Λεπτομέρειες αξιολόγησης
6.1 69 10
Μπουρδέλα
74183
Γενική βαθμολογία
6.6
Εμφάνιση κοπέλας
7.0
Συμμετοχή/διάθεση/υπηρεσίες κοπέλας
6.0
Χώρος/καθαριότητα χώρου
6.0
Συμπεριφορά τσατσάς/τσάτσου
7.0
Σχέση αξίας/κόστους
7.0
Τετάρτη, ώρα 18:17
«'Εχει τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, από πάνω, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια. Δέκα ευρώ». Εκείνη η οποία τα «είχε» όλα αυτά και τα έδινε για δέκα ευρώ, ήταν μια εικοσιτετράχρονη τσιγγάνα απ' την Ρουμανία, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, ενδιαφέρον πρόσωπο, μεσαίο κρεμασμένο στήθος, μέτριο ανάστημα, καλοσχηματισμένο κορμί, φαρδουλή λεκάνη.
«Πώς τη λένε;». «Μανταλένα». Πλήρωσα κι η υπηρεσία μ' έστειλε στο 1 —ένα νορμάλ δωμάτιο.
'Επειτα από κάνα τρίλεπτο άκουσα το ασανσέρ ν' ανεβαίνει. Η Μανταλένα εισήλθε μ' ένα αχνό χαμόγελο. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Καλά. Χικ!». «Λόξιγκα έχεις;», ρώτησα ύστερα από μερικά ηχηρά «χικ». «Α;». «Λόξιγκα;», επανέλαβα. «Κρύο!», απάντησε. «'Οχι, αυτό το "χικ", "χικ", που κάνεις, είναι ο λόξιγκας», εξήγησα τι εννοούσα. Δεν είπε κάτι. «'Οντως, κρύο έχει εδώ μέσα», συμφώνησα. Τα «χικ» συνεχίζονταν, ενώ είχε μείνει τσίτσιδη έχοντας γονατίσει πλάι μου. Αστειεύτηκα κάνοντας κι εγώ «χικ» έπειτα από 'κείνη —για δυο-τρεις φορές. Το πλατύστομο γέλιο της δόνησε την ατμόσφαιρα. «Από πού είσαι;». «Ρουμανία». 'Αρχισε να μου πασπατεύει το πουλί, μ' εμένα να της χαϊδεύω τον μηρό. «Πώς λέτε τον λόξιγκα στη Ρουμανία;». «Ε;». «Το χικ χικ, πώς το λέτε;». Δεν θυμόμουν κι εγώ... «Sughiț» (σουγκίτς). «Μπράβο, αυτό έχεις!». «Χα χα χα», ξαναγέλασε. Αλλά ο λόξιγκας, λόξιγκας! «Κράτα την αναπνοή σου!», τη συμβούλεψα. «Ναι!... χα χα». «Ναι, άμα την κρατήσεις, θα περάσει!», επέμεινα.
Στη συνέχεια ανασηκώθηκα για να της γλείψω-ρουφήξω τους μαστούς και να της δώσω κάποια φιλάκια-γλειψιματάκια στους ώμους, στον λαιμό, λίγο στα μάγουλα —δεν μύριζε αλκοόλ, αλλά είχε μία ελαφριά οσμή ιδρωτίλας. Τότε —βλέποντας πως δεν ανταπέδιδε τις περιποιήσεις μου— τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά. Δεν απάντησε, συνέχισε όμως να παίζει το πουλί μου και να μου απαλοτσιμπάει τις θηλές. Την ξαναρώτησα. «Νο ελληνικά!», χαμογέλασε. «Α, έτσι είσαι; Τώρα θα σε φτιάξω!...», σκέφτηκα. «Εγώ μιλάω λίγα Ρουμάνικα, ξέρεις», κι επανέλαβα ό,τι την είχα ρωτήσει, πριν λίγο, στη γλώσσα της. Εξεπλάγη —συγκρατημένα. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Πάντως μ' έγλειψε-φίλησε ικανοποιητικά στις θηλές, στο στέρνο, στο στήθος, στον λαιμό, στα μάγουλα —αυτιά δεν πλησίασε. Πλησίασα όμως εγώ˙ τους λοβούς. Εντωμεταξύ ο λόξιγκας συνέχιζε αμείωτος.
Ακολούθησε μια μέτρια καλυμμένη πίπα, την οποία διέκοψα σύντομα ζητώντας απ' τη Μανταλένα να ξαπλώσει ανάσκελα. Πήρε θέση με τα μπούτια σε απαγωγή και τις κνήμες σε κάμψη. Πριν τον χώσω —έτσι όπως ήμουν γονατιστός μπρος της— ένιωσα να με πιάνει κράμπα ψηλά στον μηρό... Ευτυχώς δεν χειροτέρεψε και μετά από λίγο ήμουν εντάξει, οπότε "χώθηκα", έγειρα πάνω της και ξεκίνησα να μπαινοβγαίνω νιώθοντας καλά "εντός". 'Οχι όμως τόσο καλά ώστε να ολοκληρώσω... 'Οταν της είπα να στηθεί στα τέσσερα —βλέποντας την κωλάρα, το περικλανίδιο και το ξυρισμένο αιδοίο της φάτσα κάρτα— καύλωσα περισσότερο. Συνέχισα έτσι το γαμήσι χύνοντας λίγο αργότερα. Είχαν συμπληρωθεί 12 λεπτά απ' όταν είχε έρθει. Η τσατσά την είχε φωνάξει στο δεκάλεπτο. Στην Ελλάδα μού είπε πως ήταν «doar» (μόνο) 2 βδομάδες. Ο λόξιγκας πια είχε σταματήσει.
«'Εχει τσιμπουκάκι, μουνάκι, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό, από πάνω, εξήντα εννιά, φιλάκια στα βυζάκια. Δέκα ευρώ». Εκείνη η οποία τα «είχε» όλα αυτά και τα έδινε για δέκα ευρώ, ήταν μια εικοσιτετράχρονη τσιγγάνα απ' την Ρουμανία, με ίσιο μαύρο μαλλί μέχρι την πλάτη, ενδιαφέρον πρόσωπο, μεσαίο κρεμασμένο στήθος, μέτριο ανάστημα, καλοσχηματισμένο κορμί, φαρδουλή λεκάνη.
«Πώς τη λένε;». «Μανταλένα». Πλήρωσα κι η υπηρεσία μ' έστειλε στο 1 —ένα νορμάλ δωμάτιο.
'Επειτα από κάνα τρίλεπτο άκουσα το ασανσέρ ν' ανεβαίνει. Η Μανταλένα εισήλθε μ' ένα αχνό χαμόγελο. «Τι κάνεις;», ενδιαφέρθηκα να μάθω. «Καλά. Χικ!». «Λόξιγκα έχεις;», ρώτησα ύστερα από μερικά ηχηρά «χικ». «Α;». «Λόξιγκα;», επανέλαβα. «Κρύο!», απάντησε. «'Οχι, αυτό το "χικ", "χικ", που κάνεις, είναι ο λόξιγκας», εξήγησα τι εννοούσα. Δεν είπε κάτι. «'Οντως, κρύο έχει εδώ μέσα», συμφώνησα. Τα «χικ» συνεχίζονταν, ενώ είχε μείνει τσίτσιδη έχοντας γονατίσει πλάι μου. Αστειεύτηκα κάνοντας κι εγώ «χικ» έπειτα από 'κείνη —για δυο-τρεις φορές. Το πλατύστομο γέλιο της δόνησε την ατμόσφαιρα. «Από πού είσαι;». «Ρουμανία». 'Αρχισε να μου πασπατεύει το πουλί, μ' εμένα να της χαϊδεύω τον μηρό. «Πώς λέτε τον λόξιγκα στη Ρουμανία;». «Ε;». «Το χικ χικ, πώς το λέτε;». Δεν θυμόμουν κι εγώ... «Sughiț» (σουγκίτς). «Μπράβο, αυτό έχεις!». «Χα χα χα», ξαναγέλασε. Αλλά ο λόξιγκας, λόξιγκας! «Κράτα την αναπνοή σου!», τη συμβούλεψα. «Ναι!... χα χα». «Ναι, άμα την κρατήσεις, θα περάσει!», επέμεινα.
Στη συνέχεια ανασηκώθηκα για να της γλείψω-ρουφήξω τους μαστούς και να της δώσω κάποια φιλάκια-γλειψιματάκια στους ώμους, στον λαιμό, λίγο στα μάγουλα —δεν μύριζε αλκοόλ, αλλά είχε μία ελαφριά οσμή ιδρωτίλας. Τότε —βλέποντας πως δεν ανταπέδιδε τις περιποιήσεις μου— τη ρώτησα εάν πρόσφερε τίποτις προκαταρκτικά. Δεν απάντησε, συνέχισε όμως να παίζει το πουλί μου και να μου απαλοτσιμπάει τις θηλές. Την ξαναρώτησα. «Νο ελληνικά!», χαμογέλασε. «Α, έτσι είσαι; Τώρα θα σε φτιάξω!...», σκέφτηκα. «Εγώ μιλάω λίγα Ρουμάνικα, ξέρεις», κι επανέλαβα ό,τι την είχα ρωτήσει, πριν λίγο, στη γλώσσα της. Εξεπλάγη —συγκρατημένα. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Πάντως μ' έγλειψε-φίλησε ικανοποιητικά στις θηλές, στο στέρνο, στο στήθος, στον λαιμό, στα μάγουλα —αυτιά δεν πλησίασε. Πλησίασα όμως εγώ˙ τους λοβούς. Εντωμεταξύ ο λόξιγκας συνέχιζε αμείωτος.
Ακολούθησε μια μέτρια καλυμμένη πίπα, την οποία διέκοψα σύντομα ζητώντας απ' τη Μανταλένα να ξαπλώσει ανάσκελα. Πήρε θέση με τα μπούτια σε απαγωγή και τις κνήμες σε κάμψη. Πριν τον χώσω —έτσι όπως ήμουν γονατιστός μπρος της— ένιωσα να με πιάνει κράμπα ψηλά στον μηρό... Ευτυχώς δεν χειροτέρεψε και μετά από λίγο ήμουν εντάξει, οπότε "χώθηκα", έγειρα πάνω της και ξεκίνησα να μπαινοβγαίνω νιώθοντας καλά "εντός". 'Οχι όμως τόσο καλά ώστε να ολοκληρώσω... 'Οταν της είπα να στηθεί στα τέσσερα —βλέποντας την κωλάρα, το περικλανίδιο και το ξυρισμένο αιδοίο της φάτσα κάρτα— καύλωσα περισσότερο. Συνέχισα έτσι το γαμήσι χύνοντας λίγο αργότερα. Είχαν συμπληρωθεί 12 λεπτά απ' όταν είχε έρθει. Η τσατσά την είχε φωνάξει στο δεκάλεπτο. Στην Ελλάδα μού είπε πως ήταν «doar» (μόνο) 2 βδομάδες. Ο λόξιγκας πια είχε σταματήσει.
Πληροφορίες Επίσκεψης
Ημερομηνία επίσκεψης
Ιουνίου 10, 2015
Όνομα κοπέλας
Μανταλένα
Σχόλια
Έχεις ήδη λογαριασμό; Άμεση σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού