προσοχή της στον συναγωνιστή, ξεκίνησε με στριγκιά φωνή: «Γεια σου! ("Γεια σου", όχι "γεια σας", χα χα χα...) Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, κάτω-πάνω, ντέκα, με κάλη περιποίηση, σούπερ κοριτσάκι, ντέκα, όμορφη κούκλα! Να σε περιποιηθεί με ντέκα! Ντεν βιάζεται, σούπερ κοριτσάκι, σέξι, όμορφη, γλυκιά κουκλίτσα, ντέκα!».
«Γεια σας, τι κάνετε, πώς είστε;». Προς το μέρος μας περπάτησε μια αψηλή –πάνω στα πορνοπάπουτσα–, γυμνόστηθη νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, καλογραμμένο πρόσωπο, μεσαίο προς μεγάλο ομορφοσχηματισμένο στήθος, μεστωμένο κορμί με μία διάστιξη στον δεξιό ώμο που επεκτεινόταν στ' ομόπλευρο μπράτσο και μία στην αριστερή ωμοπλάτη, ωραίο κώλο, χυτά ποδάρια τυλιγμένα με κάτι "καλώδια". «Γεια σου...», της ευχήθηκα. «Ελάτε να περνάτε καλά και ωραία!», μας προέτρεψε. Την ίδια στιγμή που ο συναγωνιστής την "έκανε"... 'Εβγαλα το δεκάρικο κι η τσατσά γούρλωσε τα μάτια. «Παρακαλώ...», μου έδειξε προς το ψιλοϊκανοποιητικό δωμάτιο. Της ζήτησα μια πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ. «Εντάξει, έχει δωμάτιο να πάει, δωμάτιο και μετά εσάς. Για να προλάβετε», μου έκανε γνωστό.
Η κοπέλα άνοιξε την πόρτα έπειτα από 7-8 λεπτά. «Γεια σου!», ξαναευχήθηκε. «Καλησπέρα, τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω απ' το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. «Καλά, εσύ;». «Πώς σε λένε;», τη ρώτησα αντί για την προφανή απάντηση. «Βανέσσα... και πέρασες μαζί μου», μ' "έστειλε"... «Δεν έχω περάσει ποτέ μαζί σου!», άρχισα να λέω τα δικά μου. «Τι λες;», αντέδρασε. «Ποτέ!», επέμεινα. «Εγώ σε ξέρω», επέμεινε κι εκείνη. «Δεν σε θυμάμαι...». «Εγώ σε θυμάμαι». «Αλήθεια, από πού;». «Πιο κάτω, στο 30». «Στο κάτω ή στο πάνω;». «Στο κάτω». «Μπορεί... Αν κι εγώ δεν σε θυμάμαι καθόλου», επανέλαβα.
Ξεκίνησε με ενθουσιώδη καλυμμένη πίπα σε πεσμένο πούτσο, «μμμ... μμμ... μμμ...», ενώ με άφηνε να χουφτώνω κανονικά όπου ήθελα. Τη γύρισα ανάσκελα για να φιλήσω-γλείψω-ρουφήξω τα μαστάρια της και με την ευκαιρία τής "κάρφωσα" το λαστιχοντυμένο ημισηκωμένο μου καυλί στο λιπασμένο μουνί της ξεκινώντας το φίκι φίκι. «Κρικ κρικ κρικ» και ξανά «κρικ κρικ κρικ» και ξανά μανά «κρικ κρικ κρικ»... Μέχρι που την άκουσα να με ρωτάει: «Να σου κάτσω στα τέσσερα;». «Ναι, για κάτσε λίγο στα τέσσερα...». Ωραία θέα!... 'Επειτα από αρκετά «πλαφ» –έχοντας πια καυλώσει κανονικά– κατάφερα να ολοκληρώσω.
Τελικά πες πες, την έκανα ν' αμφιβάλλει: «Δεν ξέρω, μήπως κάνω λάθος...».
'Ομως λίγο πιο ύστερα, καθώς οδηγούσα, είχα ένα flashback: «Ναι ρε συ η Βανέσσα ήταν, απόγευμα έπρεπε να την είχα πάρει και σχετικά πρόσφατα!». Αργότερα, στο σπίτι, βρήκα και την κριτική (Ημερομηνία επίσκεψης 1-4-15)...
Περπατούσα στο ύψος του καφενείου όταν είδα έναν νέο ημεδαπό συναγωνιστή με αλογοουρά να εισέρχεται στο μπουρδέλο. Μπαίνοντας τον βρήκα καθισμένο κοντά στην είσοδο. Στάθηκα όρθιος δίπλα του. Εμφανίστηκε η γνωστή διοπτροφόρος ξανθιά υπηρεσία (η αλήθεια ήταν πως περίμενα να εργαζόταν λίγο παραπέρα, στο ημιυπόγειο 23), η οποία απαξιώνοντάς με γι' άλλη μια φορά, χα χα χα... και στρέφοντας την προσοχή της στον συναγωνιστή, ξεκίνησε με στριγκιά φωνή: «Γεια σου! ("Γεια σου", όχι "γεια σας", χα χα χα...) Τσιμπουκάκι, μουνάκι, πισωκολλητό, εξήντα εννιά, κάτω-πάνω, ντέκα, με κάλη περιποίηση, σούπερ κοριτσάκι, ντέκα, όμορφη κούκλα! Να σε περιποιηθεί με ντέκα! Ντεν βιάζεται, σούπερ κοριτσάκι, σέξι, όμορφη, γλυκιά κουκλίτσα, ντέκα!».
«Γεια σας, τι κάνετε, πώς είστε;». Προς το μέρος μας περπάτησε μια αψηλή –πάνω στα πορνοπάπουτσα–, γυμνόστηθη νεαρή, με ίσιο κοκκινωπό μαλλί μέχρι τους ώμους, καλογραμμένο πρόσωπο, μεσαίο προς μεγάλο ομορφοσχηματισμένο στήθος, μεστωμένο κορμί με μία διάστιξη στον δεξιό ώμο που επεκτεινόταν στ' ομόπλευρο μπράτσο και μία στην αριστερή ωμοπλάτη, ωραίο κώλο, χυτά ποδάρια τυλιγμένα με κάτι "καλώδια". «Γεια σου...», της ευχήθηκα. «Ελάτε να περνάτε καλά και ωραία!», μας προέτρεψε. Την ίδια στιγμή που ο συναγωνιστής την "έκανε"... 'Εβγαλα το δεκάρικο κι η τσατσά γούρλωσε τα μάτια. «Παρακαλώ...», μου έδειξε προς το ψιλοϊκανοποιητικό δωμάτιο. Της ζήτησα μια πίστωση χρόνου για να ετοιμαστώ. «Εντάξει, έχει δωμάτιο να πάει, δωμάτιο και μετά εσάς. Για να προλάβετε», μου έκανε γνωστό.
Η κοπέλα άνοιξε την πόρτα έπειτα από 7-8 λεπτά. «Γεια σου!», ξαναευχήθηκε. «Καλησπέρα, τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω απ' το κρεβάτι όπου ήμουν ξαπλωμένος. «Καλά, εσύ;». «Πώς σε λένε;», τη ρώτησα αντί για την προφανή απάντηση. «Βανέσσα... και πέρασες μαζί μου», μ' "έστειλε"... «Δεν έχω περάσει ποτέ μαζί σου!», άρχισα να λέω τα δικά μου. «Τι λες;», αντέδρασε. «Ποτέ!», επέμεινα. «Εγώ σε ξέρω», επέμεινε κι εκείνη. «Δεν σε θυμάμαι...». «Εγώ σε θυμάμαι». «Αλήθεια, από πού;». «Πιο κάτω, στο 30». «Στο κάτω ή στο πάνω;». «Στο κάτω». «Μπορεί... Αν κι εγώ δεν σε θυμάμαι καθόλου», επανέλαβα.
Ξεκίνησε με ενθουσιώδη καλυμμένη πίπα σε πεσμένο πούτσο, «μμμ... μμμ... μμμ...», ενώ με άφηνε να χουφτώνω κανονικά όπου ήθελα. Τη γύρισα ανάσκελα για να φιλήσω-γλείψω-ρουφήξω τα μαστάρια της και με την ευκαιρία τής "κάρφωσα" το λαστιχοντυμένο ημισηκωμένο μου καυλί στο λιπασμένο μουνί της ξεκινώντας το φίκι φίκι. «Κρικ κρικ κρικ» και ξανά «κρικ κρικ κρικ» και ξανά μανά «κρικ κρικ κρικ»... Μέχρι που την άκουσα να με ρωτάει: «Να σου κάτσω στα τέσσερα;». «Ναι, για κάτσε λίγο στα τέσσερα...». Ωραία θέα!... 'Επειτα από αρκετά «πλαφ» –έχοντας πια καυλώσει κανονικά– κατάφερα να ολοκληρώσω.
Τελικά πες πες, την έκανα ν' αμφιβάλλει: «Δεν ξέρω, μήπως κάνω λάθος...».
'Ομως λίγο πιο ύστερα, καθώς οδηγούσα, είχα ένα flashback: «Ναι ρε συ η Βανέσσα ήταν, απόγευμα έπρεπε να την είχα πάρει και σχετικά πρόσφατα!». Αργότερα, στο σπίτι, βρήκα και την κριτική (Ημερομηνία επίσκεψης 1-4-15)...
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Μαΐου 21, 2015
Όνομα κοπέλας
Βανέσσα