Πέθανε κάποιος, πήγε στην Κόλαση.
Περπατώντας μελαγχολικός, συναντάει για πρώτη φορά ένα Διάολο.
«Τι έγινε ρε μάγκα, γιατί τέτοιες ακεφιές?» τον ρωτάει ο διάολος.
«Τι περίμενες δηλαδή? Πέθανα, και είμαι και στην κόλαση», του λέει ο τύπος.
«Κοίτα να δεις, η κόλαση δε είναι και τόσο χάλια τελικά, όσο πιστεύει ο κόσμος...», του λέει ο διαολάκος. «Πίνεις κανένα ποτάκι?»
«Και βέβαια» λέει ο τύπος. «Μ? αρέσει το ποτό».
«Ωραία! Θα δεις τότε ότι οι Δευτέρες, εδώ στην Κόλαση, θα σου μείνουν αξέχαστες. Κάθε Δευτέρα, δεν κάνουμε τίποτα άλλο όλη μέρα, από το να πίνουμε εδώ πέρα. Ουίσκια, τεκίλες, ούζα, βότκες, ρακές, κρασιά, κονιάκ, ότι τραβάει η ψυχή σου. Πίνουμε μέχρι να σκάσουμε, τότε ξερνάμε, και αυτό για να ξαναρχίσουμε να πίνουμε πάλι».
Εντυπωσιασμένος ο δικός μας λέει «Χμμ! Αυτό τουλάχιστον είναι κάτι....»
«Καπνίζεις?» τον ξαναρωτάει ο διάολος.
«Σα πούστης!» απαντάει ο νεοφερμένος.
«Χμμμ... Θα δεις τότε κάθε Τρίτη, δε θα θες να τελειώσει η μέρα! Κάθε Τρίτη μας φέρνουν τα καλύτερα πούρα απ όλο τον κόσμο, και ξεσκιζόμαστε στο ντουμάνι... Τα πνεμόνια μας γίνονται σαν αναμμένα κάρβουνα απ τον καπνό. Αλλά ξέρεις κάτι? Στ αρχίδια σου φίλε! Τι θα πάθεις, καρκίνο? Αφού είσαι ούτως ή άλλως πεθαμένος, τι σε νοιάζει?» του λέει ο διάολος.
«Σα δίκιο μου φαίνεται πως έχεις...» απαντάει ο τυπάκος.
«Στοιχηματίζω ότι χαρτοπαίζεις κι όλας!» ξαναλέει ο διαολάκος.
«Έ ναι, και χαρτιά παίζω, και ζάρια ρίχνω, και σε καζίνα πάω, είμαι τζογαδόρος, να μην κρυβόμαστε!» ομολογεί ο τύπος.
«Λοιπόν κοίτα, τις Τετάρτες εδώ γίνεται Καζίνο το πράμα. Ότι θες βρίσκεις. Ρουλέτες, Black Jack, ζάρια, πόκες, κουλοχέρηδες, στοιχήματα, ακόμα και κουμ-καν. Και ξέρεις κάτι? Και να ξεπαραδιαστείς, δε σε νοιάζει τίποτα. Αφού είσαι ήδη πεθαμένος, τι σε νοιάζει κι αν τα χάσεις όλα? Αλλά για πες μου κάτι άλλο: Φουμάρεις κανα μαύρο?» ρωτάει ο διαολάκος.
«Εεεεε... Ναι... να σου πώ την αλήθεια, είμαι μέσα σ? όλα. Δε φαντάζομαι να εννοείς...» λέει με έκπληξη ο τυπάκος.
«Ε, λοιπόν ναι», του λέει ο διάολος. «Κάθε Πέμπτη, είναι για μας "η μέρα των ναρκωτικών". Μπορείς να καπνίσεις τσιγαριλίκι ίσα μ ένα υποβρύχιο. ?Ασπρες, μαύρες, κόκες, κράκ, χάπια, αργιλέδες, ότι τραβάει η ψυχή σου. Όλα υπάρχουν. Και ξέρεις ε? Δε σε νοιάζει! Τι να πάθεις, εθισμό και να πεθάνεις από OD? Στ? αρχίδια σου! Αφού είσαι ούτως ή άλλως πεθαμένος! Οι Πέμπτες θα σου μείνουν αξέχαστες στην κόλαση, στο υπογράφω!»
Μετά απ όλα αυτά που άκουσε ο τύπος, έχει αρχίσει να αισθάνεται κάπως καλύτερα.
«Ε λοιπόν, σα να χεις δίκιο μου φαίνεται!» λέει στο διαολάκο. «Ποτέ δεν πίστευα ότι η κόλαση είναι τόσο cool μέρος!»
«Είσαι και λίγο αδερφούλα έ? Εννοώ τον παίρνουμε λιγουλάκι?» ρωτάει ξαφνικά ο διάολος.
«Όχι, καθόλου!» απαντάει ο τύπος.
«Ώπα! Τις Παρασκευές είναι που θα φρικάρεις!»
Περπατώντας μελαγχολικός, συναντάει για πρώτη φορά ένα Διάολο.
«Τι έγινε ρε μάγκα, γιατί τέτοιες ακεφιές?» τον ρωτάει ο διάολος.
«Τι περίμενες δηλαδή? Πέθανα, και είμαι και στην κόλαση», του λέει ο τύπος.
«Κοίτα να δεις, η κόλαση δε είναι και τόσο χάλια τελικά, όσο πιστεύει ο κόσμος...», του λέει ο διαολάκος. «Πίνεις κανένα ποτάκι?»
«Και βέβαια» λέει ο τύπος. «Μ? αρέσει το ποτό».
«Ωραία! Θα δεις τότε ότι οι Δευτέρες, εδώ στην Κόλαση, θα σου μείνουν αξέχαστες. Κάθε Δευτέρα, δεν κάνουμε τίποτα άλλο όλη μέρα, από το να πίνουμε εδώ πέρα. Ουίσκια, τεκίλες, ούζα, βότκες, ρακές, κρασιά, κονιάκ, ότι τραβάει η ψυχή σου. Πίνουμε μέχρι να σκάσουμε, τότε ξερνάμε, και αυτό για να ξαναρχίσουμε να πίνουμε πάλι».
Εντυπωσιασμένος ο δικός μας λέει «Χμμ! Αυτό τουλάχιστον είναι κάτι....»
«Καπνίζεις?» τον ξαναρωτάει ο διάολος.
«Σα πούστης!» απαντάει ο νεοφερμένος.
«Χμμμ... Θα δεις τότε κάθε Τρίτη, δε θα θες να τελειώσει η μέρα! Κάθε Τρίτη μας φέρνουν τα καλύτερα πούρα απ όλο τον κόσμο, και ξεσκιζόμαστε στο ντουμάνι... Τα πνεμόνια μας γίνονται σαν αναμμένα κάρβουνα απ τον καπνό. Αλλά ξέρεις κάτι? Στ αρχίδια σου φίλε! Τι θα πάθεις, καρκίνο? Αφού είσαι ούτως ή άλλως πεθαμένος, τι σε νοιάζει?» του λέει ο διάολος.
«Σα δίκιο μου φαίνεται πως έχεις...» απαντάει ο τυπάκος.
«Στοιχηματίζω ότι χαρτοπαίζεις κι όλας!» ξαναλέει ο διαολάκος.
«Έ ναι, και χαρτιά παίζω, και ζάρια ρίχνω, και σε καζίνα πάω, είμαι τζογαδόρος, να μην κρυβόμαστε!» ομολογεί ο τύπος.
«Λοιπόν κοίτα, τις Τετάρτες εδώ γίνεται Καζίνο το πράμα. Ότι θες βρίσκεις. Ρουλέτες, Black Jack, ζάρια, πόκες, κουλοχέρηδες, στοιχήματα, ακόμα και κουμ-καν. Και ξέρεις κάτι? Και να ξεπαραδιαστείς, δε σε νοιάζει τίποτα. Αφού είσαι ήδη πεθαμένος, τι σε νοιάζει κι αν τα χάσεις όλα? Αλλά για πες μου κάτι άλλο: Φουμάρεις κανα μαύρο?» ρωτάει ο διαολάκος.
«Εεεεε... Ναι... να σου πώ την αλήθεια, είμαι μέσα σ? όλα. Δε φαντάζομαι να εννοείς...» λέει με έκπληξη ο τυπάκος.
«Ε, λοιπόν ναι», του λέει ο διάολος. «Κάθε Πέμπτη, είναι για μας "η μέρα των ναρκωτικών". Μπορείς να καπνίσεις τσιγαριλίκι ίσα μ ένα υποβρύχιο. ?Ασπρες, μαύρες, κόκες, κράκ, χάπια, αργιλέδες, ότι τραβάει η ψυχή σου. Όλα υπάρχουν. Και ξέρεις ε? Δε σε νοιάζει! Τι να πάθεις, εθισμό και να πεθάνεις από OD? Στ? αρχίδια σου! Αφού είσαι ούτως ή άλλως πεθαμένος! Οι Πέμπτες θα σου μείνουν αξέχαστες στην κόλαση, στο υπογράφω!»
Μετά απ όλα αυτά που άκουσε ο τύπος, έχει αρχίσει να αισθάνεται κάπως καλύτερα.
«Ε λοιπόν, σα να χεις δίκιο μου φαίνεται!» λέει στο διαολάκο. «Ποτέ δεν πίστευα ότι η κόλαση είναι τόσο cool μέρος!»
«Είσαι και λίγο αδερφούλα έ? Εννοώ τον παίρνουμε λιγουλάκι?» ρωτάει ξαφνικά ο διάολος.
«Όχι, καθόλου!» απαντάει ο τύπος.
«Ώπα! Τις Παρασκευές είναι που θα φρικάρεις!»