Μια λεμονιά στη γειτονιά σε χέρσο περιβόλι,
να την ποτίσω σκέφτηκα κι’ ας ήταν μέρα σκόλη.
Είχε λεμόνια όμορφα μες στα φυλλώματα της
και ήταν σκέτος πειρασμός με τα καμώματα της.
Έτριψα ένα δυνατά να νιώσω τ’ άρωμα του,
μα είχε αέρα μέσα του κρίμα στην ομορφιά του.
Μεταλλαγμένα σκέφτηκα πως ήταν τα φεγγάρια
δεν είναι για το στύψιμο μα ούτε και για χάδια.
Θύμωσα κι’ ετοιμάστηκα το φράχτη να πηδήσω,
μα μια που το ξεκίνησα είπα ας την ποτίσω.
Όσο νερό κι’ αν έριχνα στο χώμα της χανόταν
κι’ αν με το χέρι έψαχνα καθ’ όλου δε φαινόταν.
Είχε στη ρίζα ζωγραφιές δυό φίδια που ξαμώνουν,
ανάμεσα τους πως να μπω φοβάμαι μη δαγκώνουν.
Μα ένοιωθα και τσιμπήματα στο (μάτι) από σκουπίδια,
είχε που λέτε η άτιμη χρυσά δυό δαχτυλίδια.